Γιώργος Βιζυηνός: Το τραγικό τέλος στο Δρομοκαΐτειο

Ο Γιώργος Βιζυηνός αποτελεί ένα σπουδαίο κεφάλαιο της ελληνικής λογοτεχνίας με μεγάλες παρακαταθήκες τα έργα του, όπως «Το αμάρτημα της μητρός μου», «Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου», «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον», «Μοσκώβ Σελήμ» και ο «Τρομάρας».

Τα περισσότερα διηγήματά του είναι αυτοβιογραφικά και μαρτυρούν τα άσχημα βιώματα που είχε ο συγγραφέας, με δεδομένο ότι οι ιστορίες του είναι ως επί το πλείστον τραγικές.

Ο Βιζυηνός είχε μια σπάνια πορεία ζωής για την εποχή του. Γεννήθηκε σε μια πάμπτωχη οικογένεια στο χωριό Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, στο σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849 και το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαήλ Σύρμας ή Μιχαηλίδης.

Παιδί ακόμη τον έστειλαν στην Κωνσταντινούπολη για να μάθει ραπτική. Το πεπρωμένο του όμως δεν ήταν να γίνει ράφτης. Η οξυδέρκειά του και οι συγκυρίες οδήγησαν τον νεαρό Γεώργιο να σπουδάσει φιλοσοφία στη Γερμανία όπου εκπόνησε διδακτορική διατριβή το 1881 στη Λειψία. Ο Βιζυηνός εγκαταστάθηκε στην Αθήνα όπου αντιμετωπίστηκε με δυσπιστία από φιλολογικούς κύκλους.

Σύμφωνα με όσα γράφει στο βιβλίο του: «Οι μύθοι της ζωής και το έργο του Γιώργου Βιζυηνού», ο καθηγητής Βαγγέλης Αθανασόπουλος, κυκλοφορούσαν ακόμη και γελοιογραφίες σε περιοδικά για το στόμφο με τον οποίο απήγγειλε τα ποιήματά του στον φιλολογικό σύλλογο «Παρνασσός».

Η καταγωγή του ήταν ένα επιπλέον πρόβλημα για τον κύκλο των Αθηναίων διανοούμενων της εποχής. Το 1876 έγραφε από τη Γερμανία στον Ηλία Τανταλίδη: «Μη με μαλώσετε αν εμβαίνω με λερωμένα τσαρούχια εις το καθάριο σας κατώγι. Είμαι χωριατοπαίδι, καθώς γνωρίζετε, και έχω διανύσει μακρόν, πολύ μακρόν και λασπωμένον δρόμον…».

Ξαναέφυγε στο Παρίσι και στη συνέχεια πήγε στο Λονδίνο όπου ετοίμασε νέα διατριβή με τίτλο: «Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω». Στη συνέχεια έγινε υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ο Γεώργιος Δροσίνης αναφέρει στα «Άπαντα» ότι ήταν «τρελός ησυχώτατος» και γι΄ αυτό τον άφηναν να περιφέρεται ελεύθερα με έναν φύλακα γύρω στα πεύκα στο Δρομοκαίτειο . Ο Βιζυηνός δεν είχε συναίσθηση της κατάστασης πλέον και πίστευε ότι εκείνος επιτηρούσε τον φύλακα.

Τον έθαψαν οι φίλοι του σε τάφο που παραχώρησε ο Δήμος Αθηναίων κοντά σε ένα μαντρότοιχο του νεκροταφείου και ο Παλαμάς διάλεξε έναν δικό του στίχο που του χάραξαν: «Κι αντηχούνε στη μαύρη σιγή, τα πικρά, τα πικρά μου τραγούδια».

Η ζωή του Γιώργου Βιζυηνού ενέπνευσε και τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη ο οποίος γύρισε την ταινία με τίτλο, «Μόνον της ζωής του ταξείδιον», από το ομώνυμο μυθιστόρημα. Το φιλμ παρουσιάζει την περίοδο που ήταν έγκλειστος ο συγγραφέας στο ψυχιατρείο και μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία μέσα από τους διαλόγους με τον παππού του, οποίος του μιλούσε για φανταστικά ταξίδια. «Πότε τελειώνει η παιδική ηλικία του Βιζυηνού; Τη στιγμή που πεθαίνει», είχε γράψει ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος.

