Tον τελευταίο καιρό προσπαθούμε συλλογικά να αφηγηθούμε εκ νέου την ιστορία μας δομώντας την αλλιώς, σα να θέλουμε να τα ζήσουμε όλα απ’ την αρχή, με την αθωότητα της εποχής των περασμένων δεκαετίων μπροστά σ’ ένα φόντο απεριόριστης ελπίδας. Εικόνες και μνήμες που έχουν μια εξαιρετική ψυχική και συναισθηματική δύναμη υπό τη μορφή των προσωπικών, οικογενειακών και συλλογικών μας ιστοριών.
Είναι η πεποίθηση ότι ένας άνθρωπος μπορεί να εξακολουθήσει να υπάρχει, όχι στην ατομική προσωπική του διάσταση, αλλά μέσα από αξίες και πράξεις που συνεχίζουν ν’ αγγίζουν τις μελλοντικές γενιές, μπορεί να είναι μια πολύ ισχυρή παρηγοριά για οποιονδήποτε μελλοντική αγωνιά.
Μας συγκινεί όπως και να’χει το γεγονός ότι δεν σταματήσαμε ποτέ εκείνη την εποχή να την ερμηνεύουμε και να θέλουμε τώρα με αυτή την βόλτα στο χρόνο να τnς δώσουμε περισσότερο χρόνο, έκθεση και τιμή. Τότε που το παιχνίδι της ζωής έμοιαζε λιγό πιο καθαρό, ανοιχτό με λιγότερους ιδιοτελείς σκοπούς και επιδιώξεις και δεν αποτελόυσε απλά ένα καταφύγιο για τις ατομικές ανασφάλειες, αλλά ένα ορμητήριο για μια κοινή πορεία, μια συνεξέλιξη μέσα στην οποία υπήρχε χαρά, δημιουργική πνοή, αγάπη. Η χαρά της προσπάθειας, η απολαυσή της συμμετοχής, δεν περιορίζονταν μόνο σε κλειστά συστήματα ( ομάδες, οικογένιες, συντεχνίες). Η ζωή τοτέ προχωρούσε όχι με βηματάκια, αλλά με άλματα θέλησης και όρεξης. Γι’ αυτό έχουμε τώρα την έγνοια να μη χαθούν ούτε οι μυρωδιές, ούτε οι εικόνες, ούτε η τρυφερότητά της. Πολλές ομορφιές που όσο και να προσπαθούμε να τις κρύψουμε ή να τις μουτζουρώσουμε, αυτές υφίστανται.
Αρχές της δεκαετίας του ’60 συγγένεις και φίλοι είχαν έρθει σταδιακά ο ένας μετά τον άλλο μέτοικοι, από παιδιά κτηνοτρόφων και γεωργών, μετατράπηκαν με ταχύτητα και σε χρόνο ρεκόρ σε βιομηχανικούς εργάτες και τεχνίτες στην οικοδομή. Το σίγουρο ήταν ότι υπήρχε δουλειά σχεδόν για όλους. Χιλιάδες οικογένειες από όλο την Ελλάδα και πρόσφυγες βρήκαν αποκούμπι στα αστκά κέντρα, στήσανε σπιτικά, δουλέψανε φάμπρικα, στεριώσανε βγάλανε, επιστήμονες, δασκάλους και τεχνίτες.
Τρένα και λεωφορειά ξεφόρτωναν κόσμο, εργάτες με τη πετσέτα άδεια από το κολατσιό που έφτιαχναν τι πρωί οι κυράδες. Στην πλατεία Κοτζιά, Ομόνοια, Μεταξουργείο στα καφενεία ή και στα πεζοδρόμια που μαζί με τους άλλους οικοδόμους με τις ταβανόβουρτσες υψωμενές, τους κανναβινους σάκους αναζητούσαν εργασία. Μάλιστα, εργολάβοι ή νοικοκυραίοι που έχτιζαν και ήθελαν να συγκροτήσουν συνεργείο, έφθαναν την ίδια ώρα και συμφωνούσαν μεροκάματο και αμοιβή κλείνοντας όσους από τους οικοδόμους χρειαζόντουσαν. Η Ελλάδα πρέπει να αισθάνεται ευγνώμων προς αυτή την γενιά που την “έχτισε” σε γιαπιά και εργοστάσια. Ανθρώποι του μόχθου και της προσπάθειας που καταλάβαιναν οτι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ» όπως έγραψε και ο ποιητής.
Υπήρχε φτώχεια, αφραγκίες, και στέρηση, αλλά εκείνη την εποχή τα πράγματα αυτά τα πέρναγες ελαφρά, δεν σε έπιαναν από το μπράτσο. H ζωά τα χρόνια εκείνα ήταν μια γλύκα, πραγματικά σαν εξοχή, ένα εκχύλισμα ζωής: γειτονιές, με μονόπατα ή δίπατα περιποιημένα σπιτάκια, μέσα σε αυλές πνιγμένες στις γλάστρες με τριανταφυλλιές, γεράνια, με μουριές, με κληματαριές, και κόσμο να κοιμάται έξω τα καλοκαίρια. Ορισμένα απ’ αυτά τα σπίτια είχαν χαμηλά ταβάνια, ξύλινες πόρτες με φεγγίτες από πάνω, τσιμεντένια πατώματα μπαλκόνια με χειροποίητα σιδερένια κάγκελα και μικρά παραθυράκια σαν χαμόγελο. Με τα μικρά κτίσματα και τους ασβεστωμένους τοίχους, τις μικρές αυλές , να έχουν τα μικρά τα κουζινάκια που έσκυβες για να μπεις μέσα. Απορώ αυτοί οι άνθρωποι πώς χωρούσαν μέσα εκεί και τα δυο μικρά δωμάτια που εξυπηρετούσαν μια ολόκληρη οικογένεια.
Και παρά δίπλα χωράφια και αλάνες γύρω μας, έβλεπες μαργαρίτες όπου γυρνούσες τα μάτια σου και οι πόρτες και τα παράθυρα ήταν πάντα ανοιχτά. Παντού υπήρχαν λεμονόδενδρα −η μυρωδιά των ανθών πλημμυρίζε τις γειτονιές. Ήταν ένα κανονικότατο «χωριό» οι γειτονιές μας λίγα χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης. Στη αυλίτσα τα κορίτσια παίζανε κουτσό, οι μανάδες που ταιζανε τα μικρότερα ψωμί με λάδι και ζάχαρη Μπάνιο στην σκάφη, αποχωρητήριο με κουρελού και αυλή γεμάτη βασιλικούς. Ένα κουρτινάκι μόνο, που ο ρόλος του ήταν περισσότερο να στολίσει παρά να κρύψει τη ζωή του σπιτιού, έβλεπες τους ανθρώπους γύρω στο τραπέζι να τρώνε.
Είχαμε μεγαλώσει σε γειτονίες, γύρω από την οποίες ζούσαν οικογένειες – τσαγκάρηδες, χτίστες, μάστορες, υφαντουργοί, εργάτριες. Πέτρινα διώροφα σπίτια, αυλές, σκύλοι, γάτες, γιασεμιά, σοκάκια, ανοιχτά παράθυρα και… ησυχία. Οι νοικοκυρές να δροσίζουν τσιμέντα με το λάστιχο και από τα στενά να ξεπετάγονται πιτσιρίκια με ποδήλατα και μπάλες. Οι κουζίνες των σπιτιών μοσχοβολούσαν αρώματα και γεύσεις, από μπαχάρια, κρεμμυδάκια, σκόρδα και φρέσκια ντομάτα. Έσπαγαν οι μύτες και θέριευαν την πείνα μας…
Το μυστικό όμως της γειτονιάς μας ήταν η ανθρωπιά, το χαμόγελο. Άνθρωποι καθημερινοί, φιλήσυχοι, με το καλημέρα – καλησπέρα , που σπανίζει πλέον στις μέρες μας, και χωρίς να κρύβονται. που πάντα χαιρετούσαν όταν σε έβλεπαν. Ο γαλατάς με το τρίκυκλο γύριζε πόρτα – πόρτα σε κάθε γειτονιά. Ο μπακάλης σου φέρνε τα πράγματα στο σπίτι.
Γείτονες και φίλοι των γονιών μου που δούλευαν πρωί και βράδυ στα εργοστάσια, γυναίκες καθάριζαν σκάλες, φτώχεια… φτώχεια, αλλά ταυτόχρονα κέφι, αγάπη και αρκετή συντροφικότητα. Οι σχέσεις μας ήταν πιο ουσιαστικές, με γενναιοδωρία, όχι περιέργειας και επιδερμικές. Οι φίλοι και συνομήλικοι, η παρέα και το παιχνίδι σε αλάνες και χωματόδρομους ήταν πηγή ζωής.
Κατασκευάζαμε μόνοι μας παιχνίδια από ξύλα και σύρμα, τους δίναμε σχήμα αυτοκινήτου με στεφάνια ποδηλάτου για ρόδες, αεροπλάνου και πραγματικά πετούσαμε από χαρά Ήμασταν από νοίκι σε νοίκι. Γυρίσαμε πολλές γειτονιές , αλλάζαμε σπίτι για λίγες δραχμές φθηνότερο νοίκι…κάθε χρόνο και σε χαμηλότερο σπίτι. Έτσι ζούσαν πάνω – κάτω σε πολλά σπίτια την εποχή εκείνη.
Ήταν φτωχός και στερημένος ο κόσμος αλλά μπορούσε να ξεδίνει και να επινοεί ανέξοδους και δημιουργικούς τρόπους για να ελαφρώνει τα βάρη που κουβαλούσε, δίχως να πληρώνει αντίτιμο. Υπήρχε και τοτέ «ανασφάλεια» αλλά δεν ήταν η αναζήτηση της «εξασφάλισης» με κάθε τρόπο, το κοντόφθαλμο συμφέρον και δεν χωρούσε στην ψυχή των ανθρώπων η αίσθηση ανεπάρκειας και ηττοπάθειας. Ο χειρισμός των συναισθημάτων απογοήτευσης, θυμού και ζήλιας ήταν πιο δημιουργικός και λιγοτερός καταστροφικός. Την ζωή την αισθανόντουσαν σαν ένα απόλυτο δώρο, γιατί ήταν κάτι το οποίο δεχόμαστε, μας προσφέρονταν. Και οι άνθρωποι εκείνη την έποχη στην πλειοψηφία τους το τιμήσουσαν δεν το καταστρέφαν μετατρέποντάς το σε επιβίωση.
Μικρασιάτες, Ρουμελιώτες, Μωραίτες, Ηπειρώτες, συναντιόντουσαν στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, στην αγορά στα εργοστάσια, στις οικοδομές και στις μικρές επιχειρήσεις, στις ταβέρνες, και στα καφενεία, στα στους συλλόγους, στα σινεμά, στα θέατρα και στα αυτοσχέδιες γιορτές , όλο και πιο πολλοί, όλο και πιο συχνά, όλο και πιο ανοιχτοί. Βράδια καλοκαιριού, όταν σχόλαγαν τα υφαντομάγαζα και τα κλωστήρια, άναβαν φωτιές στα ταβερνάκια – ψησταριές και γέμιζε η γειτονιά από τις μυρωδιές από τα εδέσματα της πολιτικής κουζίνας και την ρετσίνα.
Το καλοκαίρι, φθινόπωρο, γυναίκες και άνδρες στις γειτονιές έπιαναν τα πεζούλια και ζεστή ανθρώπινη κουβέντα γεμάτη κατανόηση και ενθάρρυνση, βγάζοντας από μέσα τους , όσα τους βάρυναν, τα αβάσταχτα παράπονα, δυσκολίες, χάρες, λύπες, ευτυχίες.. και ύστερα όταν νύχτωνε για τα καλά ελαφρότεροι πλέον από έννοιες και βάσανα τράβαγαν συμφιλιωμένοι με τις αγωνίες και τους φόβους για το νοικοκυριό τους.
Γνωρίζαμε ότι ήμασταν στερημένοι αλλά δεν κυκλοφορούσαμε με αίσθηση ντροπής για υλικές στερήσεις για συναισθηματικές ίσως. Ζούσες κάπως πιο εύκολα, την έβγαζες με τα ψέματα, μπορούσες να ξεδίνεις και να επινοείς ανέξοδους και δημιουργικούς τρόπους για να ελαφρώνεις τα βάρη που κουβαλούσες.
Όλες αυτές οι παλιές εικονές και μνημές αναζωπυρώνονται , μας επισκέπτονται και πάλι τακτικά μας τονώνουν και μας στηρίζουν , χωρίς να λένε συμβουλές. Μας κλείνουν το μάτι και μας λένε ενθαρυντικά: “Βγες από το κλείσιμό σου, υπάρχει φως και ζωή εκεί έξω”.
http://www.lifo.gr