ΕΠΙ ΧΡΟΝΙΑ συμβαίνει το ίδιο πράγμα. Στις 8.15΄ π.μ. ακριβώς, τηρείται σιγή από τα πλήθη των ανθρώπων που έχουν συγκεντρωθεί στο Πάρκο της Ειρήνης, στη Χιροσίμα. Κρατούν σιγή ενός λεπτού σε μνήμη της καταστροφικής εκείνης στιγμής 40 χρόνια πριν. Στις 6 Αυγούστου 1945, μια ατομική βόμβα εξερράγη πάνω από τη Χιροσίμα της Ιαπωνίας. Σαν αστραπή, η πόλη ερημώθηκε, και 80.000 περίπου άτομα έχασαν τη ζωή τους. Τρεις μέρες αργότερα, μια άλλη ατομική βόμβα κατέστρεψε την πόλη του Ναγκασάκι, σκοτώνοντας πάνω από 73.000 άτομα.
Από όλο τον κόσμο, χιλιάδες άτομα έρχονται τακτικά για να συμμετάσχουν στη μνήμη του μοιραίου εκείνου γεγονότος. Πέρυσι, εκτός από τις συνηθισμένες παρελάσεις, τις προσευχές, τις λειτουργίες, και άλλα πράγματα, υπήρχαν ειδικά γεγονότα, όπως η Παγκόσμια Διάσκεψη Δημάρχων για Ειρήνη Μέσω της Αλληλεγγύης των Πόλεων—μια συνάντηση των δημάρχων δεκάδων πόλεων στην Ιαπωνία και σ’ όλο τον κόσμο.
Όπως φαίνεται, η Ιαπωνία θέλει να θυμάται ο κόσμος το μάθημα του τρομακτικού παρελθόντος της.
Οι Επιζήσαντες Αφηγούνται
Στοίβες από χαρτί έχουν χρησιμοποιηθεί για να καταγράψουν τις πολύ θλιβερές αφηγήσεις εκείνων που επέζησαν από τη βόμβα. Παρ’ όλο που οι περισσότεροι από αυτούς είναι τώρα μεσήλικοι, εξακολουθούν να έχουν ζωντανή τη μνήμη «της μέρας εκείνης». Ακολουθούν αφηγήσεις τους, όπως τις αφηγήθηκαν σ’ έναν ανταποκριτή του Ξύπνα!
Η Νομπούγιο Φουκουσίμα, η οποία θυμάται καλά την εμπειρία της από το βομβαρδισμό της Χιροσίμα, αφηγείται: «Καθάριζα τα σκαλοπάτια στο σπίτι μου, όταν ξαφνικά μία εκθαμβωτική λάμψη και μια τρομερή έκρηξη με έκαναν να πέσω αναίσθητη. Όταν συνήλθα, άκουσα τη μητέρα μου που φώναζε για βοήθεια. Το σπίτι ήταν κατεστραμμένο. Νόμισα ότι είχε γίνει κάποιος σεισμός. Όταν βγήκαμε από τα ερείπια του σπιτιού μας και κατευθυνθήκαμε προς την όχθη του ποταμού, είδα πολλά παιδιά και τους γονείς τους με ρούχα καμένα να κρέμονται και κολλημένα στο δέρμα τους. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί είχαν καεί τόσο άσχημα.
«Όταν φτάσαμε στο νοσοκομείο, ήταν κατάμεστο από ανθρώπους. Το κεφάλι και το πρόσωπο πολλών από αυτούς ήταν καλυμμένο με αίματα, ενώ άλλοι είχαν κατακαμένες σάρκες που κρέμονταν σε λωρίδες. Τα μαλλιά μερικών είχαν κατακαεί από τη θερμότητα και κρέμονταν. Άλλοι, με κομμάτια από ξύλα και γυαλιά που είχαν μπει στα σώματά τους, βογκούσαν δυνατά. Το πρόσωπό τους ήταν τόσο πρησμένο ώστε ήταν δύσκολο να ξεχωρίσεις τον έναν από τον άλλον. Φαίνεται ότι όλοι ζητούσαν νερό, αλλά μέχρι την ώρα που τους έφερναν νερό, πολλοί από αυτούς δεν ανάπνεαν πια. Η μητέρα μου επίσης πέθανε τρεις μήνες αργότερα από τις επιδράσεις της βόμβας.
