ΣΠΙΤΙΑ
Μετά τον πόλεμο, μετά τον εμφύλιο, εδώ στην Ελλάδα ο κόσμος είδε παρά πολλά πτώματα και συντηρητικοποιήθηκε, φοβήθηκε. Μεγαλώναμε μέσα σε σπίτια φοβισμένων ανθρώπων. «Τι ώρα θα γυρίσεις;», «Ποιους βλέπεις;». Αυτό όμως ήταν τρομερά καταπιεστικό για εμάς που τότε ήμασταν παιδιά: «Τι ώρα είναι αυτή που γύρισες;», «Ποιοι είναι οι φίλοι σου;», «Τα μαλλιά γιατί τα έχεις έτσι;». Αισθανόσουν μεν μία θαλπωρή, γιατί υπήρχε ακόμα η γειτονιά, η ενορία, η εκκλησία, το σπίτι, το σόι, οι θείοι, και ταυτόχρονα αισθανόσουν μία τεράστια ανάγκη εξόδου από αυτά τα πράγματα. Να σηκωθείς να φύγεις. Όταν ήμασταν 19 και 20 χρόνων προτιμούσαμε να βγούμε έξω στον δρόμο να ζητιανεύουμε, να βρούμε μία δουλειά -ό,τι δουλειά να είναι- παρά να κάτσουμε με τη μάνα μας. Μου κάνει εντύπωση που τώρα συμβαίνει το αντίθετο, δεν φεύγουν από το σπίτι τους και είναι και 30 χρόνων παιδιά. Αυτό που εγώ το έκανα δίσκο, «Το φορτηγό», δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο τότε, το παιδί που φεύγει, κάνει οτοστόπ για να φτάσει στη μεγάλη πόλη. Ούτε είχα κανέναν συγκεκριμένο στόχο, τι θα κάνω φεύγοντας. Ήθελα να φύγω από το σπίτι μου, να αλητέψω, αυτή είναι η αλήθεια.
Το ροκ του μέλλοντός μας
Για μένα αυτή η μουσική, οι Animals ας πούμε, την οποία άκουγα το ’63, περιείχε μία λύσσα την οποία καταλάβαινα παρά πολύ καλά. Χωρίς να το συνειδητοποιώ, ήθελα να συνδυάσω το ελληνικό και το ξένο. Όχι ότι δεν μου άρεσε ο Θεοδωράκης ή ο Χατζιδάκις. Μου άρεσαν και με επηρέασαν παρά πολύ, αλλά ένιωθα πολύ έντονα την ανάγκη ενός τραγουδιού που να είναι άμεσο και να τολμά να πει πράγματα, τα οποία δεν λέγονταν τότε σε ένα τραγούδι. Με ενδιέφερε πολύ η μουσική που έκαναν οι Stones ή τα μεγάλα συγκροτήματα, τα οποία τα άκουγα και τα παρακολουθούσα. Με έχουν επηρεάσει παρά πολύ. Βέβαια, οι ειδικοί, που ασχολούνταν με αυτήν τη μουσική, την ξένη, ο Μαστοράκης, ο Πετρίδης, ο Κογκαλίδης, την παρουσίαζαν ως χορευτική νεανική μόδα, δεν αντιλαμβάνονταν τότε τι στην πραγματικότητα ήταν. Έκαναν εκπομπές με top, ποιο έρχεται πρώτο, ποιο έρχεται δεύτερο. Σαν να είναι μία ιπποδρομία. Όχι ότι αυτό δεν έχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά δεν βρίσκεται εκεί η ουσία αυτής της μουσικής. Επρόκειτο για αληθινή έκφραση μιας καινούργιας ανάγκης να μπορέσουμε να πούμε αυτό που έχουμε μέσα μας. Λέγεται δεν λέγεται, εγώ θα το πω. Πραγματικά, το φαινόμενο ήταν περίεργο. Είχαμε μία μουσική από τον Πρίσλεϊ και μετά, που αυτοί οι οποίοι ήταν κάτω από τα 25 την καταλάβαιναν πολύ καλά και τη γλεντούσαν και αυτοί που ήταν πάνω από τα 25 την έβρισκαν εντελώς ακατανόητη. Έλεγαν «μα τι ακούτε;». Αυτό δεν είχε ξαναγίνει, γιατί παλιά δεν υπήρχε μουσική για νέους, η μουσική ήταν μία, τα τραγούδια τα άκουγαν όλοι. Άκουγαν Βέμπο οι γονείς μας, Βέμπο ακούγαμε και εμείς, δεν ακούγαμε κάτι άλλο. Αυτό το περίεργο φαινόμενο λοιπόν, το ροκ, δημιούργησε την εντύπωση ότι φτιάχτηκε μία μουσική για νέους, μα τώρα που πέρασαν τα χρόνια βλέπουμε ότι αυτό δεν ήταν μουσική για νέους, ήταν ένα κλασικό είδος, ένα αναγεννησιακό γεγονός, το οποίο απευθύνεται σε όλο τον κόσμο, σε όλες τις ηλικίες και όλα τα στρώματα.
Το Βιετνάμ δεν νομίζω ότι ενδιέφερε τους Έλληνες στην αρχή. Η κοινή γνώμη κινητοποιήθηκε όταν είδε τις φωτογραφίες από βουδιστές να καίγονται. Το ακροατήριο της Αριστεράς, μάλιστα, όταν το ’65 έκανα το «Βιετνάμ γιε γιε», μου έκανε παρατηρήσεις. Οι σύντροφοι έγιναν έξαλλοι: Δεν θα μπορούσε ποτέ ένας αγωνιστής να γυρνάει με το κορίτσι του βόλτα. Αν υπήρχε ειρήνη, θα οικοδομούσε τον σοσιαλισμό. Έτσι μου είπαν.
