Η ανθρώπινη δίψα για χάδια

Ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη να τον αγγίζουν και να τον αναγνωρίζουν οι άλλοι. Ο καθένας μας έχει ανάγκη να κάνει κάτι το χρόνο του ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατό του. Η δίψα των ανθρώπων για χάδια συχνά καθορίζει το τι κάνουν το χρόνο τους. Μπορεί π.χ. να περνούν λεπτά, ώρες ή ακόμα και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να εξασφαλίσουν το χαΐδεμα με διάφορους τρόπους, ακόμα και παίζοντας ψυχολογικά παιχνίδια.

images

Από την άλλη μπορούν να περάσουν λεπτά, ώρες ή και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας ν’αποφύγουν τα χάδια αποσυρόμενοι. Οι ανάγκες αυτές είναι βιολογικές και ψυχολογικές και ο Μπέρνς τις ονομάζει «δίψες».

Η δίψα για άγγιγμα και αναγνώριση μπορεί να ικανοποιηθεί με τα χάδια, «μια πράξη που σημαίνει την αναγνώριση της παρουσίας του άλλου». Τα χάδια μπορούν να δοθούν με τη μορφή του πραγματικού σωματικού αγγίγματος ή με κάποια συμβολική μορφή αναγνώρισης, ένα βλέμμα, μια λέξη, μια χειρονομία ή οποιαδήποτε πράξη που λέει: «το ξέρω πως βρίσκεσαι εκεί».

Η δίψα για χάδια

Τα παιδιά ποτέ δεν αναπτύσσονται φυσιολογικά χωρίς το άγγιγμα των άλλων. Η ανάγκη αυτή συνήθως ικανοποιείται με τις καθημερινές στενές συναλλαγές, το άλλαγμα, το τάισμα, το πλύσιμο, το πουδράρισμα, το αγκάλιασμα και το χαΐδεμα που οι στοργικοί γονείς έχουν με τα μωρά τους. Το άγγιγμα κατά κάποιον τρόπο διεγείρει τον οργανισμό του παιδιού βοηθώντας την ψυχική και σωματική του ανάπτυξη. Τα παιδιά που μένουν παραμελημένα, αγνοούμενα ή που για κάποιο λόγο δεν δέχονται αρκετό άγγιγμα υποφέρουν από ψυχικό και σωματικό μαρασμό που μπορεί να φτάσει ως το θάνατο.

Καθώς μεγαλώνει το παιδί η αρχική πρωτόγονη δίψα για πραγματική σωματική επαφή μεταβάλλεται σε μια δίψα για αναγνώριση. Ένα χαμόγελο, ένα νεύμα, μία λέξη, ένα σμίξιμο των φρυδιών, μια χειρονομία αντικαθιστούν το άγγιγμα. Όπως το άγγιγμα όμως, έτσι και αυτές οι μορφές αναγνώρισης, θετικές ή αρνητικές, κεντρίζουν τον εγκέφαλο του δέκτη και χρησιμεύουν για να επιβεβαιώνουν στο παιδί ότι είναι εκεί ζωντανό. Τα αναγνωριστικά χάδια εμποδίζουν το νευρικό σύστημα του παιδιού να «μαζέψει».

Μερικοί άνθρωποι χρειάζονται πολλή αναγνώριση για να νιώσουν ασφαλείς. Τη δίψα αυτή μπορείς να τη νιώσεις έντονα παντού – στο σπίτι, στην τάξη ακόμα και στη δουλειά. Οποιοσδήποτε έρχεται σε επαφή με ανθρώπους βρίσκεται αντιμέτωπος με την ανθρώπινη ανάγκη για αναγνώριση. Πολύ συχνά οι αποτελεσματικοί ηγέτες είναι αυτοί που μπορούν ν’αγγίξουν και ν’αναγνωρίσουν σωστά τους άλλους.

Το θετικό χαΐδεμα

Η έλλειψη χαδιών πάντα έχει βλαβερή επίδραση πάνω στους ανθρώπους. Και ενώ και τα θετικά και τα αρνητικά χάδια μπορούν να διεγείρουν τη σωματική χημεία του βρέφους, χρειάζονται θετικά χάδια για να δημιουργήσουν υγιείς συγκινησιακά ανθρώπους. Τα θετικά χάδια κλιμακώνονται αξιολογικά από το φτωχό περιεχόμενο ενός «γειά σου» ως τη βαθύτερη επαφή της οικειότητας.

Μερικά χάδια είναι μόνο επιφανειακές επαφές. Πρόκειται για απλές συναλλαγές που μπορούν να θεωρηθούν σαν χάδια συντήρησης. Συνήθως δεν περιέχουν νόημα, αλλά τουλάχιστον προσφέρουν αναγνώριση, κρατούν ανοιχτή την επικοινωνία και συντηρούν την αίσθηση του ατόμου ότι είναι ζωντανό. Τα τελετουργικά του χαιρετισμού όπως είναι η υπόκλιση και η χειραψία αποτελούν οργανωμένους τρόπους να δίνει και να παίρνει κανείς χάδια τέτοιας φύσης.

