Στην περιοχή της Τρούμπας από την προπολεμική ακόμη περίοδο, εκτός της υπερπροσφοράς για αγοραίο έρωτα, υπήρχε και ένας μεγάλος αριθμός από κέντρα, που θέλοντας να εκμεταλλευτούν την μεγάλη σύναξη ανδρών σε μια περιορισμένη σχετικώς περιοχή, είχαν φροντίσει να λειτουργούν εκεί και μάλιστα να παρουσιάζουν και κάποιο θέαμα “καλλιτεχνικής” φύσεως το λεγόμενο αρχικώς Βαριετέ!
1937 και το γυναικείο συγκρότημα Βαριετέ από την Βουλγαρία με το όνομα “Ρεβύ ντε Φλερ” γίνεται ανάρπαστο στο Καμπαρέ Ιντερνάσιοναλ όπου παρουσιάζεται.
Ήταν δεδομένο πως οι θαμώνες των συγκεκριμένων καταστημάτων ήθελαν να δουν όσο το δυνατόν περισσότερα, να μην κουρασθούν, αλλά το κυριότερο η διεύθυνση του καταστήματος να τους κρατήσει όσο το δυνατόν περισσότερο, καθώς το κέρδος ερχόταν από την κατανάλωση. Κι όταν πολλά μαγαζιά βρίσκονταν το ένα δίπλα στο άλλο, ήταν πραγματικά δύσκολη υπόθεση να κρατήσεις τον θαμώνα στο ίδιο μέρος, όταν λίγο πιο κάτω υπήρχαν κι άλλες επιλογές.
Είδος πελατών:
Κόσμος και κοσμάκης λοιπόν κάθε βράδυ είτε ήταν καθημερινή, είτε αργία, όλων των ειδών και όλων των προελεύσεων. Ξένοι ναυτικοί, εγχώριοι, Αθηναίοι και επαρχιώτες, άνθρωποι λαϊκών τάξεων αλλά και …αριστοκράτες ακόμη! Οι τελευταίοι ξεχώριζαν από το γεγονός πως συνδύαζαν το ποτό μετά γεύματος, καθώς τα νυχτερινά εκείνα κέντρα λειτουργούσαν μετά φαγητού!
Κατά τα άλλα έφτασαν να συχνάζουν και κύριοι, υποδιοικητές τραπεζών, καθηγητές και όλοι εκείνοι που κατά την διάρκεια της ημέρας απαιτούσαν από την κοινωνία την καλή συμπεριφορά και τον σεβασμό.
1931 – ΝΤΑΣΙΓΚ, ΒΑΡΙΕΤΕ, ΚΑΜΠΑΡΕ ΜΕ ΤΟ ΜΠΑΛΕΤΟ ΡΑΪ
Διάταξη πελατών:
Στην Τρούμπα αντίθετα με τα ήθη των σημερινών νυχτερινών κέντρων, οι πλούσιοι και σημαντικοί πελάτες κάθονταν πίσω – πίσω ενώ οι προς “γδάρσιμο” πελάτες μπροστά! Ιδιαίτερη μάλιστα προτίμηση στα τραπεζοκαθίσματα της πρώτης σειράς έδειχναν οι ερχόμενοι πελάτες από επαρχία καθώς ήταν εκείνοι που δεν γνώριζαν που ακριβώς βρίσκονταν!
Αυτοί δέχονταν να πληρώσουν το ποτήρι αλκοόλ τρεις φορές ακριβότερα, προκειμένου να απολαύσουν εκ του πλησίον τις γραμμές και τις τολμηρές εμφανίσεις των χορευτριών, συνήθως αλλοδαπής προέλευσης. Ζούσαν και πλήρωναν με την ελπίδα της υφαρπαγής κάποιου εξωτικού μεζέ από τις γυναίκες που λικνίζονταν μπροστά στα μάτια τους! Μάλιστα κάποιοι από τους υπαλλήλους του μαγαζιού τους παρότρυναν λέγοντας πως η αλλοδαπή αρτίστα ήταν νεοαφικνούμενη από την Αργεντινή και επιθυμούσε σχέση με ορεσίβιο Έλληνα.
Στο μεταξύ οι καλοί πελάτες που κάθονταν στις πίσω σειρές, δέχονταν τις πραγματικές φροντίδες των γυναικών του καταστήματος, που μετά το πρόγραμμά τους κάθονταν στα δικά τους τραπέζια.
1931 – Με πρόγραμμα Βαριετέ!
Οι γυναίκες της Κονσομασιόν:
Όπως ήδη αναφέραμε σκοπός ήταν το κέρδος εκ της κατανάλωσης. Συνεπώς κάποιες γυναίκες δούλευαν για τον σκοπό αυτό και έμειναν γνωστές ως γυναίκες της κονσομασιόν δηλαδή της κατανάλωσης. Προπολεμικά το κέρδος εκτός της κατανάλωσης προέρχονταν επιπλέον και από τους χορούς. Δηλαδή υπήρχαν και γυναίκες που πληρώνονταν με τον χορό στην πίστα. Γιαυτό και στον τίτλο τους εκτός από τους όρους Καμπαρέ ή Βαριετέ υπήρχε και ο προσδιορισμός “Ντάνσιγκ”!
Μεταπολεμικά το κέρδος περιορίστηκε μόνο στην κατανάλωση ποτών. Όταν το μαγαζί ήταν γεμάτο, τότε η διεύθυνση μπορούσε να επιτρέψει και σε γυναίκες που ήταν εκτός να κάνουν ακριβώς την ίδια εργασία με εκείνες που ήταν μόνιμες. Αυτές οι δεύτερες ονομάζονταν “αδέσποτες” και επιδίδονταν με φανατισμό στην άγρα φιάλης αλκοόλ και των ποσοστών που στο τέλος έδινε το μαγαζί. Έτσι η Τρούμπα κάθε νύχτα μεταβαλλόταν σε έναν στίβο, όπου ο άνδρας αγωνιζόταν να πάρει εκείνο που ήθελε και η γυναίκα να το δώσει με όσο το δυνατόν περισσότερα ανταλλάγματα!
Ο ρόλος του Κομπέρ:
Συντονιστής του επί σκηνής θεάματος ήταν κάποιος που λεγόταν “Κομπέρ”. Ο ρόλος του Κομπέρ ήταν να καλύπτει κυρίως τα μεσοδιαστήματα μεταξύ των νούμερων της παράστασης, είτε λέγοντας τολμηρά αστεία, είτε φέρνοντας επί σκηνή κάποια “καλλιτέχνιδα” συνήθως ελαφρώς ενδεδυμένη προκειμένου να την πειράξει καθώς εκείνη δεν γνώριζε (ή υποτίθεται δεν γνώριζε) ελληνικά. Εκείνη την στιγμή ήταν που συχνά, πολλοί εκ των περιστασιακών θαμώνων της πρώτης σειράς, έβριζαν τον Κομπέρ, καθώς πίστευαν πως επειδή η συγκεκριμένη Αρτίστα είχε δεχτεί ένα κέρασμα από αυτούς, όφειλαν να προστατεύσουν την τιμή και την υπόληψή της!
Η φτωχή πλην τίμια αρτίστα:
Επίσης σχεδόν μόνιμη ατραξιόν των καταστημάτων αυτών, είναι και η δύσμοιρη φτωχή πλην τίμια κοπέλα, που κάνοντας μεγάλη και λαμπρή καριέρα στο εξωτερικό, ουδέποτε λησμόνησε την χώρα της και επιστρέφοντας μετά από έτη πολλά, έκανε και μια στάση στον Πειραιά προκειμένου να δώσει μια δυο παραστάσεις προς τιμή της εκλεκτής πελατείας του καταστήματος…
Συνήθως ο Κομπέρ παρουσίαζε της δοξασμένη ανά τον κόσμο αρτίστα ως εξής:
“Κυρίες και Κύριοι η τραγουδίστρια Βάνα Μαρία δεν την χωρούσαν οι στενοί ορίζοντες της πατρίδας μας. Έτσι πριν από πολλά χρόνια αναχώρησε με προορισμό την Παλαιστίνη. Μετά βρέθηκε στην Κεϋλάνη και σε άλλες ξωτικά μέρη όπου θριάμβευσε. Οι εφημερίδες των χωρών απ΄ όπου πέρασε πάντα έγραφαν τα καλύτερα για αυτήν. Για αυτήν έγραψαν ακόμη και τα καλύτερα περιοδικά του Λονδίνου. Αρρώστησε όμως και σκέφτηκε να γυρίσει στην χώρα μας για να ξεκουραστεί. Επωφελήθηκε όμως για να σας παρουσιάσει και εδώ το πρόγραμμά της. Θα μείνει για λίγο καιρό. Μετά θα φύγει για Αυστραλία!”
Βεβαίως η Βάνα Μαρία ήταν μια από τις χορεύτριες που η Τρούμπα γνώριζε κατ΄ επανάληψη.
Κράχτες και συνιδιοκτήτες:
Όλα αυτά τα μαγαζιά είχαν στην είσοδο κάποιον κράχτη, που αντίθετα από ότι έχει επικρατήσει στην τηλεόραση και στον κινηματογράφο, δεν διαφήμιζαν τις γυναίκες αλλά ότι υπήρχε ελεύθερο ένα καλό τραπέζι, μα που αλλού; Μα στην πρώτη σειρά φυσικά!
