Ο θρύλος της αμερικανικής τζαζ, Τσικ Κορία πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου από μια σπάνια μορφή καρκίνου σε ηλικία 79 ετών, σύμφωνα με μια ανακοίνωση που δημοσιεύτηκε στη σελίδα του στο Facebook.
«Θέλω να ευχαριστήσω όλους εκείνους που στάθηκαν δίπλα στο ταξίδι μου, και βοήθησαν να κρατηθεί λαμπερή η φλόγα της μουσικής», έγραψε ο Κορία σε ένα μήνυμα που συντάχθηκε πριν τον θάνατό του, σύμφωνα με την ανακοίνωση που ετοίμασε η ομάδα του.
»Είναι η ελπίδα μου όσοι έχουν μια αμυδρή επιθυμία να παίξουν, να γράψουν, να κάνουν μια παράσταση, να το κάνουν. Αν όχι για τους εαυτούς σας, τότε για εμάς τους υπόλοιπους. Δεν είναι μόνο επειδή ο κόσμος χρειάζεται περισσότερους καλλιτέχνες, αλλά επειδή είναι απλά πολύ διασκεδαστικό», πρόσθεσε.
Ο Τσικ Κορία γεννήθηκε στο Τσέλσι της Μασαχουσέτης στις 12 Ιουνίου 1941 και πέθανε στις 9 Φεβρουαρίου 2021 στην Τάμπα της Φλώριδας από μια σπάνια μορφή καρκίνου. Κλασικά εκπαιδευμένος πιανίστας άσκησε μεγάλη επίδραση στη τζαζ του περασμένου αιώνα και υπήρξε από τους πρωτεργάτες του τζαζ-ροκ. Κατά τη διάρκεια τής δεκαετίας του 60 συνεργάστηκε με μουσικούς, όπως είναι ο Χέρμπι Μαν, ο Σταν Γκετς και ο Μάιλς Ντέιβις, ενώ από την δεκαετία του 70, εκτός από τις συνεργασίες (Μπόμπι ΜακΦέριν, Γκάρι Μπάρτον κ.α) του ηγήθηκε και των δικών του συγκροτημάτων «Circle», «Return to Forever», «Chick Corea Electric Band» και «Chick Corea Acoustic Band».
Το στιλ τού παιξίματός του στο πιάνο, που φέρει τηνεπίδραση τών Μπιλ Έβανς και ΜακΚόυ Τάινερ, αλλά και του Πάουλ Χίντεμιτ, χαρακτηρίζεται από τη συχνή χρήση τής τετάρτης ως αρμονικού διαστήματος, και έχει ασκήσει μεγάλη επίδραση στους νέους πιανίστες τής τζαζ. Η μουσική του, που χαρακτηρίζεται από τις ελαφρές, παιχνιδιάρικες μελωδίες της, τη χρήση ηλεκτρικών και ηλεκτρονικών οργάνων και μια (ελαφριά) λατινική απόχρωση, έχει κατακτήσει ένα ευρύτερο, από αυτό τής τζαζ, κοινό.
Οι συνθέσεις του «Spain», «500 Miles High», «La Fiesta», «Armando’s Rhumba» και «Windows» θεωρούνται κλασικές στον χώρο της τζαζ. Κατά την διάρκεια της πολύχρονης καριέρας του κέρδισε 23 Γκράμι και προτάθηκε 60 φορές για το μουσικό αυτό βραβείο.
Ο Αντονι Αρμάντο Κορία είχε γεννηθεί στο Τσέλσι της Μασαχουσέτης το 1941 και, καθώς ο πατέρας του ήταν μουσικός, μεγάλωσε ακούγοντας Μότσαρτ, Μπαχ και Μπετόβεν, αλλά και τη μουσική του Τσάρλι Πάρκερ, του Μπαντ Πάουελ, του Λέστερ Γιανγκ και του Χόρας Σίλβερ, ο οποίος μάλιστα του άσκησε ιδιαίτερη επιρροή.
Από πολύ νωρίς άρχισε να παίζει με σημαντικούς μουσικούς, όπως οι Γουίλι Μπόμπο, Καλ Τζέιντερ, Χέρμπι Μαν και Μόνγκο Σανταμαρία, οι οποίοι τον έκαναν να αγαπήσει τη λάτιν μουσική και να διατηρήσει πολλά ρυθμικά στοιχεία της στο παίξιμό του.