Τα θετικά χάδια είναι συνήθως συναλλαγές άμεσες, εύστοχες και ανάλογες με την περίσταση. Όταν τα χάδια είναι θετικά ο άνθρωπος που τα δέχεται νιώθει καλός, ζωντανός, ζωηρός και σπουδαίος. Σ’ένα μεγαλύτερο βάθος τα χάδια δυναμώνουν την αίσθηση ευτυχίας του ατόμου, επιβεβαιώνουν τη νοημοσύνη του και είναι ευχάριστα. Δημιουργούν συναισθήματα καλής θέλησης. Εάν το χάιδεμα είναι ειλικρινές, εάν συμφωνεί με τα γεγονότα και δεν είναι φτιαχτό, τότε τρέφει το άτομο και τονώνει την τάση του να κερδίζει στη ζωή.

Ένας γονιός δίνει ένα θετικό χάδι όταν αγκαλιάζει ξαφνικά και αυθόρμητα το παιδί του λέγοντας: «Θεέ μου, πόσο σ’αγαπώ!». Ένας προϊστάμενος δίνει ένα θετικό χάδι απαντώντας με ευθύτητα στις ερωτήσεις του υπαλλήλου του. Ένας πωλητής δίνει ένα θετικό χάδι σ’έναν πελάτη λέγοντάς του ένα καλημέρα.

Τα θετικά χάδια εκφράζουν συχνά συναισθήματα συμπάθειας και εκτίμησης. Άλλες φορές είναι κομπλιμέντα. Τα θετικά χάδια μπορούν να δώσουν στους ανθρώπους πληροφορίες πάνω στις ικανότητές τους, να τους βοηθήσουν να καταλάβουν τις δυνατότητες και τα προσόντα τους.

Ένα παιδί δέχεται ένα θετικό χάδι όταν ένας γονιός, δάσκαλος ή φίλος το χαιρετά μ’ένα θερμό «γεια σου», χρησιμοποιεί το όνομά του (προφέροντάς το σωστά), κοιτάζει το παιδί στο πρόσωπο με προσοχή και ακούει με ενδιαφέρον χωρίς να καταδικάζει το τι έχει να πει το παιδί για τα προσωπικά συναισθήματα και τις σκέψεις του. Έτσι όλοι διατηρούν μια αίσθηση αξιοπρέπειας.

Το να ακούς κάποιον είναι ένα από τα σπουδαιότερα χάδια που μπορεί κανείς να δώσει σ’έναν άλλον. Για να ακούσεις κάποιον αποτελεσματικά πρέπει να συγκεντρώνεις όλη την προσοχή σου στον ομιλητή και αυτό είναι κάτι που μαθαίνεται.

Ένας άνθρωπος που ξέρει ότι έχει ακουστεί, φεύγει από μια συνάντηση ξέροντας πως τα συναισθήματα, οι ιδέες και οι απόψεις του έχουν πραγματικά συναντήσει κάποιο αυτί. Έτσι το άτομο αυτό δεν αισθάνεται πως «γύρισαν το κουμπί» στα λόγια του, αλλά ότι πήρε μια ενεργητική ανατροφοδότηση. Όταν ακούει κανείς ενεργητικά, δεν προσέχει μόνο τα λόγια που του λενε οι άλλοι, αλλά τους αντιγυρίζει το περιεχόμενο των λόγων τους μαζί με μια υπόθεση πάνω στα συναισθήματα που κρύβονται πίσω από τα λόγια ή τις πράξεις. Οι τελευταίες μέρες μεταβάλλονται βέβαια σε λόγια. Το σωστό άκουσμα δεν απαιτεί τη συμφωνία. Απαιτεί απλώς να καταλαβαίνουμε και να ξεκαθαρίζουμε τα συναισθήματα και τις απόψεις των άλλων.

Όταν μια γραμματέας αρχίζει να κάνει διάφορα λάθη στη γραφομηχανή, μουρμουρίζει ακατάληπτα λόγια και φέρεται απότομα στους επισκέπτες, ένας προϊστάμενος που ακούει πραγματικά θα τη ρωτήσει: «Απ’ό,τι είπες μόλις τώρα, φαίνεσαι εκνευρισμένη. Είναι αλήθεια;».

Στην παραπάνω περίπτωση έχει χρησιμοποιηθεί η Ενήλικη συναλλαγή επανατροφοδότησης. Χωρίς να καταδικάζει ούτε να επιδοκιμάζει, ο Ενήλικος ακούει και το περιεχόμενο και τα συναισθήματα που εκφράζει ο άλλος από την Παιδική κατάσταση του Εγώ του. Ο δέκτης δεν ξεκινά μια κουβέντα του «Εγώ», αλλά τονίζει το μήνυμα του «Εσύ». Η συναλλαγή αυτή είναι χρήσιμη, όταν μέσα σ’ένα άτομο έχουν ξεσηκωθεί έντονα συναισθήματα κι αυτό που χρειάζεται είναι να τον ακούσουν και όχι να του κάνουν μάθημα.

