Η περιγραφή ενός από τους εφιάλτες της Αθήνας του παρελθόντος άρχιζε συνήθως με τις λέξεις «τριάντα τόσοι βαθμοί υπό σκιάν» Τα καταφύγια των κατοίκων στην αβίωτη πόλη, ελάχιστα: το Ζάππειο, το Μαρούσι, η Κηφισιά και, κυρίως, οι φαληρικές ακτές. Το επίκεντρο, όμως, για μισό περίπου αιώνα ήταν τα Φάληρα. Μέχρι που τα καταβρόχθισε η μόλυνση, η οικοπεδοποίηση, η ιδιωτικοποίηση της παραλίας. Μια ιστορία, που επαναλήφθηκε και επαναλαμβάνεται σ’ άλλες ακτές της χώρας.
Το Νέο Φάληρο στο τέλος του 19ου αιώνα… απογειώνεται. Προβάλλει ως το ασυναγώνιστο κοσμικό θέρετρο. Τότε, όμως, θα αρχίσουν να εμφανίζονται και τα πρώτα σημάδια της επικείμενης παρακμής.
Ακριβώς αυτήν την περίοδο γράφει ο Εμμ. Ροϊδης:
«Η τοιαύτη Φαληρομανία διήρκησεν όσον διαρκούσιν αι μανίαι, απέμειναν όμως αι κατά την διάρκειαν αυτής πολυάριθμαι οικίαι και πλην αυτών η έξις ικανού αριθμού Αθηναίων να μεταβαίνωσιν εκεί, να λούωνται, ν΄ αναπνέωσιν θαλασσίαν αύραν, ν΄ ακροώνται γαλλικά κωμεδύλλια ή την μουσικήν των ξένων πολεμικών πλοίων, να επιδεικνύωσιν τας θερινάς αυτών ενδυμασίας και να ερωτολογώσιν…»
Δεν ήταν ακριβώς έτσι. Η «Φαληρομανία» θα συνεχιστεί μέχρι τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και θ’ αναπτερωθεί τη δεκαετία του 1920, με τα περίφημα «μπεν μιξτ».
Ένα χρόνο μετά την έναρξη λειτουργίας του ξενοδοχείου «Ακταίον», με την ευκαιρία της ηλεκτροκίνησης του σιδηροδρόμου Αθηνών-Πειραιώς, αλλά και λειτουργίας της διπλής σιδηροδρομικής γραμμής (1904), το τρένο πλησίασε ακόμη περισσότερο τη φαληρική ακτή. Κατεδαφίστηκε το πρώτο θεατράκι και στη θέση του κτίστηκε ο σταθμός του ΗΣΑΠ, δημιουργήθηκε χώρος πράσινου (κήπος) και λούνα παρκ. Τότε ανεγέρθηκε και το περίφημο θέατρό του.
Η σκηνή του «φιλοξένησε» ελληνική και ξένη οπερέτα, καθώς και άλλες παραστάσεις, οι οποίες έγραψαν μερικές από τις γνωστές καλλιτεχνικές σελίδες. Η πλατεία του Νέου Φαλήρου αναδείχτηκε σε πασαρέλα της αστικής Ελλάδας, όπως βεβαιώνουν οι Αθηναιογράφοι.
Η δημιουργία του ψυχαγωγικού κέντρου ήταν επόμενο, γράφει ο Κ. Μπίρης, να επιδράσει καθοριστικά στην εξέλιξη των γειτονικών οικισμών. Ανακόπηκε κατά τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού η προτίμηση της Κηφισίας και «οι επιφανέστεροι του πλούτου και της φήμης των χρόνων εκείνων έκτισαν επαύλεις εις τας ακτάς της περιοχής. Δεν διήρκησεν, όμως, πολύ η δόξα.
Ο μεγάλος οχετός των λυμάτων από τα εργοστάσια της περιοχής (χημικό, κλωστήρια-υφαντήρια, Ηλεκτρικής κ.ά.), που κατέληγε στις ακτές.Διότι από το 1917 ήρχιζε να παρακμάζη τον Νέον Φάληρον εξ’ αιτίας των μολύνσεων της θαλάσσης και της ατμοσφαίρας…» Το μέγιστο πρόβλημα για το Νέο Φάληρο δεν ήταν μόνο η άναρχη οικοδόμηση, η καταπάτηση της παραλίας και η έλλειψη έργων υποδομής. Λεγόταν «Σούδα»!