Ο κράχτης παρουσιαζόταν ως συνιδιοκτήτης του καταστήματος ο οποίος θα φρόντιζε ο ίδιος προσωπικά τον πελάτη.
Το πρόγραμμα:
Ο καταρτισμός του προγράμματος ήταν δύσκολος και απαιτητικός καθώς έπρεπε να αλλάζει τακτικά και να παρουσιάζει ποικιλία. Έτσι δημιουργείτο η εντύπωση στον θαμώνα, ότι με τις δώδεκα δραχμές που έδινε για ένα ποτό, είχε το μοναδικό προνόμιο, να βλέπει αστέρες από την Αργεντινή, από την Αυστραλία ή από την Βόρεια Ευρώπη.
Το πρόγραμμα ήταν χωρισμένο σε τρία μέρη. Ξεκινούσε με τα δευτερευούσης σημασίας νούμερα που ήταν συνήθως χοροί από μπαλέτα ντυμένα φανταζί ή εξαντρίκ ώστε εκείνοι που έμπαιναν μέσα για λίγο να έπεφταν πάνω σε πολύχρωμο και τολμηρό και να έμεναν εντός. Άρα σκοπός του πρώτου μέρους ήταν ο γρήγορος εντυπωσιασμός.
Εάν το πρώτο μέρος ήταν πετύχει τον σκοπό του, το κατάστημα όφειλε να ήταν γεμάτο. Τότε το δεύτερο μέρος είχε ως σκοπό την κατανάλωση ποτού, ενώ το τρίτο μέρος άρχιζε μετά τις δώδεκα τα μεσάνυχτα και τελείωνε στις δύο επίσημα αλλά στην ουσία μόλις ξημέρωνε και περιλάμβανε απλή ορχηστρική ζωντανή μουσική.
Τα ποτά:
Προπολεμικά εάν οι θαμώνες δεν ήταν πρωτάρηδες φρόντιζαν να ζητήσουν οίνο εγχώριο που κόστιζε το ένα τρίτο της τιμής του εισαγόμενου. Μεταπολεμικά και κυρίως όταν επικράτησαν τα σκληρά, δηλαδή τα ουίσκι η φιάλη έγινε υποχρεωτική στα τραπέζια καθώς το κόστος λειτουργίας ενός τέτοιου μαγαζιού ήταν υψηλό καθώς έπρεπε να καλύψει μουσικούς, χορεύτριες, αρτίστες, κράχτες, κομπέρ, γκαρσόνια, μαγείρους και τον ιδιοκτήτη που συνήθως αριθμούσαν πάνω από 20 άτομα!
Τα παρασκήνια:
Όσο για τα παρασκήνια, δεν θύμιζαν σε τίποτα εκείνα του θεάτρου. Ήταν μικροί χώροι, αυλές που έβλεπαν στην πίσω πλευρά του μαγαζιού ή ακόμη και υπόγεια. Την τελευταία στιγμή οι αλλοδαπές μάθαιναν να από τα γκαρσόνια να λένε “αγάπη μου” ενώ εάν ήταν Ελληνίδες το ακριβώς αντίστροφο, δηλαδή ξένες φράσεις αναλόγου δυναμικής.
Κάποιοι από αυτούς τους καλλιτέχνες άξιζαν πραγματικά και είτε Έλληνες είτε ξένοι σχημάτιζαν μια ξεχωριστή κοινωνία με συμπάθειες, αντιπάθειες, τον φόβο της απέλασης, ή της αποκάλυψης του ποινικού μητρώου.
Η περίπτωση του Καμπαρέ “Ιντερνάσιοναλ”:
Από τις αρχές της δεκαετίας του ’30 ένα από τα πιο γνωστά Καμπαρέ της Τρούμπας ήταν και το”Διεθνές”. Γνωστό για τις δωδεκάδες κοριτσιών από την Ουγγαρία που πληρώνονταν για να χορεύουν στην πίστα με τους πελάτες, σύμφωνα με ότι ίσχυε τις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Έγινε τόσο γνωστό και απέκτησε μεγάλη φήμη ώστε να υπάρχουν διαφημίσεις του στον ημερήσιο τύπο!
Οι σαμπάνιες εντός του καταστήματος άνοιγαν με τέτοιον ρυθμό που η εκπωμάτωση των φιαλών, ακούγεται έξω στον δρόμο σαν πυροβολισμός άγριας συμπλοκής. Εκεί παρουσιάζεται το βουλγαρικό μπαλέτο “Ρεβύ ντε Φλερ” που αποτελείται από οκτώ κορίτσια και έχει ως Κομπέρ κάποιον Μίλκοβ. Ο Κομπέρ στα μεσοδιαστήματα των παρουσιάσεων, αστειεύεται με το πρώτο κορίτσι του μπαλέτου την Βιολέτ, με τόσο τολμηρό τρόπο, που οι σαμπάνιες ανοίγουν με ρυθμό πολυβόλου.