Ο καθένας μας χρειάζεται χάδια και όταν δεν παίρνουμε αρκετά θετικά χάδια, συχνά προκαλούμε τα αρνητικά. Τα παιδιά φέρονται με αναίδεια ή γίνονται άτακτα προκαλώντας τους γονείς τους να τα χαστουκίζουν, να τα μαλώνουν και να τα ταπεινώνουν. Οι σύζυγοι παραπονιούνται, παθαίνουν υπερκόπωση, αργούν το βράδυ, φλερτάρουνε, πίνουνε, καυγαδίζουνε ή προκαλούν με κάποιον άλλο τρόπο έναν καυγά. Το ίδιο ισχύει και για το περιβάλλον της εργασίας. Οι εργαζόμενοι αργούν, κάνουν λάθη, τραυματίζονται. Οι διάφορες μελέτες δείχνουν πως, όταν σε μια κατάσταση εργασίας λείπει το συναίσθημα, η απόδοση πέφτει και αυξάνονται οι συγκρούσεις. Φαίνεται λοιπόν πως τόσο για τα παιδιά, όσο και για τους ενήλικους η αρνητική προσοχή είναι προτιμότερη από την αδιαφορία.

Η υποτίμηση και το αρνητικό χαΐδεμα

Όταν ένας γονιός υποτιμάει τα συναισθήματα και τις ανάγκες του παιδιού, η υγιής ανάπτυξη εμποδίζεται. Η υποτίμηση μπορεί να σημαίνει, είτε έλλειψη προσοχής, είτε μια μορφή αρνητικής προσοχής που είναι οδυνηρή σωματικά και συγκινησιακά. Το παιδί που συναντά την αδιαφορία ή που δέχεται αρνητικά χάδια λαβαίνει το σήμα: «Δεν είσαι Ο.Κ.». Όταν αγνοούμε, κοροϊδεύουμε, ταπεινώνουμε, εξευτελίζουμε, κακομεταχειριζόμαστε ένα άτομο, όταν γελάμε μαζί του, του βγάζουμε παρατσούκλια και το γελοιοποιούμε, του φερόμαστε σα να ήταν ασήμαντο. Το υποτιμάμε. Η υποτίμηση έχει πάντα μια έννοια ταπείνωσης.

Πολλές μορφές υποτίμησης έχουν σχέση με τη λύση προβλημάτων. Μια υποτίμηση του άλλου συμβαίνει εάν δεν παίρνουμε στα σοβαρά το πρόβλημά του (π.χ μια μητέρα βλέπει τηλεόραση την ώρα που το μωρό της κλαίει), όταν αρνιόμαστε τη σημασία του προβλήματος (ένας προϊστάμενος λέει: «Τα παίρνεις όλα πολύ στα σοβαρά. Δεν είναι και τόσο σημαντικά»), όταν αρνιόμαστε τη λύση («Δε γίνεται τίποτα μ’ένα ξεροκέφαλο σύζυγο»), ή όταν κάποιος αρνείται την ίδια του την ικανότητα να λύσει ένα πρόβλημα («Δε φταίω εγώ αν είμαι κακότροπη. Έτσι γεννήθηκα»).

Όταν μια γυναίκα κάνει ένα συγκεκριμένο ερώτημα στον άντρα της λέγοντάς του: «Πότε θα γυρίσεις για φαγητό, αγάπη μου» κι εκείνος της απαντάει απότομα και αδιάφορα: «Θα με δεις πότε θα γυρίσω», τότε η γυναίκα υποβιβάζεται. Η αξία της μειώνεται από το δεύτερο μήνυμα που περιέχει η απάντηση: «Δεν είσαι σημαντική». Αυτή η ταξική συναλλαγή θα της δημιουργήσει σίγουρα στενοχώρια.

Η υποτίμηση είναι πάντοτε οδυνηρή. Όταν γίνεται ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά οδηγεί συχνά σε διαταραχές της προσωπικότητας και δημιουργεί χαμένους. Ανάμεσα στους μεγάλους οδηγεί σε κακές ανθρώπινες σχέσεις ή τροφοδοτεί καταστρεπτικά σενάρια «απόγνωσης».

Η αγνόηση είναι ένας φοβερός τρόπος υποτίμησης ενός μικρού παιδιού. Η περίπτωση του Έρλ είναι χαρακτηριστική. Όταν ήταν μικρός οι γονείς του σπάνια του μιλούσαν κατευθείαν. Μια μέρα, απελπισμένος που δεν μπορούσε να έρθει σε επαφή μαζί τους, άνοιξε μια τρύπα στον τοίχο με το μπαστούνι του μπέηζμπολ και περίμενε την αντίδρασή τους. Καμία απάντηση δεν ήρθε, οι γονείς του αγνόησαν την πράξη του. Την άλλη μέρα κρυφάκουσε τη μητέρα του να λέει: «Ο Έρλ πρέπει να έπεσε πάνω στον τοίχο. Έχει τρυπήσει». Οι απανωτές εμπειρίες αγνόησης υποτίμησαν τόσο πολύ το παιδί που απέκτησε σοβαρές διαταραχές στην ψυχική του υγεία.

Οι συνέπειες που μπορεί να έχει η ανεπαρκής επαφή μεταβιβάζονται και στην ενήλικη ζωή.

Οι γονείς αγνοούν τα παιδιά τους ή παραλείπουν να τα χαϊδεύουν για πολλούς λόγους. Πολύ συχνά και από τη δική τους παιδική ηλικία έλειψαν τα χάδια και έμαθαν να «κρατούν τις αποστάσεις τους».

