Να, ο επιθεωρητής έρχεται Χειμώνας του 1963.
Στη Θεσσαλονίκη, το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος ετοιμάζεται να ανεβάσει στην Κεντρική Σκηνή του τον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ.
Οι συντελεστές:
Μετάφραση: Π. Δ. Παναγόπουλος
Σκηνοθεσία: Μήτσος Λυγίζος
Σκηνικά-Κοστούμια: Γιάννης Στεφανέλλης
Βοηθός σκηνοθέτη: Ελένη Μεζερίτη
Η Διανομή:
Έπαρχος: Γιώργος Δαμασιώτης
Αμμώς Φεντόροβιτς: Θάνος Τ ζενεράλης
Αρτέμ Φιλίπποβιτς: Κώστας Ναός
Αουκά Λούκιτς: Δημήτρης Βεάκης
Γιόχαν Κρίστιαν Χύμπνερ: Δημήτρης Βάγιας
Ιβάν Κούσμιτς: Αλέκος Πέτσος
Μπομπτσίνσκι: Ηλίας Πλακίδης
Ντομπτσίνσκι: Νέλσων Μωράίτόπουλος
Υπαστυνόμος: Χρήστος Καλαβρούζος
Αννα Αντρέγιεβνα: Μαρία Γιαννακοπούλου
Μαρία Αντώνοβα: Κατερίνα Βασιλάκου
Οσήπ: Βασίλης Γκόπης
Ιβάν Χλεστακώφ: Ηλίας Σταματίου
Υπηρέτης: Μιχάλης Ρωμανός
Μίσκα: Βασίλης Βάρνας
Α’ Έμπορος: Ηλίας Γαλανόπουλος
Β’ Έμπορος: Μιχάλης Βασιλείου
Η γυναίκα του Σιδηρουργού: Αγγελική Τριανταφυλλί δη
Η γυναίκα του Υπαξιωματικού: Σούλα Δημητρίου
Ριστακόφσκι: Δημήτρης Βάγιας
Κορόπκιν: Ιάκωβος Λεβισιάνος
Η γυναίκα του Κορόπκιν: Τερέζα Γακίδου
Αιουλιούκωφ: Μιχάλης Ρωμανός
Η γυναίκα του Αούκιτς: Μιράντα Οικονομίδη
Χωροφύλακας: Ηλίας Γαλανόπουλος
Επισκέπτρια: Ανθή Καριοφύλλη
Ο Γιώργος Δαμασιώτης παίζει έναν από τους κορυφαίους ρόλους της καριέρας του.
Έχει γράψει ο Ντίνος Δημόπουλος, συστήνοντάς τον: «Αυθόρμητος, πηγαίος κωμικός του θεάτρου και του κινηματογράφου, που λες κι ερχόταν στην εποχή μας κατ’ ευθείαν από κείνες τις ιταλικές υπαίθριες φιέστες της Κομέντια ντελ Αρτε, μόνιμος σχεδόν συνεργάτης στις ταινίες μου, τόσο για το ήθος του, όσο και για την ιδιομορφία των εκφραστικών του μέσων.
»Ας τον θυμηθούμε στον γραφικό ρόλο του Νωματάρχη στη «Μανταλένα», από τις πιο χαρακτηριστικές του στιγμές επίσης, για να εκτιμήσουμε τα σπάνια προσόντα του».
Σαν δήμαρχος της Λεστινίτσας γίνεται αντικείμενο αντιπαράθεσης ανάμεσα στην «Κυρά μας τη μαμή», τη Γεωργία Βασιλειάδου, και τον νεοαφιχθέντα επιστήμονα γιατρό, τον Ορέστη Μακρή.
Κι ενώ οι δυο τους ανταλλάσσουν πυρά για τις θαυματουργές ή μη συνέπειες του ξεματιάσματος, εκείνος στο κρεβάτι δεν ξέρει πώς να βολευτεί από τον πόνο:
Κι όλο φωνάζει στη δημαρχίνα:
Ανέβασέ με, βρε γυναίκα.
Και έπειτα από λίγο:
Κατέβασέ με, βρε γυναίκα.
Μια ακόμη ασπρόμαυρη εικόνα του, από την «Καφετζού» του Σακελλάριου:
Μέσα στ’ απόβραδο καταφθάνει αποκαμωμένος περισσότερο από το κρασί και λιγότερο από τη δουλειά στο καφενείο του Φωτόπουλου, για να πιει κανένα ποτήρι. Εκείνος βιάζεται να κλείσει και με τα χίλια ζόρια τον πετάει έξω από την πόρτα.