«Η πόλη ήταν ένας μεγάλος, κατακαμένος αγρός, με μεμονωμένα υπολείμματα από μπετόν να στέκονται ακόμη ανάμεσα στις στάχτες. Ολονυχτίς έκαιγαν φωτιές στην όχθη του ποταμού όπου έκαιγαν τους νεκρούς. Θυμάμαι ζωηρά την κόκκινη λάμψη της φωτιάς και τη φοβερή μυρωδιά των καιγόμενων σωμάτων, σαν να τηγάνιζε κανείς λιπαρά ψάρια. Μέχρι σήμερα τρέμω και αισθάνομαι πόνο στην καρδιά όταν τα θυμάμαι αυτά».
Ο Τομίτζι Χιρονάκα ήταν ένας από τους στρατιώτες που στάλθηκαν στη Χιροσίμα αμέσως μετά από τον βομβαρδισμό για να βγάλουν έξω οποιουσδήποτε είχαν επιζήσει από τη φυλακή εκεί. Παρ’ όλο που είχε υπηρετήσει στο στρατό επί πολλά χρόνια, αυτά που είδε στη Χιροσίμα ήταν εκείνα που τον έφεραν στον τρόμο του πολέμου.
«Ο δρόμος ήταν γεμάτος από φορτηγά φορτωμένα με τραυματίες. Εκείνοι που μπορούσαν ακόμη να περπατήσουν σέρνονταν στα πεζοδρόμια. Πολλοί ήταν σχεδόν γυμνοί, εκτός από τα μέρη όπου τα ρούχα τους είχαν καεί και είχαν κολλήσει στο δέρμα τους. Σωροί από πτώματα, κατακαμένα κόκκινα, ήταν παντού. Οι όχθες του ποταμού ήταν γεμάτες με ανθρώπους που προσπαθούσαν να απαλύνουν τον πόνο από τα εγκαύματά τους. Ανάμεσά τους, είδα τη μητέρα μου, καλυμμένη με κόκκινα εγκαύματα, κρατώντας το μωρό της, επίσης άσχημα καμένο, προσπαθώντας να το περιποιηθεί με συμπόνια. Θυμάμαι καλά το έντονο συναίσθημα που αισθάνθηκα τότε. ‘Μισώ τον πόλεμο! Μισώ τον πόλεμο!’ Ωστόσο, είχα συμμετάσχει κι εγώ στο σκοτωμό, και σκεφτόμουν, ‘Τι είδους συνείδηση έχω;’ Αισθανόμουν πάρα πολύ άσχημα με την ενοχή αίματος που είχα».
Ο Μουνεχίντε Γιανάγκι, 14χρονο αγόρι τότε, επέζησε θαυματουργικά από το βομβαρδισμό στο Ναγκασάκι. Ήταν μόλις 980 μέτρα (3.200 πόδια) από τον τόπο όπου εξερράγη η βόμβα. «Συμμετείχα στην επιστράτευση των σπουδαστών που είχαν διοριστεί για να κατασκευάσουν αντιαεροπορικά καταφύγια», εξηγεί. «Καθώς εργαζόμαστε, άκουσα τον θόρυβο ενός μεγάλου αεροπλάνου που ήταν κάτι σαν δυνατός βρυχηθμός. Την ίδια ώρα που αναρωτιόμουν αν ήταν Αμερικανικό το αεροπλάνο αυτό, άκουσα την κραυγή: ‘Τεκκί!’ [‘Εχθρικό αεροπλάνο’!] Ρίξαμε κάτω τα πράγματα που μεταφέραμε και τρέξαμε με όλη μας τη δύναμη προς το καταφύγιο.
