Αυτοκρατορία: διακυβέρνηση από ένα άτομο το οποίο έχει απεριόριστη εξουσία· Αυταρχισμός: η άσκηση κυβερνητικής εξουσίας χωρίς τη συγκατάθεση αυτών που κυβερνιούνται· όχι τόσο ακραία όσο ο ολοκληρωτισμός· Δικτατορία: κυβέρνηση μ’ έναν ηγεμόνα του οποίου η απόλυτη εξουσία δεν περιορίζεται από το νόμο ούτε ελέγχεται από κάποιο υπηρεσιακό σώμα· Ολοκληρωτισμός: συγκεντρωτικός έλεγχος από ένα αυτοκρατορικό σώμα που καθιστά τους πολίτες σχεδόν ολοκληρωτικά υποτελείς στην εξουσία του Κράτους.
ΟΙ ΑΥΤΑΡΧΙΚΕΣ κυβερνήσεις, που δίνουν μεγάλη έμφαση στην άσκηση ελέγχου και ελάχιστη στις ατομικές ελευθερίες, φέρνουν αμέσως στο νου επίθετα όπως «καταπιεστικές», «τυραννικές» και «δεσποτικές». Είναι άκρως εθνικιστικά καθεστώτα που ελέγχουν κάθε τομέα της κυβέρνησης, επιβλέπουν στενά όλους τους πολίτες και απαγορεύουν δραστηριότητες, όσο ακίνδυνες κι αν είναι, που δεν προωθούν τα εθνικά συμφέροντα. Δυστυχώς, η ανθρώπινη ιστορία δεν έχει καθόλου έλλειψη από αυταρχικές κυβερνήσεις στις οποίες θα μπορούσαμε να αναφερθούμε.
Ζήτημα Διαβάθμισης
Η Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου (The World Book Encyclopedia) λέει: «Η κυβέρνηση της Ρωσίας υπό το καθεστώς των τσάρων έφτασε κοντά στην απόλυτη αυτοκρατία». Δεν είναι όμως κάθε αυταρχική διακυβέρνηση απόλυτη, αλλά πρόκειται κυρίως για ζήτημα διαβάθμισης. Και δεν είναι όλες οι αυταρχικές κυβερνήσεις αυτοκρατίες, δηλαδή, κυβερνήσεις που έχουν επικεφαλής ένα μόνο ηγέτη, ένα δικτάτορα ή τσάρο. Μερικές μπορεί να ελέγχονται από έναν όμιλο, ίσως από μια στρατιωτική χούντα ή από μια ολιγαρχική ή πλουτοκρατική ομάδα «εκλεκτών».
Ακόμα και οι δημοκρατίες μπορούν να είναι αυταρχικές. Είναι γεγονός ότι έχουν πολιτικά κόμματα, διεξάγουν εκλογές, διατηρούν δικαστήρια και καυχιούνται για το κοινοβούλιό τους ή το νομοθετικό τους σώμα. Όμως, όσο περισσότερο η κυβέρνηση ελέγχει τους διάφορους αυτούς θεσμούς, πιέζοντάς τους να εκτελούν τις διαταγές της, τόσο περισσότερο αυταρχική είναι, ανεξάρτητα από τη δομή της. Όχι ότι σχεδιάστηκαν συνειδητά έτσι. Κατά τη διάρκεια πολέμων ή εθνικών ταραχών, η κατάσταση μπορεί να απαίτησε να παραχωρηθούν στην κυβέρνηση έκτακτες εξουσίες. Έπειτα, η κατάσταση έκτακτης ανάγκης μπορεί να υποχώρησε· δεν ανακλήθηκαν όμως και οι έκτακτες εξουσίες.
Οι μοναρχίες ποικίλλουν ως προς τον αυταρχισμό τους. Αλλά οι απόλυτες μοναρχίες έχουν ως επί το πλείστον αντικατασταθεί από περιορισμένες μοναρχίες. Νομοθετικά σώματα και πιθανόν κάποια γραπτά συντάγματα περιορίζουν την εξουσία που μπορούν να ασκούν αυτές οι μοναρχίες, μειώνοντας μ’ αυτόν τον τρόπο τη δυνατότητά τους για αυταρχισμό. Έτσι, ο βαθμός ατομικής ελευθερίας στις σημερινές περιορισμένες μοναρχίες φτάνει σε επίπεδα πολύ πιο υψηλά απ’ αυτά που μπορούσαν να βρεθούν στις απόλυτες μοναρχίες του παρελθόντος.