Στουπί ο εργάτης-Δαμασιώτης χτυπά να του ανοίξει ωρυόμενος.
Ο πόλισμαν Παπαχρήστος, που εκλαμβάνεται της υποθέσεως. τους σέρνει και τους δύο στο τμήμα.
Στο δρόμο, με το δισάκι του κρεμασμένο στον ώμο από ένα σκεπάρνι, τρεκλίζει και σχεδόν κλαίγοντας παραπονιέται:
Μα γιατί να μου το πει εμένα αυτό, κύριε πόλισμαν; …Γιατί να μου το πει εμένα αυτό…
Το λέει και το ξαναλέει, μέχρι που φτάνουνε.
Απηυδισμένος ο Φωτόπουλος τον ρωτά με αγανάκτηση:
Τι σου είπα, βρε χριστιανέ μου;… Τι σου είπα;…
Δε θυμάμαι… Αλλά γιατί να μου το πεις αυτό εμένα;…
Έκανε συνολικά 19 ταινίες, πάντα ως χαρακτηριστικός τυπίστας.
Η πρώτη του ήταν το 1948. Η δεύτερή του το 1954, σε σκηνοθεσία Ντίνου Δημόπουλου και τις Μαίρη Χρονοπούλου και Μάρω Κοντού σε πρώτη εμφάνιση. Τίτλος της: «Χαρούμενο ξεκίνημα».
Χαρούμενο ήταν και το ξεκίνημα της ζωής του Γιώργου Δαμασιώτη. Πρωτοβλέπει το φως στο λυκαυγές του εικοστού αιώνα, στον Βόλο, το 1900.
Τον σαγηνεύει η γοητεία του λυρικού θεάτρου και σπουδάζει στις μουσικές Ακαδημίες του Παρισιού, της Ρώμης και του Μονάχου. Εικοσιεπτά ετών τον βρίσκουμε στην Αθήνα μαζί με άλλους να δίνει τις τελικές του εξετάσεις ως σπουδαστής της Επαγγελματικής Σχολής Θεάτρου. Ενώπιον της Επιτροπής παίζουν τον «Βασιλικό» του Μάτεση σε σκηνοθεσία του δάσκαλού τους, Φώτου Πολίτη.
Την ίδια χρονιά, ως επαγγελματίας πια, στο θέατρο Ολύμπια είναι ο Βαλεντίνο στον «Φάουστ» του Γ καίτε.
Είναι ήδη τριάντα δύο ετών, όταν παίζει Σαίξπηρ, στο Εθνικό. Κάνει τον Σαχλότο στον « Έμπορο της Βενετίας», και αυτός ο ρόλος τού ανοίγει τις πόρτες. Καθιερώνεται ως κωμικός ηθοποιός.
Μπαίνει στον θίασο Αλίκης (Θεοδωρίδου)-Κώστα Μουσούρη, στον θίασο της κυρίας Κατερίνας (Ανδρεάδη) και στη Λυρική Σκηνή ερμηνεύει τον πρώτο ρόλο, αυτόν του Φίγκαρο, στον «Κουρέα της Σεβίλλης».
Επιστρέφει στην πρόζα και περνά στο μουσικό θέατρο.
Καλοκαίρι της Κατοχής, τον βρίσκουμε στο θέατρο Γκλόρια με τις αδελφές Καλουτά, οι οποίες ανεβάζουν αναγκαστικά οπερέτα, αφού η επιθεώρηση είχε μπει στο περιθώριο λόγω της τριπλής λογοκρισίας.
Από τη μια ήταν οι Έλληνες λογοκριτές, απομεινάρια του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου, και από την άλλη αυτοί της γερμανικής Προπαγκάντα Στάφελ και της ιταλικής Κομάντο Τάπα.
Κάποιες λεπτομέρειες γι’ αυτήν την παράσταση και τους συντελεστές της, γραμμένες από τον Γιώργο Λαζαρίδη:
«Εκεί ξανανεβαίνει η παλιά επιτυχημένη οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη “Το Διαβολόπαιδο”, όπου μαζί με τις δύο πρωταγωνίστριες παίζουν ο Μίμης Κόκκινης, ο Πέτρος Κυριάκός, ο γλυκύτατος καρατερίστας Γιώργος Δαμασιώτης, η Αέλα Πατρικίου και η Κούλα Νικολαΐδου.