Άλλοι γονείς νιώθοντας πόσο έντονος είναι ο θυμός τους προσπαθούν να «κρατήσουν μακριά τα χέρια τους» για να «μην σπάσουν το κεφάλι» του παιδιού. Όπως έλεγε ένας πατέρας «αν την άγγιζα φοβάμαι πως θα τη σκότωνα. Μια φορά που ο πατέρας μου ήταν έξω φρενών πέταξε την αδερφή μου από το παράθυρο, το κεφάλι της έσπασε και δεν έγινε ποτέ καλά». Άλλοι γονείς πάλι αγνοούν τα παιδιά τους, γιατί τους κρατούν κακία για την ύπαρξή τους και τις ευθύνες που τη συνοδεύουν.

Το να αγνοείς και να απομονώνεις τους ανθρώπους είναι πολύ γνωστές μορφές τιμωρίας ακόμη και για τους ενήλικους. Τέτοιες τιμωρίες στερούνε τα άτομα ακόμα και από τα πιο ελάχιστα χάδια και οδηγούνε σε διανοητική, συγκινησιακή και σωματική φθορά. Ωστόσο αν μια υπάλληλος ονομάζει έναν πελάτη «αγάπη μου» κατά πάσα πιθανότητα τον υποτιμάει αφήνοντας να εννοηθεί ότι είναι κορόιδο. Η ψεύτικη κολακεία και τα ψεύτικα κομπλιμέντα, όταν λέγονται κάτω από το κάλυμμα της ειλικρίνειας μπορεί να είναι και αυτά μορφές υποτίμησης. «Αυτό το χτένισμα είναι θαύμα», λέει ένας φίλος, ενώ το χτένισμα είναι αποτυχημένο.

Άλλες μορφές υποτίμησης μπορεί να είναι τα πειραχτικά λόγια και οι χειρονομίες. Ο σύζυγός που λέει: «Δεν είναι περίεργο που βρίσκει η εξάτμιση, αφού κάθεσαι εσύ στο πίσω κάθισμα», πολύ πιθανόν εκφράζει αληθινά εχθρικά συναισθήματα προς τη γυναίκα του επειδή είναι παχιά. Οι ενήλικοι μαθαίνουν να λένε ένα ξεκάθαρο «Παράτα με», όταν το πείραγμά τους πονάει πραγματικά, αλλά τα παιδιά δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά.

«Οι γονείς γελιόνται όταν νομίζουν πως στα παιδιά αρέσει το πείραγμα. Στην πραγματικότητα συμβιβάζονται όπως μπορούνε μ’αυτό για να ικανοποιήσουν την ανάγκη του γονιού να εκφράσει την εχθρότητά του. Όταν τα παιδιά ανέχονται τα πειράγματα «χωρίς να θυμώνουν» στην πραγματικότητα διψάνε για την προσοχή των γονιών τους. Δέχονται το πείραγμα και τις άλλες εχθρότητες σαν υποκατάστατα της ανθρώπινης αναγνώρισης. Είναι καλύτερα να σε πειράζουν παρά να σε αγνοούν.»

Ο ξυλοδαρμός των παιδιών είναι μια ακραία μορφή υποτίμησης την οποία εφαρμόζουν συνήθως γονείς που και αυτοί πέρασαν από παρόμοια εμπειρία. Η αλυσίδα του ξυλοδαρμού μπορεί να συνεχίσει σε πολλές γενιές μέχρι να αναπτυχθούν πιο κατάλληλα σχήματα γονεϊκής συμπεριφοράς.

Η γονεϊκή βία προς τα παιδιά παίρνει διάφορες μορφές. Ένας πατέρας που χρησιμοποιούσε τον πόνο, σαν τεχνική πειθαρχίας, έκαψε το δάχτυλο του παιδιού του μ’ένα σπίρτο ισχυριζόμενος πως του μάθαινε να προσέχει τη φωτιά. Ένας άλλος πατέρας μαστίγωσε το γιο του και τον έδεσε στο κρεβάτι, επειδή είχε κλέψει μια δραχμή από το μπουφέ.

Οι γονείς που δέρνουν τα παιδιά τους χρειάζονται ιατρική θεραπεία και συχνά την επιζητούν. Οι περισσότεροι από αυτούς έχουν μια ανεπαρκή Γονεϊκή κατάσταση του εγώ και ένα πληγωμένο εσωτερικά Παιδί. Με την ενεργοποίηση και την πληροφόρηση των Ενήλικων καταστάσεων του εγώ τους μπορούμε να δείξουμε στους γονείς τι θα πρέπει ρεαλιστικά να περιμένουν από ένα παιδί και πώς να μεταβάλλουν τη δική τους βίαιη συμπεριφορά.

Η υποτίμηση στο χώρο της καθημερινής εργασίας είναι συνήθως πιο λεπτή από τη σωματική βία. Παίρνει τη μορφή της σταυρωτής, της υστερόβουλης συναλλαγής μέσα σ’ένα παιχνίδι έλξης, απώθησης και ταπείνωσης.

