Το αποψινό μας κείμενο – το τελευταίο λογοτεχνικό αφιέρωμα για το καλοκαίρι – θα μας ταξιδέψει μερικές δεκαετίες πίσω: στα χρόνια μεταξύ της δεκαετίας του 50 και του 60, καταμεσής της Αθήνας των καιρών. Μιας πόλης σε διαδικασία μεταμόρφωσης, ανάμεσα στο Παλαιό και το Μοντέρνο. Αφηγητής είναι ο Νίκος Τσιφόρος. Μέσα από τη δική του ματιά θα ζήσουμε μια τυπική μέρα της καθημερινότητας ενός «μέσου αστού», όπως τον χαρακτηρίζει – από την ώρα που ξυπνάει για να πάει στη δουλειά, ως τη βραδινή του έξοδο με το κορίτσι του… Το διήγημα είναι χωρισμένο σε τέσσερις ενότητες: Πρωί, Μεσημέρι, Απόγευμα, Βράδυ – κάθε ενότητα αντανακλά και μια διαφορετική φάση της καθημερινότητας της εποχής.
Διαβάζοντας την ιστορία έπιασα τον εαυτό μου αφενός να απολαμβάνει το μοναδικό χιούμορ και τις πανέξυπνες περιγραφές του Τσιφόρου, αφετέρου να προβληματίζεται. Πόσο έχουμε αλλάξει από τότε; Πόσο έχουμε μείνει ίδιοι; Ποιος είναι άραγε ο συνδετικός κρίκος του τότε με το τώρα;
Άραγε η «Αθήνα» που περιγράφει ο Νίκος Τσιφόρος και η σημερινή «Αθήνα» είναι οι ίδιες πόλεις; Στο βιβλίο του «Οι Αόρατες Πόλεις» ο Ιτάλο Καλβίνο είχε γράψει πως «μερικές φορές διαφορετικές πόλεις διαδέχονται η μία την άλλη στον ίδιο χώρο με το ίδιο όνομα, γεννιούνται και πεθαίνουν χωρίς να γνωρίσει η μία την άλλη, χωρίς να επικοινωνήσουν μεταξύ τους». Υπάρχουν πόλεις που δεν έχουν άλλα κοινά μέσα στο χρόνο, παρά μόνο το όνομα και τη γεωγραφική τους θέση. Γιατί οι άνθρωποι που ζουν εκεί – οι άνθρωποι εκείνοι έχουν αλλάξει εντελώς.
Τί είναι εξάλλου η πόλη, κάθε πόλη, αν όχι η ζωή όσων κατοικούν εκεί – οι επιθυμίες, τα όνειρά τους, οι φιλοδοξίες, τα τρεχάματα, οι απογοητεύσεις…
Μέσα από το πανέμορφο αυτό διήγημα του Νίκου Τσιφόρου – το οποίο έχω συμπεριλάβει κατά το μεγαλύτερό του μέρος, πλην μερικών αποσπασμάτων – θα αναπνεύσουμε τον αέρα μιας εποχής που πέρασε – μα χνάρια της οποίας πιθανό να μπορούμε να εντοπίσουμε και σήμερα. Αυτό εξάλλου συνιστά και το πλέον ενδιαφέρον μέρος της σημερινής ανάρτησης, κατά τη γνώμη μου: σκοπός δεν είναι να «αναπολήσουμε τα περασμένα που δεν έρχονται ξανά» (γιατί αυτά πέρασαν, πάνε), μα να δούμε τί από αυτά κουβαλάμε ακόμα μέσα μας και τί όχι. Σε τί γίναμε καλύτεροι… σε τί χειρότεροι… και σε τί μένουμε ίδιοι όπως τότε. Γιατί γνωρίζουμε καλύτερα το Τώρα μόνο όταν το αντιπαραβάλλουμε με το Άλλοτε.
Διαβάστε, λοιπόν, το κείμενο μαζί μου – στο τέλος κάθε ενότητας θα επανέρχομαι με κάποια σύντομα σχόλια. Και αναλογιστείτε κατά πόσο «τίποτα δεν έχει αλλάξει – και τίποτα δεν είναι όπως παλιά»…
1 – ΠΡΩΙ
Επιμένω ότι το ξυπνητήρι είναι η πιο εκνευριστική επινόηση της ανθρωπότητας. Κοιμάμαι με τον γλυκό ύπνο του πρωινού, εκείνον τον υπνο που άφησε πίσω του τους εφιάλτες και που ρουφάει την ξεκούραση σταγόνα σταγόνα. Είναι η σκούρα ώρα, ανάμεσα στο τίποτα και στο κάτι, η ώρα που στέλνει τα κίτρινα τρόλεϊ να οδεύσουν μαχμουρλίδικα στο καθήκον, τους γαλατάδες να πουλήσουνε τη λευκή νοθεία τους, τους εφημεριδοπώλες να διαλαλήσουνε τη φρεσκάδα των χτεσινών νέων. Αυτήν την ώρα αδιαφορώ για το σπιτονοικοκύρη, τον προϊστάμενο, την ευθύνη των ντοσιέ στο γραφείο. Και ξαφνικά ο διάβολος που τρύπωσε μέσα στο ξυπνητήρι βάζει σ’ ενέργεια το σατανικό του καμπανάκι.
Η πολυκατοικία έχει ξυπνήσει. Μια χοντρή υπηρέτρια δέρνει με μανία τα νυκτερινά στρώματα, τα παιδιά των διαμερισμάτων ωρύονται με πληθωρική ζωτικότητα, κάποιο ράδιο μεταδίδει στη διαπασών «οδηγίες προς τους ναυτιλλομένους», την ώρα που πλένω τα δόντια μου, μαθαίνω ότι ένας φάρος σε τόσο πλάτος, τόσο μήκος επανήρχισε την λειτουργίαν του και είμαι κατενθουσιασμένος. Κάποιος μαντράχαλος με φωνή μαγιάτικη τραγουδάει φάλτσα τους πρωινούς του ενθουσιασμούς, απ’ όλα τα γειτονικά σπίτια, χτισμένα σε στυλ Βαβυλωνιακής Πυραμίδας, καταφθάνουν κατεπειγόντως όλων των ειδών οι θόρυβοι, εριστικοί θόρυβοι ανδρογύνων, θριαμβικοί θόρυβοι νεότητος, κυμβαλικοί θόρυβοι κουζινικών σκευών.
Έξω στο δρομο, τα υπόλοιπα του περιπατητή του εμπορίου διαλαλούν ζαρζαβατικά και καστανόχωμα, στο επάνω διαμέρισμα κάποιος χορεύει ή γυμνάζεται ή κάνει οτιδήποτε για να μ’ ενοχλήσει με το θόρυβο από τις πατούσες του, όλα είναι ωραία, η αυγή ένα ποίημα και το κορμί μου μηρμυκιασμένο από νεύρα και άτονο από κούραση.
Αυτή τη στιγμή, πολύ θα ήθελα να μαλώσω με εκείνον που ισχυρίζεται ότι το πρωινό ξύπνημα είναι υγεία. Όλα τα ζώα ξυπνούν το πρωί κι εγώ δεν έχω καμιά διάθεση να εξομοιώνω τον εαυτό μου με δαύτα. Εγώ καθαρίζω τις μασέλες μου με οδοντόπαστα, ξυρίζομαι με ξυραφάκια, παίρνω μισθό, φοράω πουκάμισα, δε βρίσκω για ποιο λόγο να ξυπνάω την ίδια ώρα με τ’ άλογα και τις χήνες. Όμως στις οκτώ και μισή πρέπει να υπογράφω στο δελτίο παρουσίας, ο τμηματάρχης μου είναι στεγνός σαν την αποβιταμίνωση και σχολαστικός σαν κανόνας συντακτικού, το πρωί δεν θα ‘πρεπε να κυκλοφορούν οι τμηματάρχες, ένας τέτοιος νόμος θα ήτανε σωτήριος και φιλάνθρωπος.