Γνωστές αρτίστες με βαρύ όνομα ήταν οι αδελφές Μπενάκη, η Φιφή και η Λόλα, ενώ η αλλοδαπή Ιλόβα γίνεται ανάρπαστη από τους ανατολίτικους αισθησιακούς της χορούς.
Το “Ιντερνάσιοναλ” απασχόλησε το 1929 την Πειραϊκή κοινωνία με την γνωστή υπόθεση της Ραμόνας!
Το γενικό πρόσταγμα για τα πάντα εντός του καταστήματος έχει η Μαντάμ Ζενύ που επαγρυπνεί ενώ οδιευθυντής Κρανιδιώτης αποκαλείται από όλα τα κορίτσια ως “πατέρας” καθώς ήταν γνωστός πως “δεν έφαγε ποτέ δεκάρα” από εργαζόμενη.
Αργότερα το “Διεθνές” μετατράπηκε “Ιντερνάσιοναλ” αλλά οι Πειραιώτες συνέχιζαν να το αποκαλούν με το αρχικό του όνομα.
Προπολεμικοί ανταγωνιστές του “Ιντερνάσιοναλ” ήταν το Καμπαρέ “Φέμινα” του Στίνη και το “Περοκέ”της κυρίας Μαίρης.
Τα Καμπαρέ και η απογραφή της Τρούμπας του ’60:
Φυσικά τα μαγαζιά από την προπολεμική εποχή μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’60, άλλαζαν διαρκώς σε αριθμούς, σε ονόματα και σε διευθύνσεις. Προπολεμικά τα ονόματα που επικρατούσαν συνήθως αναφέρονταν στη Νότια Αμερική, οι γυναίκες της οποίας πάντα γοήτευαν τους Έλληνες και κυρίως τους Ναυτικούς που είχαν ταξιδέψει εκεί. Επίσης προσέφεραν χορός σε πίστα και γυναίκες για να χορέψεις. Μεταπολεμικά ο χορός με προπληρωμένες γυναίκες σταμάτησε και επικράτησε η κονσομασιόν.
Την δεκαετία του ’60 υπήρχαν καταχωρημένα στα αρχεία της Αστυνομικής Διεύθυνσης Πειραιώς 16 Καμπαρέ με πρώτα ονόματα να φιγουράρουν στην λίστα τα Καμπαρέ “Μπλακ Κατ”, “Κιτκατ”, “Τόνις Μπαρ”, “Τζων Μπουλ”, “Καλιφόρνια”, “Αρτζεντίνα”, “Μαϊάμι”, “Μπραζίλ” κ.ο.κ. Ειδικά μεταπολεμικώς τα περισσότερα Καμπαρέ έφερναν ονόματα Αμερικανικά καθώς η πελατεία τους προερχόταν συνήθως από τον 6ο Αμερικανικό στόλο της Μεσογείου.
Στους δύο στενούς δρόμους της Τρούμπας την Φίλωνος και την Νοταρά που διασταυρώνονταν με τρεις κάθετους την Φιλελλήνων, την Σκουζέ και την Δευτέρας Μεραρχίας, εκτός των 16 Καμπαρέ, την ίδια δεκαετία, υπήρχαν και57 “σπίτια” επίσημα δηλωμένα που απασχολούσαν 340 γυναίκες δηλωμένες και περίπου 40 ανεπίσημα με 200 περίπου γυναίκες “αδέσποτες” που προσέφεραν αγοραίο έρωτα. Τρεις κινηματογράφοι αναλόγου περιεχομένου, “Φως”, “Ολυμπίκ” και ο “Ηλύσια” που λειτουργούσαν από τις δέκα το πρωί έως τα μεσάνυχτα.
Στον ίδιο περιορισμένο χώρο λειτουργούσαν επίσης το Αντιαφροδισιακό ιατρείο του λιμανιού (Σκουζέ και Νοταρά), το Δικαστήριο Ανηλίκων και η Εταιρεία Προστασίας Ανηλίκων, (Κολοκοτρώνη 142), το Κακουργιοδικείο, το Πταισματοδικείο (Κολοκοτρώνη 118) ενώ τα τελευταία χρόνια λειτουργούσε εκεί και το Μεταγωγών Πειραιώς.
Είσοδος σε “σπίτι” το 1959
Τέλος να αναφέρουμε πως στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 που ο τύπος και ο κινηματογράφος έκαναν γνωστά τα Καμπαρέ της Τρούμπας, προέβαλαν ουσιαστικά την παρακμή τους, καθώς ουδέποτε κατάφεραν να φτάσουν σε αίγλη και πρόγραμμα εκείνα τα Βαριετέ της προπολεμικής περιόδου.
http://pisostapalia.blogspot.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.