Πολιτικό τραγούδι
Είχες την εντύπωση ότι τα πάντα είναι δυνατά, ότι τα πάντα μπορούν να ειπωθούν. Το ’60 εγώ ήμουν 15 ετών και αναρωτιόμουν «γιατί το τραγούδι να λέει μόνο ερωτικά θέματα, δεν μπορεί να φιλοσοφεί; Δεν μπορεί να στοχάζεται; Να μιλάει για την πολιτική ή για την ύπαρξη;». Προσπάθησα να κάνω τέτοια τραγούδια και από την αποδοχή που είχαν, συμπέρανα ότι κάτι παρόμοιο σκεφτόντουσαν και οι άλλοι. Το ενδιαφέρον είναι ότι το ίδιο συνέβαινε διεθνώς. Είναι αξιοσημείωτο ότι πολύ πριν γίνει το «Berkley» ή ο «Μάης του 1968», στην Ελλάδα υπήρχε το 1-1-4. Ξεκινάει το 1963 ως μια σειρά από φοιτητικά αιτήματα, για το πάσο στα λεωφορεία ή για βελτιώσεις στη φοιτητική εστία, αλλά πολύ γρήγορα περνάει σε ένα αίτημα αλλαγής του παντός – πριν κλείσει χρόνος οι διαδηλώσεις ζητούσαν15% για την Παιδεία, δημοκρατία, τήρηση του συντάγματος. Το τραγούδι που ήταν της μόδας τότε στο εξωτερικό ήταν το τραγούδι διαμαρτυρίας. Εδώ ήμασταν ακόμα σε μία κατάσταση που φοράνε κορδέλα στο μέτωπο και χορεύουν συρτάκι μπροστά στην Ακρόπολη, όπως στις ταινίες του Δαλιανίδη. Εγώ, έχοντας γράψει ήδη εκείνο το τραγούδι, «Βιετνάμ γιε, γιε», καθόμουν και ονειρευόμουν, «Ε ρε, να ήμουν στην Αμερική τώρα, θα γινόμουν number one, θα γνωριζόμουν με την Τζέιν Φόντα, με τη Φέι Ντάναγουεϊ» και ξυπνάω και είναι Χούντα κι από πάνω μου δεσμοφύλακας από τη Γορτυνία και με βαράει, διότι βρισκόμασταν στην Μπουμπουλίνας. Με βαράνε να ομολογήσω, δηλαδή τι να ομολογήσω ο τροβαδούρος; Δεν τους κρατάω κακία, διότι εγώ με την καλή μου την καρδιά, ακόμα και μέσα στο μπουντρούμι, σκάρωνα τραγουδάκια. Ένα μπερντάχι ξύλο, τσουπ η «Θεία Μάνου», ένα άλλο μπερντάχι και να το «Αν βγω από αυτήν τη φυλακή…». Ολόκληρο long play φτιάξαμε η Ασφάλεια και εγώ. Είμαστε πια στο ’67.
Παρίσι του ’68
Βρεθήκαμε στο Παρίσι με την Άσπα, με πλαστά χαρτιά, εγώ δηλαδή, όχι η Άσπα. Αυτό που μου έκανε πιο μεγάλη εντύπωση, ήταν το πώς φτιάχνεται ένα οδόφραγμα. Οι λεωφόροι στο Παρίσι είναι λιθόστρωτες, τα λεγόμενα «παβέ», εάν ξυλώσεις έναν λίθο, ξεκολλάνε όλοι. Φτιάχνουν λοιπόν ένα χαμηλό τείχος και μετά κόβουν δεξιά και αριστερά αυτά τα τεράστια δέντρα που υπάρχουν στο Σεν Μισέλ με αλυσοπρίονο, τα οποία διασταυρούμενα πέφτουν το ένα πάνω στο άλλο, πάνω στο χαμηλό τείχος και δημιουργούν ένα πελώριο φράγμα. Μάλιστα, μερικές φορές απαλλοτριώνουν κι ένα αυτοκίνητο και το ανεβάζουν και αυτό επάνω. Μετά από 200 μέτρα γίνεται το ίδιο. Οι υπερασπιστές του οδοφράγματος, όταν δεν αντέχουν άλλο τις επιθέσεις της Αστυνομίας, βάζουν φωτιά στο οδόφραγμα και οπισθοχωρούν στο επόμενο, δηλαδή για να καθαρίσει ο δρόμος μπορεί να χρειαστούν μέρες, για την Αστυνομία. Και εκεί το πράγμα ξεκίνησε από τους φοιτητές στην Ναντέρ. Δεν επέτρεπαν στις φοιτήτριες να φοράνε παντελόνια -πολύ απαρχαιωμένο το σύστημα- και οι πόρτες της φοιτητικής εστίας έκλειναν στις εννέα. Έλα τώρα πες σε παιδιά του ’68 ότι πρέπει να μαζεύονται μέσα στις εννέα η ώρα. Από κάτι τέτοια πράγματα ξεκίνησε η ιστορία. Δεν δώσαμε και καμία ιδιαίτερη σημασία, όταν όμως κάποιος σκέφτηκε να στήσει οδόφραγμα, τότε ανατρίχιασε όλη η Γαλλία. Έχουν τεράστια σημασία οι συμβολισμοί. Τους ήρθε στη μνήμη η Κομμούνα του 1870, από τότε είχε να γίνει οδόφραγμα στο Παρίσι. Αν ο Αλέξης Γρηγορόπουλος δεν είχε δολοφονηθεί εκεί κοντά στο Πολυτεχνείο, αλλά κάπου στη Νέα Ιωνία ή στην Κηφισιά, δεν θα γινόταν η ίδια φασαρία.
Πιο πολύ με είχε αγγίξει η δύναμη των συμβολισμών, το οδόφραγμα, το πώς φτιάχνεται, το πώς κινητοποιείται η Γαλλία εξαιτίας του. Έμπαινες μέσα σε μία μεγάλη αυλή που ήταν οι «Σορβόνη» και στη μέση ήταν ένα πιάνο με ουρά και κάποιος έπαιζε. Ήταν κάτι παρά πολύ όμορφο, το ζήλευα. Ή ακουγόντουσαν παρά πολύ έξυπνα συνθήματα. Νιώθαμε ότι αλλάζουμε τον κόσμο, κάτι το οποίο με φόβιζε κιόλας, γιατί ανοιγόταν μπροστά σου το άγνωστο. Ήμουν μεν εκεί, αλλά ήμασταν διστακτικοί εγώ και η Άσπα διότι δεν είχαμε χαρτιά και κινδυνεύαμε με απέλαση. Αυτό, πάντως, ότι αλλάζει ο κόσμος, ότι ο κόσμος θα γίνει καλύτερος, το άκουγες ακόμα και μέσα στο σόλο μίας ηλεκτρικής κιθάρας. Ήταν σαν να σου λέει «Θα γίνει καλύτερος και θα τον κάνουμε εμείς», μία απόλυτη βεβαιότητα. Ότι τα πάντα είναι δυνατά. Freedom και μαζί με αυτό και love, Woodstock και μπάφοι.