Ακόμη και όταν οι απόλυτες μοναρχίες ήταν συνηθισμένες, η εξουσία τους ήταν περιορισμένη. Ο καθηγητής της ιστορίας Όρεστ Ράνουμ εξηγεί ότι «οι περισσότεροι απ’ τους βασιλιάδες δεν είχαν ούτε την ανάλογη ιδιοσυγκρασία ούτε την πραγματική εξουσία για να κυριαρχούν ολοκληρωτικά στους υπηκόους τους ή να συντρίβουν φυλετικές και θρησκευτικές μειονότητες, όπως έκανε ένας Χίτλερ, ένας Μουσολίνι ή ένας Στάλιν». Προφανώς, οι υψηλές ηθικές αρχές και οι καλές ιδιότητες ενός βασιλιά—ή η έλλειψή τους—έπαιζαν αποφασιστικό ρόλο. Όπως και να έχει το πράγμα, ο Ράνουμ λέει: «Καμιά απόλυτη μοναρχία δεν πλησίασε τα σύγχρονα ολοκληρωτικά καθεστώτα ως προς το βαθμό του πολιτιστικού και οικονομικού συγκεντρωτισμού».
Με Στόχο την Απόλυτη Εξουσία
Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1920 και 1930, από την Ιταλία, τη Σοβιετική Ένωση και τη Γερμανία, εισέβαλε στην παγκόσμια σκηνή ένα νέο είδος αυταρχικής διακυβέρνησης, ένα είδος που απαίτησε την επινόηση ενός νέου όρου για να περιγραφεί αποτελεσματικά. Σ’ αυτές τις χώρες τα μέσα μαζικής ενημέρωσης είχαν έρθει κάτω από τον έλεγχο του Κράτους. Η αστυνομία είχε γίνει υποχείριο του πολιτικού κόμματος που κυβερνούσε και δεν ήταν πια στην υπηρεσία του λαού. Για να καταπολεμηθεί η αντίδραση, χρησιμοποιούνταν προπαγάνδα, λογοκρισία, αυστηρή πειθαρχία, επιτήρηση από τη μυστική αστυνομία, καθώς επίσης και βία. Οι πολίτες εξαναγκάζονταν να υιοθετούν την επίσημη πολιτική και κοινωνική ιδεολογία της κυβέρνησης. Αυτούς που αρνούνταν να το κάνουν αυτό τους μεταχειρίζονταν ως προδότες. Ο όρος «ολοκληρωτισμός» φαινόταν κατάλληλος—ένα κράτος που επιδίωκε τους δικούς του στόχους, ασκώντας ολοκληρωτικό έλεγχο στους πολίτες του.
Το γερμανικό περιοδικό Πληροφορίες για Πολιτική Εκπαίδευση (Informationen zur politischen Bildung) κάνει την εξής ανάλυση: «Το κράτος που στοχεύει στον ολοκληρωτικό έλεγχο, σε αντίθεση μ’ ένα αυταρχικό καθεστώς, δεν αρκείται στην κατάληψη όλων των επίσημων θέσεων εξουσίας. Είναι απρόθυμο να παραχωρήσει στους πολίτες του σχετική ελευθερία έστω και σε περιορισμένο βαθμό, αλλά απαιτεί τη διαρκή αφοσίωση και ενεργή δογματική υποστήριξή τους. Αυτές οι απεριόριστες απαιτήσεις προϋποθέτουν την επιρροή από μέρους του ολοκληρωτικού κράτους σε τομείς που φυσιολογικά εξαιρούνται από την κρατική παρέμβαση, όπως η οικογένεια, η θρησκεία και ο ελεύθερος χρόνος. Για να ικανοποιήσει αυτές τις απαιτήσεις, το ολοκληρωτικό κράτος πρέπει να απλώσει ένα οργανωμένο δίκτυο, ικανό να επιβλέπει συνεχώς το κάθε άτομο».