Αργότερα, αφού συνεργάστηκε με εξίσου κορυφαίους μουσικούς, όπως οι Σάρα Βον, Μπλου Μίτσελ και Σταν Γκετζ, με τον οποίο μάλιστα επισκέφθηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1967, αντικατέστησε τον Χέρμπι Χάνκοκ στο γκρουπ του Μάιλς Ντέιβις το 1968 και έπαιξε ηλεκτρικό πιάνο σε δίσκους του που άφησαν εποχή στην ιστορία της τζαζ, όπως το «In a Silent Way» και το «Bitches Brew».
Αλλά και ο δεύτερος προσωπικός του δίσκος «Now he sings, now he sobs» το 1968 (είχε προηγηθεί το «Tones for Joan’s boans» δύο χρόνια πριν), με τον μπασίστα Μίροσλαβ Βίτους και τον ντράμερ Ρόι Χέινς, δεν έλειπε από τη δισκοθήκη κανενός φίλου της τζαζ στα τέλη του ’60.
H έκρηξη της fusion
Μη σταματώντας ποτέ να αναζητεί νέες φόρμες και ήχους στη μουσική, στράφηκε εκείνη την περίοδο στον ελεύθερο αυτοσχεδιασμό, δημιουργώντας το 1969 το πρωτοποριακό γκρουπ Circle, που αντανακλούσε τις επιρροές του από τζαζ μουσικούς, όπως ο Πολ Μπλέι και ο Ορνέτ Κόλμαν, αλλά και κλασικούς συνθέτες του 20ού αιώνα, όπως ο Τζον Κέιτζ και ο Καρλ Χάιντς Στοκχάουζεν.
H περίοδος αυτή κράτησε περίπου τρία χρόνια, για να ακολουθήσει μετά τη διάλυση του σχήματος το γκρουπ Return to Forever, με τους Στάνλεϊ Κλαρκ, Αΐρτο Μορέιρα, Τζο Φάρελ και τη συμμετοχή της τραγουδίστριας Φλόρα Πουριμ.
Υστερα από δύο δίσκους μελωδικής λάτιν (το «Return to Forever» και το «Light as a Feather», όπου περιλαμβάνονται το «Spain» και το «La Fiesta», δύο από τα δημοφιλέστερα κομμάτια του Κορία), το γκρουπ απέκτησε ηλεκτρικό, τζαζ-ροκ ήχο, καθώς ενσωματώθηκαν ο Μπιλ Κόνορς στην ηλεκτρική κιθάρα (τον αντικατέστησε το ’74 ο Αλ ντι Μέολα) και ο ντράμερ Λένι Γουάιτ.
Σε όλη την πορεία τους ως τη διάλυσή τους, το 1975, οι Return to Forever άφησαν έντονο το στίγμα τους στην τζαζ-ροκ σκηνή και προετοίμασαν το πεδίο για την έκρηξη της fusion στα μέσα της δεκαετίας του ’70, με δίσκους όπως το «Where have Ι known you before», το βραβευμένο με Grammy «No Mystery» και το «Romantic Warrior».
H μεγάλη επιστροφή
Ακολούθησαν εμφανίσεις και ηχογραφήσεις του Κορία σε σόλο πιάνο, αλλά και συνεργασίες με θρυλικά ονόματα της τζαζ, όπως ο Γκάρι Μπάρτον, ο Χέρμπι Χάνκοκ, ο Μάικλ Μπρέκερ, ο Ρόι Χέινς, σε μια περίοδο που ο Κορία στράφηκε και πάλι περισσότερο προς την ακουστική μουσική.
H μεγάλη επιστροφή προς τον ηλεκτρικό ήχο έγινε το 1985, με τη δημιουργία της Elektric Band, αν και παράλληλα ως «αντίβαρο» δημιουργήθηκε και η Akoustic Band με τους Τζον Πατιτούτσι και Ντέιβ Γουέκλ.
Ακολουθώντας τα χνάρια των Return to Forever, η Elektric Band κυριάρχησε στην τζαζ μουσική σκηνή της δεκαετίας του ’80 με εκρηκτικό μείγμα τζαζ, ροκ και fusion. Στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 όμως το γκρουπ έκλεισε τον κύκλο του και ο Κορία στράφηκε σε άλλες κατευθύνσεις, αλλά και πραγματοποίησε ένα όνειρό του, ιδρύοντας τo 1992 τη δισκογραφική εταιρεία Stretch Records, με σκοπό να προωθεί τους πειραματισμούς και τις νέες ιδέες σε διαφορετικά μουσικά είδη.
Στη διάρκεια της καριέρας του ηχογράφησε πάνω από 200 δίσκους ενώ ασχολήθηκε με τη συμφωνική μουσική, τη μουσική δωματίου και έγραψε τραγούδια για παιδιά.
Πηγή: https://www.sansimera.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.