Σκορπίζουν βούρκο στη θάλασσα και μπόχα στον αέρα. Στην περιοχή επαναλαμβάνεται μεγιστοποιημένα ό,τι συνέβη και στα δημόσια λουτρά στο Πασαλιμάνι νωρίτερα, ενώ τις συνέπειες επιδεινώνουν τα λιμνάζοντα νερά του Κηφισού.
Μάταια για πολλά χρόνια οι κάτοικοι της περιοχής και οι μόνιμοι ή περιστασιακοί παραθεριστές διαμαρτύρονται. Κατά καιρούς επιχειρούνται κάποιες λύσεις για την «εξυγίανση του Φαλήρου», κατατίθενται προτάσεις, αλλά η καταστροφή καλπάζει.
Το πρόβλημα δεν ήταν μόνο να σκεπαστεί η Σούδα. Κρυστάλλινα νερά και εργοστασιακά λύματα ήταν ασυμβίβαστα. Τα παθήματα δεν έγιναν μαθήματα.
Ούτε τότε ούτε στο μέλλον. Αφού ο ίδιος κύκλος (ακμή – μόλυνση- παρακμή) θα ακολουθήσει τα περισσότερα παραλιακά κέντρα.
Πολλά σχετικά ανέκδοτα κυκλοφορούσαν για τις συνθήκες στις φαληρικές ακτές, όπου είχαν εξοχικά πλούσιοι και διασημότητες (Σουρής, Καμπούρογλου κ.ά.). Το σπίτι του νομισματολόγου Ι. Σβορώνου ήταν κοντά σε σημείο, όπου χύνονταν στη θάλασσα τα λύματα του εργοστασίου της Ηλεκτρικής. Η μπόχα ήταν έντονη. Ο Σβορώνος δικαιολογούσε την κατάσταση στους καλεσμένους του, λέγοντας ότι η οσμή ήταν ωφέλιμη για την υγεία, αφού περιείχε θείο. Έμεινε παροιμιώδης η απάντηση φίλου του καλεσμένου, που δεν κρατήθηκε, και παρατήρησε: «Τότε είναι θεία ευωδία!».
Προειδοποιήσεις
Το 1929 το Νέο Φάληρο διανύει τη δύση του. Αυτό, όμως, δεν έχει και τόση σημασία για τους 500000 κατοίκους της Αθήνας. Όπως διαβάζουμε σε δημοσιογραφικά ρεπορτάζ «οπωσδήποτε πρέπει να κατέλθωμεν εις το Φάληρον. Και κατερχόμεθα στριμωγμένοι και αποτελούντες μαζί με τους άλλους μίαν ακινητοποιημένη ανθρωπίνην μάζαν…».
Το τραμ φτάνει επιτέλους στην Καλλιθέα. Εκεί σταματά για «να πάρουν αέρα» τα φρένα του! Επιτέλους «πιάνει» Φάληρο που είναι ο 16ος σταθμός:
«Δεξιά μας είναι η θάλασσα, αριστερά μας η ξηρά…». Αλλά η θάλασσα δεν υπάρχει! «Όλη η ακτή εις την οποίαν ελούονται άλλοτε οι Αθηναίοι είναι κτισμένη… Όπου δε υπάρχει κενόν και θα ημπορούσε να ιδή κανείς ολίγον Σαρωνικόν, υψούται τεράστιον πρόγραμμα προς διαφήμισιν της εντομοκτόνου κόνεως (πρόκειται για τεράστια διαφημιστικά ταμπλώ της «Αεροεσπρέσσο»). Κύμα ακούομεν και κύμα δεν βλέπομεν…»
Γράφονται κι άλλα πολλά για κάθε είδους κατασκευές, που υψώνονται και καταλήγει πικρόχολα ένας συντάκτης που ψάχνει να βρει μέρος να καθίσει κάπου «όπου δεν θεωρείται ακόμη οικόπεδον η ακτή και το γαλανόν κύμα δεν φλοισβίζει παρά τα θεμέλια πολυωρόφου οικοδομής λαμπρού επιχειρηματίου…»
Ολονυκτίες
Τα Φάληρα δεν γνώριζαν μόνο μέρες δόξας, αλλά και νύχτες. Στο γύρισμα του 19ου προς τον 20ό αιώνα εμφανίστηκε και καλά κρατούσε έως τους Βαλκανικούς Πολέμους ο «θεσμός» των ολονυκτιών.
Όταν ο ήλιος έπεφτε Αθηναίοι και Πειραιώτες έσπευδαν στις φαληρικές ακτές. «Από την αμμώδη και λείαν ακτήν του Νέου Φαλήρου έως την βραχώδη του Παλαιού η ζωή πανηγυρίζει. Εις το Νέον ξανθή θάλασσα ηλεκτρικών φώτων και ατμόσφαιρα πλήρης από κολώνιαν και μουσικήν. Στο Παλαιόν νανούρισμα από το κύμα, μουσική από τα βράχια και τη θάλασσα…»
Tα μεικτά μπάνια
Τα ανάμεικτα μπάνια, που προκάλεσαν τόσες συζητήσεις, έγιναν βαθμιαία ο κανόνας. Η άρση των απαγορεύσεων στα οργανωμένα λουτρά από τα μέσα της δεκαετίας του 1920 πέρασε από πολλά στάδια.
Το ζήτημα, όμως, είχε ωριμάσει από τα προηγούμενα χρόνια. Έτσι, λόγου χάρη, διαβάζουμε σ’ ένα σκωπτικά σχόλιο το καλοκαίρι του 1917: «Η Ηθική ετοιμάζεται και πάλιν να προστατεύση τα απαράγραπτα δικαιώματά της κατά μήκος της Φαληρικής ακτής. Τα υπαίθρια λουτρά απηγορεύθησαν ήδη αυστηρώς και οι φύλακες των λουτρών και της Δημοσίας Αιδούς διετάχθησαν να καταγγέλλουν πάντα ή πάσαν υπερβαίνοντα τα κεκανονισμένα όρια…».
Έτσι κι αλλιώς, με ή χωρίς απαγορεύσεις, αυτό που μαγνήτιζε την πλειονότητα του ανδρικού πληθυσμού ήταν η γυναικεία παρουσία. Μακριά ή κοντά ήταν δευτερεύον… Πριν τα «μπεν μιξτ» κυριαρχήσουν διαβάζουμε σε αναμνήσεις των αρχών του 20ού αιώνα: «Φαντάζεσθε τη διαφορά; Να φεύγεις από του Κράκαρη (παραλία του Πειραιά), όπου κολυμπούσα μόνος μου με τους φίλους ή και μερικά ακόμη παιδιά της γύρω περιοχής και να βρίσκεσαι στα λουτρά του νέου Φαλήρου; Εκεί κολυμπούσαν και γυναίκες και κυρίως μερικές από τις ωραιότερες γυναίκες της εποχής. Μπορεί τα λουτρά των ανδρών και γυναικών να ήταν ξεχωριστά, τις γυναίκες όμως τις αισθανόσουν δίπλα σου. Μπορεί να μην μπορούσες να τους μιλήσεις αλλά ήταν εκεί…».
Μερικά χρόνια αργότερα (1929), όταν τα λουτρά ήταν πια μεικτά διατυπώνονται «κρίσεις» όπως: «Χάρις εις τα μπαιν μιξτ οι Αθηναίοι απεδείχθησαν οι πλέον υδροχαρείς του κόσμου. Αυτά έγιναν αφορμή να ξανανοιώσουν και οι γέροι. Είδατε ποτέ εις την ακτήν να λούωνται τόσοι; Την εποχήν αυτήν οι υπερβάντες τα σαράντα επήγαιναν εις τας ιαματικάς λουτροπόλεις. Φαίνεται ότι εις την αρθρίτιδα έχουν ευεργετικοτέραν επίδρασιν τα μπαιν μιξτ… Ξεύρετε τι σημαίνει να λούωνται άνδρες και γυναίκες, όταν προ ολίγου μόλις, υπήρχον άνθρωποι που έπιαναν τα πόστα εις τα πεζοδρόμια, εν ημέραις μελτεμιού για να ιδή το μάτι τους ολίγην κνήμην;»
Ποιότητα και τιμές
«Αφού διαδοχικώς εγεύθημεν εν τοις καφενείοις του Φαλήρου ζύθον, καφέν, λεμονάδας κλπ εννοήσαμεν πόσον ορθός και αληθής είναι ο στίχος του μεγάλου Πινδάρου: Άριστον μεν ύδωρ…» Η ποιότητα όσων προσφέρονταν στα καταστήματα πολυτελείας του Νέου Φαλήρου, σε συνδυασμό με τις απλησίαστες τιμές για τον πολύ κόσμο, ήταν μια μόνιμη επωδός των λουόμενων. Να γευματίζετε «δια των οφθαλμών» μόνο, συμβούλευαν πολλοί παθόντες στα εστιατόρια και τα ζαχαροπλαστεία, ενώ άλλοι προέτρεπαν να κατασχεθούν οι προσφερόμενες μπριζόλες και να πουληθούν στους υποδηματοποιούς!
Άλλος κόσμος στις Τζιτζιφιές
Όταν γίνεται λόγος για Φάληρα του παρελθόντος ο νους τρέχει σε κομψευόμενες και δανδήδες. Στην «καλή κοινωνία» στα τέλη του 19ου-αρχές του 20ού αιώνα.
Λανθασμένη εντύπωση, που έχει τροφοδοτήσει η μυθολογία περί «μπελ επόκ» και οι περισσότεροι χρονογράφοι.
Δεν υπήρχε μόνο το κοσμικό και πολυτελείας Νέο Φάληρο. Ούτε μόνο το Παλιό Φάληρο, που άρχισε ν ακμάζει, όταν φυλλορροούσε το πρώτο. Υπήρχε κι ένα τρίτο Φάληρο. Το λαϊκό! Εκεί τα τείχη μεταξύ ανδρικών και γυναικείων λουτρών ουδέποτε υπήρξαν.
Τα «μπεν μιξτ» ήταν άτυπος θεσμός πριν αρθούν οι αστυνομικές απαγορεύσεις Ο κόσμος έφθανε με κάθε μέσο εκεί. Με κάρα ή περπατώντας για να γλιτώσει τ’ ακριβά σιδηροδρομικά εισιτήρια. Ιδού μια εικόνα αυτού του «άλλου» Φαλήρου πριν από έναν περίπου αιώνα: «Στις Τζιτζιφιές ο κόσμος της δουλειάς, αι λαϊκαί δηλαδή τάξεις γλεντούν αληθινά…
Ο κόσμος διασκεδάζει χωρίς προσποίησιν και χωρίς τύπους και θεσμούς και κανόνας. Εις τον γέλωτα είναι επιτετραμμένον να εξέρχεται όπως αυτός θέλει. ..
Μισό ή το πολύ μια οκά ρετσινάτο, κρύο ψητό και κανένα κομπανιαμέντο κιθάρας. Από το μέρος όπου γίνεται η διασταύρωσις μέχρι του Σταθμού του Νέου Φαλήρου, καθόλην αυτήν την έκτασιν μικρομαγαζάκια και παράγκες έχουν παρατάξει τα προϊστορικώτατα κόκκινα τραπέζια.
Όλη η έκτασις αυτή, η μεταξύ Νέου και Παλαιού Φαλήρου, αποτελεί ένα ιδιαίτερον κόσμο, ο οποίος δεν έχει καμμίαν σχέσιν με τον άλλον… ».
Το φαινόμενο δεν θα είναι μοναδικό. Δυο Ελλάδες θα λούονται αργότερα και στις μεταγενέστερες πλαζ του Σαρωνικού.
Αυτές όμως αποτελούν αντικείμενου άλλου θέματος.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.