Κάτω στον Πειραιά, στα Καμίνια. Όνομα και πράγμα σε ότι αφορά στις δεκαετές μέχρι το 70. Πολλά τα καμίνια που έψηναν κεραμίδια και τούβλα. Του Ζούλια, του Καλογιού, του Βασάλου κ.α. Φτωχογειτονιά μέσα στη λάσπη και τους χωματόδρομους. Με κάποια σπίτια «μάντρες», πολλά δωμάτια δηλαδή μέσα σε μια μάντρα με κοινή τουαλέτα κ.λ.π.
Συνοικία αρχαία βεβαίως, ακουγόταν σαν Τετράκωμο Ηράκλειο.
Εργοστάσια γύρω, γύρω και βιοτεχνίες. ΒΙΣ, ΙΟΝ, ΓΑΒΡΙΗΛ, ΚΕΡΑΜΕΙΚΟΣ, ΕΛΑΙΣ, ΔΕΗ, ΠΑΛΜΟΛΙΒ, ΧΡΩΠΕΙ, ΧΙΩΝ, ΚΟΚΚΟΣ, ΚΕΡΑΝΗΣ, ΜΩΡΑΙΤΗΣ, αναφέρομαι μόνο στις γνωστές κ.λ.π.
Παλαιότερα υπήρχαν και αλευρόμυλοι όπως του Σαραντόπουλου, του Μοίρα κ.λ.π και παγοποιεία μέχρι που διαδόθηκαν τα ηλεκτρικά ψυγεία.
Τα σπίτια με κοινόχρηστες τουαλέτες συνήθως, αλλού η κουζίνα, αλλού το ένα και μοναδικό δωμάτιο ή τα δωμάτια. Γκαζιέρες στην αρχή, πετρογκάζ αργότερα και ψυγεία με πάγο.
Τις κολώνες του πάγου τις έφερνε ο παγοπώλης με μια τρίκυκλη μοτοσυκλέτα συνήθως. Τις κουβάλαγε με εκείνο το περίεργο εργαλείο γάντζο, τις άφηνε στο κεφαλόσκαλο και αργοέλιωναν. Η βρύση του ψυγείου είχε στο στόμιο της τυλιγμένο ένα λευκό τουλπάνι σαν φίλτρο. Που ηλεκτρικά ψυγεία. Αργότερα θυμάμαι κάτι ΠΙΤΣΟΣ, ΙΖΟΛΑ και ΚΕΛΒΙΝΕΙΤΟΡ.
Ο καταστηματάρχης της περιοχής έδιδε τα πάντα με δόσεις. Έπαιρνες ένα ψυγείο και έδινες 20 δρχ το μήνα. Χωρίς γραμμάτια και άλλα. Πέρναγε κάθε μήνα από το σπίτι με το τεφτέρι του και εισέπραττε, αν είχες! Αν όχι, πέρναγε λίγες ημέρες αργότερα!
Σπίτια μονώροφα ή διώροφα με εσωτερική μικρή αυλή τα περισσότερα, φρεσκοασβεστωμένα και με μια σειρά λουλούδια σε γκαζοτενεκέδες! Τα τζάμια μπάζανε, τα παντζούρια τρίζανε, το πάτωμα με το περίεργο πλακάκι ή το ψηφιδωτό σε πάγωνε, όμως ήταν πάντα καθαρά και παντού υπήρχαν κεντήματα! Κάποια από τα κτίρια ήταν εξαίρετης αρχιτεκτονικής και θαυμάσιας κατασκευής.
Οι πολυκατοικίες ήταν λίγες στην αρχή, μέχρι που άρχισε η καταστροφική λύση της αντιπαροχής! Δικαιολογημένα ή αδικαιολόγητα χάθηκαν τόσα σημαντικά κτίρια, τόση πολιτισμική κληρονομιά… Στα δικά μας όμως!
Το γάλα μας το έφερνε ο γαλατάς ή μέσα σε γυάλινα μπουκάλια με αλουμινένια καπάκια ή μας το άδειαζε από μεγάλες καρδάρες στην κατσαρόλα στην εξώπορτα.
Τα πλαστικά άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους. Λεκάνες και άλλα είδη που τα πουλούσε ο πλανόδιος φωνάζοντας «Ότι πάρετε τρεις!». Ο κόσμος είχε επιφυλάξεις στην αρχή. Μετά εμφανίστηκαν οι ντίλερς της Τάπεργουελ, με τα χρηστικά πλαστικά είδη και οι άνθρωποι έβαλαν στη ζωή τους το πλαστικό!
Πλανόδιοι για τα πάντα. «Γλάστρες, σκινόχωμα, καστανόχωμα και κοπριά για τα λουλούδια! Ο ασβεστάαας»!
Καρεκλάδες, γανωτήδες «γανώνω, γανώνω, επί τόπου γανώνω», ακονιστές, τσαγκάρηδες, λούστροι με τα κασελάκια τους, γυρνούσαν στις γειτονιές και διαλαλούσαν την τέχνη τους!
Οι παπλωματάδες και οι τσαγκάρηδες ανθούσαν και ήταν απαραίτητοι. Τα παπούτσια τα φορούσαμε χρόνια, δεν τα πετάγαμε επειδή … πέρασε η μόδα τους! Λεφτά για καινούργια δεν υπήρχαν και έτσι όταν χάλαγε το δέρμα ή η σόλα, ο τσαγκάρης, με το ειδικό «αμόνι» – πέλμα του, τα καλαπόδια, τις κυρτές βελόνες και τις κερωμένες κλωστές του, αναλάμβανε την αποκατάσταση! Σε εκείνο το περίεργο καλαπόδι, έβαζε ανάποδα το παπούτσι, το κόλλαγε και το κάρφωνε πρώτα με ξύλινες πρόκες και μετά με εκείνες τις μαύρες πρόκες με το πλατύ κεφάλι! Μύριζε η περιοχή βενζινόκολλα!
Τηλέφωνο δεν υπήρχε στα σπίτια. Είχε ή σε κανένα θάλαμο του ΟΤΕ με κερματοδέκτη με εκείνες τις μάρκες τις αυλακωτές, ή στο περίπτερο της γειτονιάς με τα κρεμασμένα σε μανταλάκια περιοδικά της εποχής, Ρομάντζο (Τσιφόρεαθάνατε), Ντομινό, Βεντέττα, Θησαυρός (με την περίφημη χοντρή του), Πρωταθλητής, αργότερα Ταχυδρόμος και Επίκαιρα, τις εφημερίδες – σεντόνια της εποχής και φυσικά τις αθλητικές εφημερίδες Φως και Αθλητική Ηχώ…
Σοκολάτα ΙΟΝ αμυγδάλου, γκοφρέτες ΜΕΛΟ με τα χαρτάκια με τις φορεσιές και τις σημαίες των χωρών του κόσμου, σοκοφρέτες ΙΟΝ με αυτοκόλλητα από 100 ομάδες ποδοσφαίρου (έχω όλη τη συλλογή), μικρούλες καραμέλες ΜΕΖ, κανέλλα, δυόσμος, ούζο κ.λ.π.
Κατακόκκινες καραμέλες τσάρλεστον, καραμέλες βουτύρου στο χρυσόχαρτο με την αγελαδίτσα, μπισκότα ΜΙΡΑΝΤΑ Παπαδοπούλου με δύο δρχ. (πρωτοκυκλοφόρησαν γύρω στο 1972), μπατονέττες, κ.α
Στη γωνιά του δρόμου μια ΕΒΓΑ που πούλαγε γάλα, γιαούρτια και παγωτά σε ψυγεία με μαύρα λαχιστένια καπάκια, και σε μια γωνιά μεταλλικά κουτιά με γυάλινο επάνω μέρος και μέσα μπισκότα γεμιστά με κρέμα γεύση βανίλια, σοκολάτα, φράουλα και μπανάνα και κουραμπιέδες, Μπούσιου αν θυμάμαι, τυλιγμένους σε ημιδιαφανές χαρτί.
Πιο κάτω το μπακάλικο της περιοχής. Σούπερ Μάρκετ και πολυκαταστήματα ήταν άγνωστες λέξεις. Μεγάλα καταστήματα ήταν τότε σε όλη την Αθήνα και τον Πειραιά το Μινιόν, ο Λαμπρόπουλος, ο Κατράντζος, ο Ιωσηφίδης, ίσως κάποιο μου διαφεύγει! Το πρώτο σούπερ μάρκετ που άνοιξε στην περιοχή ήταν ο Σκλαβενίτης, στην οδό Πειραιώς, εκεί που ήταν παλαιότερα τα ψυγεία Χιών.
Στον … Ζήκο της περιοχής λοιπόν για τα πάντα. Από τρόφιμα μέχρι πετρέλαιο! Ψώνια και τεφτέρι. Γράψτα! Μπακάλικο στα Καμίνια τότε σε παρέπεμπε, κυρίως, στο όνομα Μπαταγιάννης! Ήταν δύο μπακάλικα με αυτό το όνομα, τα μεγαλύτερα στην περιοχή!
Στο πίσω μέρος του μπακάλικου, κάποια τραπέζια για λίγο κρασί και μεζέ, που λεφτά για ταβέρνες!
Υπόγεια καπηλειά για κρασί με λίγο μεζέ και παλιές ταβέρνες όπως η περίφημη του Τηγανέλου που έκλεισε πρόσφατα! Εκεί, στην οδό Χίου, και το παλιό στέκι των ρεμπέτηδων, σε ένα μαγαζί που είχε ο Γιάννης Παπαιωάννου.
