Την άλλη μέρα του Φωτός, Ιανουάριο του 1923, πρωτοβγήκαμε στην Ελλάδα. Μόλις βγήκαμε, περιμέναμε κυρίες και μας μοιράσανε ψωμιά και τυριά. Την ίδια μέρας μας βάλανε στο τραίνο και μας πήγανε στην Τρίπολη. Τις δύο πρώτες βραδιές μείναμε μέσα στην Τρίπολη….
Κι εγώ έρημη ήμουνα και είχα και τρία παιδιά μαζί μου…
Ο γιος μου ήρθε στην Τρίπολη για να μας πάρει να μείνουμε όλοι στην Αθήνα…
Άμα βγήκαμε στον Πειραιά, δεν είχαμε που να μείνουμε. Δύο νύχτες κοιμηθήκαμε στον Σταθμό, στο ύπαιθρο. Τρέξαμε, πήγαμε στα Υπουργεία και τότε μας πήρανε και μας βάλανε στο εργοστάσιο του Στρίγκου, σε κάτι αποθήκες μέσα, στον Πειραιά. Εκεί ήταν και άλλοι πρόσφυγες, από της Σμύρνης τα μέρη όλοι.
Κυρίες ετοιμάζουν συσσίτια για τους πρόσφυγες – 1922
Εργασία προσφύγων σε εργοστάσιο
Ομαδική συμβίωση προσφύγων εντός των αποθηκών του ΟΛΠ. Είναι 9 Σεπτεμβρίου 1922
Πρόσφυγες γευματίζουν εντός των αποθηκών ΟΛΠ –
9 Σεπτεμβρίου 1922
Έξι μήνες μείναμε μέσα εκεί. Κακήν κακώς, μην τα ρωτάς, πώς ζούσαμε. Έφτασε ο δεύτερος χρόνος της προσφυγιάς. Ήμαστε στα 1924 κι ακούσαμε πως γίνονται συνοικισμοί, για να κάτσουμε εμείς οι πρόσφυγες, στον Ποδονίφτη (σημερινή Νέα Ιωνία), στους Ποδαράδες (Περισσός), στην Κοκκινιά.
Τότε ξέρεις πώς πιάνανε τα σπίτια στους συνοικισμούς; Πήγαινες εκεί, κρεμούσες ένα τσουβαλάκι ή ό,τι είχες σ΄ ένα δωμάτιο και το σπίτι ήταν δικό σου. Ατελείωτα ήτανε ακόμη. Κεραμίδια δεν είχανε, πόρτες δεν είχανε, παράθυρα δεν είχανε. Και μερικά που είχανε πόρτες και παράθυρα πηγαίνανε άλλοι τη νύχτα και τις βγάζανε και ανάβανε φωτιές να ζεσταθούνε, να μαγειρέψουνε. Δύο χρόνια ύστερα που φτάσαμε εμείς στην Ελλάδα ήρθε και μας βρήκε στην Κοκκινιά και ο άντρα μου. Αυτός ήρθε από τους τελευταίους αιχμαλώτους, γιατί επειδή ήτανε τεχνίτης, τον κρατούσανε και τους δούλευε.
Δουλέψαμε, κουραστήκαμε και κάναμε και σπίτι κι αναστήσαμε τα παιδιά μας και δουλέψανε κι εκείνα κι εδώ θα τελειώσουμε τη ζωή μας. Τα βάσανά μας ποτέ δεν θα φύγουνε από μέσα μας.
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών) Τομ. Α΄ σελ. 193 – 195.
Μαρτυρία Καλλισθένης Καλλίδου
από το χωριό Φερτέκι της Καππαδοκίας
Δεκαπέντε ημέρες μείναμε στα βαπόρια. Έπειτα φτάσαμε στον Πειραιά. Από τον Πειραιά μόνο τα σύρματα ξέρω. Στα σύρματα είκοσι μέρες μας κρατήσανε. Αμάν, πολύ μας ρεζιλέψανε, πολύ μας βασανίσανε. Μας βάλαν στη σειρά. Τα μικρά και τις γριές από τη ρίζα μας κουρεύανε. Έκλαιγα, φώναζα…. Ψάξε με, δες με, δεν έχω ψείρες! Με το ζόρι με κουρέψανε. Σαν κολοκύθι με κάνανε. Πολύν καιρό έπειτα ντρεπόμουνα να βγω στην αγορά να ψουνίσω.
Μας γδύσανε. Ό,τι φορούσαμε στον κλίβανο, άντε, τα βάλανε. Παπούτσια δεν είχαμε έπειτα να φορέσουμε. Μας δίνανε να φάμε. Είχαμε και μαζί μας. Όμως στην καραντίνα μεγάλο ρεζιλίκι, μεγάλο σεφιλίκι (κακοπάθεια) ήτανε. Είκοσι μέρες κράτησε.
Από τον Άι – Γιώργη, από τον Πειραιά, μας βάλανε στο βαπόρι, στη Θεσσαλονίκη μας φέρανε. Μας βγάλανε και μας αφήσανε…
Περνούσε ο κόσμος. Μας βλέπανε από μακριά. Δεν ερχόντανε κοντά μας.
Στο ταξίδι έκανε φουρτούνα και οι γυναίκες λιγοθυμούσαν από το φόβο τους. Άκουγες φωνές, κλάματα. Εγώ είχα μαζί μου τον άντρα μου, τη μάνα μου και τρία παιδιά μου, το Χαράλαμπο, το Δημήτρη και τη Μαρίκα, από ένα ως έξι χρονών.
Ευτυχώς δεν έπαθα τίποτε, άφησα τα παιδιά σε μια γωνιά του βαποριού κοντά στη μάνα μου και κουβαλούσα νερό στις λιπόθυμες γυναίκες. Μερικοί άνθρωποι δεν βάσταζαν από τα βάσανα που τράβηξαν και πέθαναν στο βαπόρι. Τους έδεσαν με σίδερα και τους πέταξαν στη θάλασσα.
Επιτέλους φτάσαμε στον Πειραιά. Άλλοι κατέβηκαν εκεί, εμείς συνεχίσαμε το ταξίδι για την Καβάλα.
Η Έξοδος (έκδοση του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών), Τομ. Β, σελ. 17-18.
Related
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.