«Επιχειρηματίας είναι ο Θανάσης Σκούρας της Σκούρας Φιλμς, ο οποίος επειδή έχει απαγορευτεί η προβολή των αμερικάνικων ταινιών, που έφερνε από το εξωτερικό για τους κινηματογράφους, αποφάσισε να στραφεί προς το θέατρο.
«Στην πραγματικότητα όμως ο ιθύνων νους της Σκούρας Φιλμς είχε κι άλλες, δυναμικότερες απασχολήσεις.
«Ήταν ένα από τα ενεργά μέλη μιας αντιστασιακής οργάνωσης που, μεταξύ άλλων, ανατίναξε τα γραφεία της φιλοναζιστικής οργάνωσης ΕΣΠΟ, Πατησίων και Γλάδστωνος γωνία.
»[…] Ο Σκούρας συλλαμβάνεται και εκτελείται από τους Γερμανούς στο Χάίδάρι, αφήνοντας διάδοχο τον αδελφό του, Σπύρο.
«Μέχρι τη μέρα που κι εκείνος πέθανε, διατηρούσε τις αμφιβολίες του για το τέλος του Θανάση.
«Η σύλληψη και η εκτέλεσή του έγινε με πρωτοβουλία μόνο των Γερμανών ή μήπως συνετέλεσαν και οι επαγγελματικές αντιζηλίες κάποιου συναδέλφου του, που εκείνο τον καιρό είχε συνάψει πολύ εγκάρδιες σχέσεις με τους κατακτητές».
Ο Γιώργος Δαμασιώτης έγινε στέλεχος και σε πλήθος επιθεωρησιακούς θιάσους, κυρίως στα θέατρα Βέμπο και Ακροπόλ.
Το καλοκαίρι του 1954, στο βραβευμένο «Τρόλεϊ μπας» των Μίμη Τράϊφόρου-Γιώργου Γιαννακόπουλου, παίζει μαζί με άλλους πέντε το νούμερο Οι παλιοί και οι σύγχρονοι υπάλληλοι.
Οι παλιοί ήταν ο Λάμπρος Κωνσταντάρας, ο Χρήστος Τσαγανέας και ο Ραφαήλ Ντενόγιας που έβγαιναν πρώτοι κι έλεγαν:
Οι υπάλληλοι με κέφι τότε αμείωτον / επερνούσαν κάθε πρώτη απ’ το ταμείο των / και με ύφος δικτατόρων αδαμάστων / παρελάμβανον τας είκοσι δραχμάς των. / Εθεωρούντο δον ζουάν τότε αήττητοι / στις βεγγέρες ήταν όλοι περιζήτητοι / κι από του μισθού τους πάντα / βάζαν όλοι τους στην μπάντα / πάνω κάτω το μισόν / και φορούσανε στραβά το μπαγιασόν.
Ακολουθούσαν οι σύγχρονοι. Μαζί με τον Δαμασιώτη ήταν ο Νάσος Κεδράκας και ο Νίκος Φιλιππόπουλος. Κι έλεγαν:
Οι υπάλληλοι οι σύγχρονοι μπατίρανε, / Μαρκεζίνη ξεροκέφαλε και τύραννε, / που μας έδοχτες επίδομα ανεργίας, / για να πάρουμ ’ ένα αγγούρι μετά βίας… / Έξω απ’ όλα τα χασάπικα ρεμβάζουμε / και αρνί ποτέ στο στόμα μας δε βάζουμε. / Γίναμε όλοι μας σαν βέργες / και παρ’ όλες τις… απέργες / τρώμε γράσο εμείς και βιμ / και θα γίνουμε σε λίγο χερουβείμ.
Ο Κώστας Γεωργουσόπουλος ως ειδικός αποφαίνεται:
«Ο Γιώργος ο Δαμασιώτης είχε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα φωνή κι έπαιζε στην οπερέτα ρόλους λαϊκών ανθρώπων, ρόλους κωμικούς.
«Σημαντικότερη, όμως, ήταν η παρουσία του στην επιθεώρηση. «Όπως είναι γνωστό στην επιθεώρηση ο ηθοποιός πρέπει να τυποποιηθεί και να βρει έναν συγκεκριμένο ρόλο που να έχει στίγμα στη σκηνή, να μπορέσει μέσα σε τέσσερα πέντε λεπτά να πείσει, να κατορθώσει να μη σκεπαστεί απ’ τον επόμενο.