Φυσικά, από την άποψη του Κράτους και των συμφερόντων του, η ολοκληρωτική κυβέρνηση είναι πολύ αποδοτική. Είναι όμως αδύνατον να διατηρηθεί, λέει ο δημοσιογράφος Τσαρλς Κραουθάμερ. Υπάρχουν, απλούστατα, πάρα πολλά πράγματα που πρέπει να ελέγχονται. «Για σύντομες χρονικές περιόδους μπορείς να φυλακίζεις ή ακόμα και να πυροβολείς ανθρώπους», λέει ο ίδιος, «αλλά σε λίγο σου τελειώνουν οι σφαίρες, οι φυλακές, η ενεργητικότητα, ακόμη και τα θύματα. . . . Το ιδεώδες του ολοκληρωτισμού μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διαρκή επανάσταση, αλλά η διαρκής επανάσταση είναι αδύνατη. Ακόμη και η τυραννία χρειάζεται λίγο ύπνο».
Προκλήθηκε από τη ‘Μαζική Κοινωνία’;
Έχουν διατυπωθεί διάφορες θεωρίες για να εξηγήσουν γιατί ο αυταρχισμός, ιδιαίτερα στην πιο ακραία και επιτυχημένη μορφή του, τον ολοκληρωτισμό, έχει αποτελέσει ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του 20ού αιώνα. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Εγκυκλοπαίδεια του Βιβλίου, «τα πρώτα δύο τρίτα του 19ου αιώνα ήταν μια περίοδος μεγάλης αλλαγής—ίσως της πιο αστραπιαίας και πλατιά διαδεδομένης αλλαγής σ’ όλη την ιστορία». Χωρίς αμφιβολία, αυτό το γεγονός σχετίζεται πολύ με την τάση προς τον αυταρχισμό.
Η πληθυσμιακή έκρηξη, η αστυφιλία και η τεχνολογική πρόοδος είναι σύγχρονα φαινόμενα που συνέβαλαν στη δημιουργία αυτού που αποκαλείται μαζική κοινωνία. Αυτός ο όρος περιγράφει μια βιομηχανική κοινωνία που χαρακτηρίζεται από ευρείς, συγκεντρωτικούς, γραφειοκρατικούς και απρόσωπους θεσμούς. Είναι μια κοινωνία στην οποία οι ανθρώπινες σχέσεις τείνουν να είναι επιφανειακές και παροδικές. Είναι μια κοινωνία στην οποία, μοναχικά άτομα, ανάμεσα στις μάζες των ανθρώπων, αναζητούν διαρκώς τις ρίζες τους, καθώς και μια αίσθηση κοινωνικότητας.
Το κατά πόσο η μαζική κοινωνία υπέθαλψε την ανάπτυξη του ολοκληρωτισμού είναι ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα. Σύμφωνα με την εκλιπούσα, γερμανικής καταγωγής, πολιτική επιστήμονα Χάνα Άρεντ, η επιρροή της μαζικής κοινωνίας ήταν σημαντική. Το βιβλίο της Η Προέλευση του Ολοκληρωτισμού (The Origins of Totalitarianism) σημειώνει ότι ο ολοκληρωτισμός βασίζεται, όχι σε τάξεις, αλλά σε μάζες ανθρώπων οι οποίες «είτε απλώς λόγω του όγκου τους είτε λόγω αδιαφορίας είτε λόγω του συνδυασμού και των δυο, δεν μπορούν να ενοποιηθούν σε οποιαδήποτε οργάνωση που θα ήταν βασισμένη στο κοινό συμφέρον, όπως σε πολιτικά κόμματα, σε δημοτικές κυβερνήσεις, σε επαγγελματικούς συλλόγους ή εργατικά σωματεία».
Η Άρεντ αναφέρει και άλλους παράγοντες που συνέβαλαν στην άνοδο του ολοκληρωτισμού, όπως ο ιμπεριαλισμός, ο αντισημιτισμός και η παρακμή του παραδοσιακού έθνους-κράτους.
Ιμπεριαλισμός;
Λίγο πριν μπει ο αιώνας μας, ο αποικισμός έφτασε σε σημείο έξαρσης. Ο Βρετανός οικονομολόγος Τζον Άτκινσον Χόμπσον καθορίζει τα έτη 1884 μέχρι και 1914 ως την περίοδο αυτού που τώρα ονομάζεται νέος ιμπεριαλισμός. Αυτός ο ιμπεριαλισμός ήταν απλώς η αυταρχική άσκηση της εξουσίας από μοναρχικές ή δημοκρατικές κυβερνήσεις με σκοπό την επέκταση των αυτοκρατοριών τους. Η κυριαρχία σε άλλες χώρες επιτυγχανόταν είτε με άμεση κατάληψη είτε με έμμεσο έλεγχο των πολιτικών και οικονομικών υποθέσεών τους. Ο Χόμπσον ερμηνεύει τον ιμπεριαλισμό ως ζήτημα που αφορά κυρίως τον οικονομικό τομέα. Στην πραγματικότητα, αυτό το νέο είδος αποικιοκρατίας συχνά είχε λιγότερη σχέση με την πολιτική εξουσία απ’ ό,τι με την οικονομική επέκταση και τη δημιουργία νέων αγορών για τα προϊόντα ενός έθνους.
Η παραπάνω άποψη έγινε περισσότερο φανερή από οπουδήποτε αλλού σ’ αυτό που ονομάστηκε ο Αγώνας για την Αφρική. Στην αρχή της δεκαετίας του 1880, η Βρετανία, η Γαλλία και η Πορτογαλία είχαν ήδη πολυάριθμες αποικίες στην Αφρική. Όταν όμως το Βέλγιο και η Γερμανία άρχισαν να ρίχνουν ματιές γεμάτες ζήλεια, τότε άρχισε ο αγώνας. Εκτός από την Αιθιοπία και τη Λιβερία, όλη η Αφρική ήρθε σύντομα κάτω από την ευρωπαϊκή κυριαρχία. Οι μαύροι Αφρικανοί εξαναγκάστηκαν να παραμείνουν αμέτοχοι θεατές καθώς οι λευκοί «Χριστιανοί» άποικοι άρπαζαν τη γη τους.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής έγιναν επίσης μια ιμπεριαλιστική δύναμη. Στα τέλη του 19ου αιώνα, προσάρτησαν την Αλάσκα, τη Χαβάη, τα νησιά Φιλιππίνες, το Γκουάμ, τη Σαμόα και άλλα νησιά του Ειρηνικού, καθώς και το Πόρτο Ρίκο και άλλα νησιά της Καραϊβικής. Είναι πολύ ενδιαφέρον ένα σχόλιο του Χένρι Φ. Γκραφ, καθηγητή της ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Κολούμπια, ο οποίος γράφει: «Οι δραστηριότητες των Χριστιανών ιεραποστόλων επηρέασαν την ανάπτυξη του σύγχρονου ιμπεριαλισμού τόσο πολύ όσο και οι δραστηριότητες των ειδικών στο διεθνές δίκαιο». Αν όμως αυτοί οι ιεραπόστολοι του Χριστιανικού κόσμου ήταν γνήσιοι Χριστιανοί, θα παρέμεναν πολιτικά ουδέτεροι στον αγώνα για την Αφρική, καθώς και σε άλλες αποικιακές αυτοκρατορίες, σε αρμονία με τα λόγια του Ιησού: ‘Δεν είναι μέρος του κόσμου, όπως και εγώ δεν είμαι μέρος του κόσμου’.—Ιωάννης 17:16, ΜΝΚ· Ιακώβου 4:4.
Η εποχή του ιμπεριαλισμού υποτίθεται ότι έληξε το 1914. Αυτό δεν αληθεύει, όμως, όσον αφορά το πνεύμα του αυταρχισμού που τον διακρίνει. Αυτό το πνεύμα συνοψίστηκε με επιτυχία από τον Σέσιλ Ρόουντς, πρωθυπουργό κατά τη δεκαετία του 1890 ενός κράτους που τώρα είναι μέρος της Νότιας Αφρικής, όταν αυτός είπε: «Η επέκταση είναι το παν». Αυτός ο πρωθυπουργός που αποτέλεσε κινητήρια δύναμη για την επέκταση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας είπε κάποτε κομπάζοντας: «Θα προσαρτούσα και τους πλανήτες αν μπορούσα». Αυτό το εγωκεντρικό πνεύμα υποκινεί ακόμη τα έθνη να ελέγχουν, όσο το δυνατόν περισσότερο, την κυβερνητική και οικονομική πολιτική άλλων κρατών για το δικό τους συμφέρον. Η Ιαπωνία, για παράδειγμα, αφού απέτυχε να κάνει στρατιωτικές κατακτήσεις, κατηγορείται μερικές φορές ότι τώρα προσπαθεί να κάνει οικονομικές «κατακτήσεις».