Πολιτική-Αριστερά-Αποστασία
Ήμουν φοιτητής στη Νομική Θεσσαλονίκης. Κεντρική φυσιογνωμία ήταν τότε ο μακαρίτης ο αληθινός Καραμανλής και εμείς ως φοιτητές και ως νεολαία ήμασταν εναντίον του. Διότι ο Καραμανλής ήθελε εκσυγχρονισμό της χώρας και τον εξευρωπαϊσμό της ενώ στην Ελλάδα ο κόσμος ήταν δύο κατηγοριών. Άμα ήσουν δεύτερη κατηγορία, δηλαδή αν δεν είχες πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων, λόγω εμπλοκής της οικογενείας σε παλαιότερα αριστερά και τα λοιπά, δεν μπορούσες να βγάλεις ούτε άδεια αυτοκινήτου. Η οικογένειά μου ήταν μικροαστική και δεν είχε μπλέξει με τέτοια πράγματα. Ο πατέρας μου και η μάνα μου στενοχωριόντουσαν παρά πολύ για μένα που είχα μπλέξει με την τότε ΕΔΑ. Λοιπόν, πώς θα γινόταν εκσυγχρονισμός όταν ο κόσμος είναι χωρισμένος σε πρώτη και δεύτερη κατηγορία; Δεν γίνεται αυτό το πράγμα. Οπότε, εγώ και οι φίλοι μου συμμαχήσαμε με την τότε Αριστερά, την ΕΔΑ, για να πιέσουμε τις εξελίξεις. Δεν ήμασταν μαρξιστές. Βεβαίως λάβαμε τις αποστάσεις μας από την Αριστερά μετά, στη μεταπολίτευση, διότι τα πράγματα γύρισαν ανάποδα. Εάν πριν από τη δικτατορία, ως αριστερός δεν μπορούσες να βγάλεις άδεια αυτοκινήτου, στη Μεταπολίτευση, αν δεν ήσουν αριστερός, δεν έβγαζες ούτε γκόμενα. Είχε εντελώς επικρατήσει η Αριστερά, τουλάχιστον στα πολιτιστικά μας και γενικά στη συμπεριφορά την καθημερινή. Η ΕΔΑ ήθελε να στηρίξει τον Παπανδρέου για να βγει, παρ’ όλες τις διαφωνίες που υπήρχαν μέσα στο κόμμα και μέσα στη νεολαία. Παρουσιάστηκε μετά αυτό το πρόβλημα, που μέσα μου δεν το έχω λύσει ακόμα, με την αποστασία. Εμφανίστηκε διαφωνία Ανωτάτου Άρχοντος και πρωθυπουργού, όσον αφορά το θέμα του Ανδρέα, ο οποίος ήταν μπλεγμένος σε μία υπόθεση που λέγεται «Ασπίδα» και που κατηγορήθηκε ότι ήταν μία συνωμοσία, ένα κόλπο μέσα στον στρατό. Νομίζω ότι αυτό ήταν, ασχέτως του τι ισχυρίστηκαν οι άνθρωποι του «Ασπίδα», ο Μπουλούκος δηλαδή ή ο Ανδρέας. Είπαν «Εμείς συζητούσαμε για την επετηρίδα». Ναι, άμα ξέρεις τον Μπουλούκο και τον Ανδρέα Παπανδρέου, καταλαβαίνεις ότι δεν μιλούσαν για την επετηρίδα. Όχι ότι είμαι υποχρεωτικώς κατά, δεν θεωρώ τον στρατό κάτι πια τόσο ιερό ώστε να μην υπάρχουν ομάδες εκεί μέσα. Ζήτησαν όμως να γίνει ανάκριση για να εξεταστεί το θέμα του Ανδρέα Παπανδρέου και ο Γεώργιος Παπανδρέου ήθελε να αναλάβει αυτός ως υπουργός Εθνικής Άμυνας. Του είπε ο Βασιλέας «Δεν γίνεται, διότι κατηγορείται ο υιός σου, θα βάλουμε έναν άλλον», το θεώρησε προσβολή και παραιτήθηκε. Σε περίπτωση διαφωνίας Ανωτάτου Άρχοντος και πρωθυπουργού, το Σύνταγμα έλεγε ό,τι λέει και τώρα: ή θα γίνουν εκλογές αμέσως ή προσπαθούν μέσα από τη Βουλή να πάρουν ψήφο εμπιστοσύνης, για να γίνουν μετά από μήνες. Προτίμησε τη δεύτερη λύση ο Βασιλέας και καταλαβαίνω το γιατί. Εκλογές εκείνη τη στιγμή θα σήμαιναν δημοψήφισμα. Προτίμησε τη λύση να βγει μία κυβέρνηση μέσα από τη Βουλή, να το πάμε μετά από έξι μήνες. Όσοι ανέλαβαν να ζητήσουν ψήφο εμπιστοσύνης κατηγορήθηκαν ως αποστάτες. Μετά αυτό έφερε τη Χούντα. Ακόμα και τώρα σκέφτομαι, δεν μπορούσε, βρε παιδί μου, ο γέρος ο Παπανδρέου να κάνει έναν ελιγμό, κι ας γίνονταν μετά από λίγους μήνες οι εκλογές; Θα είχαμε εναλλαγή των δύο κομμάτων και θα συνεχιζόταν αυτή η άνθιση που υπήρχε στην Ελλάδα, όπως και στο εξωτερικό. Κόπηκε εκείνο το ρεύμα, της ζωής, της μουσικής, της λογοτεχνίας, του σινεμά. Το φοιτητικό κίνημα, που έζησα εγώ το 1963, ήταν αυτόνομο, αυτό δεν είχε ξαναγίνει. Ναι μεν ανήκαμε σε κάποιες νεολαίες, σε κάποια κόμματα, δεν παίρναμε γραμμή όμως από αυτά, ακολουθούσαν εκείνα εμάς. Ήταν πρωτοφανές αυτό που γινόταν: τεράστιας εκτάσεως διαδηλώσεις, όπου τα κόμματα σύρονταν. Αυτό το κίνημα έβγαζε και την «Πανσπουδαστική», την τότε «Πανσπουδαστική», ένα περιοδικό φοιτητικό παρά πολύ καλό, σοβαρού προβληματισμού, με παρά πολλά θέματα.