«Ο Δαμασιώτης ευδοκίμησε παίζοντας τον Μενιδιάτη. Έπαιζε λοιπόν χρόνια ολόκληρα τον Μενιδιάτη. Έμπαινε στη σκηνή καμιά φορά και με ζωντανό γαϊδούρι, κουβαλώντας ζαρζαβατικά. Τότε αυτό ήταν το γνωστό επάγγελμα των Μενιδιατών.
«Αυτό τον έκανε διάσημο, σε μια εποχή που και άλλοι ηθοποιοί παίζανε τον Βλάχο, τον χωροφύλακα, τον Ρουμελιώτη, τον Αρμένη ή την υπηρέτρια από την Κέρκυρα. Ήταν μια εποχή τυποποίησης.
«Έπαιξε χαρακτηριστικούς ρόλους συνήθως χωριάτη: δήμαρχος, λιμενάρχης, χωροφύλακας λιγάκι σκράπας. Ήταν ο άνθρωπος που υποτίθεται ότι είναι λιγάκι δύσπιστος, ο κρυψίνους. Αυτόν τον ρόλο, ουσιαστικά μοντάριζε συνήθως στον κινηματογράφο.
«Βέβαια έπαιζε πάντα μικρούς ρόλους, αλλά μπορούμε να πούμε ότι ήτανε ρόλοι διαμαντάκια, διότι κουβαλούσε ακριβώς τη μεγάλη πείρα της επιθεώρησης».
Είχαν περάσει ήδη εξήντα ένα χρόνια από την ημέρα που είδε το φως του κόσμου στον Βόλο, τριάντα τέσσερα από την πρώτη παράσταση στην Αθήνα και επτά από κείνο το «Χαρούμενο Ξεκίνημα» στο σινεμά.
Το 1961, όταν διευθυντής στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος γίνεται ο Σωκράτης Καραντινός, αποφασίζει και πραγματοποιεί ένα νέο ξεκίνημα.
Εγκαθίσταται μόνιμα στη Θεσσαλονίκη. Μαζί και η σύζυγός του, η μεσόφωνος Κίτσα Δαμασιώτου. Πιάνει κι εκείνη δουλειά ως καθηγήτρια στο «Κρατικό Ωδείο» της συμπρωτεύουσας.
Με το Κ.Θ.Β.Ε. ο Γιώργος Δαμασιώτης μπαίνει για πρώτη φορά σε αρχαία θέατρα. Παίζει τον «Αρχοντοχωριάτη» του Μολιέρου.
«Στη Θεσσαλονίκη περνούσε μια όμορφη καλλιτεχνική και οικογενειακή ζωή», θυμάται ο Δημήτρης Βάγιας, ηθοποιός του Κρατικού κι αυτός, που ήταν στη διανομή του «Επιθεωρητή».
«Ξεχώριζε για το ιδιότυπο, το πολύ προσωπικό του χιούμορ…»
Οι συνάδελφοί του εκείνης της εποχής, πολύ νεότεροι του φυσικά, ακόμη συζητούν για κείνον, όταν συναντιούνται.
Λένε και αυτή τη χαριτωμένη ιστορία, σαν ανέκδοτο:
«Είχαμε πάει στο σπίτι του για φαγητό, γιατί οι περισσότεροι ήμαστε εργένηδες.
»Θα πληρώναμε ρεφενέ. Στο τέλος, όπως είχαμε συμφωνήσει, κάθεται να λογαριάσει πόσα χρήματα αντιστοιχούσαν στον καθένα μας, και μας λέει: Πού είστε παιδιά… Το λάδι και το ξίδι στη σαλάτα είναι κέρασμα…»
Είχε μια κάποια αδυναμία, ας πούμε, στα χρήματα.
Ίσιος γι’ αυτό δεν πήγαινε να φτιάξει και την τεχνητή οδοντοστοιχία του, που συχνά ξεκολλούσε, παρότι τον εμπόδιζε στην αναπνοή και στην άρθρωση.
Οι πρόβες για το θεατρικό έργο «Ο επιθεωρητής έρχεται» ήταν κοπιαστικές, σκληρές. Για τον Δαμασιώτη ακόμη περισσότερο. Ήταν η ηλικία, ήταν κι ο ρόλος του Έπαρχου, κουραστικός και δύσκολος.
Ο Μήτσος Λυγίζος ήταν από τους καλύτερους, αλλά και τους πιο απαιτητικούς σκηνοθέτες, τους πιο αυστηρούς -το ήξεραν-στο ελληνικό θέατρο.
Παρένθεση: «Ο Μήτσος είχε μεγάλο σεβασμό στο κοινό. Γι’ αυτό θύμωνε πολλές φορές με τους ηθοποιούς και κάποιοι τον έλεγαν κακό», μου έχει πει γι’ αυτόν ο ανιψιός του, ο ηθοποιός Ντάνος Λυγίζος. « Ήταν ένας απίστευτα τρυφερός άνθρωπος.»
«Εγώ του οφείλω ευγνωμοσύνη. Ο Μήτσος Λυγίζος με έβγαλε στην τηλεόραση, στη “Μαντάμ Σουσού”» συμπληρώνει η Αννα Παϊταζή. «Είχε ένα ελάττωμα ο καημένος. Ήτανε λιγάκι αψίκορος. Με το παραμικρό θύμωνε…»
Κλείνει η παρένθεση.
Η πρεμιέρα είχε οριστεί για την πρωτοχρονιά.
Δύο μέρες νωρίτερα γίνεται η γενική δοκιμή, η πρόβα τζενεράλε που θα λέγαμε σήμερα, η αβάν πρεμιέρ όπως τη λέγαμε.
Το θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών είναι κατάμεστο από μαθητές και στρατιώτες, όπως γινόταν συνήθως στην αβάν πρεμιέρ.
Η αυλαία ανοίγει…
Ο Δημήτρης Βάγιας ήταν παρών. Αφηγείται:
«Ο Γιώργος Δαμασιώτης αναγγέλλει:
»Και να ο επιθεωρητής έρχεται…»
«Απευθυνόμενος προς το κοινό λέει τη χαρακτηριστική ατάκα:
»Τι γελάτε, μωρέ: Τι γελάτε: Ίδιοι κι απαράλλαχτοι είστε…»
«Δεν προλαβαίνει να ολοκληρώσει τη φράση», συμπληρώνει ο
επίσης παρών ηθοποιός του Κ.Θ.Β.Ε. Διονύσης Καλός και συνεχίζει: »0 Δαμασιώτης λιποθυμάει… Τον καθίζουν σε μια καρέκλα…» Ο Αθηνόδωρος Προύσαλης ήταν εκείνη την ώρα στο φουαγιέ: «Πρόλαβα να δω τη σκηνή που έκλεινε και ακούω τη φωνή του συναδέλφου, του Ηλία του Σταματίου, που φώναξε:
» Ένα γιατρό. Γρήγορα ένα γιατρό…»
Ο Δημήτρης Βάγιας ήταν δίπλα του:
«Τον σηκώσαμε, τον πήγαμε στο νοσοκομείο.
»Σε λίγες ώρες πέθανε…»
Στην Αθήνα το έμαθε η σύζυγός του και επέστρεψε εσπευσμένα στη Θεσσαλονίκη. Την άλλη μέρα έγινε η κηδεία.
Η πρεμιέρα δόθηκε, σύμφωνα με τον προγραμματισμό, την 1η Ιανουαρίου του 1964 με έπαρχο τον Χρήστο Ευθυμίου, που πρόλαβε μέσα σε σαράντα οχτώ ώρες κι έμαθε τον ρόλο.
Η παράσταση παίχτηκε την ίδια χρονιά σε εαρινή περιοδεία με έπαρχο τον Αθηνόδωρο Προύσαλη αυτή τη φορά. Ο Χρήστος Ευθυμίου είχε διαφωνήσει για τα χρήματα και είχε αποχωρήσει.
Η ζωή στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος συνεχίστηκε κανονικά…
Ο Γιώργος Δαμασιώτης συνεχίζει να είναι ανάμεσά μας μέσα από τις ταινίες του παλιού σινεμά.
Στο φουαγιέ του θεάτρου της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών υπήρχε μέχρι πρότινος μια μεγάλη κουνημένη φωτογραφία από το φινάλε της ζωής του, την ώρα που έλεγε:
«Τι γελάτε μωρέ, με τα μούτρα σας, γελάτ…»
Υ.Γ.: Τραγική σύμπτωση. Ο Διονύσης Καλός -ένας από τους αφηγητές του τέλους της ιστορίας μας- «έφυγε» ξαφνικά τον Δεκέμβριο του 2004, ενώ ετοίμαζε (ως σκηνοθέτης) παράσταση για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος…
https://anemourion.blogspot.gr