«Το παμπάλαιον «πίστωσις δεν δίδεται» μεταρρυθμίζεται από τινός καιρού σχεδόν κατά μήνα. Εις αρκετά καταστήματα έχει τροποποιηθεί ως εξής: «Μετ’ ουδενός διατηρούμεν ανοικτούς λογαριασμούς». Αι τρεις λέξεις έγειναν εξ. Αλλά μετ’ ολίγον καιρόν αι εξ έγειναν δεκαέξ: «Φέρεται εις γνώσιν των πελατών ότι ουδέν εξέρχεται απλήρωτον εκ του καταστήματος».
Βέβαιον πράγμα λοιπόν ότι μετ’ ολίγον καιρόν θ’ αναγιγνώσκωμεν ολόκληρον κώδικα εις τας βιτρίνας των καταστημάτων.
»Οι Αθηναίοι έμποροι εσχάτως έχουν δύο ειδών ασχολίας: Παρακολουθούν αφ’ ενός τους νεωτερισμούς, την μόδαν και εν γένει τας προόδους του επαγγέλματός των,
αφ’ ετέρου δε τας προόδους των πελατών των εις την επιστήμην του βερεσέ. Σπάνιος πλέον ο τύπος του πελάτου, ο οποίος ζητεί πίστωσιν.
Ο νεώτερος βερεσετζής δεν λέγει εις τον έμπορον «μου δίνετε πίστωσιν», λέγει μόνον: – Συνειθίζω να πληρώνω κατά μήνα… Δέχεσθε;
Οι έμποροι εδέχθησαν αυτήν την μέθοδον, η οποία ήτο απείρως προτιμοτέρα της πιστώσεως, της άνευ προθεσμίας. Αλλά το κατά μήνα έγινε κατά μήνας. Η δόσις του Φεβρουαρίου επληρώνετο τον Νοέμβριον. Και τοιουτοτρόπως το «πίστωσις δεν δίδεται» έγινε «μετ’ουδενός διατηρούμεν ανοικτούς λογαριασμούς».
» Και ο πελάτης συνεμορφώθη αμέσως με την νέαν τροπολογίαν. Δεν ανοίγει λογαριασμούς. Εισέρχεται εις το κατάστημα, εκλέγει ό,τι θέλει, ανάβει το τσιγάρον του, πηγαίνει εις τον καθρέφτην, στρίβει το μουστάκι του, ισάζει την γραβάταν του, ξεσκονίζει τα παπούτσια του και αφού βγαίνει εις την πόρταν, δίνει απ’ εκεί την εξής παραγγελίαν: – Τα στέλλετε στο σπίτι μαζί με το λογαριασμό!…
»Δεν έχει λοιπόν καμμία θέσιν δι’ αυτόν το «πίστωσις δεν δίδεται». Μήπως ο άνθρωπος εζήτησε πίστωσιν; Εάν του ειπή ο έμπορος ότι δεν δίνει πίστωσιν, ημπορεί κάλιστα να του ειπή: – Ποιος σου εζήτησε πίστωσι;!
»Αλλ’ ο κύριος ο οποίος δεν εζήτησε πίστωσιν, ούτε αύριον ούτε τον άλλον μήνα εξοφλεί τον λογαριασμόν του. Ο έμπορος ξεκινά λοιπόν να στείλει το πρώτο σημείωμα. Ακολουθεί το δεύτερο. Ματαιότης ματαιοτήτων…
Κάποιοι έμποροι διαλέγουν τριανταφυλλί χαρτί για το υπενθυμιστικό του ανοιχτού ακόμη λογαριασμού. Το σκεπτικό είναι να ξεγελιόνται οι πελάτες να νομίζουν ότι είναι ραβασάκια και τουλάχιστον να τα διαβάζουν.
Ακολουθεί επίσκεψις κατ’ οίκον από εξειδικευμένο εισπράκτωρα. ‘Ετσι ο χρόνος επιμηκύνεται στη μεγίστη δυνατή του διάρκεια.
Και ο πελάτης συνεμορφώθη αμέσως με την νέαν τροπολογίαν. Δεν ανοίγει λογαριασμούς. Εισέρχεται εις το κατάστημα, εκλέγει ό,τι θέλει, ανάβει το τσιγάρον του, πηγαίνει εις τον καθρέφτην, στρίβει το μουστάκι του, ισάζει την γραβάταν του, ξεσκονίζει τα παπούτσια του και αφού βγαίνει εις την πόρταν, δίνει απ’εκεί την εξής παραγγελίαν: -Τα στέλλετε στο σπίτι μαζί με το λογαριασμό!…
Δεν έχει λοιπόν καμμία θέσιν δι’αυτόν το «πίστωσις δεν δίδεται». Μήπως ο άνθρωπος εζήτησε πίστωσιν; Εάν του ειπή ο έμπορος ότι δεν δίνει πίστωσιν, ημπορεί κάλιστα να τον μπατσίση και να του ειπή:
-Ποιος σου εζήτησε πίστωσι!
Αλλ’ο κύριος, ο οποίος δεν εζήτησε πίστωσιν, ούτε αύριον ούτε τον άλλον μήνα εξοφλεί τον λογαριασμόν του. Ματαίως πηγαινοέρχεται ο εισπράκτωρ του καταστήματος. Ο έμπορος λοιπόν εξεκρέμασε το «μετ’ουδενός διατηρούμεν ανοικτούς λογαριασμούς» και εκρέμασε το «φέρεται εις γνώσιν των πελατών, ότι ουδέν εξέρχεται απλήρωτον του καταστήματος».
Ο έμπορος κατόπιν όλης αυτής της οδυνηράς εμπειρίας του εξεκρέμασε το «μετ’ ουδενός διατηρούμεν ανοικτούς λογαριασμούς» και εκρέμασε πλέον το «φέρεται εις γνώσιν των πελατών ότι ουδέν εξέρχεται απλήρωτον του καταστήματος».
Αυτά διαπίστωνε ο «Χρόνος» τον Απρίλιο του 1910.
Δεν θα πρέπει βεβαίως να δημιουργηθεί η εντύπωση ότι τα βερεσέδια και τα φέσια απασχολούσαν μόνο τα εμπορικά καταστήματα. Το ίδιο συνέβαινε στα ξενοδοχεία-εστιατόρια και τα λαϊκά μαγειρεία.
Μια διαδεδομένη συνήθεια ήταν κάποιοι «πελάτες» να τρώνε και να μην πληρώνουν. Οι τζαμπατζήδες -φόβος και τρόμος των γκαρσονιών- επινοούσαν όλο και πιο ραφινάτα κόλπα για να ξεγελάνε τους «δον γαρσίες» (περιπαικτικό παρατσούκλι που έδιναν στους σερβιτόρους από τη γαλλική λέξη garcon και τον τίτλο «δον»).
Το «κόλπο του Γεωργάκη» παρουσιάζει εύγλωττα η γελοιογραφία: Ο «πελάτης» έχει αφήσει επιδεικτικά ένα μεγάλο πακέτο πάνω στο τραπέζι. Λίγο πριν τελειώσει τρέχει έξω φωνάζοντας «Γεωργάκη!», υποτίθεται κάποιον γνωστό του περαστικό. Το γκαρσόνι «τσιμπάει» βλέποντας ότι έχει αφήσει ολόκληρο πακέτο. Μετά από ώρα, όταν ανοίγει το πακέτο διαπιστώνει ότι είναι άδειο!
Άλλο συνηθισμένο κόλπο ήταν βέβαια ο τζαμπατζής να «ανακαλύψει» βρομιές στο φαγητό. Ο εστιάτορας για να αποφύγει τη φασαρία φρόντιζε να απαλλαγεί το γρηγορότερο από το κουμάσι που του έλαχε…
Δυστυχώς ένα σημαντικό μέρος της πελατείας τους, ακόμη και φοιτητές, διανοούμενοι, επιστήμονες και υπάλληλοι, με εύθυμη ασυνειδησία, προκαλούσε αλλεπάλληλες χρεοκοπίες στους ατυχείς εκείνους εστιάτορες, οι οποίοι είχαν την αφέλεια να κάνουν μακροχρόνιες πιστώσεις ενώ είχαν διαθέσει, για την επιχείρησή τους, όλη την πείρα τους, όλες τις οικονομίες τους και τους μόχθους τους, δεκάδων ετών.
Εκείνοι που, από φιλότιμο, δεν καταδέχονταν να τρώνε, εξαπατώντας τους εστιάτορες, αρκούνταν να αγοράζουν από τους υπαίθριους μαγείρους μία πεντάρα συκωτάκια, μπακαλιάρο ή μαρίδες
Πηγή: http://www.paliaathina.com/
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.