Η Βικτόρια Χίσλοπ, που σήμερα πολιτογραφήθηκε Ελληνίδα, μπορεί να έγινε ευρύτερα γνωστή στη χώρα μας από το μυθιστόρημά της «Το νησί», ωστόσο η σχέση της με την Ελλάδα χρονολογείται από πολύ παλαιότερα.
Υπήρξε Ελληνίδα πριν γίνει Ελληνίδα, διαλέγοντας την Κρήτη ως τόπο της δεύτερης κατοικίας της, μαθαίνοντας τη γλώσσα μας, αναπτύσσοντας στενές σχέσεις με τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Την υποδέχτηκα στον κήπο του προεδρικού Μεγάρου, μαζί με την πρέσβη της Βρετανίας Κέιτ Σμιθ και τρεις ελληνίδες συγγραφείς από διαφορετικές γενιές, που αντιπροσωπεύουν, η κάθε μια με το ιδιαίτερο ύφος της και την διακριτή της θεματική, τον δυναμισμό της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας.
Και είχαν πολλά να μας πουν η Ρέα Γαλανάκη, η Αγγέλα Καστρινάκη και η Κάλλια Παπαδάκη. Μοιράστηκαν τις σκέψεις τους, όχι μόνο για τον πολιτισμό αλλά και για την εξωτερική πολιτική, την κοινωνική συγκυρία, τα προβλήματα της εκπαίδευσης με την Βικτόρια Χίσλοπ, που δεν έπαυε να επαναλαμβάνει πόσο πιο ελεύθερα ανασαίνει στον τόπο μας, πόσο «σπίτι της» τον νιώθει, πόσο ευεργετική ήταν για κείνη η εμβάπτισή της στη γλώσσα, τη μουσική, τη νοοτροπία και τον ελληνικό τρόπο ζωής.
Η απαγγελία μερικών στίχων από τον Ερωτόκριτο από τον Γενικό Γραμματέα της Προεδρίας, πρέσβη και συγγραφέα Βασίλη Παπαδόπουλο, και η παρατήρηση της Ρέας Γαλανάκη ότι ο λόγος του Βιτσέντζου Κορνάρου ήταν, μαζί με τον εκκλησιαστικό, η άγκυρα που πρόσδεσε τους Κρήτες αιώνες ολόκληρους στη γλώσσα και στο ήθος του τόπου τους, έκλεισαν αυτό το όμορφο μεσημέρι.
Ένα μεσημέρι που κύλησε σαν ένα δοξαστικό στην ελληνική γλώσσα, αφού και οι δύο Αγγλίδες καλεσμένες μας δεν κατέφυγαν ούτε μία στιγμή στη μητρική τους γλώσσα, αλλά συνομίλησαν μαζί μας σε άπταιστα και ιδιαίτερα εκφραστικά ελληνικά.
Μια γλώσσα που μπορεί να μη τους δόθηκε «στις αμμουδιές του Ομήρου», αλλά κατακτήθηκε μέσα από την αγάπη τους για τα κείμενα και για τον τόπο.