Βιογραφικά

Γεννήθηκε στη Βιζύη της Ανατολικής Θράκης, το σημερινό Βιζέ της Τουρκίας, στις 8 Μαρτίου 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Ο πατέρας του, Μιχαήλος Σύρμας, δούλευε στα καμίνια του ασβέστη. Αργότερα έγινε πραματευτής και πέθανε από τύφο το 1854 αφήνοντας τον γιό του ορφανό σε ηλικία 5 ετών. Είχε άλλα τέσσερα αδέλφια: τον Μιχαήλο, που πέθανε τρία χρόνια πριν από τον Γεώργιο, τον Χρηστάκη, τον αδικοσκοτωμένο ταχυδρόμο, για τον οποίο μιλά στο διήγημά του Ποιος ήτο ο φονεύς του αδελφού μου, και δύο κορίτσια, την Άννα, που πέθανε με τις συνθήκες που περιγράφει στο Αμάρτημα της μητρός μου και την Αννιώ, που πήρε το όνομα της αδελφής της, αλλά πέθανε κι αυτή μικρή.

Σε ηλικία 10 ετών οι παππούδες του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18, προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο, Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου, Σωφρονίου Β΄, ζει για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, χωρίς την υποχρέωση να ιερωθεί, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυίας, ώστε τον σύστησε στον πλούσιο Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1874 το επικό ποίημά του Κόδροςβραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό.

Την ίδια χρονιά εγγράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία, στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876 η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες Αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο, το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπώνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik («Το παιδικό παιχνίδι υπό έποψη ψυχολογική και παιδαγωγική»).

Οι σπουδές του στην Γερμανία διηύρυναν σημαντικά τον πνευματικό του κόσμο και τον έφεραν σε επαφή με έναν χώρο που έστρεφε πλέον την πλάτη του στον ρομαντισμό και στον αποστεωμένο κλασικισμό και στρεφόταν στον εσωτερικό άνθρωπο. Το τελευταίο αυτό στοιχείο υπήρξε καθοριστικό για το πεζογραφικό έργο του Βιζυηνού και ας μη λησμονούμε οτι στην Γερμανία υπήρξε, μεταξύ άλλων, μαθητής του θεμελιωτή της Πειραματικής Ψυχολογίας Βίλ(χ)ελμ Βούντ.

Η ψυχογραφική ανάλυση των ηρώων του είναι εκείνη στην οποία προπάντων οφείλει την πρωτοποριακή θέση που κατέχει στα νεοελληνικά γράμματα. Μέχρι το 1884 ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882), όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και τη Juliette Lamber-Adam, και το Λονδίνο (1883), όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα-Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι. Την ίδια χρονιά (1883) δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του, Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως. Δημοσιεύονται επίσης το Ποίος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου και Το αμάρτημα της μητρός μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του, Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.

Ένα χρόνο αργότερα εκλέγεται υφηγητής στην έδρα της Ιστορίας της Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με την επί υφηγεσία διατριβή Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Ο Μοσκώβ-Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στις 14 Απριλίου 1892 στο Δρομοκαΐτειο Ψυχιατρείο. Εκεί ζει βυθισμένος στις ουτοπικές εμμονές του για την εκμετάλλευση του μεταλλείου στην πατρίδα του και στο παραληρηματικό πάθος του για τη νεαρή Μπετίνα Φραβασίλη (14 ετών), μαθήτριάς του στο Ωδείο Αθηνών, την οποία επιθυμούσε να νυμφευθεί.

Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει στις 15 Απριλίου 1896, σε ηλικία 47 ετών. Η ζωή του ενέπνευσε τον σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη, ο οποίος και γύρισε την ταινία » Μόνον της ζωής το ταξείδιον¨. Η ταινία παρουσιάζει την περίοδο που ο συγγραφέας ήταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο και μεταφέρεται στην παιδική του ηλικία μέσα από διαλόγους με το παππού του, ο οποίος του μιλούσε για φανταστικά ταξίδια.

Πηγή: Η Μηχανή του Χρόνου


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading