Στο πρώτο μέρος της ανάλυσης είδαμε πώς δοκιμάζεται η ίδια η έννοια του Συντάγματος, λόγω οικονομικής κρίσης, καθώς και τα βασικά πεδία στα οποία πρέπει να κινηθεί μια αναθεωρητική πρωτοβουλία μετά το 2013. Ένα από αυτά τα πεδία είναι η ηθική αναστύλωση της πολιτικής και κεντρικό ζήτημα στο πλαίσιο αυτό είναι το περιβόητο ζήτημα της ποινικής ευθύνης υπουργών. Θα είμαι συνοπτικός, καθώς το ζήτημα έχει συζητηθεί διεξοδικά.
Έχω υποβάλει την πρότασή μου εδώ και τρία χρόνια στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας. Πιστεύω ότι πρέπει να διαφυλαχθεί η αρμοδιότητα της Βουλής, μέχρι ενός αρχικού σημείου: την διαπίστωση του περιγράμματος της υπόθεσης μέσω Εξεταστικής Επιτροπής. Άρα πρέπει να έλθει σε πρώιμο στάδιο η συγκρότηση του πενταμελούς Δικαστικού Συμβουλίου που διορίζει τακτικό ανακριτή και στη συνέχεια, επί τη βάσει του βουλεύματος του Δικαστικού Συμβουλίου, η Βουλή να καλείται απλώς να παράσχει την άδεια δίωξης, δηλαδή να άρει την ασυλία. Αυτός ο απλός μηχανισμός αρκεί δικονομικά.
Πρέπει, όμως, να μιλήσουμε κάποτε επί της ουσίας. Είναι άλλο πράγμα να κατηγορείται ένα πρώην ή νυν κυβερνητικό στέλεχος για απιστία ή για παράβαση καθήκοντος επειδή έκανε λάθος επιλογές σε σχέση με το χαρτοφυλάκιο του Δημοσίου ή σε σχέση με το δημόσιο χρέος ή σε σχέση με τις ιδιωτικοποιήσεις και άλλο πράγμα να κατηγορείται για δωροδοκία ή για ξέπλυμα χρήματος. Αρα και η δικονομική μεταχείριση πρέπει να είναι διαφορετική. Δεν μπορεί να παραμένουν ανοικτά επί μακρόν θέματα πολιτικής διαφωνίας –αν διαχειριστήκαμε καλά την οικονομία ή όχι ή αν κάναμε μία πολιτική επιλογή έτσι ή αλλιώς. Αυτά είναι θέματα που τα αντιμετωπίζεις μέσα στη συγκυρία, άρα πρέπει πράγματι μέχρι το τέλος της δευτέρας Συνόδου της επόμενης Βουλής να λύνονται.
Σε θέματα δωροδοκίας και διακίνησης μαύρου χρήματος, όμως, δεν πρέπει να υπάρχει κανένας χρονικός περιορισμός. Η διαφορά είναι καταλυτική, διότι μπορεί να έχουμε λάβει εσφαλμένα τη μία ή την άλλη απόφαση για δημόσια σύμβαση, ή ακόμη και για νομοθετική πρωτοβουλία, ή ακόμη και για διακρατική σύμβαση και κυρίως να έχουμε κρίνει εσφαλμένα στην κυβερνητική μας θητεία, ένθεν κακείθεν, διάφορα ζητήματα μακροοικονομικού ή δημοσιονομικού χαρακτήρα, χωρίς όφελος προσωπικό, χωρίς υστεροβουλία, χωρίς να έχει ωφεληθεί κανείς, χωρίς να έχουμε πέσει θύματα κανενός εκβιασμού και κανενός λαθρεμπορίου επιρροής. Μπορεί, όμως, να έχει γίνει και το απολύτως αντίστροφο. Μπορεί να έχει ασκηθεί εκβιασμός, μπορεί να έχει διεξαχθεί λαθρεμπόριο επιρροής και μπορεί να έχουν υπάρξει άμεσες ή έμμεσες δωροδοκίες. Αυτά βεβαίως πρέπει να υποκύπτουν στην κοινή παραγραφή και δεν πρέπει να υπάρχει έλεος. Αλλά πρέπει να πούμε την αλήθεια, ότι δεν είναι όλα τα ζητήματα ηθικά ίδια και, άρα, δεν είναι και νομικά ίδια.