Μικρά ζαχαροπλαστεία με περίφημες πάστες, σοκολατίνες ή άσπρες, σοκολατάκια μαργαρίτες ΙΟΝ, τουλούμπες, κορνέδες, σάμαλι, κοκ, κ.λ.π. Το πρώτο του Αυγέρη στην οδό Αγίου Ελευθερίου π.χ.
Σινεμά. Πολλά σε κάθε περιοχή. Χειμερινά και θερινά.
Μαριάννα(θερινό), Μαριλένα, Φρύνη, Απόλλων, Λουξ, Γκλόρια (θερινό), Βαρβάρα και το Ακροπόλ, μόνο στα Καμίνια! Κανένα δεν λειτουργεί σήμερα!
Ουρές τα Σαββατόβραδα και όχι μόνο για τις ταινίες της εποχής. Όχι αυτές τις παλιές ελληνικές που βλέπουμε σήμερα και σκάμε στα γέλια. Τότε, για τη δεκαετία του 60 μιλώ, πέραση είχαν τα έργα του Ξανθόπουλου, της τουρκάλας Χούλια Κοστγιγιτ, της ινδής Ναργκίς και η Βουγιουκλάκη φυσικά. Νίκος Ξανθόπουλος, Μάρθα Βούρτση, Μάνος Κατράκης, σε ταινίες κοινωνικές! Κλάμα σε κάθε γειτονιά με τα δράματα του «παιδιού του λαού» και ουρές ατελείωτες έξω από τους κινηματογράφους. Αργότερα τα έργα του Φώσκολου με τον Κούρκουλο – όχι άλλο κάρβουνο – οι ηρωικές ταινίες του Τζέιμς Πάρις με τον Πρέκα και τον Κομνηνό, οι ταινίες του Αλ Μπάνο και της Ρομίνα Πάουερ και τα μιούζικαλ του Δαλιανίδη έκαναν πάταγο! Τηλεόραση βλέπετε δεν υπήρχε άρα η μόνη διέξοδος ήταν ο κινηματογράφος.
Στα διαλλείματα μόνιμες φωνές από τους πωλητές. – Λεμονάδες, πορτοκαλάδες, μπυράλ ! Σάμαλι, Κοκ, Τσιπς!
Σε κάποια σινεμά προβάλλονταν ταινίες σε λαϊκές απογευματινές και στη Μαριάννα ερχόταν τις δευτέρες ο Αγκόπ για θέατρο – βαριετέ. Έκανε θραύση και έβγαζε πολύ γέλιο τότε ο Αρμένης!
Η τηλεόραση εμφανίστηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 μα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970 τουλάχιστον, ελάχιστα σπίτια είχαν! Φυσικά τα σπίτια αυτά ήταν «επισκέψιμα» σε καθημερινή βάση. Βλέπετε ο «Άγνωστος πόλεμος» και ο «Παράξενος ταξιδιώτης» ήταν «πιασάρικα» σίριαλ.
Συγκοινωνία
Πράσινο Τα αστικά λεωφορεία Σκάνια Βάμπις, Σκόντα, Βόλβο κι αργότερα Βritish Leyland και ΗΙΝΟ, είχαν τη μηχανή μέσα και ήταν συνήθως καλυμμένη με μπλε δερμάτινα καπιτονέ καλύμματα. Βόγκαγαν κάθε φορά που ο οδηγός άλλαζε ταχύτητα. Τότε είχαν μια θέση μπροστά δεξιά δίπλα στη μηχανή που ήταν η καλύτερη για τα παιδικά μας όνειρα. Προσπαθούσα πάντα να κάθομαι εκεί για να βλέπω την κίνηση, να παρακολουθώ τις κινήσεις του οδηγού, τι έκανε δηλαδή για να οδηγήσει και για να μετράω εν ήδη στατιστικής τα πράσινα και τα κόκκινα φανάρια!
Υπήρχε και εισπράκτορας στριμωγμένος δίπλα στην πίσω πόρτα με το κλασσικό γκρι καπέλο με το γείσο. Με ένα πρωτόγονο μικρόφωνο έλεγε τις στάσεις ή φώναζε το χαρακτηριστικό «τέρμα τα μία και είκοσι» ή το γνωστό «τέρμα τα δίφραγκα».
Θυμάμαι εκείνες τις κερματοθήκες που έβαζε τα κέρματα και που με το ευρώ ξανάγιναν της μόδας!
Τα πράσινα λεωφορεία Αθήνα – Πειραιάς από το Σύνταγμα, που κυκλοφορούσαν όλη τη νύχτα σχεδόν, διέξοδος για τις φτωχές μας τσέπες.
Τα κίτρινα τρόλεϊ με τους οδηγούς και τους εισπράκτορες με τις καφέ στολές, κι εκείνο το περίεργο μηχανάκι με τη μανιβέλα που έκοβε τα εισιτήρια.
Ο Ηλεκτρικός με τα καθίσματα το ένα απέναντι στο άλλο, και τα τασάκια για τα αποτσίγαρα, καπνίζαμε μέσα τότε! Στριμωξίδι, σαρδέλες πραγματικές μα όλο κοντά σε κάποιο κορίτσι στεκόμαστε, όλο και το ακουμπάγαμε τυχαία δήθεν!
Τα γκρίζα αμερικάνικα πελώρια ταξί με τα καθισματάκια που έπεφταν από τις πλάτες των μπροστινών καθισμάτων, γυρόφερναν ή άραζαν στις πιάτσες. Κι οι πειρατές, «ένα διφραγκάκι Σύνταγμα» τους έκοβαν το μεροκάματο.
Ποιος να έχει τότε Ι.Χ Οι λίγοι τυχεροί αγόραζαν VW σκαραβαίους, ή μεταχειρισμένα Consoul Cortina, Hansa, Wartburg, FIAT 1100, Opel Olympia. Θυμάστε τα Anglia, τα Peugeot 403, τα Renault, το Simca 1000, το 2CV, με τα ανύπαρκτα καλοριφέρ και τα λιγνά λάστιχα. Θυμούμαι το τεράστιο VOXOL ενός φίλου (μαρμάγκα το φωνάζαμε εμείς)!
Σχολείο
Γ΄ Γυμνάσιο Αρρένων Πειραιώς. Στην αρχή πίσω από την Ευαγγελίστρια και μετά χαμηλά στο κέντρο, κοντά στην πλατεία Ιπποδαμείας. Άθλια κτίρια και στις δύο περιπτώσεις. Το πρώτο ένα παλιό σπίτι που όταν έβρεχε κάναμε τσουλήθρες στους διαδρόμους του, το δεύτερο στους πάνω ορόφους μιας πολυκατοικίας, με την ταράτσα της χώρο για γυμναστική. Αλίμονο στα αυτοκίνητα που περνούσαν αν μας έπεφτε κάποια από τις μπάλες γυμναστικής, εκείνες τις βαριές (μέντεσιν μπολ;)!
Ο μοναδικός τρόπος για να πάμε στο σχολείο, τα πόδια μας. Κάποια χιλιόμετρα δηλαδή στην πρώτη περίπτωση και ένας ανήφορος, εκεί στην υπάρχουσα γέφυρα προς Πασαλιμάνι, να σου κόβονται τα πόδια. Κάτω από τη γέφυρα ή πάνω σε αυτήν, τότε δεν είχε ολοκληρωθεί, κάναμε την, ο Θεός να την κάνει, γυμναστική.
Επί χούντας τελείωσε η γέφυρα. Στα εγκαίνια με τον Παττακό, αναγκαστήκαμε να πάμε όλοι και να χειροκροτούμε κιόλας! Εκεί στην αρχή της γέφυρας, σε ένα οικόπεδο όλο χαλίκι, παίζαμε ποδόσφαιρο με το σχόλασμα. Συμμαθητής μου ο, μεγάλος αργότερα τερματοφύλακας, Αρβανίτης, τον οποίο τότε δεν βάζαμε τέρμα γιατί ήταν κακός…
Σχολείο πηγαίναμε έξι ημέρες την εβδομάδα (και το Σάββατο δηλαδή).
Κατά τα άλλα η ζωή στο σχολείο, μεσούσης της χούντας, δεν ήταν η καλύτερη. Αυστηρότητα, το μαλλί κοντοκουρεμένο, οι αποβολές στην ημερησία διάταξη. Οι καθηγητές παλιάς κοπής, λίγοι άξιζαν τον κόπο. Όπως η Σοφία Παπαδάκη, μια καταπληκτική φιλόλογος και γνωστή ποιήτρια, ο Γιώργος Μπλάνας και αυτός γνωστός λογοτέχνης, ο Βυτινάρος ο γυμναστής (πόσες φορές δεν αισθανθήκαμε το χέρι του, να μας σηκώνει απ τη φαβορίτα, να μας τραβάει τα αυτιά ή να μας ρίχνει μια σβουριχτή σφαλιάρα), ίσως να αδικώ κάποιους…
Άλλα ονόματα που θυμούμαι ο Βερνίκος (γυμνασιάρχης), ο Μασέλλος (φυσικός), ο Διακογιάννης(φυσικός), ο Λαζαρόπουλος (μαθηματικός), η Κατιρτζόγλου (γαλλικά), ο Βουδούρης (θεολόγος)…
Κατάλογος! Να σηκωθεί ο… Αγωνία. «Σήκω εσύ»! «Δεν ξέρω κύριε!». «Δεν ξέρω, δεν ξέρεις, ξέρει!», έλεγε ο Διακογιάννης, δείχνοντας τον κατάλογο!
Τα δίδυμα αδέλφια, δεν είχαν πρόβλημα! Σηκωνόταν όποιος ήξερε το μάθημα και άφηναν στον καθηγητή μόνιμη αμφιβολία για το ποιος του απάντησε!
«Λέου τώρα, δεν μιλάμε δεκαπέντε!», φώναζε ο Λαζαρόπουλος!
Η Παπαδάκη με ραδιοφωνάκι και ακουστικά άκουγε κάθε πρωί «Τζέην Έυρ» ή «Μικρή πικρή μου αγάπη». Τα δίδυμα αδέλφια, έβαζαν και αυτά ραδιόφωνο μέσα στην τάξη την ίδια ώρα και κάποτε, όταν το ραδιόφωνο έλεγε την ώρα, η καθηγήτρια αυθόρμητα διόρθωσε το ρολόι της. Αμέσως κατάλαβε βεβαίως τι έγινε και το ραδιοφωνάκι των διδύμων κατασχέθηκε!
Στα διαλείμματα ζωγραφίζαμε δράκουλες στον πίνακα, όταν είχαμε «μαλακό» καθηγητή εννοείται, ή γράφαμε ΟΣΦΠ, όταν είχαμε τον «γαύρο» μαθηματικό, μου διαφεύγει το όνομά του!
Κάναμε κοπάνα από το σχολείο και πηγαίναμε, για να περάσουν τόσες ώρες, σινεμά στο «Ιλίσια» ή στο «Φως», εκεί στην Τρούμπα. Έργα δύο, το ένα καουμπόικο και το άλλο σεξουάλα, τσόντα πάει να πει γιατί τότε είχε πραγματική έννοια η λέξη τσόντα. Έβλεπες δηλαδή ένα κανονικό έργο (της σειράς) και ξαφνικά τσουπ! Έχανες την υπόθεση και τον κόσμο για λίγα λεπτά! Χαμός στην αίθουσα. Φωνές και αλαλαγμοί, άξιος, άξιος και, όταν τελείωνε η τσόντα, έντονες διαμαρτυρίες με εκφράσεις που δεν είναι πρέπον να αναφερθούν! «Χασάπη γράμματα»!
Άλλες φορές σε κοπάνα φτάναμε μέχρι Αθήνα. Σε μια τέτοια πήγα για πρώτη φορά στην Ακρόπολη ή σε σπίτι με … κόκκινο φανάρι!
Θυμούμαι με νοσταλγία τις ημερήσιες εκδρομές στην Κόρινθο, στο Ξυλόκαστρο, στους Δελφούς ή όπου αλλού, τα παλιά λεωφορεία, τα τραγούδια με τον Χρήστο Κυριαζή πρωταγωνιστή, τα πειράγματα και τα ανέκδοτα στο δρόμο, το
«πάρε φόρα οδηγέ, για να τους περάσουμε και θα σε κεράσουμε, ένα λουκουμάκι του πενηνταράκι»,
την αίσθηση ελευθερίας τελικά.
Μικρές εκδρομές πηγαίναμε στον Προφήτη Ηλία (εκεί που σήμερα είναι το μπόουλινγκ).
Θυμούμαι ακόμη τη μεγάλη εκδρομή στη Ρόδο, την ποδηλασία μέχρι τα λουτρά, το ξενοδοχείο με τα «αυγά αλά Ρους», την κοιλάδα με τις πεταλούδες, την πρώτη φορά τελικά που μέναμε τόσο μόνοι μας, μακριά από το σπίτι!
Θυμούμαι την επίσκεψή μας στο εργοστάσιο του ΦΙΞ, για να μάθουμε πως γίνεται η μπύρα ή σε εργοστάσιο στου Ρέντη για να μάθουμε πως γίνονται οι … βίδες!
Εξετάσεις. Δύο φορές το χρόνο εφ’ όλης της ύλης. Αγωνία και … σκονάκια!
Προετοιμασία για τις πανελλήνιες εξετάσεις. Τότε γράφαμε Σεπτέμβριο πάει να πει ένα τουλάχιστον καλοκαίρι γεμάτο διάβασμα! Γράφαμε σε μια ύλη που δεν είχαμε καν διδαχτεί άρα έπρεπε να καταφύγουμε σε βοηθήματα και εξωσχολικά βιβλία. Τα βιβλία των Ιησουιτών στη Γεωμετρία, του Κανέλλου στην Άλγεβρα κ.λ.π. Πηγαίναμε στις δημόσιες βιβλιοθήκες και ξημεροβραδιαζόμαστε πολλές φορές, γιατί που λεφτά για να τα αγοράσουμε!
Όταν γράφεις εκτός διδακτέας ύλης το φροντιστήριο είναι απολύτως απαραίτητο!
Αττικό Φροντιστήριο. Ντάνης, Κασιάρης, Καστόρας, Νικολός, Αλευράς, Βολάνης καθηγητές πραγματικοί, ιδιαίτερα οι δύο πρώτοι!