«Τη στιγμή που έφτανα στο τσιμεντένιο φράγμα μπροστά από το αντιαεροπορικό καταφύγιο, έγινε μια τρομακτική λάμψη με μπλε και άσπρο φως και ένας φοβερός θόρυβος ο οποίος με έριξε αναίσθητο στο πίσω μέρος του καταφυγίου. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι ήταν όταν συνήλθα από τις αγωνιώδεις κραυγές ‘Άιγκο! Άιγκο!’ [μια Κορεατική έκφραση που υποδηλώνει κάποιο βαθύ συναίσθημα]. Οι κραυγές έρχονταν από κάποιο άτομο, το πρόσωπο του οποίου ήταν μαυρισμένο από τον καπνό και είχε τόσο σοβαρά εγκαύματα ώστε ήταν δύσκολο να διακρίνω αν ήταν άντρας ή γυναίκα.
«Έξω από το καταφύγιο, ήταν σαν μια πύρινη κόλαση. Είδα έναν από τους συμμαθητές μου που είχε καεί άσχημα. Τα ρούχα του είχαν κουρελιαστεί και ανάμεσά τους έβγαινε το δέρμα του. Μια κοπέλα που εργαζόταν μαζί μου είχε καταρρεύσει στο δρόμο—το κάτω μέρος των ποδιών της είχαν λιώσει και ικέτευε για νερό. Δεν ήξερα πού να βρω νερό αλλά προσπάθησα, όσο περισσότερο μπορούσα, να την ενθαρρύνω.
«Η φωτιά κατέκαιγε την πόλη. Είδα καιγόμενους τηλεφωνικούς στύλους να πέφτουν στους δρόμους, ένα τρένο να καίγεται πάνω στις τροχιές, και ένα άλογο να έχει πέσει σε σπασμούς από τη φωτιά. Η φωτιά που μαινόταν με εξανάγκασε να φύγω προς το ποτάμι. Ήμουν ζεστός και τρομοκρατημένος. Με κάποιο τρόπο έφτασα σπίτι μου». Αργότερα τα ούλα του Μουνεχίντε άρχισαν να αιμορραγούν και άρχισε να υποφέρει από διάρροια. Ακόμη και τώρα έχει χρόνια ηπατίτιδα. Αλλά πιστεύει πως είναι τυχερός σε σχέση με αυτά που είδε να έχουν πάθει πολλοί την ημέρα εκείνη.
Ένα Μάθημα για Όλους
Η πείρα των ατομικών βομβαρδισμών άφησε στ’ αλήθεια μια βαθιά πληγή στη διάνοια και στη συνείδηση πολλών ανθρώπων. Ακόμη και εκείνοι που έχουν δει τα επακόλουθα του βομβαρδισμού έχουν εντυπωσιαστεί βαθιά από τον τρόμο και την καταστρεπτικότητα του πολέμου.
Σήμερα, 40 χρόνια μετά από το γεγονός, η ένταση ανάμεσα στα έθνη αυξάνει, και η συσσώρευση των πυρηνικών όπλων αυξάνει επίσης. Ο φόβος για έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο και ένα πυρηνικό ολοκαύτωμα είναι περισσότερο πραγματικός από όσο ποτέ άλλοτε. Όπως είναι κατανοητό, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι σ’ όλο τον κόσμο παροτρύνουν όλα τα έθνη και τους ανθρώπους να θυμούνται την τραγωδία της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι σαν ένα μάθημα για όλους τους ανθρώπους. Η 40ή επέτειος στη Χιροσίμα δεν είναι παρά μια από τις πολλές αυτές εκφράσεις.
Έχουν όμως φέρει τον κόσμο κοντύτερα προς την αληθινή ειρήνη οι πολλές αυτές προσπάθειες; Είναι αρκετοί οι τρόμοι ενός πυρηνικού πολέμου—η πείνα, τα παθήματα, και η καταστροφή—για να κάνουν τους ανθρώπους να αποκηρύξουν τον πόλεμο; Πράγματι, ποια διαρκή αποτελέσματα είχε η τραγωδία της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι πάνω στην Ιαπωνία σαν έθνος σε σχέση με την επιδίωξη ειρήνης;
*** g86 22/1 σ. 3-6 Χιροσίμα—Μια Αξέχαστη Εμπειρία ***
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.