Διακριτοί ρόλοι Πολιτείας – Εκκλησίας
Ενα άλλο σημαντικό θέμα είναι οι σχέσεις Πολιτείας -Εκκλησίας. Μπορεί να αρχίσει μια σοβαρή συζήτηση, τώρα που οι συνθήκες είναι ώριμες και το κλίμα ήρεμο, για την οριοθέτηση των διακριτών τους ρόλων. Χωρίς να υπάρχει κάτι το πιεστικό, μπορεί να γίνει μια τέτοια ολοκληρωμένη συζήτηση.
Το μέλλον των πανεπιστημίων
Μπορεί να γίνει μια σοβαρή, εθνικού χαρακτήρα συζήτηση για το μέλλον των πανεπιστημίων. Το θέμα μας δεν είναι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια. Είναι όλο το σύστημα τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, το μέλλον των δημοσίων πανεπιστημίων, η ποιότητά τους, η αξιοκρατία, η αξιολόγηση, η λειτουργία τους, η αποχώρηση των κομμάτων από τα πανεπιστήμια, που είναι το μείζον ζήτημα για τα πάντα. Κι αυτό είναι ένα αντικείμενο διαλόγου, για ν’ αρχίσω από τα πιο εύκολα.
Συνταγματικό Δικαστήριο;
Πρέπει να συζητήσουμε σοβαρά για τις συνταγματικές βάσεις της Δικαιοσύνης. Και προσωπικά είχα ταχθεί το 2007 υπέρ της ανάγκης ίδρυσης Συνταγματικού Δικαστηρίου, όμως υπήρξε εύλογη αντίδραση από τα ανώτατα δικαστήρια, ιδίως από το Συμβούλιο της Επικρατείας που διατύπωσε τις απόψεις του και σε σχετικό πρακτικό της Ολομέλειάς του. Τι βλέπουμε όμως τα τελευταία χρόνια; Βλέπουμε συνεχείς παρεμβάσεις του κοινού νομοθέτη ώστε να αλλοιώνεται ο διάχυτος και παρεμπίπτων έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, να αφαιρείται η ύλη από τα κοινά δικαστήρια και να συγκεντρώνεται με διάφορους δικονομικούς μηχανισμούς στις ολομέλειες των ανωτάτων δικαστηρίων. Το είχαμε προβλέψει αυτό εν μέρει το 2011 με την προσθήκη της παραγράφου 5 του άρθρου 100 που προβλέπει τη συγκέντρωση του ελέγχου της συνταγματικότητας στο εσωτερικό των ανωτάτων δικαστηρίων, μεταξύ τμήματος και ολομέλειας. Τώρα αυτό γίνεται μεταξύ όλων των δικαστηρίων και της ολομέλειας του αντίστοιχου Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Άρα δεν έχουμε στην πραγματικότητα ένα σύστημα -διαφορετικό από τα ευρωπαϊκά- διάχυτου, παρεμπίπτοντος και συγκεκριμένου ελέγχου, διότι στην πραγματικότητα το σύστημα έχει γίνει συγκεντρωτικό, σύστημα κύριου (όχι παρεμπίπτοντος) και αφηρημένου (όχι συγκεκριμένου με αναφορά με συγκεκριμένες υποθέσεις) ελέγχου της συνταγματικότητας.
Το Σύνταγμα υπό διεθνή δικαστικό έλεγχο
Υπάρχουν, λοιπόν, μεγάλα ζητήματα τα οποία πρέπει να συζητήσουμε με αφορμή μια μελλοντική αναθεώρηση. Και βεβαίως, αυτό που πρέπει κατά βάθος να δούμε είναι τί απομένει από τον πυρήνα του εθνικού κράτους, της εθνικής κυριαρχίας και του εθνικού Συντάγματος. Γιατί δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα κληθεί ο αναθεωρητικός νομοθέτης τώρα να απαντήσει σε μεγάλα ερωτήματα ξέροντας ότι το Σύνταγμα υπόκειται σε διεθνή δικαστικό έλεγχο, ότι ούτε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου διστάζει να ελέγξει με τα δικά του κριτήρια τα εθνικά Συντάγματα, ούτε το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης διστάζει να το κάνει, ούτε η πραγματικότητα των αγορών και των διεθνών σχέσεων, οικονομικών και πολιτικών, διστάζει να το κάνει.
Άρα, ναι μεν το Σύνταγμα κατέχει την κορυφή της ιεραρχίας των κανόνων δικαίου, αλλά αυτό είναι δυστυχώς σχολικό επιχείρημα πλέον, διότι στην πράξη υπόκειται σε διεθνή έλεγχο πολύ σκληρό και το Σύνταγμα, όπως υπόκεινται σε έλεγχο και οι αποφάσεις των ανωτάτων δικαστηρίων και από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άρα, όλοι υποκείμεθα στον έλεγχο αυτό.
Προς μια εθνική συνταγματική συμφωνία
Με αυτό το δεδομένο πρέπει να πάρουμε τις μεγάλες θεσμικές πρωτοβουλίες. Χρειάζεται, πραγματικά, μια μεγάλη και σοβαρή εθνική συνταγματική συμφωνία με τη συμμετοχή των κομμάτων, της κοινωνίας και της επιστημονικής κοινότητας. Βεβαίως, για να φτάσουμε σε αυτό χρειάζεται «συνταγματική ωριμότητα» των κομμάτων, παρότι οι βουλευτές πάντα έχουν την αυτονομία τους και την κατά συνείδηση γνώμη και ψήφο στην αναθεωρητική διαδικασία.
Πρέπει να αξιοποιήσουμε την περίοδο αυτή που είναι περίοδος γενικής ανασυγκρότησης για να βγούμε από την κρίση μη βαυκαλιζόμενοι ότι μια κρίση που είναι βαθιά πολιτική και κοινωνική είναι δήθεν συνταγματική. Το Σύνταγμα υπάρχει για να βοηθήσει, όχι για να γίνει ο αμνός ο αίρων τα αμαρτίας όλου του κράτους και όλης της κοινωνίας.
Άρα, ούτως ή άλλως θέλουμε ενότητα, ούτως ή άλλως θέλουμε συναίνεση που είναι κάτι πολύ σοβαρότερο από την απλή σταθερότητα, ή από τη λογική του δικομματισμού, όπως τον έχουμε συνηθίσει. Ούτως ή άλλως χρειαζόμαστε στόχους, προοπτική, κάποιες χαραμάδες αισιοδοξίας –και μπορεί η συζήτηση για το νέο συνταγματικό πλαίσιο να δώσει χαραμάδα αισιοδοξίας. Ούτως ή άλλως πρέπει να έχουμε την αίσθηση της δίκαιης κατανομής όλων των βαρών.
Άρα έχει πολύ μεγάλη σημασία η συνταγματική παρέμβαση να ενισχύσει αυτό που προσπάθησα να ορίσω ως μετα-αντιπροσωπευτική δημοκρατία, μια ριζοσπαστική αναδιανομή και των πολιτικών ρόλων και της πολιτικής συμμετοχής σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας και της Πολιτείας.
… αν σας άρεσε το άρθρο μοιραστείτε το με τους φίλους σας απλά πατώντας Like …
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.