Μερικοί από τους τρόπους υποτίμησης στη δουλειά μοιάζουν με τα «ζαχαρωτά» που δίνουν οι γονείς στα παιδιά για να τα ξεφορτωθούν. Ο Μπερν γράφει:

«Οι υποστηρικτικές γονεϊκές δηλώσεις (γνωστές στην καθομιλουμένη σαν «ζαχαρωτά» ή «καραμέλες») είναι μια μορφή αφ’υψηλού συγκατάβασης και από την άποψη της συναλλαγής είναι τρόποι ξεφορτώματος. Λειτουργικά μπορούν να μεταφραστούν ως εξής: 1) «Χαίρομαι που έχω την ευκαιρία να σου κάνω το μεγάλο, έτσι αισθάνομαι σημαντικός» ή 2) «Μη με σκοτίζεις με τα βάσανά σου, πάρε αυτό το γλυκό και σώπαινε για να μπορώ να σου πω τα δικά μου».

Κάποιος μπορεί να πετάξει ένα ζαχαρωτό σ’έναν άλλο με τη φράση: «Αυτό που σου συνέβη είναι τρομερό, κάτσε όμως ν’ακούσεις αυτό που μου συνέβη εμένα, που είναι ακόμα χειρότερο!». Ή «Νομίζεις πως έχεις βάσανα, κάτσε ν’ακούσεις τα δικά μου, εκεί θα καταλάβεις!».

Ο τρόπος με τον οποίο οι άνθρωποι έχουν ζήσει την επαφή και τα χάδια συνήθως επηρεάζει το γενικότερο σχήμα των χαδιών τους στην Ενήλικη ζωή. Όσοι έχουν γνωρίσει τη βία και την περιφρόνηση συνήθως αποφεύγουν την επαφή. Εκείνοι που γνώρισαν υπερβολική στοργή μπορεί στη συνέχεια να έχουν μια αχόρταγη ανάγκη για σωματική επαφή, τέτοιοι χαρακτήρες γίνονται απαιτητικοί σύζυγοι που θα νιώθουν παραμελημένοι, αν δεν δέχονται πολλές σωματικές επαφές. Πολλοί άνθρωποι αναπτύσσουν περίεργα σχήματα αγγίγματος.

Η δίψα για οργανωμένο χρόνο

Ο καθένας μας αισθάνεται την ανάγκη να τον αγγίζουν και να τον αναγνωρίζουν οι άλλοι. Ο καθένας μας έχει την ανάγκη να κάνει κάτι το χρόνο του ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατό του. Η δίψα των ανθρώπων για χάδια συχνά καθορίζει το τι κάνουν το χρόνο τους. Μπορεί παραδείγματος χάρη να περνούν λεπτά, ώρες ή ακόμα και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας να εξασφαλίσουν το χαΐδεμα με διάφορους τρόπους, ακόμα και παίζοντας ψυχολογικά παιχνίδια. Από την άλλη μπορούν να περάσουν λεπτά, ώρες ή και μια ολόκληρη ζωή προσπαθώντας ν’αποφύγουν τα χάδια αποσυρόμενοι. Οι ανάγκες αυτές είναι βιολογικές και ψυχολογικές και ο Μπερνς τις ονομάζει «δίψες».

Η δίψα για άγγιγμα και αναγνώριση μπορεί να ικανοποιηθεί με τα χάδια, «μια πράξη που σημαίνει την αναγνώριση της παρουσίας του άλλου». Τα χάδια μπορούν να δοθούν με τη μορφή του πραγματικού σωματικού αγγίγματος ή με κάποια συμβολική μορφή αναγνώρισης, ένα βλέμμα, μια λέξη, μια χειρονομία ή οποιαδήποτε πράξη που λέει: «το ξέρω πως βρίσκεσαι εκεί».

Η πλήξη όταν διαρκεί πολύ επιταχύνει τη συγκινησιακή και σωματική φθορά όσο και το ανεπαρκές χαΐδεμα. Για να γλιτώσουν από την πλήξη οι άνθρωποι ψάχνουν να βρουν τι να κάνουν το χρόνο τους. Ποιος γονιός δεν έχει ακούσει το βαριεστημένο του παιδί να κλαψουρίζει: «Μαμά, τι να κάνω;», Ποιο παντρεμένο ζευγάρι δεν αναρωτήθηκε: «Τι να κάνουμε αυτό το Σαββατοκύριακο;», Ποιος εργαζόμενος δεν έχει ακούσει έναν άλλον να λέει: «Δεν την αντέχω αυτή τη δουλειά, δεν κάνω τίποτε». Οι άνθρωποι οργανώνουν το χρόνο τους με έξι διαφορετικούς τρόπους. Άλλοτε αποσύρονται από τους άλλους. Άλλοτε επινοούν τελετουργικά για να περάσει η ώρα. Άλλοτε παίζουν ψυχολογικά παιχνίδια. Άλλοτε εργάζονται μαζί και μερικές φορές ζουν κάποια στιγμή οικειότητας.

Απόσυρση

Οι άνθρωποι μπορούν να αποσυρθούν, είτε απομακρυνόμενοι σωματικά, είτε απομακρυνόμενοι ψυχολογικά και καταφεύγοντας στις φαντασιώσεις τους. Η συμπεριφορά απόσυρσης μπορεί να προέλθει από οποιαδήποτε κατάσταση του εγώ.