Γιάννης Ντάνης. Καθηγητής γεωμέτρης με όλα τα γράμματα κεφαλαία! Τα βιβλία του ακόμα είναι μοναδικά!
Ομόνοια. Θόρυβος στην πλατεία από τα τάκα τάκα. Δυο μπαλάκια πλαστικά, δεμένα με σπάγκο σε ένα κρίκο. Περνάγαμε τον κρίκο στο δάκτυλό μας και τα κτυπούσαμε μεταξύ τους, σε ένα αδιάκοπο θόρυβο που έσπαγε τα νεύρα όλων. Και του Ντάνη, κυρίως αυτού, που έβγαινε στο παράθυρο και έβριζε!
Κασιάρης και Οργανική Χημεία! Φοβερός ο τρόπος διδασκαλίας του, σαράντα χρόνια μετά θυμούμαι χαρακτηριστικές ατάκες και τα παραδείγματα του, που άμεση σχέση είχαν με το μάθημά!
Από το μέσον ποτέ, δύο –οκτώ – δεκαοκτώ – τριάντα δύο, οξείδωση και αναγωγή!
Μπουρδελότσαρκες στην ώρα της έκθεσης συνήθως. Στα στενά πίσω από το ΙΚΑ στην Πειραιώς και όχι μόνο.
Πλάκα. Πόσο πάει; Τόσο. Ακριβή είσαι. Σιγά το πράγμα! Μας πέταγαν νερό για να φύγουμε ή μας κυνηγούσαν με το σκουπόξυλο!
Ανέκδοτα στα διαλλείματα, ασκήσεις που μας παίδευαν ημέρες, φλερτ.
Μπιλιάρδο σε υπόγεια της Ομόνοιας. Ασφαλίτες που μας έπαιρναν τις ταυτότητες και μας πήγαιναν στο αστυνομικό τμήμα για εξακρίβωση στοιχείων. Ώρες σε ένα κελί μέχρι να μας ταυτοποιήσουν και να κρατήσουν τους «επικίνδυνους» για τα περαιτέρω.
Πανεπιστήμιο. Χημείο, Νομική, ταράτσα, ξύλο. Φλεβάρης, Μάρτης, Μάης του 73. Εκεί έμαθα όλα τα τραγούδια του Θεοδωράκη, εκεί κατάλαβα πως ήρωας είναι ο άνθρωπος της μια στιγμής, τότε δηλαδή που από τον ενθουσιασμό και την έκρηξη θα κάνει το παράτολμο και μετά θα ακολουθήσει την πορεία του. Εκεί οι χαφιέδες, εκεί οι δοσίλογοι, εκεί οι γλύφτες, οι τσάτσοι, οι ρουφιάνοι. Εκεί και οι ασφαλίτες που, ντυμένοι με αμπέχονο έκαναν τους φοιτητές και έδειχναν με το δάκτυλο.
Πολυτεχνείο. Χωρίς λόγια. Μεταπολίτευση και ξεκαθάρισμα των χουντικών φοιτητών.
Κυριακή ίσον ποδόσφαιρο. Στάδιο Καραϊσκάκη και θρύλος. Ο μπάρμπα Νικόλας να πουλά πασατέμπο και να παραμιλάει. Έμπαινε Γιούτσο, όρμα τρελή Μποτίνα! Μποτίνα ερωτιάρα…
Βασίλης Μποτίνος! Έπαιζε πάντα με κατεβασμένες τις κάλτσες, είχε άλμα μέχρι τον ουρανό και κεφαλιά απίστευτη! Γρήγορος, ντριπλέρ μα και νευρικός. Σταμάτησε τη μπάλα μόλις στα 24 χρόνια του, με κατεστραμμένο πόδι από τις κορτιζόνες που τον ανάγκαζαν να κάνει για να παίζει κάθε Κυριακή! Κρίμα!
Στην αρχή πηγαίναμε έτσι μικροκαμωμένοι που ήμαστε και παρακαλούσαμε κάποιον μεγαλύτερο να μας βάλει μέσα. Τα καταφέρναμε πολλές φορές και μας πέρναγε σαν παιδί του. Άλλες φορές περιμέναμε το δεύτερο ημίχρονο που άνοιγαν οι πόρτες για να δούμε τα τελευταία λεπτά.
Αργότερα στην ουρά από νωρίς για ένα εισιτήριο, μέσα στη βροχή πολλές φορές αλλά εμείς εκεί! Κάποτε βρίσκαμε εισιτήριο στη μαύρη (σε ντέρμπι) από τον Αντουάν, που ήταν γνωστός ή άλλους. Δίναμε κάτι παραπάνω μα χαλάλι. Γλυτώναμε ατελείωτες ώρες ουράς. Το χειμώνα με τη βροχή αγοράζαμε μια μεγάλη νάιλον σακούλα που τη φορούσαμε κάνοντας μόνο μια τρύπα για να ανασαίνουμε και οπωσδήποτε ένα φελιζόλ μαξιλαράκι για τις τσιμεντένιες κερκίδες. Και κασκόλ φυσικά με την ομάδα μας.
Άλλες φορές μπαίναμε ώρες νωρίτερα στο γήπεδο από κάποια ανοιχτή πόρτα και κρυβόμαστε στις σκάλες μέχρι να έρθει ο κόσμος και να φανερωθούμε. Συνήθως μας καταλάβαιναν γιατί μπαίναμε στις αριθμημένες θέσεις μα κάπου στριμωχνόμαστε και δεν έτρεχε τίποτα…
Όλοι μαζί οι φίλαθλοι. Ανακατεμένοι. Δεν υπήρχαν παρά μικροπαρεξηγήσεις. Βλέπαμε το ματς με την ένταση των παιδικών χρόνων και δεν αποφεύγαμε κάποια κλωτσιά στον μπροστινό μας, όταν θέλαμε σουτ και ο παίχτης δεν το έκανε!
Ζήσαμε όλους τους παιχταράδες της εποχής. Φρονιμήδης, Σιδέρης, Γιούτσος, Βασιλείου, Μποτίνος, Πολυχρονίου, Αγανιάν, Γκαιτατζής, Ζαντέρογλου, Παπάζογλου, Κελεσίδης, Υβ Τριαντάφυλος (Υβ, Υβ, Υβ, …), Ρομαίν Αργυρούδης (τι παιχταράς!), Περσίδης, Παπαδημητρίου, Δεληκάρης, Κυράστας, Βαμβακούλας, Ξανθόπουλος, Περσίας, Σιώκος, Γκλέζος, Γαλάκος, κ.λ.π
Πηγαίναμε στο γήπεδο δυο ώρες νωρίτερα και βλέπαμε να παίζουν τα τσικό. Εκεί ξεχώριζαν οι καλοί παίχτες που αργότερα θα έμπαιναν στη βασική ομάδα!
Στη δεκαετία του 70 ξεκίνησαν οι περίεργες ελληνοποιήσεις λατινοαμερικάνων παιχτών (Πολλέτι, Νικολάου, Λοσάντα, Βιέρα κ.λ.π). Τρέχαμε σαν τρελοί να δούμε τους παιχταράδες και, πλην λίγων περιπτώσεων, οι περισσότεροι ήταν ή άχρηστοι ή «σακάτηδες»!
Λοσάντα και Βιέρα. «Αέρα, αέρα, έρχεται ο Βιέρα»! «Στην πάντα, στην πάντα, περνάει ο Λοσάντα»! Καλοί παίχτες!
Σπάσαμε την πόρτα στου Καραϊσκάκη, την πρώτη του Νικολάου, και παρακολουθήσαμε τον αγώνα από τα κουλουάρ του σταδίου! Μάπα η δουλειά! Άνθρακες ο θησαυρός! Το Νικολάου διαφήμιζαν, ο Δεληκάρης ζωγράφιζε! (ακόμη θυμούμαι το γκολ του εναντίον της Γερμανίας στην εστία προς τη Γέφυρα)!
Αν δεν έπαιζε ο Ολυμπιακός, βλέπαμε τις άλλες ομάδες της περιοχής (Ατρόμητος Πειραιώς), αλλιώς με λαχτάρα περιμέναμε να ακούσουμε την περιγραφή από το ραδιόφωνο. Γεωργίου, Φώσκολος, Λογοθέτης κι αργότερα από την τηλεόραση Διακογιάννης, Φουντουκίδης, Κατσαρός στην περίφημη «Αθλητική Κυριακή».
Παίζαμε και εμείς μπάλα στις αλάνες ή, με την ομάδα που φτιάξαμε, στο γηπεδάκι του Ρέντη!
Τα δοκάρια στα αυτοσχέδια γήπεδα ήταν ή οι σχολικές τσάντες ή τα πουλόβερ κι οι ζακέτες μας κουβαριασμένες και για καλάθια του μπάσκετ είχαμε τα περβάζια των παραθύρων. Πόσες φορές δεν σπάγαμε και κανένα τζάμι και εξαφανιζόμασταν όλοι μαζί, αφήνοντας τη μπάλα στα χέρια κάποιου συνταξιούχου που την έσκιζε με το σουγιά και την πέταγε στο δρόμο. Ο παλιόγερος !
Παρέες
Μπάνιο στο Φάληρο απέναντι από το ΑΚΤΑΙΟΝ , εκεί που σήμερα είναι το Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Υπήρχε ένα βραχάκι μέσα στη θάλασσα και φτάναμε ως εκεί, αν και τα νερά ήταν ρηχά. Φυσικά κάναμε μπάνιο σε όλη την έκταση μέχρι τη Μυρτιδιωτισσα!