«Πανσπουδαστική»
Έγραφαν παρά πολλοί, έγραφαν ο Καλιόρης, ο Μυλωνάκης, ο Ράμφος, ο Μπούζεμπεργκ, ο Πάγκαλος, πολλοί, δεν τους θυμάμαι όλους. Μάλιστα, την ημέρα της μεγάλης διαδήλωσης του Χημείου την άνοιξη του ’63, που είχε απαγορευτεί από την Αστυνομία, κατά σύμπτωση είχε βγει η καινούργια «Πανσπουδαστική», η οποία είχε αφιέρωμα στον Αντονιόνι, η «Περιπέτεια» ήταν τότε νομίζω. Στο εξώφυλλο ήταν η Μόνικα Βίτι. Οπότε έβλεπες εκατοντάδες διαδηλωτές να επιτίθενται στην Αστυνομία ανεμίζοντας τη Μόνικα Βίτι. Σουρεαλιστικό. Λοιπόν, αυτή η ιστορία της αυτονομίας τελειώνει συμβολικά κάπου το ’65, όταν έγινε καυγάς μέσα στο περιοδικό, για το αν θα μπει ή δεν θα μπει άρθρο του Ψυρούκη για την Κύπρο. Το άρθρο ήταν μάλλον ενωτικό, γιατί αυτό επικρατούσε τότε, «Κύπρος ένωσις» φωνάζαμε. Όμως η ΕΔΑ είχε αρχίσει να αποστασιοποιείται από αυτά τα ενωτικά. Ο δε τοποτηρητής της, που δεν θέλω να πω τώρα το όνομά του, αφού έδωσε τη μάχη του να μην μπει, μειοψήφησε. Μπήκε το άρθρο. Κατεβαίνει όμως ο μπαγάσας το βράδυ στο τυπογραφείο και το πετάει και βγήκε την άλλη μέρα η «Πανσπουδαστική» και τρίβαμε τα μάτια μας. Συμβολικά αυτή η κίνηση σημαίνει το τέλος της αυτονομίας του Φοιτητικού Κινήματος του 1-1-4.
Lifestyle
Οι πολιτικοποιημένοι νέοι κυκλοφορούσαν με κουστούμι και γραβατούλα, ακούγανε Θεοδωράκη, κλασική μουσική – ή μάλλον ελαφροκλασική. Διάβαζαν τις Ακυβέρνητες Πολιτείες του Τσίρκα. Επίσης Φίσερ, η αναγκαιότητα της «Τέχνης». Έλεγαν ότι διάβαζαν Μαρξ, αλλά δεν νομίζω ότι το έκαναν, ήταν τρομερά κουραστικός. Λούκατς επίσης. Κατά τ’ άλλα, ταβέρνα, ρετσίνα, ρεμπέτικα, τα οποία έγιναν μόδα με τη δεύτερη εκτέλεσή τους -φρόντισε γι’ αυτό ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο Τσιτσάνης στη δεκαετία του ’60 έγινε καλλιτεχνικός διευθυντής της Columbia και προς τιμήν του ηχογράφησε μία σειρά από ρεμπέτικα τραγούδια, όχι δικά του, ή όχι μόνο δικά του, αλλά όλων των ομότεχνών του, του Παπαϊωάννου, του Βαμβακάρη με εξαιρετικές εκτελέσεις. Έφτιαξε μία εξαιρετική ορχήστρα και είχε φωνάξει όλους τους μεγάλους τραγουδιστές: Καζαντζίδη, Γιώτα Λύδια, Πόλυ Πάνου, Μπιθικώτση. Τα ρεμπέτικα τραγούδια εμείς τα μάθαμε από αυτές τις εκτελέσεις. Τραγουδούσαν οι πάντες ρεμπέτικα μέσα στις ταβέρνες. Εκείνη την εποχή ήταν τεράστιο μέγεθος εναλλακτικό ο Τσιτσάνης. Και ο Θεοδωράκης. Mainstream ήταν το ελαφρό τραγούδι, η Τζένη Βάνου, ο Γιάννης Βογιατζής, η Ζωίτσα Κουρούκλη. Πολύ γρήγορα όμως το εναλλακτικό έγινε ο κύριος κορμός. Μέσα στο ’65-’66 δηλαδή, ο Ζαμπέτας ήταν πια κορμός. Τα στέκια της εποχής ήταν στην Πλάκα και λιγότερο στα Εξάρχεια. Τα Εξάρχεια βόλευαν περισσότερο για να φας κάτι τι το μεσημεράκι, το βράδυ όλος ο κόσμος πήγαινε στην Πλάκα, όλοι οι φοιτητές, να φάνε κάτι και μετά θα πήγαιναν σε μπουάτ. Δεν έκλεινες τραπέζι, αυτό ήταν στέκι και περνούσες έτσι κι αλλιώς από εκεί. Οι «Εσπερίδες» ήταν η πιο γνωστή, τα «Ταβάνια». Καμάκι πολύ, βέβαια. Όλοι μιλούσαν πολιτικά, έχοντας αγκαλιά την γκόμενα από δίπλα. Οι συζητήσεις ήταν μέσα στην πολιτική κουβέντα, η οποία είχε κάτι το ξύλινο, κι έχωναν και μερικές βωμολοχίες για να ζωντανέψει. Την ξένη μουσική δεν την άκουγαν οι πολιτικοποιημένοι, την άκουγαν παιδιά πιο «κανονικά», που φρόντιζαν και λίγο το ντυσιματάκι τους. Υπήρχαν μπαρ που δούλευαν το απόγευμα και μάλιστα στην πλατεία Συντάγματος, μπαρ με τζουκ-μποξ. Κατέβαιναν αγόρια και κορίτσια, έπιναν ένα ποτό και χόρευαν, διότι δεν είχαν το ελεύθερο να γυρνάνε αργά τα κορίτσια τότε, έπρεπε να γυρίσουν νωρίς. Οπότε ό,τι ήταν να γίνει γινόταν απόγευμα.