Μερικές φορές η απόσυρση είναι μια λογική απόφαση του Ενήλικου. Ο καθένας μας χρειάζεται κατά καιρούς ν’απομονώνεται, να ηρεμεί, να σκέφτεται τα δικά του πράγματα, να έρχεται σ’επαφή με τον εαυτό του και να ανανεώνεται στην ατομική του ανθρώπινη υπόσταση. Ακόμη και η απόσυρση στις φαντασιώσεις μας είναι δικαιολογημένη. Μια καλή φαντασίωση μπορεί να χρησιμοποιεί το χρόνο πολύ καλύτερα από την παρακολούθηση μιας κακής διάλεξης.

Η απόσυρση πολλές φορές πηγάζει από τη μίμηση των γονέων. Στην περίπτωση αυτή το άτομο αντιγράφει τη γονεϊκή συμπεριφορά. Για παράδειγμα, ένας άντρας που βρίσκεται μπροστά σε μια επικείμενη σύγκρουση με τη γυναίκα του μπορεί να αποσυρθεί, όπως έκανε ο πατέρας του όταν θύμωνε η μητέρα του. Μπορεί να φύγει από το σπίτι, να αποσυρθεί στο μαγαζί ή στο γραφείο του. Ή πάλι, αντί να φύγει πραγματικά, μπορεί να αποκοιμηθεί ή απλώς να γυρίσει το κουμπί και να μην ακούει τι του λέει η γυναίκα του.

Υπάρχουν και σχήματα απόσυρσης που προέρχονται από την Παιδική κατάσταση του εγώ. Αυτά είναι συχνά επαναλήψεις των αναγκαστικών προσαρμογών που έκανε το παιδί που έχει εκπαιδευτεί με το σύστημα «πήγαινε στο δωμάτιό σου κλείσε την πόρτα και μην ξαναγυρίσεις εδώ αν δε χαμογελάς», μαθαίνει να αποσύρεται πρακτικά ή ψυχολογικά πίσω από ένα βεβιασμένο χαμόγελο. Όταν ένα άτομο αποσύρεται ψυχολογικά συνήθως καταφεύγει σ’ένα φανταστικό κόσμο. Οι φαντασιώσεις αυτές μπορεί να περιέχουν αλόγιστη ηδονή, ή βία, δημιουργικές εικόνες, ή επίκτητους φόβους και ελπίδες καταστροφικές. Όλοι μας αποσυρόμαστε στη φαντασία κάπου, κάπου. Ποιος δεν έχει φανταστεί τα σπουδαία πράγματα που «θα μπορούσε» να έχει πει; Ποιος δεν έχει αφεθεί σε κάποια φανταστική, αλόγιστη ηδονή;

Τελετουργικά

Οι τελετουργικές συναλλαγές είναι και στερεότυπες συμπληρωματικές συναλλαγές, όπως οι καθημερινοί χαιρετισμοί. Όταν λέει κανείς «καλημέρα, τι κάνεις;», τις περισσότερες φορές δε ρωτάει πραγματικά για την υγεία και τα συναισθήματα του άλλου, αλλά περιμένει να λάβει την τελετουργική απάντηση «Πολύ καλά, εσύ;». σ’αυτή τη σύντομη συνάντηση οι άνθρωποι δίνουν και παίρνουν χάδια συντήρησης.

Πολλά τέτοια τελετουργικά λαδώνουν τις ρόδες της κοινωνικής επαφής. Δίνουν στους ξένους ένα τρόπο να γνωριστούν και κερδίζουν χρόνο καθορίζοντας ποιος θα περάσει πρώτος ή ποιος θα σερβιριστεί πρώτος. Μερικοί πολιτικοί, θρησκευτικές ομάδες, πολιτικά κόμματα, ή μυστικές οργανώσεις και κοινωνικές λέσχες, οργανώνουν ένα μεγάλο μέρος του χρόνου με πολύ επεξεργασμένα τελετουργικά σχήματα συμπεριφοράς. Άλλες ομάδες είναι λιγότερο οργανωμένες και χρησιμοποιούν το χρόνο τους διαφορετικά. Για πολλούς ανθρώπους τα τελετουργικά γίνονται ένας τρόπος ζωής. Μετά από την τελετή, ο γάμος μπορεί να είναι μόνο μια σειρά από τελετουργικές συναλλαγές που συνίστανται βασικά στο παίξιμο ρόλων και σε πράξεις στερημένες από πραγματική σημασία ή οικειότητα που κρατούν όμως τους ανθρώπους ζωντανούς με ένα μίνιμουμ χαδιών.

Οι κοινοτοπίες

Οι κοινότοπες συναλλαγές είναι αυτές, όπου οι άνθρωποι περνάνε τον καιρό τους ο ένας με τον άλλον συζητώντας για αδιάφορα θέματα όπως είναι ο καιρός. Ποιος δεν έχει δει δυο γέρους καθισμένους σ’ένα πάγκο του πάρκου να συζητάνε με πάθος για τα πολιτικά; «Η κυβέρνηση θα έπρεπε να τάχει καθαρίσει όλα αυτά!..» Ποιος δεν έχει δει γονιούς να περνάνε τον καιρό τους ανταλλάσσοντας παράπονα «τα παιδιά είναι φοβερά σήμερα. Δε βλέπεις πως…» Και στις δύο περιπτώσεις τα άτομα ανταλλάσσουν τη μιαν άποψη μετά την άλλη, αδιαφορώντας εντελώς για την πραγματικότητα και γλεντώντας την κουβέντα τους.

