Είχε γίνει συνήθεια στον παππού Νικολή από τα χρόνια που ήταν νέος να ξυπνά μέσα στην άγρια νύχτα και να καπνίζει απανωτά δυo τρία σέρτικα τσιγάρα, ντουμανιάζοντας την κρεβατοκάμαρα και καψαλίζοντας πότε πότε τα στρωσίδια.
Ύστερα ξανακοιμότανε σαν το πουλάκι, με τη συνείδησή του ήσυχη πως είχε συμβάλει στη βιωσιμότητα της ελληνικής καπνοβιομηχανίας και στην εξασφάλιση μεροκάματου στον πτωχό καπνεργάτη. Τα χρόνια πέρασαν, μια ξεγυρισμένη βρογχίτιδα κι ένας στρυφνός πνευμονολόγος έβαλαν στο «χρονοντούλαπο της ιστορίας» το τσιγαράκι, μαζί με διάφορα άλλα τινά που είχαν ήδη έρθει μόνα τους, χωρίς τη συνδρομή του ταμπάκου, και το μόνο που του απόμεινε από τότε είναι το «χούι» να βρικολακιάζει και να στριφογυρνά με τα μάτια ορθάνοιχτα, σαν καταραμένος, στο στρώμα. Αυτοεξόριστος στο τέλος, «σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, όπου κανέναν δεν ξέρουμε και κανείς δεν μας ξέρει», ξαγρυπνά πάλιν μέσα στα παγερά σκοτάδια, αλλά τώρα οι αναμνήσεις είναι εκείνες που δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί… Η σκέψη του ταξιδεύει στην πόλη όπου γεννήθηκε, στην πόλη όπου πέρασε τις πιο ωραίες μέρες της ζωής του, και καθώς αυτό απόψε δεν του αρκεί, ανασηκώνεται σαν τον υπνοβάτη και πάει να βρει παρηγοριά σε μερικές καταχωνιασμένες καρτ-ποστάλ που φύλαγε ευλαβικά, σαν ανεκτίμητο θησαυρό του.
Κάποιες κιτρινισμένες και ξεφτισμένες φωτογραφίες της Αθήνας, όπως ήταν μια φορά κι έναν καιρό το «ιοστεφές άστυ» των ποιητών, χωρίς τα σημερινά απρόσωπα κτίρια, τους πολυθόρυβους δρόμους με τις ξένες λαλιές και τους απρόσιτους, εχθρικούς ανθρώπους.
Με φορτωμένη την ψυχή από θλίψη και με βοήθεια το χλωμό φως ενός πορτατίφ, ξεκινά ο παππούς Νικολής μια νοερή περαντζάδα στα παλιά, αγαπημένα του λημέρια…
Είναι μια πολύ παλιά φωτογραφία, τραβηγμένη στη γωνία Σταδίου – Βουκουρεστίου στις αρχές της δεκαετίας του ’30. Δεξιά μας, στο νεόκτιστο κτίριο του «Μετοχικού» (γνωστού σήμερα ως… City Link) είχε την έδρα της η Ηλεκτρική Εταιρεία, η ΗΕΑΠ, διαφημίζοντας από τις εντυπωσιακές βιτρίνες του μεγάρου τα πλεονεκτήματα του ηλεκτρισμού, αποσιωπώντας φυσικά τις βλαβερές συνέπειες της… ηλεκτροπληξίας. Από τις προθήκες του προβάλλονταν επίσης κάτι θηριώδεις αμερικάνικες κουρσάρες Buick και το κατάστημα Σίδνεϋ – Νοέλ, που αντιπροσώπευε τον διάσημο εγγλέζικο ανθρακίτη.
Στον πολυσύχναστο δρόμο υπάρχουν διαβάτες και αρκετά τροχοφόρα. Ίσως ταξί, ίσως ΙΧ κάποιων μπρούκληδων, αντάμα μ’ ένα χειράμαξο, και σε πρώτο πλάνο το πράσινο λεωφορείο της Πάουερ με τον εξώστη πίσω. Από τα επιβλητικά οικοδομήματα που διακρίνονται αριστερά της εικόνας, δεν διασώθηκε κανένα. Δεν τα εξαφάνισε ούτε ένας φοβερός σεισμός ούτε κάποιο ξαφνικό τσουνάμι. Ούτε τα κατέστρεψε ένας ανελέητος βομβαρδισμός, ούτε καν έγιναν οδοφράγματα σε πεισματώδεις οδομαχίες της μορφής «Non pasaran». Απλώς, σαν όλα τα «νεοκλασικά» της Αθήνας, τα γκρεμίσανε κάποιοι προοδευτικοί, με τις ευχές των αρμοδίων, για να τα κάνουν καλύτερα!
Στην ίδια πάνω-κάτω εποχή ανήκει και η κάρτα της πλατείας Συντάγματος. Στο κέντρο της υπάρχει το… αειθαλές σιντριβάνι, το μόνο που επέζησε από τότε, ενώ το άγαλμα «της αρπαγής της Ιπποδάμειας» εξορίστηκε επί δημαρχίας Κοτζιά στην πλατεία Βικτωρίας, το δε ξύλινο περίπτερο-αναμονητήριο σε ρυθμό μπαρόκ στο βάθος, όπου οι επιβάτες περίμεναν υπό την σκέπην του τα τραμ νούμερο 2, 10 και 16, το ξήλωσαν ως «άνευ αντικειμένου».