Κυπριακό
Για την Κύπρο φωνάζαμε «Κύπρος Ένωσις», θέλαμε να ενωθούμε. Η Κύπρος ήταν όπως ένα κορίτσι που είχε θεοποιήσει τον εραστή του και ο εραστής αποδεικνύεται συνεχώς μαλάκας, ευθυνόφοβος, κοιτάει αλλού, το συντηρεί μεν, αλλά να μην μπλέξουμε κιόλας. Αυτή ήταν η στάση της επίσημης Ελλάδας. Κατέβαζαν, θυμάμαι, τα εικονίσματα από τις εκκλησίες τους οι Κύπριοι και ανέβαζαν ήρωες της επαναστάσεως, τον Κολοκοτρώνη. Ήταν στον αγώνα παιδιά, μικρά παιδιά. Στην Ελλάδα είχε πάρα πολύ συγκινηθεί ο κόσμος. Υπογράφαμε αιτήσεις να δοθεί χάρη στον Καραολή, για να μην κρεμάσουν το παλικάρι, που φυσικά δεν εισακούστηκαν. Η Αυτοκρατορία τότε, οι Άγγλοι, κρατούσαν τον έλεγχο με πάρα πολύ μεγάλο κόστος, είχαν εκτεθεί διεθνώς. Δεν μπορείς να κρατάς ένα μέρος κρεμώντας παιδιά. Δεν γινόταν όμως να υποχωρήσουν εντελώς, δεν μπορεί η Αυτοκρατορία να κατεβάσει τα βρακιά της. Πρότειναν, λοιπόν, προνόμια για μία εικοσαετία, το λεγόμενο σχέδιο «Harding», και μετά από 20 χρόνια ας αποφάσιζε η Κύπρος τι ήθελε να κάνει. Και ο Μακάριος είπε «Όχι! Τώρα!». Δεν θέλω να μιλάω υποθετικά, αλλά νομίζω ότι έγιναν λάθος χειρισμοί στο Κυπριακό. Είμαστε λαός πολύ συναισθηματικός και εκεί κάτω και εδώ πέρα. Μία φορά ο Νίκος ο Κοεμτζής, ο θανατοποινίτης, μου είπε κάτι που το βρήκα σοφό. «Άμα θες να γίνει κάτι στ’ αλήθεια, πρέπει να δεχτείς να χάσεις λίγο από το δίκιο σου». Αυτό δεν το καταλάβαμε ποτέ, ούτε εκεί ούτε εδώ. Πρέπει να ‘σαι ικανός να χάσεις λίγο από το δίκιο σου για να μπορείς να φτάσεις σε μία άκρη. Όταν η Κύπρος έγινε ανεξάρτητη, χαρήκαμε. Από εκεί και πέρα έπρεπε η κυβέρνηση της Κύπρου να είναι πιο διαλλακτική, ως προς το τουρκικό στοιχείο. Ζήτησε ο Μακάριος να αλλάξουνε ένα σωρό σημεία του συντάγματος, πώς θα το δεχόντουσαν αυτό; Τους θεωρούσαν κατωτέρους τους Τούρκους, δεν μπορεί να γίνει δουλειά έτσι. Θα μπορούσε η Κύπρος, ως ανεξάρτητο κράτος που έχει μέσα και τουρκικό στοιχείο, να είναι μία διπλή πύλη προς το Ισλάμ και προς τον Χριστιανισμό. Αυτό, ωστόσο, χρειάζεται έναν άλλον πολιτισμό και μία άλλη σοφία.
Βιετνάμ
Το Βιετνάμ δεν νομίζω ότι ενδιέφερε τους Έλληνες στην αρχή. Η κοινή γνώμη κινητοποιήθηκε όταν είδε τις φωτογραφίες από βουδιστές να καίγονται. Το ακροατήριο της Αριστεράς, μάλιστα, όταν το ’65 έκανα το «Βιετνάμ γιε γιε», μου έκανε παρατηρήσεις. Οι σύντροφοι έγιναν έξαλλοι: Δεν θα μπορούσε ποτέ ένας αγωνιστής να γυρνάει με το κορίτσι του βόλτα. Αν υπήρχε ειρήνη, θα οικοδομούσε τον σοσιαλισμό. Έτσι μου είπαν.
Κένεντι
Δεν ξέρω τι σωστό έκανε ο Κένεντι. Τον Κόλπο των Χοίρων; Το πρόβλημα με την Κούβα; Κόντεψε να γίνει πυρηνικός πόλεμος. Όμως ήταν νέος, ήταν ωραίος, είχε δίπλα του την Τζάκι, τον δολοφόνησαν. Είναι μία πολύ αγαπητή και συγκινητική εικόνα. Είδατε τι σημασία έχουν οι συμβολισμοί; Έδωσε ελπίδα, έδωσε αισιοδοξία, ναι. Αλλά αν ζούσε, με τέτοια εμπλοκή στο Βιετνάμ τι φωτοστέφανο θα ‘χε;
Πορείες ειρήνης-ΕΦΕΕ
Για πρώτη φορά είδα το ’68 στο Παρίσι διαδηλώσεις για το Βιετνάμ, εδώ δεν γίνονταν. Εδώ υπήρχαν πορείες ειρήνης. Όταν κατέβηκα στην Αθήνα την άνοιξη του ’63 – ήμουν στο Πανσπουδαστικό Συνέδριο που ιδρύθηκε η ΕΦΕΕ, ιδρυτικό στέλεχος. Θυμάμαι ότι κατά σύμπτωση γινόταν και η πρώτη πορεία ειρήνης, την οποία διέλυσαν οι αστυνομικές δυνάμεις. Θα φεύγαμε με πούλμαν από την πλατεία Μαβίλη για να πάμε στον Μαραθώνα, από όπου θα περπατούσαμε. Μας πρόλαβαν όμως και δεν μας άφησαν να φτάσουμε πουθενά. Εμένα μάλιστα με είχαν συλλάβει. Βρέθηκα τρέχοντας από την πλατεία Μαβίλη στον Εθνικό Κήπο και κάπου εκεί ένιωσα ότι δίπλα μου ήταν ένα κορίτσι λαχανιασμένο. Καθώς έμενε πίσω, της έδωσα το χέρι για να την πιάσω να την τραβήξω κι ένιωσα ένα χέρι να με σφίγγει και να μη μ’ αφήνει. Γύρισα και ήταν αστυνόμος! Έτσι με έβαλαν στην κλούβα και με κράτησαν μία μέρα. Είχα επάνω μου ένα σημειωματάριο που έγραφα τα στιχάκια μου, με φώναξαν μέσα, το κατάσχεσαν και το κοίταζαν, φοβούμενοι ότι είναι κώδικες, γιατί απ’ τα στιχάκια δεν έβγαζαν συμπέρασμα. Δυσκολία κατανόησης όσον αφορά τα τραγούδια μου είχα και από τους συντρόφους μου. Θυμάμαι στη δεύτερη πορεία ειρήνης έγινε διαγωνισμός – οι νέοι τότε σύνθετες να γράψουν τραγούδια για να τραγουδάνε οι οδοιπόροι στη διάρκεια της πορείας. Έγραψαν όλοι, ο Λεοντής, ο Λοΐζος, έγραψα και εγώ και δεν τους άρεσε καθόλου. Ήταν αυτό που λέει «Πολεμούθαμε απ’ το βράδυ ως το πρωί». Μου λένε «τι είναι αυτό; Τώρα θα τραγουδάμε οι οδοιπόροι τέτοια; Δεν είναι πράγματα αυτά». Αυτοί έχασαν. Επεκράτησε ένα άλλο τραγούδι του Θεοδωράκη, που δεν θυμάμαι πώς ήταν. Τέλος πάντων, έχω περπατήσει κατ’ επανάληψη από τον Μαραθώνα μέχρι εδώ.
Ο Λαμπράκης ήταν σύμβολο γιατί στην πρώτη πορεία είχε φτάσει στο Μαραθώνα, αποβραδίς ίσως, και περπάτησε στον Τύμβο. Συνελήφθη, τον άφησαν, αλλά μετά, στη Θεσσαλονίκη τον δολοφόνησαν. Τον πήγαν στο ΑΧΕΠΑ. Ήμουν με τον Άλκη τον Σαχίνη. Τον αναφέρω σε κάνα-δύο τραγούδια μου γιατί πέθανε πολύ νέος – ο πρώτος από την παρέα που πέθανε. Η παρέα είναι μία αλυσίδα και είναι ξαφνικά σαν να σπάει ο κρίκος. Θυμάμαι ότι προσπαθήσαμε να μπούμε μέσα στο Νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ, μπας και μάθουμε τι γίνεται, αλλά μας σταμάτησε ένας φοβισμένος φαντάρος με κράνος και με ντουφέκι: «Όχι, όχι, φύγετε γρήγορα. Φύγετε από εδώ». Η δολοφονία ήταν σοκ και το κλίμα στη Θεσσαλονίκη ήταν παρά πολύ βαρύ, έφτασε στρατός από τη Λάρισα. Θυμάμαι λιποθύμησα μέσα στο λεωφορείο. Ένιωθα το ζόφο. Τότε δημιουργήθηκε η νεολαία Λαμπράκη με πρωτοβουλία Θεοδωράκη, ο οποίος έστειλε τον Θόδωρο Πάγκαλο στη Θεσσαλονίκη για την οργανώσει. Εγώ δεν ήμουν στη νεολαία Λαμπράκη, αλλά ήμουν φίλος. Δεν ήμουν σε καμία νεολαία, αλλά ήμουν κοντά τους.
Ψυχρός Πόλεμος
Συζητήσεις υπέρ της Ρωσίας και κατά της Αμερικής ακουγόντουσαν μέσα στα κουρεία, μέσα στα προποτζίδικα, μέσα στα καφενεία. Βέβαια, στο περίπτερο την εφημερίδα στην έδιναν διπλωμένη, όχι μόνο την «Αυγή» αλλά και τα «Νέα». Βλέπαμε ταινίες αμερικανικές και ευρωπαϊκές, ακούγαμε δίσκους στα πάρτι. Δεν καταλάβαινα τι έλεγαν τα τραγούδια, γι’ αυτό μου φαινόταν σα μουσική από μακρινό άστρο. Υπήρχαν επίσης πολύ μεγάλες επιτυχίες ιταλικές, γαλλικές, εν πάση περιπτώσει δεν ήταν μόνο τα αγγλοσαξονικά. Χορεύαμε με αυτά τα πράγματα. Πολύ ελκυστική φυσιογνωμία ήταν ο Γκεβάρα. Έβλεπες ένα νέο παιδί με γένια, επαναστάτη, με το πούρο, χαμογελαστός, στα μάτια του το όνειρο. Έφυγε από την εξουσία και γύρισε στην περιπέτεια. Στο εξωτερικό φορούσαν μπλουζάκια με τον Γκεβάρα και όταν δολοφονήθηκε πια έγινε αφίσα. Εδώ, από κάποιους τουλάχιστον, υπήρχε το όνειρο να πάνε στην Κούβα. Το πιο συνηθισμένο όνειρο, όμως, ήταν να πας στην Ευρώπη, στην Αμερική, να δεις από κοντά τι γίνεται. Είχαμε μία καθυστέρηση στην Ελλάδα.
Περιοδικά
Υπήρχαν τα περιοδικά του προβληματισμού. Η «Επιθεώρηση Τέχνης» ήταν το πολύ δυνατό περιοδικό της Αριστεράς. Ο Μίμης ο Δεσποτίδης ήταν το κύριο πρόσωπο σε αυτό και από την άλλη μεριά ήταν οι «Εποχές» του Λαμπράκη, πολύ καλό περιοδικό επίσης. Από την «Επιθεώρηση Τέχνης» ξέραμε τον Αργυρίου, τον Τίτο Πατρίκιο, πολλούς. Από τις «Εποχές» δεν ξέρω κανέναν, εκτός από τον Θέμη Λιβεριάδη – νομίζω και ο Κουμανταρέας πέρασε κάποια στιγμή από εκεί. Ο Τερζάκης ήταν πρωταγωνιστής. Επίσης, πρέπει να αναφέρω την «Κριτική» του Αναγνωστάκη στη Θεσσαλονίκη, τη «Διαγώνιο» του Ντίνου Χριστιανόπουλου, και το «Πάλι» που έβγαζε η παρέα των σουρεαλιστών στην Αθήνα. Ο Νάνος ο Βαλαωρίτης, τον οποίο δεν τον ήξερα τότε. Γενικά προερχόμουν από τη Σχολή της Θεσσαλονίκης που δεν συμπαθούσε πολύ τον σουρεαλισμό. Θαύμαζα όμως τον Εγγονόπουλο, τον Εμπειρίκο και τον Πεντζίκη – αν και αυτό που κάνει ο Πεντζίκης δεν είναι σουρεαλισμός, είναι περισσότερο συνειρμοί που οδηγούν ο ένας στον άλλο. Πρέπει να πως, επίσης, ότι ο Εμπειρίκος και ο Εγγονόπουλος ήταν οι καλύτεροι στις απαγγελίες στη σειρά της Λύρας. Διαβάζουν υπέροχα.
Τα λαϊκά παιδιά διάβαζαν αθλητικές εφημερίδες, ποδόσφαιρα, τέτοια πράγματα. Ο «Ταχυδρόμος», η «Γυναίκα», αυτά ήταν τα περιοδικά, οι «Εικόνες», οι οποίες σταμάτησαν όμως στη δικτατορία.
Διασκέδαση-μπουάτ
Δεν διάβαζαν τόσο οι νέοι τότε αλλά τραγουδούσαν παρά πολύ. Άκουγαν δίσκους, πήγαιναν στις μπουάτ και τραγουδούσαν. Τραγουδούσαν στις ταβέρνες, δεν υπήρχε περίπτωση να μπεις μέσα στην ταβέρνα και να μη δεις μία παρέα που τραγουδάει, συνήθως ρεμπέτικα τραγούδια. Και Θεοδωράκη τραγουδούσαν παρά πολύ. Ήταν και πολύ φτηνά να πας στην μπουάτ. Ο φοιτητικός κόσμος, και όχι μόνο, πήγαινε, έτρωγε σε μία ταβέρνα, και μετά, όπως τώρα κάνεις μπαρότσαρκες, η τσάρκα γινόταν στις μπουάτ. Εδώ τραγούδαγε ο Ζωγράφος, εκεί τραγούδαγε ο Σαββόπουλος, πιο ‘κει τραγουδούσε η Πόπη Αστεριάδη. Πρέπει να έκανε 10 δραχμές. Πότε σε πλήρωναν, πότε δεν σε πλήρωναν, βέβαια, αλλά, εν πάση περιπτώσει, η πρώτη δουλειά επ’ αμοιβή που έκανα ήταν στις Εννέα Μούσες του Ζουγανέλη το 1964. Καλοκαίρι του ’64 το πρώτο μου μεροκάματο. Πρέπει να ήταν κάτι σαν 100 δραχμές τότε, 100 δραχμές τότε ήταν σαν €100 περίπου. Βέβαια, δεν ήταν συνέχεια. Είχαμε μεγάλα κενά χωρίς δουλειά. Εν συνεχεία, μετά τις Εννέα Μούσες, έπιασα δουλειά στην οδό Βουλής, στο Κέντρο «Ρουλότα», ένα υπογειάκι, το οποίο σήμερα είναι τσαγκαράδικο. Βουλής 35, νομίζω. Έπαιζα με την Καίτη Χωματά, ένας χώρος μικροσκοπικός. Θυμάμαι είχαμε πάει να κάνουμε μια εκπομπή για το «Ζήτω το Ελληνικό Τραγούδι» και μπήκα μέσα με τον οπερατέρ και μου λέει: «Πού είναι η πίστα, πού είναι τα μικρόφωνα;». Δεν είχαμε πίστα, δεν είχαμε μικρόφωνα, έπαιζες σε ένα σκαμπό, και τραγουδούσες εκεί πάνω, έμπαιναν μέσα εβδομήντα άτομα, καθιστοί σε κάτι καρεκλάκια. Κάναμε τρία προγράμματα, δεν ήταν ακριβώς προγράμματα, ήταν ένα στέκι, σαν ένα μπαράκι, όπου κάθεσαι και μιλάς και ακούς μουσική απ’ το μαγνητόφωνο και κάθε είκοσι λεπτά βγαίνει ο Σαββόπουλος, τραγουδάει λίγο, σταματάει, κάθεται με τις παρέες και αυτός – δεν υπήρχε άλλος χώρος να καθίσεις, εξάλλου. Μια άλλη μπουάτ στην Πλάκα ήταν η Παράγκα, στην οδό Σωτήρος, σε ένα ανηφοράκι. Είχαμε πολύ επιτυχία αλλά έμπαινε κάθε λίγο η αστυνομία και συλλαμβάνανε τον κόσμο στα καλά του καθουμένου.
Λογοκρισία
Τα «Κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο» κόπηκαν επίσης απ’ τη λογοκρισία. Ο Πατσίφας δεν ήξερε τι να μου πει γιατί και εκείνος παραξενεύτηκε και μου έκλεισε ένα ραντεβού με τον λογοκριτή. Ήταν ένας υφυπουργός στην Προεδρία, μπαίνω μέσα του λέω «Τι έγινε;». «Τι βλέπω εδώ, κύριε Σαββόπουλε; Άσμα “Tα κορίτσια που πηγαίνουν δύο-δύο” και στίχος “τη μαμά τους τη ρωτάνε κάθε μήνα μια φορά”». «Ναι, και λοιπόν;». «Τι και λοιπόν; Θίγετε ένα θέμα λεπτό, γυναικολογικής φύσεως». «Ναι, αλλά με τρυφερότητα, λυρισμό και με ταλέντο αν έχετε υπ’ όψιν σας». «Έτσι λέτε εσείς, το άσμα απορρίπτεται, πηγαίνετε». «Να πηγαίνω, αλλά δεν είστε μάνα και δεν μπορείτε να καταλάβετε», λέω. Γι’ αυτό και άλλαξε, για να περάσει. Έχει φύγει το «κάθε μήνα μία φορά» και τη μαμά τους τη ρωτάνε «κάθε τόσο μία φορά». Υπήρχε μία πλάκα, αλλά ήταν οδυνηρό. Όταν γράφεις κάτι, δεν θες να στο πειράξουν, ειδικά αν το έχεις βασανίσει, και εγώ το έκανα. Καθόμουν 15 μέρες για να σκαρώσω λόγια και μουσική. Έχω μεγάλη τσατίλα με τη λογοκρισία, ήμουν πολύ θυμωμένος. Όχι μόνο στη διάρκεια της Χούντας όπου έλεγες «Ε, καλά, έτσι είναι η κατάσταση» αλλά και μετά, όταν τελείωσαν αυτά, με το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» και με άλλα μου τραγούδια, που η λογοκρισία συνέχισε να τα κόβει. Θύμωνα πια παρά πολύ, διότι δεν είχα συμπαράσταση ούτε από το σωματείο, δηλαδή τσακωνόντουσαν για διάφορα θέματα αμοιβών, ποσοστών, ωραρίων, αλλά με τη λογοκρισία δεν ασχολούνταν. Μας αντιμετώπιζε το ελληνικό κράτος πάντοτε, και επί Χούντας και πριν και μετά, σαν ανήλικους, που δεν έχουν ευθύνη των λεγομένων τους και πρέπει κάποιος άλλος να τους πει πώς πρέπει να τα λένε. Και από την άλλη μεριά, μας έκλεβαν διά της εφορίας και με χίλιους άλλους τρόπους.
Έχω γράψει κομμάτια για να τσατίσω τους λογοκριτές. Π.χ. το τραγούδι «Το Θηρίο» που υπάρχει στο «10 χρόνια κομμάτια». Αναφέρεται στην αθλιότητα της επαρχίας, των καφενείων και τα λοιπά και τελείωνε: «Έγραψα μιαν ιστορία/ να την πω σε μια κυρία/ πριν τελειώσει η ιστορία/ με έκοψε η λογοκρισί-». Τέλειωνε εκεί και το άλφα έβγαινε στραγγαλισμένο εν συνεχεία «ΑΑΑ!». Ο κόσμος χειροκροτούσε. Η αλήθεια είναι ότι όταν έχεις να πεις κάτι, θα βρεις τρόπο να το πεις, ό,τι και να είναι. Εδώ τον Ντοστογιέφσκι τον λογόκρινε ο ίδιος ο Τσάρος και δεν θα τα καταφέρναμε εμείς: ο Παντελής ο Βούλγαρης, ο Μαρκόπουλος, ο Γεωργουσόπουλος, ο Χατζιδάκις και ο Γκάτσος με αυτούς τους αγράμματους. Αυτό που είχαμε να πούμε το λέγαμε.
Χορός-Σκυλάδικα-Καζαντζίδης
Χόρευαν πολύ στα ’60s. Πήγαιναν λοιπόν σε κάτι μπαρ. Δεν υπήρχαν οι ντισκοτέκ τότε, ούτε κλαμπ τα έλεγαν. Ο Κηλαηδόνης ακόμα και τώρα μερικές φορές λαθεύει και το κλαμπ το λέει μπαρ. Χόρευαν και υπαιθρίως με αυτά τα Tepaz. Δεν πήγαινε μέχρι τις επτά η διασκέδαση, γύρω στη μία, το πολύ στις δύο το πρωί είχε τελειώσει. Βεβαίως, βγαίναμε από τις εννέα και γινόντουσαν δύο ή και τρία προγράμματα μικρά, με διάλειμμα ανάμεσα να πιεις τον καφέ σου, να συζητήσεις. Σερβίρονταν μία σούπα, θυμάμαι, ένας τραχανάς που δεν ήταν κακός, με κρουτόν μέσα. Σε κάτι πήλινα σκεύη. Το ξημέρωμα δεν θυμάμαι από πότε άρχισε, πάντως η πρώτη φορά που το είδα εγώ στη δεκαετία του ’70 ήταν σε σκυλάδικο. Τότε στο σκυλάδικο πήγαινε ο κόσμος της Λαχαναγοράς. Πήγαιναν οι άνθρωποι που έχουν προέλευση από την επαρχία, γιατί το σκυλάδικο έχει ένα στοιχείο λαϊκο-δημοτικό μέσα στη μουσική του και η γοητεία των τραγουδιστών του ήταν η μεγάλη αμεσότητα που είχαν. Στα άλλα μαγαζιά, τα «καλά», όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές και του δημοτικού τραγουδιού και του λαϊκού τραγουδούσαν λιγάκι σαν αγάλματα, ήταν αποστασιοποιημένοι από το τραγούδι. Έβλεπες δηλαδή μία προσωπικότητα που λέγεται Νίνου, που λέγεται Μπιθικώτσης, οι οποίοι κάθονται και σου λένε το τραγούδι άψογα. Ο πρώτος που το άλλαξε αυτό ήταν ο Καζαντζίδης. Με τον Καζαντζίδη για πρώτη φορά είχαμε την εντύπωση ότι αυτά που λέει είναι δικά του. Ο Καζαντζίδης μάς έκανε να νομίζουμε ότι όλα αυτά που διηγείται τα έπαθε ο ίδιος, είτε μίλαγε για μετανάστευση είτε για μία γυναίκα είτε τη μάνα του. Νομίζαμε ότι αυτός τα έχει πάθει αυτά τα πράγματα, αυτό που παθαίνουμε στην επιθεώρηση, όταν ταυτιζόμαστε πολύ με τους κωμικούς. Δηλαδή, ξεχνούσαμε ότι αυτά που λένε τα έχει γράψει ένας συγγραφέας. Πρέπει να είναι ο πρώτος μεγάλος λαϊκός εκσυγχρονιστής ο Στελλάρας. Έκανε τη συλλογική φαντασία προσωπική. Την ενσάρκωσε. Κάτι τέτοιο προσπάθησα να κάνω κι εγώ. Είμαι ένας Καζαντζίδης χωρίς φωνή.
http://www.lifo.gr