Οι κοινοτοπίες δεν δημιουργούν προβλήματα συνήθως, είναι επιπόλαιες συναλλαγές και τις συνηθίζουν άνθρωποι που γνωρίζονται καλά. Σ’ένα πάρτι παραδείγματος χάρη, οι άνδρες περνάνε συνήθως την ώρα τους μιλώντας για τα αυτοκίνητα, τα σπορ ή το χρηματιστήριο, ενώ οι γυναίκες περνάνε την ώρα τους μιλώντας για συνταγές, τα παιδιά ή τη διακόσμηση.

Οι κοινοτοπίες, όπως και τα τελετουργικά, είναι τρόποι να περνάνε οι άνθρωποι τον καιρό τους ευγενικά μαζί χωρίς να συναντηθούν σ’ένα βαθύτερο επίπεδο. Δίνουν στον καθένα την ευκαιρία να «βυθομετρήσει» τον άλλο και να δει, αν θα προχωρήσει βαθύτερα σε παιχνίδια, δραστηριότητα ή οικειότητα.

Παιχνίδια

Ένα από τα «κέρδη» που προσφέρουν τα ψυχολογικά παιχνίδια είναι ότι οργανώνουν το χρόνο. Μερικά παιχνίδια οργανώνουν μόνο πέντε λεπτά. Για παράδειγμα, η γραμματέας που παίζει το Ελάττωμα χρειάζεται μόνο πέντε λεπτά για να τονίσει, ότι ο προϊστάμενος γράφει πάντα λάθος το τρίτο πρόσωπο του ενικού, είτε ότι συχνά μπερδεύει τα πνεύματα.

Άλλα παιχνίδια όπως το Χρέος μπορούν να γεμίσουν ολόκληρη τη ζωή. Όταν π.χ. ένα νιόπαντρο ζευγάρι παίζει το Χρέος, βάζει μεγάλα χρέη για να αγοράσει έπιπλα, ηλεκτρικά είδη, αυτοκίνητα, βάρκα κ.λ.π. και με κάθε αύξηση του μισθού χρεώνεται ακόμα περισσότερο ένα μεγαλύτερο σπίτι, δύο αυτοκίνητα και λοιπά. Όσα κι αν κερδίζουν θα χρωστάνε σ’ολόκληρη τη ζωή τους. Όταν οι παίκτες του Χρέους κάνουν πιο σκληρό παιχνίδι, μπορεί στο τέλος να χρεοκοπήσουνε ή να πάνε φυλακή.

Δραστηριότητες

Οι δραστηριότητες είναι ένας τρόπος οργάνωσης χρόνου που έχει σχέση με την εξωτερική πραγματικότητα και συνήθως τις ταυτίζουμε με την εργασία, με το να κάνουμε κάτι.

Οι δραστηριότητες είναι συχνά κάτι που οι άνθρωποι θέλουν, χρειάζονται ή πρέπει να κάνουν – μόνοι τους ή με τους άλλους.

  • Είναι μέλη μιας επιτροπής – Παίζουν σε μια ορχήστρα
  • Προγραμματίζουν την εκτόξευση πυραύλου – Προετοιμάζουν κοινό σχέδιο
  • Βοτανίζουν τον κήπο – Ετοιμάζουν φαγητό
  • Οργανώνουν αστυνομικό τμήμα – Ξεφορτώνουν ένα πλοίο
  • Υπαγορεύουν ένα γράμμα – Ράβουν ένα φόρεμα
  • Χτίζουν ένα σπίτι – Χτίζουν γέφυρες
  • Κάνουν σχέδια

Όταν κάποια από τις παραπάνω ή άλλες παρόμοιες δραστηριότητες φτάσει σε ένα τέλος, αυτός που την έκανε νιώθει συνήθως άδειος, ανήσυχος ή άχρηστος. Το πρόβλημα αυτό φαίνεται πιο καθαρά, όταν μερικές από τις δραστηριότητες που οργανώνουν το χρόνο, όπως το να μεγαλώνεις ένα παιδί, να πηγαίνει σχολείο ή να εργάζεσαι σε μια θέση σταματάνε απότομα.

Πολλές μητέρες που γέμισαν εντελώς το χρόνο τους με το μεγάλωμα των παιδιών και το νοικοκυριό κατακλύζονται από μια αίσθηση ανίας και αχρηστίας, όταν τα παιδιά μεγαλώσουν και φύγουν από το σπίτι. Το ίδιο και ο πατέρας που έχει αφιερώσει όλη τη ζωή του στο να κερδίσει το ψωμί της οικογένειας μπορεί να νιώσει την ίδια πλήξη και να «πέσει» απότομα μόλις βγει στη σύνταξη.

Μέσα στις δραστηριότητες αυτές μπορούν να εμφανιστούν διάφοροι τρόποι οργάνωσης του χρόνου. Μπορούν να μεσολαβήσουν τα τελετουργικά οι κοινοτυπίες, τα παιχνίδια, ακόμη και η οικειότητα. Ένας αντιπρόεδρος μπορεί π.χ. να παίζει στη δουλειά του τον Υπερενεργητικό διευθυντή λέγοντας «Ναι» σε τόσα αιτήματα που τελικά καταρρέει. Εν τω μεταξύ βέβαια ταλαιπωρεί και εξαντλεί τους υπαλλήλους.