Αργότερα στο Τουρκολίμανο, εκεί στον Όμιλο, στα βράχια. Πέφταμε από τον φάρο στο νερό με τα πόδια ή με το κεφάλι οι πιο τολμηροί, για να εντυπωσιάσουμε τα κορίτσια. Πηγαίναμε κολυμπώντας από τα βράχια πίσω από τον λιμενοβραχίονα μέχρι απέναντι για να κάνουμε βουτιές από ένα σχετικά ψηλό βράχο.
Με παρέες τις Κυριακές στο Φλοίσβο, τον ΄Αλιμο, τη Βουλιαγμένη, το Καβούρι και αλλού, με προϊστορικά λεωφορεία που ζεμάταγαν σαν την κόλαση ή με το αυτοκίνητο κάποιου συγγενή ή γνωστού!
Ο πρώτος μας έρωτας ήταν συνήθως αδελφή ή εξαδέλφη του καλύτερου φίλου μας. Χτυποκάρδι και αγωνία μη μας πάρουν χαμπάρι. Συνωμοσία. Όσο πιο λίγοι το ήξεραν τόσο το καλύτερο! Το πρώτο φιλί. Τα ξαναμμένα μάγουλα, το χνούδι πάνω απ το χείλος μας. Την απίστευτη φράση ΤΑ ΦΤΙΑΞΑΜΕ. Τι φτιάξαμε ο Θεός κι η ψυχή μας.
Φλερτάραμε ακολουθώντας το κορίτσι που είχαμε βάλει στο μάτι, χιλιόμετρα ολόκληρα, διακριτικά στην αρχή, επιθετικά αργότερα, επί ημέρες ή εβδομάδες. Δύσκολες εποχές για έρωτες, είχαν τη διαδικασία τους. Χεράκι, χεράκι για κάποιο διάστημα, το πρώτο φιλί αρκετές ημέρες αργότερα, παρακάτω σπάνια και αν πέφταμε στην περίπτωση. Ραντεβού στα τυφλά, χωρίς τηλέφωνα γαρ, ξημεροβραδιαζόμαστε στη γειτονιά της, να τη δούμε να βγαίνει και να της κάνουμε νόημα. Στη γωνιά λίγες κουβέντες για το που και πότε θα βρεθούμε, αν τα κατάφερνε να το σκάσει από το σπίτι. Συνήθως κάποια φιλενάδα της, που ήταν γνωστή μας, μας διευκόλυνε!
Αν τα καταφέρναμε κορδωνόμαστε σαν τα παγώνια και διαλαλούσαμε στους φίλους την επιτυχία μας! Κάναμε πλήρη περιγραφή των πεπραγμένων, βάζαμε και μπόλικη σάλτσα για να μεγαλώσει η επιτυχία και φυσικά συμφωνούσαμε να της πούμε για … κάποια φίλη της, έτσι για να βολευτεί και ο φίλος…
Θυμάμαι τα πάρτι γενεθλίων με 15 αγόρια και δύο κορίτσια, (Ποιος να αφήσει την κόρη του να πάει) με πορτοκαλάδα ή ΤΑΜ ΤΑΜ, πατατάκια τσιπς και σπιτικό κέϊκ κι αργότερα βερμουτάκι και ξηρούς καρπούς.
Τις άπειρες φορές χορεύαμε το ίδιο μπλουζ σε συνεννόηση με τον υπεύθυνο του πικάπ, έτσι για να μένουμε πιο πολλή ώρα αγκαλιασμένοι με το κορίτσι των ονείρων μας. Ήμουν τυχερός γιατί ο καλύτερος φίλος μου ήταν συνήθως στο πικάπ. Του έκλεινα το μάτι όταν διπλάρωνα κάποια κοπέλα και έπαιζε ένα μπλουζ που κρατούσε επτά λεπτά! Δεν θυμάμαι το τραγούδι, κρίμα!
Μόδες. Καμπάνα παντελόνι, ριγέ πουκάμισα, αμπέχονα, πατατούκες, ταγάρια για τα «προχωρημένα» κορίτσια και φαρδιά ινδικά φουστάνια.
Τσιγάρο Καρέλια ή Άσσος κασετίνα μονώροφη (των 10 τσιγάρων), SANTE, HELLAS (με το μαύρο πακέτο), Παλλάς, 22, Oscar κ.α, κάτι πουράκια (σιγαρίλος Velos;) ή ξένα τσιγάρα Dunhill με διπλό χώρισμα, για να κάνουμε επίδειξη!
Αισθάνομαι ευτυχής που διάβηκα μικρός ή νέος τις δεκαετίες του 50, του 60 και του 70. Είδα πράγματα να γεννιούνται , κινήματα και ιδέες, που, αν και τότε δεν τα αξιολογούσαμε, σήμερα θεωρούνται σημαντικά.
Γράφει ο Μάρκος Νικητάκης.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.