Έξω ο ουρανός κρύβεται μέσα στα σύννεφα, όλος ο θόλος είναι μια μπαμπακαποθήκη, η άσφαλτος περιμένει να πάρει ένα ντους από βροχή, οι άνθρωποι τρέχουνε με τα κεφάλια κάτω, λες και χάσανε την ευτυχία και τώρα φάχνουνε να τη βρούνε στο δρόμο.
Ψήνω καφέ στο ηλεκτρικό μάτι που δεν βιάζεται ποτέ, τα ηλεκτρικά μάτια είναι θανάσιμοι εχθροί της υπαλληλικής καριέρας, έχουν όλη την αναισθησία του οδοντογιατρού, που σου βγάζει ένα δόντι και σε διαβεβαιώνει ότι δεν πονάς, γιατί απλούστατα δεν πονάει εκείνος. Στο ψυγείο, που είναι ένα κομμάτι χειμώνας μέσα στο καλοκαιρινό σπίτι, βρίσκω κάτι υπόλοιπα φαγητού που μου θυμίζουνε τα άθλια ρέστα της γκίνιας ενός χαρτοπαίκτη. Τρώω, φοράω τη σημαία της αξιοπρέπειας, που λέγεται γραβάτα, βιάζομαι αφάνταστα, κάθε μέρα την ίδια ώρα βιάζομαι το ίδιο, κλείνω την πόρτα του διαμερίσματος, λέω «καλημέρα» στο θυρωρό που τον απεχθάνομαι θανάσιμα και περιμένω στη στάση του λεωφορείου. […]
Το λεωφορείο φτάνει γεμάτο σαν λαβράκι που περιμένει να γεννήσει τ’ αβγοτάραχά του. είναι ο ίδιος εισπράκτωρ, εύθυμος, γαβριάς και σπινθηροβόλος, αργότερα είναι ο ίδιος ελεγκτής, που με τη βαρύτητα δυο σιριτιών στο καπέλο παίρνει τα εισιτήρια μας, εξετάζει τα κοινωνικά τους φρονήματα, βεβαιώνεται για τη νομιμοφροσύνη τους και μας τα επιστρέφει με ύφος καγκελαρίου πρωσικής σοβαρότητας. […]
Συλλογίζομαι ότι θα ‘ναι πολύ όμορφο να είναι κανείς χασομέρης. Να ξυπνάει στις έντεκα, να ντύνεται ραλαντί, να χαζεύει με τις βιτρίνες, με τα ντεκολτέ των γυναικών, με τα επεισόδια του δρόμου, να μην υποβάλει «τα σέβη του » σε κανένα, γιατί αυτά τα σέβη που υποβάλλουμε κλείνουνε μέσα τους χάπια νιτρογλυκερίνης που μπορούν με το μίσος τους να κατακερματίσουν το «αξιοσέβαστον πρόσωπον».
Συλλογίζομαι μια γελοιογραφία που είδα κάποτε, τον υπάλληλο που κερδίζει τον πρώτο αριθμό του λαχείου και μπαίνει στο γραφείο του διευθυντή του, τον τραβάει από τη μύτη, τον λέει παλιάνθρωπο, του φοράει καπέλο το καλάθι των άχρηστων, είναι η πιο χαριτωμένη γελοιογραφία που γίνηκε ποτέ, εγώ θά ‘σφιγγα με ευγνωμοσύνη το χέρι του γελοιογράφου της. Μετά δεν προλαβαίνω να συλλογιστώ τίποτ’ άλλο, είναι και είκοσι οχτώ, βρίσκομαι μπρος στην πόρτα των τανταλικών μου απασχολήσεων.
Το γραφείο μυρίζει παλιά σανίδια, μουχλιασμένα χαρτια και αρτηριοσκλήρωση. […] Στα άλλα τραπέζια υπάρχουνε μανσέτες, στέρηση και χαρτιά. Κάποιος μιλάει για τη Βουλή, ένας άλλος για τον τιμάριθμο, για πιθανές αυξήσεις, ένας τρίτος για κάποιο βαρέλι με καλή ρετσίνα που άνοιξε προχτές μόλις, ανθρώπινα μερμυγκάκια κουβαλάνε καθένα το σπόρο του, μετά ανοίγουνε τα χαρτιά, ο καφετζής κουβαλάει τους πρωινούς του, κάνει ζέστη, οι μύγες πετούν χωρίς να κουράζονται, οι θόρυβοι της πόλης έρχονται από το ανοιχτό παράθυρο, και μεις εδώ καθόμαστε παθητικά ηλίθιοι, γιατί οι υπάλληλοι δεν πληρώνονται για τις υπηρεσίες τους, αλλά για τις ώρες που είναι υποχρεωμένοι να κάθονται σε μια καρέκλα.
Κουδούνι. 0 κύριος διευθυντής. Ο Ποντίφιξ Μάξιμους. Ρίγος. Τρεις φορές. Είναι για μένα. Σηκώνομαι γεμάτος τύψεις, προσπαθώ να θυμηθώ όλα μου τα τελευταία αμαρτήματα, κάνω μια χριστιανική ανασκόπηση, το σταυρό μου, θάρρος, χτυπάω την πόρτα του.
Ο κύριος διευθυντής έχει το μεγαλείο και το βάρος ενός ανδριάντος. Με κοιτάζει ιεροεξεταστικά, προσπαθεί να ψυχολογήσει αν είμαι άξιος του μισθού μου, που δεν τον πληρώνει από την τσέπη του και για τον οποίον ισχυρίζεται ότι είναι υπόλογος, μόνο τις ωρες που με βλέπει τα συλλογίζεται όλα αυτά, τις άλλες στιγμές δεν θα έδινε ούτ’ ένα μεταχειρισμένο πενάκι, έστω κι αν τον πληροφορούσαν ότι με κρέμασαν υπέρ πατρίδος. Τώρα μου εμπιστεύεται δυο έγγραφα και σαράντα δύο εντολές, αμέσως μετά αναλογίζεται ότι του είμαι ενοχλητικός σαν έντομο και προστάζει: «Πηγαίνετε».
Οι συνάδελφοι έχουνε περιέργειες: «Τί σε ήθελε;». «Τί συμβαίνει;». Τους δείχνω τα έγγραφα, όλη τους η ανησυχία μετατρέπεται σε ζήλια, λες και κάποιος ταχυδακτυλουργός τους άλλαξε τα συναισθήματα. Γιατί να μου αναθέσουν εμένα μια δουλειά που θα μπορούσε να την πάρει ο καθένας απ’ αυτούς; Στα μάτια τους βλέπω μοχθηρά ερωτηματικά. «Μήπως πάρω προαγωγή;». «Μήπως έχω μέσα;». «Μήπως αποκτήσω εύνοιες;».
Έξω είν’ όλα όμορφα, βγήκε ήλιος, τα κοριτσόπουλα θα πηγαίνουν στα μπάνια με μαγιό μπικίνι, στα μεγάλα ζαχαροπλαστεία οι μακάριοι θα παίρνουνε τα απεριτίφ τους, κάπου κάτι θα γίνεται, τα καράβια θα σκίζουν τα πελάγη, αυτοκίνητα Γιώτα Χι θα μεταφέρουν κόσμο στις παραλίες, όμορφες γυναίκες θα ψωνίζουνε στην οδόν Ερμού, ίσως μια μεγαλοπρεπής κηδεία να οδεύει με μουσικές στο νεκροοταφείο, εμείς καθόμαστε δω φυλακισμένοι του μισθού, δεν πρόκειται να βγούμε παρά αν πάρει φωτιά το μέγαρο, τα ρολόγια μόνο καθορίζουν πια την πορεία μας, τα λογιστικά βιβλία καθορίζουν το οπτικό μας πεδίο, κι είμαστε οι ίδιοι απέναντι αλλήλων, οι ίδιοι τοίχοι, το ίδιο γκαρσόνι, οι ίδιες μύγες, η δεσποινίς Κική, τα ίδια σχέδια για την Κυριακή, η ίδια χτεσινή σκόνη που την σκουπίσανε το πρωί και ξανακατακάθισε σήμερα, και «να είμαστε κι ευτυχείς που έχουμε μια μόνιμη θέση, άλλοι φτυνουνε αίμα για ν’ αποκτήσουνε ένα τέτοιο αγαθό».