Οικειότητα

Σ’ένα βαθύτερο επίπεδο της οργάνωσης του χρόνου κρύβεται η ικανότητα κάθε ατόμου για οικειότητα. Η οικειότητα είναι απαλλαγμένη από παιχνίδια και εκμετάλλευση. Συμβαίνει σε αυτές τις σπάνιες στιγμές της ανθρώπινης επαφής που γεννούν συναισθήματα τρυφερότητας, συμπάθειας και αγάπης. Η αγάπη αυτή δεν είναι θερμή αίσθηση που μπορεί να νιώσει κανείς βλέποντας δυο όμορφες γάμπες ή τετράγωνους ώμους. Η οικειότητα προϋποθέτει αληθινό ενδιαφέρον.

Οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν ή να δουλεύουν μαζί για χρόνια ολόκληρα και ποτέ να μην «βλέπουν» ή να «ακούν» τον άλλον πραγματικά. Κι ωστόσο έρχεται μια στιγμή που ο ένας βλέπει τον άλλον για πρώτη φορά – βλέπει το χρώμα του άλλου, τις εκφράσεις του, τα διάφορα σχήματά του, τις κινήσεις και τις διαφορές του. Μπορεί να ακούει και για πρώτη φορά τον άλλον, να ακούει όλα τα μηνύματά του, προφορικά και μη συναισθηματικά ή πρακτικά.

Η αίσθηση της οικειότητας μπορεί να ξεπηδήσει στη μέση ενός πλήθους ή σε μια παλιά φιλία, στη δουλειά ή σε μια σχέση γάμου. Η οικειότητα μπορεί να προβάλει όταν:

Ένα άνθρωπος σε ένα κονσέρτο πιάσει ξαφνικά τη ματιά ενός αγνώστου. Τη στιγμή εκείνη συνειδητοποιούν και οι δύο το δεσμό της κοινής τους απόλαυσης. Χαμογελούν ανοιχτά ο ένας στον άλλον σε μια στιγμή οικειότητας.

Δύο σύζυγοι που ξεβοτανίζουν τον κήπο τους δοκιμάζουν ένα συναίσθημα πλησιάσματος που τους οδηγεί αυθόρμητα σε μια σωματική επαφή που επιβεβαιώνει την αγάπη τους.

Ένας πατέρας κοιτάζει το δακρυσμένο πρόσωπο του γιου του που έχει μόλις θάψει το σκύλο του. Αγκαλιάζει το αγόρι και του λέει: «Είναι σκληρό να θάβει κανείς ένα καλό φίλο». Το παιδί αφήνεται να κλάψει στην αγκαλιά του πατέρα του, ανακουφίζοντας τον πόνο του. Τη στιγμή αυτή βρίσκονται πολύ κοντά οι δύο τους.

Δύο άντρες δουλεύουν μαζί πολλές εβδομάδες ετοιμάζοντας μια σημαντική πρόταση για την εταιρεία. Ο ένας την παρουσιάζει στη διεύθυνση και η πρόταση απορρίπτεται. Όταν γυρίζει ο συνάδελφος του τον κοιτάζει στο πρόσωπο και χωρίς μια κουβέντα ένα αίσθημα κατανόησης για την αμοιβαία τους απογοήτευση περνάει ανάμεσά τους.

Στη σύγχρονη ζωή η οικειότητα έχει γίνει σπάνιο πράγμα. Οι άνθρωποι που νιώθουν στριμωγμένοι ζητούν συχνά «ψυχολογικό» χώρο και αποστάσεις. Έτσι αποσύρονται ή καταφεύγουν στην τελετουργική ζωή χρησιμοποιώντας την τεχνική του «κρατήματος των αποστάσεων».

Ακόμα κι όταν είναι στριμωγμένοι σε ένα γεμάτο ασανσέρ ή σε ένα τραίνο, μένουν απόμακροι και κάνουν πως δε βλέπουν ο ένας τον άλλον.

Οι οικειότητα πολλές φορές τρομάζει, γιατί περιέχει κινδύνους. Σε μια στενή σχέση οι άνθρωποι είναι ευάλωτοι και πολλές φορές φαίνεται πιο εύκολο να περνάς τον καιρό σου παίζοντας παιχνίδια παρά να διακινδυνεύεις συναισθήματα αγάπης και απόρριψης.

Αν η ικανότητα για οικειότητα έχει καταπιεστεί, μπορεί να αναπτυχθεί. Ενεργοποιώντας και δυναμώνοντας την Ενήλικη κατάσταση του εγώ οι άνθρωποι μπορούν να αλλάξουν όποια και να είναι τα βιώματά τους. Η ανάπτυξη της ικανότητας για οικειότητα είναι ένας από τους κυριότερους στόχους της ΣΑ και ένα από τα γνωρίσματα του αυτόνομου ατόμου. Οι νικητές δε φοβούνται την αληθινή οικειότητα.

Το κείμενο που προηγήθηκε έχει συνταχθεί από τον μαθηματικό, συγγραφέα και φίλο Νίκο Πανουσάκη. Βασίζεται στη θεωρία του Ελβετού ψυχοθεραπευτή Ερικ Μπερνς (διαντιδραστική ανάλυση, transactional analysis ) που είχε αναπτυχθεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’70.

Πηγή: papapan.gr


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading