Διαβάστε πώς διασκέδαζαν στην παλιά Αθήνα στις αρχές της δεκαετίας του ’30
«Ελάτε να πάρουμε το αυτοκίνητο της συγκοινωνίας να πάμε στο Παγκράτι. Εβδομήντα χιλιάδες κάτοικοι! Aπίστευτον. Όσους δηλαδή είχε απάνω κάτω όλη η Αθήνα επί της δευτέρας βασιλείας. Αν ρωτάτε πόσους κατοίκους είχε η Αθήνα επί Όθωνος: ούτε σαράντα χιλιάδες.
Περνάμε την γέφυρα του Ιλισσού και ευρισκόμεθα de l’autre cote de l’ eau, από το άλλο μέρος του νερού, εις την άλλην όχθην, όπου το περίφημον Βατραχονήσι, δια τας ωραίας του οποίου η λαϊκή μούσα ενεπνεύσθη το γνωστό παλαιό τραγούδι:
Πάρε με Αντριάνα μου
να σε βοηθώ στην πλύση
και να σου κουβαλώ νερό
απ’ το Βατραχονήσι
Όσο όμως προχωρούμε βλέπουμε όχι πεια σπίτια, μα παλάτια ολόκληρα, μαγαζιά πολυτελείας και ό,τι θέλεις. Μια νέα πόλις. Εις το τέρμα του τραμ μπύρες και ρεστωράν πολυτελέστατα, βαφεία –σε όλη την Αθήνα προς δέκα ετών υπήρχε μόνον ένα βαφείο- και ό,τι μπορείς να φαντασθής πως έχει μια πόλις. Το καλοκαίρι θέατρο και τώρα το χειμώνα κινηματογράφο. Χοροδιδασκαλεία δε όσα θέλεις.
Βλέπομεν εις ένα ως είδος περιβολάκι ρεστωράν και αρκετό κόσμο, μία δε επιγραφή «Εδώ υπάρχει ρετσίνα Μεσογείων». Το Αττικόν αυτό ποτόν μας τραβάει και καθόμαστε. Έχει ένα κοκκινέλι έκτακτο. Υπό την επήρειαν αυτού διάφοροι μπεκρήδες της γειτονιάς τραγουδάνε με κιθάρες. Ψάλλουν τα προσόντα των θηλυκών της γειτονιάς:
Εις το Παγκράτι όλες
Τρελλές και κουτσομπόλες
Είνε Κυριακή και το ίδιο γίνεται και σ’ όλα τα πλαγινά μαγαζιά. Όλο το Παγκράτι γλεντάει και τραγουδάει. Όξω φτώχεια!
Ας προχωρήσωμεν όμως και προς τον συνοικισμόν του Βύρωνος όπου εγκατεστάθησαν περίπου είκοσι χιλιάδες πρόσφυγες. Τι είνε αυτό; Τι κοσμοπλημμύρα! Εις συνοικισμόν ευρισκόμεθα ή εις την οδόν Σταδίου εις ημέρας Αποκρεώ; Συνοικισμός είνε εδώ προσφύγων ή Ντωβίλ όπου αι κυρίες επιδεικνύουν τις τουαλέττες των; Τα κακόμοιρα τα κορίτσια ήρθαν με το πουκάμισο από τη Σμύρνη και τώρα με τη δουλειά τους άλλη με τη βελόνα, άλλη με τη γραφομηχανή πολεμάνε να ζήσουν και να κρατήσουν και αξιοπρέπεια. Νοικοκυροκόριτσα βλέπεις καλομαθημένα. Μια παροιμία λέει: «Και τα δαχτυλίδια να πέσουν, μένουν στα δάχτυλα τα σημάδια».
Ας προχωρήσωμεν όμως προς την Αγοράν. Άλλη έκπληξη μας περιμένει. Τι μπακάλικα και μανάβικα είνε αυτά που τίποτα δε λείπει! Τι άλλα παντός είδους μαγαζιά, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, μπυραρίες και ό,τι άλλο βάλει ο νους σου. Και τι καθαρά όλα και σερβίρισμα τέλειον. Ας έρθουν εδώ οι καταστηματάρχαι της πρωτευούσης για να μάθουν λίγο πολιτισμό!
Κόσμος πολύς σαν σε πανηγύρι σ’ όλα αυτά τα μαγαζιά. Γλεντάει την Κυριακή του γιατί αύριο πάλι αρχίζει το μαγκανοπήγαδο, η καθημερινή δουλειά.
Πόσα ντάνσιγκ και χοροδιδασκαλεία νομίζεται πως έχει ο συνοικισμός; Τρία παρακαλώ χωρίς να λογαριάσουμε και τη Ριβιέρα, ένα κέντρον απάνω στο ψήλωμα του λόφου, έξω από το συνοικισμό, όπου το καλοκαίρι πήγαιναν του κόσμου τ’ αυτοκίνητα και γινόταν κίνησις μεγάλη.
Μα ας προχωρήσουμε τέλος πάντων να δούμε τι είνε και αυτή η ξακουστή Ριβιέρα, όπου το καλοκαίρι πήγαιναν οι Αθηναίοι για να δουν τις κόρες της Ιωνίας να χορεύουν.
Στο ύψωμα απάνω μία ταράτσα όπου μπορεί να γίνη χορός το καλοκαίρι και μια αρκετά μεγάλη σάλα. Κάνει αρκετή ψυχρίτσα γιατί είνε και ψηλά –και ο περισσότερος κόσμος έχει μαζευτή τώρα μέσα. Μια ορχήστρα στη γωνία και ζευγάρια χορεύουν ταγκό και φοξ-τροτ.
Σε όλων όμως τα πρόσωπα θα δης με όλο το γλέντι, όλο το χορό, πως όλα αυτά τα κάνουν για να ξεχάσουν, για να βρουν τη λησμονιά∙ σε όλων το πρόσωπο θα δης μια νοσταλγία για κάποια μακρυνά ακρογιάλια που δεν ελπίζουν να ξαναϊδούν.
Μερικά παιδιά παίζουν στο δρόμο και έρχονται ως εδώ απάνω οι φωνές των. Είνε τα πιο ευτυχισμένα. Μέσα στην αφροντισιά τους δεν συλλογίζονται τα περασμένα. Όταν έγινε η καταστροφή ήσαν τόσο μικρά, μωρά ακόμη. Ακόμη πιο ευτυχισμένα όσα γεννήθηκαν εδώ.
Από εδώ ψηλά φαίνεται η θάλασσα. Καθώς σκοτεινιάζει οι σταχτιές στέγες των προχείρων αυτών σπιτιών του συνοικισμού, μαζί με κάτι τσαντήρια σπαρμένα εδώ και εκεί, όπου κάθονται ακόμη οι άστεγοι, μου κάνουν εντύπωσι καραβιών, που ξεκίνησαν από κάπου μακρυά, από μερικά άλλα ακρογιάλια και δαρμένα από τη φουρτούνα έπεσαν εδώ τσακισμένα, άραξαν ή μάλλον εξώκειλαν στα πόδια του θείου Υμηττού».
(«Αμάλθεια», 1931, υπογράφει ο «Σύλβιος»)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
www.paliaathina.com
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.