Μέσα στις προσθέσεις και τα λογιστικά, τρέχουνε τα σκαθάρια της αγανάκτησης. Νεότης, σπουδές, όνειρα, διανοητικός τυχοδιωκτισμός κι όλ’ αυτά για να βλέπεις τους παντρεμένους συναδέλφους, λιπόσαρκους, φτωχούς, ζηλιάρηδες, όσοι δεν έχουν ρολόι να ρωτάνε κάθε τόσο την ώρα σε κείνους που έχουνε, όσοι καπνίζουνε να να κόβουνε στη μέση το τσιγάρο και να το τοποθετούνε σε πίπες από χαρτί, δήθεν για λόγους υγείας, όλοι γεμάτοι προσποιητή αγανάκτηση για τη μοίρα τους, ελπίδες για τα παιδιά τους, ανύπαρκτο ενδιαφέρον για το πολιτικό μέλλον του τόπου και κρυμμένη μοχθηρία για τους συναδέλφους. […]
Και το ρολόι τρέχει και μεις στεκόμαστε… Δύο η ώρα, δελτίο αναχωρήσεως, τώρα θα σχολάει και η Έλλη. Ο δρόμος, ο ήλιος, ο αέρας… καλημέρα ζωή!
Σχόλια
Έαν έπρεπε να κρατήσω κάτι από το πρώτο μέρος του διηγήματος, εκείνο θα ήταν οι τεράστιες αναλογίες ανάμεσα στο τότε και το τώρα. «Εμείς, οι φυλακισμένοι του μισθού», περιγράφει ο Τσιφόρος, αντανακλώντας εύστοχα μια κοινωνία μισθωτών και υπαλλήλων, εξαρτημένων από το ωράριο και μπλεγμένοι στη ρουτίνα της καθημερινής εργασίας – αυτή είναι η κοινωνία που ανέδειξε ο 20ος αιώνας, αυτή είναι η κοινωνία του εκμοντερνισμού, στα χνάρια αυτής της κοινωνίας βαδίζουμε και σήμερα.
Μια ουσιώδης διαφορά στις μέρες μας είναι πως το ωράριο και ο μισθός μόνο δεδομένα δεν είναι πλέον. Η γενικευμένη ανασφάλεια έχει αντικαταστήσει τη βαρετή ρουτίνα του παρελθόντος – για ένα σημαντικό ποσοστό κόσμου.
Θα μπορούσαμε εξάλλου να εντοπίσουμε μια επιπλέον διαφορά στη φιγούρα του «σκληρού διευθυντή» που τρομοκρατεί τους υπαλλήλους με τον αέρα εξουσίας του – γνωστή φυσιογνωμία και απ’ τις παλιές ελληνικές ταινίες. Σήμερα δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις εκείνες όπου ο αυστηρός διευθυντής έχει παραχωρήσει τη θέση του σε μια ανωνυμία, κρυμμένη πίσω από χαρτιά και αριθμούς… Τότε η εξουσία ήταν περισσότερο ορατή – σε ενοχλούσε, μα την έβλεπες με τα μάτια σου. Τώρα η εξουσία γίνεται όλο και πιο αφηρημένη, όλο και πιο δυσνόητη για το μέσο πολίτη, που αδυνατεί να καταλάβει τί του φταίει και στρέφει συχνά τα πυρά του σε πρόσωπα (γιατί αυτά είναι η εύκολη λύση), αντί για καταστάσεις…
2 – ΜΕΣΗΜΕΡΙ
Οι λευκές κάσκες των «τροχαίων» κάνουνε κινήσεις σε στυλ σουηδέζικης γυμναστικής, απελπισμένη προσπάθεια για να συγκρατηθούνε οι μάζες των πεζών και η ταχύτητα των οχημάτων. Τα Χαυτεία ψήνονται από τον ήλιο του Ιουνίου, έναν ήλιο σκαρφαλωμένου στο ζενίθ, σαδιστή, κολασμένον, που διασκεδάζει να τηγανίζει τα ξεκαπέλωτα κεφάλια του ταλαιπωρημένου κοσμάκη.
Στις αφετηρίες των συγκοινωνιών οι άνθρωποι περιμένουνε τη μετακίνηση, μυρίζουν ιδρώτες και μόχθους, συλλογίζονται τις παντόφλες τους, το μεσημεριανό φαΐ, την ξεκούραση μέσα σ’ ένα μισοσκότεινο δωμάτιο, όλοι μαζί βιάζονται, σπρώχνονται, αλληλομισούνται, βρίζουνε την εταιρεία, μερικοί νοικοκύρηδες κρατάνε χαρτοσακούλες που γράφουνε με σταμπαρισμένα γράμματα «αγαπάτε τα φρούτα», καμιά απ’ αυτές δεν αναφέρει απάνω την τιμή της φρουτολατρείας σε χρήμα. Οι πιο νέοι κοιτάνε τις πιο νέες με μάτια πυρωμένης καλοκαιριάτικης λαύρας, οι πιο γέροι βρίζουνε τη νεότητα, όχι γιατί τους πείραξε αλλά γιατί την περάσανε πια. Ένας εισπράκτωρ βιάζεται να κόψει εισιτήρια πάνω στο πεζοδρόμιο. Αυτό λέγεται «διευκόλυνσις των επιβατών», αλλά είναι φανερή διευκόλυνσις της εταιρείας.
Στα μικρά ύποπτα μπαρ ύποπτοι τύποι πίνουν ύποπτα ποτά και κουβεντιάζουνε ύποπτες κουβέντες. Είναι άνθρωποι χωρίς ωράρια με περίεργα επαγγέλματα, οι περισσότεροι από δαύτους έχουνε ξυπνήσει μόλις πριν μισή ώρα, έχουνε για γραφείο ολόκληρη την πόλη, για σπίτι όλα τα κέντρα και για ηλίθιους όλους τους τακτικούς Αθηναίους. Κάτι φυστικοπώλες με χοντρές κοιλιές περιτριγυρίζουνε αυτές τις συντροφιές, έτσι όπως περιτριγυρίζουνε οι γλάροι τ’ αραγμένα βαπόρια περιμένοντας να πέσει κάποιο ξεροκόμματο.
Αναπνέω δύσκολα, λες και τ’ οξυγόνο θα απολυμάνει τη μούχλα του γραφείου. Περπατάω με ρυθμό Προφήτη που μπήκε μέσα στην απολύτρωση. Τώρα πια αισθάνομαι ότι μπορώ να ειρωνευτώ τους άλλους και τον εαυτό μου, δηλαδή αισθάνομαι δυνατός. […]
Ένας κύριος μού κατεβάζει μια καπέλαδούρα με σεβασμό, δεν τον θυμάμαι, αλλά για να φοράει καπέλο και να με χαιρετάει σίγουρα είναι κατώτερός μου. Νά λοιπόν που υπάρχουνε άνθρωποι κατώτεροι κι από έναν υπάλληλο.
Μπαίνω στο εστιατόριο που παρφουμαρίστηκε με μια μυρωδιά βρασμένων πτωμάτων. Το γκαρσόνι μου λέγεται Σταμάτης, έχει δυο χρυσά δόντια στην πρόσοψη κι ένα σακάκι από αλπακά, τόσο μαύρο που να κρύβει κάθε είδος βρόμας. Μου λέει καλημέρα με το γελαστό ύφος των γκαρσονιών και προσθέτει «τι θα φάμε σήμερα;». Κλασική φράση που την ακούω κάθε μεσημέρι και που -για ειρωνεία- δεν τον ενδιαφέρει καθόλου, γιατί αυτός με κανένα τρόπο δεν θα δεχότανε να βάλει στο στόμα του μια μπουκιά απ’ όλα εκείνα τα μπαγιάτικα πράματα που σερβίρει.
Εμείς οι ταχτικοί άνθρωποι έχουμε πάντα το ίδιο εστιατόριο, το ίδιο τραπέζι, το ίδιο γκαρσόνι κι αισθανόμαστε ένα είδος συμφοράς την ημέρα που κάνει το «ρεπό» του. Μ’ αυτούς τους Σταμάτηδες, ύστερα από ένα μήνα σερβιρίσματος, αποκτάς ένα είδος συγγενείας, τους ακούς να σου λένε κουτσομπολιά, δέχονται να σου κάνουνε πίστωση, σου φανερώνουνε τις πολιτικές τους πεποιθήσεις, στο τέλος καταντάνε να σου μιλάνε στον ενικό και να σου διηγούνται ερωτικές ιστορίες τους, που όλες μυρίζουνε γιαχνί και που έχουνε κάποιες λαδιές στις ψυχολογικές τους αφετηρίες. […]
Το εστιατόριο έχει τη μονοτονία του γραφείου. Οι ίδιοι τύποι στα ίδια τραπέζια. 0 μονόχνοτος κύριος, ντυμένος σκούρα, σε ηλικία λίγο πριν από πτώμα, που σκουπίζει τα μαχαιροπίρουνα στην πετσέτα, πλένει επιμελώς τα χέρια του και κόβει τη μερίδα του ψωμιού σε μπουκιές με το μαχαίρι, ο χοντρός τύπος της αγοράς που προσπαθεί να χορτάσει με ταχύτητα γουρουνιού, σπρώχνει το φαί του με μπύρα και λύνει τη ζώνη του, ο σχολαστικός κύριος που μασάει κάθε μπουκιά του δεκαεννέα φορές γιατί έτσι διάβασε στο εβδομαδιαίο περιοδικό, ο πελάτης που κουβαλάει κάθε μέρα κι ένα παρδαλό κοριτσόπουλο, του λέει αστεία και το τσιμπολογάει ανάμεσα σε δυο γιουβαρλάκια, οι επαρχιώτες, κινητός πληθυσμός του ρεστοράν, που κάθονται σεμνά, λες και βρίσκονται σε κήρυγμα και συμπληρώνουν το λογαριασμό με τρύπια κέρματα, ο κύριος που έχει φάει και διαβάζει εφημερίδα καταπίνοντας χάπια για το συκώτι, ο μόρτης μ’ αυτοπεποίθηση που τα κονομάει καλά και μπαίνει γεμάτος φωνάρες και σαματά, ο «εκείνος που τα ‘χει καλά με τον μάγερα», του ξεσκεπάζει τους τετζερέδες, δείχνει με το δάχτυλο τη μερίδα και τρώει λαίμαργα ψωμί πριν τον σερβίρουνε, ένα σωρό, όλοι με το «κασέ» τους, τις συνήθειές τους, την ανατροφή τους, τον τρόπο τους που τους ξέρει καλά ο Σταμάτης μου και μου λέει τα δικά τους, όπως θα λέει τα δικά μου σε κείνους, έτσι που γνωριζόμαστε καλά μεταξύ μας απαξάπαντες, χωρίς να ‘χουμε αλλάξει ποτέ μας μια λέξη, όλοι στην ίδια τραπεζαρία, μια οικογένεια που δε μιλάει στο φαγητό, λες και τη χωρίζουν κληρονομικές έριδες.
Τρώω όχι γιατί πεινώ, αλλά γιατί έτσι συνήθισα να κάνω κάθε μεσημέρι. Κανονικά οι άνθρωποι θα ‘πρεπε να τρώνε όταν αισθάνονται πείνα, να κοιμούνται όταν νυστάζουνε και να παντρεύονται όταν αηδιάζουν. Και οι άνθρωποι και οι υπάλληλοι. Όμως εδώ και τριάντα εφτά χρόνια έμαθα ότι στρώνουνε το τραπέζι το μεσημέρι κι ότι η κοινωνική δυστυχία μεταφράζεται στο να μην έχεις τί να βάλεις πάνω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι. Από αυτά τα άδεια τραπέζια ξεκινήσανε οι μεγάλοι επαναστάτες που τουφεκιστήκανε και γίνανε ήρωες ή πετύχανε και γεμισανε το τραπέζι τους, όλα τ’ άλλα είναι θεωρίες.
Βάζω μιαν οδοντογλυφίδα στο στόμα, πιστοποιητικό ότι γευμάτισα και βγαίνω στο δρόμο. Ο κόσμος έχει αραιώσει, εμείς οι άνθρωποι διαφέρουμε από τα ζώα ακριβώς σ’ αυτό το σημείο. Πάμε στη φωλιά μας να φάμε, τα ζώα τρώνε κι ύστερα πάνε στη φωλιά τους κι εδώ ακριβώς διακρίνεται η ανθρώπινη ανωτερότης.
Στα καφενεία οι μεσημεριανοί τεμπέληδες σπαταλάνε τον ύπνο τους σε πούλια ταβλιού, συντροφιές από κοριτσόπουλα σε χρώμα φραντζόλας γυρίζουνε από το μπάνιο στη θάλασσα, τα φαντάζομαι όλα με πικάντικη αρμυρή γεύση, θα ‘ναι ο ιδανικότερος πασατέμπος για να πέρασει τις πυρωμένες μεσημεριάτικες ώρες. Κάποιοι τουρίστες, ξένοι, που δεν ξέρουνε τι θα πει ύπνος το μεσημέρι, γυρίζουνε μπαφιασμένοι με κουτές φυσιογνωμίες που θυμίζουνε λακέρδα, βαδίζουνε μέσα στον ήλιο διψασμένοι για λιακάδα, συμβουλεύονται τυπωμένους οδηγούς, φοράνε κάτι ρεζίλικα σορτς που θα κλείνανε και την πιο εξευτελισμένη πόρτα σε οποιονδήποτε Ρωμιό, κι έχουνε τέτοιαν εμφάνιση που να τους προσέχουνε όλοι, λες και δεν ήρθανε από μακριά για να δούνε, αλλά για να τους δούνε.
Βρίσκω θέση στο τρόλεϊ της επιστροφής, το συναίσθημα που λέγεται στη λαϊκή γλώσσα «μουριέλα» έχει θρονιαστεί μέσα μου, έχω την ψυχολογία ενός μοναστηριακού ηγουμένου την επομένη της Μεγάλης Σαρακοστής, αυτή τη στιγμή είμαι τόσο υπερβολικά χορτάτος που δεν έχω ούτε καν τη δύναμη να ευλογήσω τον Κύριον, αν δεν λυπόμουν το τάλιρο θα βαριόμουν να πάρω τα ρέστα από τον εισπράκτορα, μια μέρα πρέπει ν’ αποχτήσω το θάρρος και να την κάνω αυτήν τη χειρονομία, όχι τίποτ’ άλλο, για ν’ αποδείξω στον εαυτό μου ότι είμαι ανώτερος χρημάτων, έτσι όπως λένε οι «ιδεολόγοι» που κηδεύονται δημοσία δαπάνη κι αφήνουνε του κόσμου την περιουσία στους κληρονόμους τους.
Τα καλοκαιριανά μεσημέρια είναι δίχως άλλο μια εφεύρεση για γκαμήλες. Σκέφτεσαι διαρκώς οάσεις με παγωμένα νερά και είσαι γεμάτος υπομονή για τ’ απογευματάκι που θα ‘ρθει. Από τη στάση μέχρι την πόρτα μου ο δρόμος λέγεται Γολγοθάς, η σκιά της κάμαράς μου είναι σωστό ένα κομμάτι Γροιλανδίας που πετάχτηκε μέσα στην Κένυα. Την ταχύτητα του γδυσίματός μου θα τη ζήλευε μια επαγγελματίας κυρία που γδύνεται τοις μετρητοίς. Υπάρχει ακόμα ένα ραδιόφωνο που δε θα ξεθυμάνει παρά την ήμερα που θα καούν επιτέλους οι λάμπες του.
Σκέφτομαι τη μεσημβρινή ησυχία, τις αστυνομικές διατάξεις, μια μήνυση, όλους εκείνους τους προστατευτικούς τοίχους που τους γκρεμίζει η αναισθησία των γειτόνων, όμως το μισοΰπνι έρχεται να καθίσει στα μάτια μου, λίγο ακόμη και θα κοιμόμουν αν δεν είχε αντιρρήσεις μια μύγα, μια και μόνη που δεν της αρέσουν τα δεκαέξι κυβικά μέτρα του δωματίου, αλλά προτιμάει τη μύτη μου για τις πειρατικές εξορμήσεις της. […]
Δύο ώρες χλωροφορμισμένο μαρτύριο. Όταν ανοίγω τα μάτια μου, ο ήλιος κι η ζέστη έχουνε μαλακώσει. Το χρυσό απόγεμα της Αθήνας έρχεται σαν αποζημίωση. Δεν υπάρχει γραφείο, τα παιδιά παίζουνε, η άσφαλτος κρυώνει από τη βράση της.
Απόγεμα! Η χρυσή ώρα των υπαλλήλων! Ύστερ’ από την ανία του μεσημεριού, η χαρά μπήκε πλησίστια! Επιτέλους! Είμαι δικός μου!
Σχόλια
Το «Μεσημέρι», περισσότερο συγκριτικά με το «Πρωί», ξεχειλίζει αναφορές σε μια κοινωνία που δείχνει πια να χάθηκε: Οι περαστικοί με τα καπέλα που χαιρετούν στο δρόμο, σε ένδειξη σεβασμού· το καθημερινό σχόλασμα στις 2· το γεύμα στο εστιατόριο, όπου όλοι δείχνουν να γνωρίζουν ο ένας τον άλλον· η έκπληξη που προκαλούν οι τουρίστες με το ντύσιμό τους· ακόμα και αυτή η αναμονή του «χρυσού απογεύματος»… Όλα αυτά μοιάζουν καθηλωμένα στην εποχή τους.
Μα εδώ κι εκεί ξεχωρίζουν αναλαμπές μιας πραγματικότητας που δείχνει να υπερβαίνει το φάσμα του χρόνου… Οι ανθρώπινοι «τύποι» που ζωγραφίζει ο Τσιφόρος ξεχειλίζουν ρεαλισμό, μοιάζουν λες και τους γνωρίσαμε οι ίδιοι σε κάποια έξοδό μας. Παράλληλα, αποσπάσματα όπως το ακόλουθο ξεπερνούν κάθε χρονικό περιορισμό, αποκαλύπτοντας διαχρονικές αλήθειες, για κάθε άνθρωπο, κάθε τόπου και κάθε εποχής:
«Κανονικά οι άνθρωποι θα ‘πρεπε να τρώνε όταν αισθάνονται πείνα, να κοιμούνται όταν νυστάζουνε και να παντρεύονται όταν αηδιάζουν. Και οι άνθρωποι και οι υπάλληλοι. Όμως εδώ και τριάντα εφτά χρόνια έμαθα ότι στρώνουνε το τραπέζι το μεσημέρι κι ότι η κοινωνική δυστυχία μεταφράζεται στο να μην έχεις τί να βάλεις πάνω σ’ ένα στρωμένο τραπέζι. Από αυτά τα άδεια τραπέζια ξεκινήσανε οι μεγάλοι επαναστάτες που τουφεκιστήκανε και γίνανε ήρωες ή πετύχανε και γεμισανε το τραπέζι τους, όλα τ’ άλλα είναι θεωρίες».
3 – ΑΠΟΓΕΥΜΑ
Εμείς οι Έλληνες είμαστε ζώα απογευματινά. Περιμένουμε να τυλιχτεί ο ουρανός μέσα στις δυτικές του πορφυρές και περιμένουμε τους αγγέλους καβάλα πάνω σε χρυσαφιά σύννεφα να τραβήξουνε την αυλαία της ημέρας για να πάρουμε τα χάπια που λέγονται «ξεκούραση» και «μακαριότητα» πάνω σε μια πάνινη πολυθρόνα.
Βγαίνω στο δρόμο που έχει πασπαλιστεί με μια πούντρα χαρούμενης τεμπελιάς. Ύστερ’ απ’ το ηλιοβασίλεμα τίποτα πια δε γίνεται επαγγελματικά, όλα βαδίζουνε με κείνον τον αργό ρυθμό που σε οδηγεί στο χαρούμενο τίποτα, τα βαποράκια των πασατεμπάδων καπνίζουνε, στέλνοντας τη θυσιαστική τσίκνα τους στο θεό των αργόσχολων, ένα σωρό παιδιά, που σε κάνουνε ν’ αγανακτείς για τη γονιμότητα της φυλής, τρέχουνε ενοχλητικά στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, τα ποδήλατα των μπακαλόγατων πάνε αργά, μ’ όλη τη διάθεση να πειράξουνε τις υπηρέτριες, εργάτες με τα φτυάρια ριγμένα στον ώμο οδεύουνε στις ακραίες συνοικίες και πριν φτάσουνε σπίτια τους θα σταθούνε σε κάποιο ταβερνάκι με κιμάδες και ρετσίνα, να ποτίσουνε το μόχθο τους, οι συνοικιακοί μπακάληδες χαϊδεύουνε με λατρεία πατρότητας τον γκαστρωμένο μπεζαχτά τους, στα παράθυρα των παλιών ανθίζουνε βασιλικοί, αγριόμεντες και κοριτσόπουλα που λαχταράνε την την επικίνδυνη ελευθερία των δρόμων, στα μπαλκόνια ξεκουράζεται ένας αστρονομικός αριθμός από γριές, που είναι ατελείωτες σ’ όλη τη Γη και που παρακολουθούσε από το ψηλό τους παρατηρητήριο όλες τις «ανηθικότητες» της αμαρτωλής εποχής του επιλόγου τους.
Περπατάω με ρυθμό χελώνας, τα κοριτσόπουλα, φρεσκοντυμένα, όμορφα, μυρίζουνε φρέσκο γιασεμί, ποτισμένη γη, γονιμότητα και με κάνουνε να σκέφτομαι πιο πονηρά κι από έναν ηθικολόγο που πνίγηκε στο «κόμπλεξ» και το ‘ριξε στις «υψηλές έννοιες». Όλα μαζί, ζαρκαδάκια χαρούμενα, καμαρώνουνε τις καμπύλες του στήθους και τη φρέσκια τους θηλυκότητα, στα ματάκια τους λάμπει σε φλόγες το σκάνδαλο, κοιτάνε τα κοντομάνικα αγόρια με ψεύτικη αδιαφορία και κουβεντιάζουνε μεταξύ τους χαμηλόφωνες ερωτικές ιστορίες που απασχολούνε όλη τη χωρητικότητα της μικρής τους υπόστασης. […]
Κοιτάζω τα κοριτσόπουλα και θυμάμαι την Έλλη. Σίγουρα θα κάνει τον περίπατο της στο δρόμο με τα παρτέρια. Είν’ ένας δρόμος σπαρμένος ζαχαροπλαστεία, ένας δρόμος που μοιάζει με τούρτα, απάνω του μυρμηκιάζει η αριστοκρατία των αστών και οι καμαρωτές νέες μαμάδες που σέρνουνε περήφανα καροτσάκια φορτωμένα με μικρούς ζωντανούς νόμιμους καρπούς.