Το αυτό συνέβη και με τα γύρω ιστορικά κτίρια που κοσμούσαν την πλατεία, που τα σάρωσε το «πνεύμα μοντερνισμού» που κυριαρχούσε στην Αθήνα τη δεκαετία του ’60… Μαζί τους χάθηκαν τα πολυσύχναστα από κοσμικούς Αθηναίους ζαχαροπλαστεία «Ζαβορίτη» και «Παπασπύρου», το θέατρο «Κυβέλης» ή κινηματογράφος «Ούφα», και τα γνωστά καφενεία «Αντωνιάδη» και «Ζαχαράτου», στα οποία πολλοί καθημερινά έδιναν «παρών».
Πηδάμε μερικά τετράγωνα και μερικά χρονάκια, και να ‘μαστε στην οδό Πανεπιστημίου.
Ο παππούς τη βλέπει και χαμογελά καθώς θυμάται το κυκλοφοριακό κομφούζιο που επικρατούσε στο σημείο εκείνο.
Ο δρόμος ήταν διπλής κατευθύνσεως και στη φωτογραφία διακρίνεται καταμεσής ο τροχονόμος μέσα στο λευκό «βαρέλι» να ρυθμίζει την κυκλοφορία. Στη λεωφόρο κινείται μια πανσπερμία από τύπους λεωφορείων, από τα προϊστορικά, όπως εκείνο δεξιά στην εικόνα, με την πόρτα πίσω και τον εξώστη, που προπολεμικά έκανε δρομολόγια στις λεγόμενες «Εστρωμένες γραμμές», δηλαδή στους στρωμένους με άσφαλτο δρόμους, ως και ό,τι άλλο αμάξωμα παρήγε η διεθνής αυτοκινητοβιομηχανία.
Προφανώς, οι τότε αρμόδιοι του Υπουργείου Μεταφορών, για να «ελαφρύνουν» την ατμόσφαιρα και να κάνουν πιο κεφάτους τους πολίτες, επέβαλαν στους λεωφορειούχους ν’ αλλάξουν το χρώμα των λεωφορείων κι από το σοβαρό και σεβάσμιο γκρι που επικρατούσε από αμνημονεύτων χρόνων να τα κάνουν «τρα λα λά» βάφοντάς τα μπεζ. Είναι άγνωστο αν οι πλέον συντηρητικοί συμπολίτες απέδωσαν σε «ξένο δάκτυλο» την επαναστατική αυτή καινοτομία, που τα έκανε «αδελφίστικα» και οδηγούσε την κοινωνία σε έκλυση ηθών.
Πόσο γρήγορα περνά η ώρα όταν κοιτά με νοσταλγία τις φωτογραφίες του. Επί τροχάδην ξεπερνά μερικές αδιάφορες για να βρεθεί στον άλλο πόλο της πρωτεύουσας, την Ομόνοια.
Η καρτ-ποστάλ που κοιτάζει πρέπει να τραβήχτηκε γύρω στο ’48-’50 κι όλα γύρω της αποτελούν σήμερα παρελθόν.
Θυμάται τον κινηματογράφο «Κοτοπούλη», που άλλοτε λεγότανε «Κρόνος», και όπου ως φοιτητής σύχναζε με την παλιοπαρέα γιατί είχε φθηνό εισιτήριο. Δίπλα του λειτουργούσε, πάντα με κλειστά παράθυρα, το ξενοδοχείο «Παρθενών», μαζί με ένα από τα άπειρα περί την πλατεία καφενεία, που ήσαν κατά κάποιο τρόπο «προξενεία» των διερχομένων επαρχιωτών. Πίσω από το «Κοτοπούλη», πάνω σε πανύψηλη σιδεριά, προβάλλει η διαφήμιση του «χαμάμ», ή επί το ευγενέστερον των «Θαλασσίων Λουτρών Ο Φοίνιξ». Πλάι του το σινεμά «Κοσμοπολίτ», ψυχαγωγικό καταφύγιο των περιφερομένων κυριών της περιοχής, ενώ στο κέντρο κυριαρχεί ο υπόγειος σταθμός του «ηλεκτρικού», με τα ανθοπωλεία στην πλατειούλα γύρω στη σκάλα να ευωδιάζουν και να σκορπούν το άρωμά τους, που δεν ωφείλετο σε σπρέι…
Ο παππούς Νικολής ξανακοιτά τρυφερά τις καρτ-ποστάλ, σαν να θέλει να στείλει χαιρετίσματα στην Αθήνα του που έχασε για πάντα. Ένας ξαφνικός ξερόβηχας που τον πιάνει ξυπνάει τους δικούς του και, για να μη δώσει αφορμή για συμβουλές και επιτιμήσεις που τριγυρνά σαν τον βουρβούλακα, αποσύρεται κλεφτά στο κρεβάτι του, και κλείνοντας τα μάτια, αυθόρμητα έρχονται στη σκέψη του οι στίχοι του Λορέντζου Μαβίλη:
«Καλότυχοι οι νεκροί που λησμονάνε / την πίκρια της ζωής…»
Μια φορά και έναν καιρό
Του ΝΙΚΟΥ ΑΜΜΑΝΙΤΗ
Εφημερίδα “ΠΑΡΟΝ”
http://boraeinai.blogspot.gr/2010/11/1930.html
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.