Είναι η Ανατροπή της Αυταρχικής Διακυβέρνησης η Λύση;
Η απεριόριστη εξουσία που ασκείται από άπληστους και χωρίς αρχές ανθρώπους δεν είναι ευλογία, αλλά κατάρα. Είναι κατάλληλα τα εξής λόγια του αρχαίου Βασιλιά Σολομώντα: «Ιδού, δάκρυα των αδικουμένων [καταπιεσμένων, ΜΝΚ], και δεν υπήρχεν εις αυτούς ο παρηγορών· η δε δύναμις ήτο εν τη χειρί των αδικούντων αυτούς [των καταπιεστών τους, ΜΝΚ]· και δεν υπήρχεν εις αυτούς ο παρηγορών».—Εκκλησιαστής 4:1.
Κάτω από την αυταρχική διακυβέρνηση, ‘τα δάκρυα αυτών που καταπιέζονται’ υπήρξαν, πράγματι, πολλά. Όμως, ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ στο βιβλίο του Περεστρόικα (Perestroika) που εκδόθηκε το 1987 έδωσε την εξής προειδοποίηση: «Μπορείς να καταπιέσεις, να αναγκάσεις, να δωροδοκήσεις, να συντρίψεις ή να διαλύσεις, αλλά όχι για πάντα». Κατά συνέπεια, παρ’ όλο που η εξουσία είναι ‘στα χέρια των καταπιεστών τους’, οι πολίτες έχουν επανειλημμένα εξεγερθεί για να αποτινάξουν τα δεσμά της αυταρχικής διακυβέρνησης. Μια τέτοια περίπτωση ήταν η αιματηρή ανατροπή, τον περασμένο Δεκέμβριο, του Νικολάε Τσαουσέσκου και των δυνάμεων ασφαλείας του, της Σεκουριτάτε, στη Ρουμανία.
Η ανατροπή της αυταρχικής διακυβέρνησης μπορεί, πράγματι, να φέρει ανακούφιση. Όμως, είναι επίσης αληθινό, όπως λέει ένα ρητό από τη Βιρμανία, ότι «μόνο μ’ ένα νέο κυβερνήτη αντιλαμβάνεσαι την αξία του παλιού». Ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι αυτό που ήταν κακό δεν θα αντικατασταθεί με κάτι ακόμη χειρότερο;
Για να αναφέρουμε μόνο ένα παράδειγμα, η αυταρχική διακυβέρνηση μιας λατινοαμερικανικής χώρας ανατράπηκε. Ο κόσμος ήταν γεμάτος ελπίδα ότι τα πράγματα θα βελτιώνονταν· βελτιώθηκαν όμως; Σχολιάζοντας την κατάσταση χρόνια αργότερα, ένα ειδησεογραφικό περιοδικό ανέφερε ότι η ζωή είχε γίνει «αν μη τι άλλο, χειρότερη». Μιλώντας για τον πληθωρισμό που είχε εκτοξευτεί στα ύψη, το περιοδικό αποκάλεσε το εθνικό νόμισμα «ουσιαστικά άχρηστο», θρήνησε για τις ανεπαρκείς νοσοκομειακές εγκαταστάσεις της χώρας και σημείωσε ότι η κακή διατροφή αυξανόταν. Αργότερα, κι αυτό το καθεστώς απομακρύνθηκε από την εξουσία.
Δεν είναι ολοφάνερο ότι κάθε μορφή της ανθρώπινης διακυβέρνησης έχει αποδειχτεί ανεπαρκής; Και παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι συνεχίζουν να αναζητούν την ιδανική μορφή διακυβέρνησης. Στο επόμενο τεύχος μας θα εξεταστούν δυο αξιοσημείωτα παραδείγματα της απογοήτευσης στην οποία μπορεί να οδηγήσει αυτή η αναζήτηση, βυθίζοντας ολόκληρα έθνη σε βαθιά απόγνωση, χωρίς να υπάρχει «ο παρηγορών».
Παράδειγμα μιας σχεδόν απόλυτης αυτοκρατίας ήταν η Ρωσία υπό το καθεστώς των τσάρων
*** g90 8/10 σ. 19-22 Μέρος Πέμπτο: Απεριόριστη Εξουσία-Ευλογία ή Κατάρα; ***
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.