Η Αθήνα αρχίζει ν’ ανάβει τις χρωματιστές της επιγραφές. Κύριοι με νοθευμένη σοβαρότητα δεκαοχτώ καρατιών ακουμπάνε τις ράχες της πολυθρόνας τους, μιλάνε για την οικονομική κατάσταση της χώρας και καταπίνουνε γρανίτες. Κυρίες, άρτι εξελθούσαι από κομμωτήρια, καμαρώνουνε το μεγαλείο της περούκας τους, εκθέτουνε κάτι ντεκολτέ μεγάλα όσο το λιμάνι της Σούδας, χαριεντίζονται μέσα στην υπερώριμη σαρκότητά τους και τρώνε παγωτά με διακοπές ανάμεσα σε δυο κουταλιές για να κρύψουνε τη λιχουδιά τους. Νεαροί που το χαρτζιλίκι τους δεν ξεπερνάει ένα γλυκό κι ένα ανήλικο πακετάκι, παίρνουνε πόζες μεγάλου κεφαλαιούχου και κορτάρουνε τις μικρές αστές δεσποινίδες που νοσταλγούνε ροκ εν ρολ και κινηματογραφικούς πρωταγωνι- στες. Συνταξιούχοι, στεγνοί σαν άλατα δυσκοιλιότητος, σχεδιάζουνε εξορμήσεις σε ιαματικές πηγές που θα ζωντανέψουνε την αρτιοσκληρυνθείσα τους δράση. Κυρίες με μαλλιά σε χρώμα λουλάκι ξεχνάνε μέσα στην πόζα τους τις μπουγάδες της νεότητάς τους. Ολος εκείνος ο κόσμος που θέλει να λέγεται καλός και που εξαντλεί τα εισοδήματά του σε δόσεις και βεγγέρες με κουμκάν και κολόνες, γλεντάει το μεγάλο απόγευμα του καλοκαιριού με τον αξιοπρεπέστατο τρόπο του, τον γεμάτο αηδιαστικές υποκρισίες.
Η Έλλη φοράει ένα άσπρο φουστάνι και άσπρα παπούτσια, έτσι που να με κάνει να την παρομοιάζω με γαρδένια. Φιλώ το χέρι της μαμάς της που μυρίζει τσιγαριστό κρεμμυδάκι, όπως όλα τα χέρια των καλών μαμάδων που μαγειρεύουνε γιατί η κορούλα τους εργάζεται.Υπάρχει και μια θεία, μια από κείνες τις απαραίτητες αντιπαθητικές θείες, που φυτρώνουνε σαν μανιτάρια μέσα στα ειδύλλια και που χαλάνε κάθε ωραία στιγμή σε συμβουλές και υπονοούμενα. […]
Η θεία είναι ενοχλητική, κάθε της ερώτηση αποτελείται από μια σκνίπα που με τσιμπάει αόρατη κι αιμοβόρα. Όταν παραγγέλνω καφέ, η θεία επιμένει να πάρω παγωτό, με τον αντιβραζιλιακό ισχυρισμό ότι ο καφές βλάπτει στην καρδιά. Αν έπαιρνα παγωτό, θα το θυσίαζα να της το πασαλείψω στα μούτρα. Κάνει έλεγχο στο κάθε τι. Στα τσιγάρα μου, στα εισοδήματά μου, στην οικογένειά μου που ξεκουράζεται σε κάποια επαρχία. Είμαι βέβαιος ότι θα με χαρακτηρίσει για περίφημο νέο, αλλά πάντα θα ξέρει κάποιον καλύτερο και πλουσιότερον «που θα μπορούσε να…». […]
Απάνω στο καντράν τους γυρίζουνε οι δείκτες του δειλινού, κάποιοι νοικοκυραίοι φορτωμένοι πακέτα έρχονται να παραλάβουνε την παρασιτική ευζωία της κυρίας τους και να την οδηγήσουνε στη χλιαρή τους εστία. Τα παιδιά ιδρωμένα και κατακόκκινα εξακολουθούνε να τρέχουνε πέρα δώθε, όλες οι μαμάδες έχουνε μεταβληθεί σε συμβουλευτικές πινακίδες, «μην τρέχεις», «πρόσεχε τα αυτοκίνητα»,« θα ιδρώσεις», «θα πέσεις», τα κακομοίρα τα παιδιά των αστών που μεγαλώνουνε με γάλα του κουτιού και συμβουλές έτσι που καταντάνε να γίνουν το ίδιο ασήμαντοι με τους γονιούς τους, τρομοκρατημένα σ’ όλη τους τη ζωή από τον ιδρώτα, το πέσιμο, τ’ αυτοκίνητα…
Μου δίνουν το χέρι. Η Έλλη αφήνει το δικό της πολλήν ώρα μέσα στο δικό μου. Δεν ξέρω τι μου ‘ρχεται να της προτείνω σινεμά ύστερ’ από το φαγητό. Ψιθυρίζει «έλα να με πάρεις» και τρέχει να προλάβει τους δικούς της. Σίγουρα δεν θα δυσκολευτεί να τους πείσει για μια άδεια, αλλά θα προσποιηθούνε όλοι ότι έχουνε δισταγμούς. […]
Σχόλια
Κύριο χαρακτηριστικό του «Απογεύματος» είναι η περιγραφή εκείνου που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε: ζωή της γειτονιάς. Αυτό από μόνο του αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε πόσο πολύ έχουν αλλάξει τα πράγματα από τότε.
Οι γειτονίες έμοιαζαν με χωριά-εντός-της-πόλης. Και η Αθήνα τον καιρό εκείνο ήταν μια πόλη με γειτονιές – όχι αυτό το ανώνυμο θηρίο που είναι σήμερα. Και όπως συμβαίνει σε κάθε μικροκοινωνία, τις γνωριμίες συνόδευαν τα κουτσομπολιά και η επίδειξη. Όπως βλέπουμε στο κείμενο, το απόγευμα συνιστούσε ώρα κοινωνικοποίησης: η ώρα που οι γυναίκες επιδείκνυαν τα καινούργια τους look, η ώρα που οι άντρες ξεκινούσαν τα καθημερινά τους φλερτ. Μα πρωταγωνιστής εδώ είναι ο δρόμος και η κίνησή του.
Σήμερα τα πράγματα μοιάζουν περισσότερο ανώνυμα, περισσότερο κλεισμένα εντός των τοιχών ενός σπιτιού. Τα απογεύματα έχουν πια αντικαταστήσει τα μεσημέρια ως ώρα χαλάρωσης – και ο κόσμος που επιλέγει να βγει, θα το κάνει συνήθως το βράδυ.
Πάντως ο κόσμος εξακολουθεί να βγαίνει – η Αθήνα, όπως κάθε μεγάλη πόλη, δεν έχει χάσει τη ζωή της. Ακόμα και αν χάθηκαν κάπου τα μεγέθη, ακόμα και αν ενισχύθηκε η ανωνυμία, ακόμα και αν λιγόστεψαν οι γειτονίες… δεν έπαψε η ζωή. Δεν έχουμε παρά να συγκρίνουμε με βορειότερες ευρωπαϊκές πόλεις, όπου κυριολεκτικά τα πάντα ερημώνουν από μια ώρα κι έπειτα, για να το καταλάβουμε απόλυτα… Ευτυχώς, παρά τις μεγάλες διαφορές του τότε με το τώρα, η πόλη ακόμα ανασαίνει.
Όσο αφορά το ακόλουθο απόσπασμα του Τσιφόρου:
“Τα παιδιά ιδρωμένα και κατακόκκινα εξακολουθούνε να τρέχουνε πέρα δώθε, όλες οι μαμάδες έχουνε μεταβληθεί σε συμβουλευτικές πινακίδες, «μην τρέχεις», «πρόσεχε τα αυτοκίνητα»,« θα ιδρώσεις», «θα πέσεις», τα κακομοίρα τα παιδιά των αστών που μεγαλώνουνε με γάλα του κουτιού και συμβουλές έτσι που καταντάνε να γίνουν το ίδιο ασήμαντοι με τους γονιούς τους, τρομοκρατημένα σ’ όλη τους τη ζωή από τον ιδρώτα, το πέσιμο, τ’ αυτοκίνητα…”
Αν μιλούσε τότε ο κόσμος για «υπερπροστασία», αναρωτιέμαι τί θα έλεγε σήμερα: τώρα που τα παιδιά κλείνονται σπίτια τους περισσότερο από ποτέ, χωμένα στην οθόνη ενός tablet ή ενός κινητού τηλεφώνου. Τώρα που οι γονείς τρέμουν στην ιδέα και μόνο μη βγουν έξω τα βλαστάρια τους και γρατζουνίσουν κάποιο γόνατο…
Αναρωτιέμαι σε τί είδους ενήλικες μπορεί να εξελιχθούν παιδιά σαν αυτά.
4 – ΝΥΧΤΑ
Ένα αστέρι βαρέθηκε τη μονοτονία των ουρανών, το ‘σκασε και πήδηξε μέσα στο άπειρο για να γίνει διάττοντας. Φώτισε πρασινογάλαζο τον ορίζοντα και χάθηκε κάπου προς Νότον.
Ζηλεύω τ’ αστέρια που δραπετεύουνε και περπατάω να πάρω την κοπέλα για τον βραδινό κινηματογράφο. Εκατοντάδες μάντρες μέσα στην Αθήνα προσφέρουνε δυο ώρες φυγή με πέντε τιποτένιες κερμάτινες δραχμές. Δεν υπάρχει τίποτα πιο ανόητο από μια κορδέλα του σινεμά που τρέχει με ταχύτητα είκοσι τεσσάρων εικόνων το δευτερόλεπτο κι από μια χιλιάδα χαζούς που αντιδρούνε στο ξετύλιγμά της. Όμως το σινεμά είναι το θέαμα του αιώνα, έθαψε την όπερα και χαρίζει το μεγάλο αγαθό της λησμονιάς στον αγαθό πληθυσμό των πιστών του.
Η Έλλη με περιμένει. Όλες οι Έλλες της Γης περιμένουνε κάποιον που θ’ αρχίσει πηγαίνοντάς τες στο σινεμά και θα τελειώσει πηγαίνοντάς τες στην εκκλησία. Στο διάστημα ανάμεσα σινεμά και εκκλησία είναι χαριτωμένες, χωρίς ελαττώματα κι αξιώσεις, είναι σεμνές σαν υπόσχεση πίστης και σαν υπόσχεση ρόδινης μητρότητας. Μόλις παντρευτούνε αρχίζουνε να καπνίζουνε, να παίζουνε χαρτιά και να ‘χουνε αξιώσεις.
Η μαμά έχει χλιαρές αντιρρήσεις για να ενισχύσει την καλή μου εντύπωση για τις ηθικές βάσεις της οικογενείας. «Πού θα πάτε; «Μην αργήσετε…». Όλη η ηθική των αστών είναι καθαρά ζήτημα αργοπορίας, λες και υπάρχει κάποιος νόμος στην ατμόσφαιρα που απαγορεύει στα κορίτσια να διαφθαρούνε δύο με τέσσερις το μεσημέρι και τα απειλεί μόνο με τους μεταμεσονύκτιους δράκους. Της δίνουμε όλες τις διαβεβαιώσεις που απαιτούνται να ησυχάσουνε τα προσχήματα στην ψυχή μιας καλής μαμάς και φεύγουμε μόνοι όπως οι απογοητευμένοι και οι νεόνυμφοι.
Δε λέω τίποτα για την είσοδο του σινεμά που θυμίζει είσοδο σε λαϊκό ναό ρωμαϊκού θεού. Οι κυρίες της συνοικιακής αριστοκρατίας με γοβάκια χωρίς πισινό ποντίνι, με μαλλιά οντουλαρισμένα στο κουρείο της γειτονιάς, με ρουζ που έβαψε βιαστικά τη γιαχνιστή σάλτσα του βραδινού φαγητού. Έρχονται υπέροχες, όπως οι πυργοδέσποινες στις κονταρομαχίες, και δίνουνε διαταγές σ’ έναν πολύ ταπεινόν σύζυγο, που καμαρώνει αφάνταστα το μεγαλείο της συνύπαρξης μ’ ένα τόσο σπουδαίο μπιμπελό. Οι γυναικούλες του λαού, σκαμμένες από παρελθόν και ευτυχισμένες από το μέλλον ενός θεάματος, κοιτάνε λιμάρικα τον πασατέμπο και τ’ αρμυρά φιστίκια της αραπιάς που θα συμπληρώνανε τη μακαριότητα της βραδιάς. Παιδιά, αφάνταστα σε αριθμό, παίζουνε κυνηγητό στην είσοδο, στα χαλίκια των διαδρόμων, παντού όπου μπορούνε να βρούνε χώρο για να ικανοποιήσουνε την ξύπνια τους ζωτικότητα. Γκαρσόνια με άσπρες μπλούζες και με αναιδέστατην φρασεολογία, κουβαλάνε κρύους καφέδες και ζεστές λεμονάδες, δεν έχουνε ψιλά ποτέ τους και παρατάνε τα ποτήρια κατά γης, καρπαζώνουνε τα παιδιά και γκρινιάζουνε για το μεροκάματο.
Η Έλλη κάθεται κοντά μου έτσι σαν να ζητάει την προστασία μου, σαν να φοβάται το σκοτάδι. Σε τέτοιες περιστάσεις εκείνος που πρέπει να φοβάται είναι ο άντρας, στο τέλος αυτός καλείται να πληρώσει τις αποζημιώσεις των πολεμικών επιχειρήσεων και καμαρώνει ηττημένος με ύφος νικητή. Πίσω από το πανί τα μεγάφωνα διαλαλούνε ένα σωρό διαφημίσεις για κρέμες καλλυντικές, για στρωματέξ, για ραπτικούς οίκους, κανένας δεν τα προσέχει, τα πιο πεταμένα λεπτά είν’ εκείνα που ξοδεύονται στις κινηματογραφικές διαφημίσεις των συνοικιακών σινεμά. Δύο κορίτσια με αλογοουρές, ψημένα από ήλιο κάποιας αμμουδιάς, μιλάνε μπροστά μου για τη Λολό και για τη Σοφία, λες και ήτανε συγγενείς τους. Είμαι σίγουρος ότι τα όνειρά τους φτάνουνε μέχρι το Χόλυγουντ κι ότι το χαρτζιλίκι τους ξοδεύεται για ν’ αγοράζουνε κάρτες αστέρων. […]
Το έργο αρχίζει με τίτλους, σαν άφιξη προσωπικότητας σε μεγάλη δεξίωση. Ένα μωρό γκρινιάζει, συλλογίζομαι τον Ηρώδη και την ωφελιμότητά του στην κοινωνία από γενικής απόψεως, το χέρι της Έλλης χώνεται μέσ’ στο δικό μου, είναι κοντά μια κουβέντα που μου λέει «είμαι υπό την κατοχήν σου»,στην πραγματικότητα εγώ είμαι κάτω από τη δική της κατοχή, αυτό αρχίζει να μ’ ενθουσιάζει και να μου δίνει ελπίδες για το μέλλον. Σφίγγω τα δάχτυλά της, είμαι βέβαιος ότι κανείς από μας δεν κατάλαβε ούτε ένα μέτρο από την ταινία, η μαμά σίγουρα δεν θα έχει την αξίωση να της διηγηθεί το έργο, αυτή τη στιγμή ξέρει πολύ καλά ότι εμείς ενώνουμε τα χέρια μας με πρόγραμμα συνεχίσεως αυτής της ένωσης εφ’ όρου ζωής. Με πιάνουν οι ρομαντικές διαθέσεις, κοιτάζω ψηλά, χιλιάδες αστέρια να με κοροϊδεύουνε με φωτεινά σημεία και ξεκαρδισμένους σελαγισμούς. […]
Φεύγουμε όλοι μαζί, μια αγέλη ικανοποιημένων ανθρώπων που γεμίσανε θέαμα και περάσανε τη βραδιά τους με κάτι ουσιαστικό. Στο δρόμο όλα είναι μισοφωτισμένα με κείνο το φως που τρέφει πολύ τη φαντασία και λίγο τα μάτια. Της προτείνω ένα παγωτό και λίγη κουβέντα, λέει «α πα πα», αλλά έρχεται να το πάρει, με διαβεβαιώνει ότι είναι η πρώτη φορά που βρίσκεται τέτοιαν ώρα τετ α τετ μ’ ένα νέο κι εγώ το πιστεύω, μόλο που για τις γυναίκες είναι πάντα η «πρώτη φορά».
Στο ζαχαροπλαστείο έχουν αγκυροβολήσει μεσόκοπες τεμπελιές που χασμουριούνται και συλλογίζονται τα πλεονεκτήματα ενός κρεβατιού, παρακάτω μια παρέα από θορυβώδεις νυκτερινούς ανθρώπους ξεκαρδίζεται μ’ αστεία. Είναι ηθοποιοί, δημοσιογράφοι, όλα κείνα τα προνομιούχα όντα που εμείς οι αστοί τα περιφρονούμε και τα ζηλεύουμε γιατί είναι διάσημοι, κερδίζουν περισσότερα, βλέπουν τα ονόματά τους στα έντυπα και δεν μας λογαριάζουνε. […]
Στο δρόμο της επιστροφής η Έλλη τρέμει γιατί είναι πολύ αργά, και δεν είναι ακόμα ούτε μιάμιση, και με παίρνει μπράτσο. Μια σκοτεινή γωνία είναι ακριβώς ό,τι μου χρειάζεται, τα σκοτάδια τα νομίζω απαραίτητα για τις σκοτεινές σκέψεις. Σταματώ, την πιάνω από το κεφάλι και την φιλώ στο στόμα. Τα χείλη της μυρίζουν κουφέτο και είναι υγρά και σαρκωμένα, σημάδι ότι περίμενε οπωσδήποτε το φιλί. Μόλο που είναι πάλι «πρώτη φορά», διαπιστώνω ότι ξέρει να φιλήσει με αξιοθαύμαστην εμπειρία.
Οι δρόμοι των φιλιών είναι μακρινοί. Όταν φτάνουμε στην πόρτα της έχει γίνει δύο και μισή. […] Δεν ξέρω γιατί ένα μικρό βάρος φεύγει από το στή¬θος μου μόλις μένω μόνος πάνω στο μεταμεσονύκτιο πεζοδρόμιο.
Περπατάω. Δεν υπάρχει άλλος από τη νύχτα κι εμένα. Αυτό, η νύχα κι εγώ είναι κάτι που με τρέλαινε από τον καιρό της παιδικότητάς μου. Η Αθήνα τη νύχτα είναι ολόκληρη σαν το σπίτι σου, όλα είναι δικά σου, η σιωπή της, οι αναπνοές των δέντρων, η σκόνη που τρίζει κάτω από τις πατούσες σου, οι αραιοί διαβάτες είναι αδέρφια σου, τα σκυλιά που ψάχνουν τους σκουπιδοτενεκές υποτακτικά σου. Αυτήν την ώρα έχεις και τον εαυτό σου κάτω απότην απόλυτη κυριαρχία σου, αυτή η ασφάλεια της Αθήνας που δε διαθέτει ούτε έναν κακοποιό, ούτε έναν ομιχλώδη δολοφόνο, ούτε έναν μεθυσμένο με φάλτσα τραγούδια είναι μοναδική σ’ όλη τη γη για να σου χαρίσει τ’ αστέρια που θα ‘ρθουνε φωτεινοί εθελοντές να φωτίσουνε τα σχέδιά σου.
Τώρα πάει πια. Ύστερα απ’ το φιλί στη σκοτεινή γωνία δεν είμαι μόνος, έγινα απότομα από αριθμός ένα, αριθμός δύο, δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι σε λίγες βδομάδες θα κυκλοφορώ μ’ έναν χρυσό κύκλο στο αριστερό μου χέρι και θα πηγαίνω να τρώω σε συγγενείς «κατενθουσιασμένους για τη γνωριμία μου». Κάτι θ’ αλλάξει τη μονοτονία μου και μόλο που ξέρω ότι αυτό το κάτι θα ‘ναι μια καινούργια μονοτονία, χαίρουμαι προκαταβολικά. Νομίζω ότι η ανθρώπινη απληστία δεν μεταφράζεται στο «να αποκτήσεις πολλά», αλλά στο «ν’ αλλάξει κάτι στο καλύτερο».
Κάνω βόλτες στο δρόμο πριν αποφασίσω να βάλω το κλειδί στην πόρτα μου. Το αύριο έρχεται καλπάζοντας πάνω στ’ άλογα της νύχτας και θα ‘ναι σίγουρα το ίδιο με το σήμερα, όμως τώρα υπάρχει ένα φιλί και μια Έλλη, κάτι θα χω να σκέφτομαι τις μονότονες ώρες του γραφείου, έτσι σαν τα παιδιά που τους περίσσεψε μισή σακούλα καραμέλες και θα χουνε κάτι να μασάνε την ώρα της παραδόσεως.
Το κρεβάτι μου είναι ζεστό. Δεν κοιμάμαι. Κάτι έρχεται. Το αύριο που περιμένουμε όλοι οι άνθρωποι με το δισάκι της ψυχής γεμάτο ελπίδες. Φτάνει ένα τόσο δα φιλί για να σου γεμίσει το δισάκι κι ένα τόσο δα ξυπνητήρι για να σου τ’ αδειάσει.
Κουρντίζω το ξυπνητήρι…»
Σχόλια
Ο παλιός κινηματογράφος απ’ τη μία, το ζαχαροπλαστείο απ’ την άλλη. Και τ’ ανθισμένα πάρκα της γειτονιάς. Ιδού οι βασικοί τόποι σύναξης των νεαρών ζευγαριών της εποχής. Τότε που το κορίτσι υποσχόταν να γυρίσει στο σπίτι του «νωρίς». Τότε που τα φλερτ σύντομα παραχωρούσαν τη θέση τους στο γάμο.
Το ελεύθερο πνεύμα μέσα μου με πείθει πως έχουμε αλλάξει προς το καλύτερο: λιγότερη καταπίεση, λιγότερη ηθικολογία, μεγαλύτερη δυνατότητα επιλογών και για τα δύο φύλα. Μα το κριτικό πνεύμα μέσα μου μου φανερώνει πτυχές ενός ρομαντισμού που χάθηκε.
Και προσπαθώ κάπως να συνταιριάξω το ένα με το άλλο. Να βρω μια χρυσή τομή. Δεν είναι εύκολο.
Θα κρατήσω το αίσθημα εκείνο που αποπνέει η νύχτα – το ζεστό, φιλόξενο αίσθημα που νιώθει ο χαρακτήρας του Τσιφόρου, ενώ κάνει το νυχτερινό του περίπατο. Και ας βαδίζει εντός μιας πόλης που του αποπνέει τόση «ασφάλεια», όπως περιγράφει… μιας πόλης που πλέον δεν υπάρχει. Μα θα κρατήσω την αίσθηση και μόνο, εκείνου του απελευθερωτικού περιπάτου. Όταν φυσάει το καλοκαιρινό αεράκι και σε παρασέρνει στις θάλασσες της σκέψης σου, ένα μικρό κα ΐκι που μπαρκάρει για νέες εξορμήσεις.
Κάπως έτσι μας ταξίδεψε ο Νίκος Τσιφόρος. Κάπως έτσι πήραμε μια γεύση της παλιάς Αθήνας και κάναμε κάποιες συγκρίσεις με το σήμερα. Και το ταξίδι συνεχίζεται…
http://pisostapalia.blogspot.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.