Εδώ και τρία χρόνια που επέστρεψα στην Ελλάδα παρακολουθώ τη μητέρα μου να βυθίζεται στο Αλτσχάιμερ (ας πούμε ότι είναι κάτι σαν λίμνη, ή βάλτος, ή ίσως να είναι και η θάλασσα εδώ στη Ραφήνα με θέα τους Πεταλιούς).
Σαν να με περίμενε να γυρίσω, ή ίσως να ’ταν και σύμπτωση, μια απ’ αυτές τις αθώες συμπτώσεις που παρά την αθωότητά τους, ή κιόλας εξαιτίας της απίθανης διαβολικής αθωότητάς τους, μας σκανδαλίζουν και μας συγκλονίζουν κι ας μην το ομολογούμε ανοιχτά μη μας πάρουν για αλαφροΐσκιωτους.
Τέλος πάντων, σύμπτωση ή όχι, όταν έφτασα με μια βαλιτσούλα από το Λονδίνο τον Ιούνιο του 2013 για να επαναπατριστώ (τρομάρα μου), εκείνη οδηγούσε ακόμα, έστω και μέχρι το Lidl εδώ στη Ραφήνα, και μέσα στον οικισμό του Μελτεμίου από τη παράγκα της στο βόρειο μέρος του οικισμού, κάτω στην παράγκα της φίλης της, της κας Μ όπου έπαιζε μπιρίμπα, και πάλι πίσω (κι ευτυχώς ο θεός έβαλε το χέρι του και δεν πάτησε κανένα παιδάκι), έπαιζε πινγκ-πονγκ και κάρφωνε κιόλας με ρεβέρ, κολυμπούσε (με βατραχοπέδιλα), επέμενε να μάθει ποια γυναίκα άφησα ή με άφησε και γιατί (λες και ήξερα κι εγώ), μαγείρευε μπριάμ, έφτιαχνε το καφεδάκι της το πρωί και κάπνιζε τα τσιγαράκια της, έκανε καλαμπούρια με τον Π. όποτε την συναντούσε και την ρωτούσε περιπαικτικά «Τι κάνει η γιαγιά;», και δεν συμμαζεύεται.
Η αλήθεια είναι ότι οι αναστολές που όλοι έχουμε λίγο η πολύ […] είχαν αρχίσει κάπως να χαλαρώνουν και τα καλαμπούρια της είχαν αρχίσει να γίνονται κάπως ρισκέ. Άσε που κάποιο διάστημα όποιον έβλεπε στην ταβέρνα του Βαγγέλη, εδώ στο Μελτέμι, τον χαιρετούσε με ένα Χάιλ Χίτλερ, σηκώνοντας και το χέρι σε άπταιστη ναζιστική φόρμα. Της έλεγα, Ρε μάνα, θα μας παρεξηγήσει κανείς, τι είναι αυτά; Εκείνη μου απαντούσε πειραγμένη, Καλά δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε ενα αστείο;
Ψιλοξεχνούσε κιόλας και αφαιρούνταν υπέρ το δέον και όταν άνοιγε το ψυγείο για να βρει κάτι, δεν το ’βρισκε, όχι πως έψαχνε ιδιαίτερα, έριχνε μια απλανή ματιά κι αυτό ήταν, και έκλεινε την πόρτα του ψυγείου τσαντισμένη δηλώνοντας με περισσή σιγουριά ότι δεν υπάρχει γάλα στο ψυγείο. Πάλι καλά, γιατί συνήθως το γάλα που υπήρχε στο ψυγείο είχε περάσει την ημερομηνία λήξης κατά πολύ. Κι άλλα τέτοια μικρά.
Σιγά-σιγά, ή μάλλον όχι και τόσο σιγά-σιγά, άρχισε να μπερδεύεται όλο και περισσότερο. Να βυθίζεται σε μια αόριστη και παράξενη σύγχιση,[…]
Τέλος πάντων, σήμερα δεν ξέρει αν το χέρι της είναι χέρι ή πόδι, δεν θυμάται χριστό από το παρελθόν της, δεν αναγνωρίζει αντικείμενα, μπορεί να πιάσει τη χαρτοπετσέτα και να τη φάει νομίζοντας ότι είναι κάτι φαγώσιμο, κοκ.
Μέχρι εδώ, όλα λίγο ή πολύ αναμενόμενα. Κάτι αμυλοειδείς πλάκες, περίπου κάτι σαν την πέτρα που μαζεύεται στα δόντια όταν δεν τα πλένουμε, έχουν επικαθήσει σε διάφορα μέρη του εγκεφάλου και έχουν κλείσει τα περάσματα και δεν επικοινωνούν καλά οι νευρώνες. Άλλα λέει ο ένας, άλλα φτάνουν στον άλλο, ή όλοι μαζί λένε τα δικά τους, μερικοί δεν βγάζουν άχνα πια, τους έχει σκεπάσει αυτό το πουρί για τα καλά, άλλοι προσπαθούν κάτι να πουν, ας πούμε «ποτήρι», αλλά βγαίνει «παπούτσι» και πάει λέγοντας. Και από κει που περνάνε οι μνήμες, όπου κι αν είναι αυτά τα περάσματα, έχουν κλείσει όλα και δεν περνάει κουνούπι. Και μοιάζουν λίγο αυτές οι πλάκες μ’ αυτές που βρίσκουμε στον εγκέφαλο προβάτων που έχουν την ασθένεια σκράπι κι όταν βελάζουν σου σπαράζει η καρδιά.
Όσο για τις φαρμακευτικές αγωγές που κυκλοφορούν στην αγορά είναι για κλάματα. Δεν φταίνε οι άνθρωποι, προσπαθούν να κάνουν τη δουλειά τους και να απαλύνουν λίγο τον πόνο και τη σύγχυση. Και εκτός απο τις φαρμακευτικές αγωγές υπάρχει πια και μια τεράστια φιλολογία με οδηγίες για το πώς να φερόμαστε σε ανθρώπους με Αλτσχάιμερ που μου θυμίζουν λίγο τα εγχειρίδια εκπαίδευσης σκύλων. Τέλος πάντων. Αλλά το «αυτονόητο» της έλλειψης νοήματος, του α-νοήματος, φαίνεται να βασιλεύει αδιαφιλονίκητο και αγέρωχο. Λοιπόν, I beg to differ, ή ελληνιστί σε ελεύθερη απόδοση, διαφωνώ.
Στην αρχή δεν καταλάβαινα τι έλεγε η μαμά μου κι έλεγα, κοίτα να δεις, είναι αλλού για αλλού. Όμως, κάποια στιγμή, θέλετε με φώτισε το άγιο πνεύμα, ή δεν ξέρω γω γιατί, είπα, βρε μπας και δεν είναι ανοησίες αυτά που λέει; Λες να χουν κάποιο νόημα; Δεν κάνει κουκουρίκου, μιλάει […]. Κάτι λέει λοιπόν, και κάτι εννοεί, ναι, μέσα στη γαμημένη την ά-νοια, εν-νοεί, κουτσά, στραβά, δυσνόητα, μπερδεμένα, αλλά εν-νοεί. Δηλαδή ζητάει, γιατί όταν εν-νούμε κάτι, ζητάμε.
Για να προχωρήσουμε στην απόδειξη αυτής της, καθόλα παιδικής όπως θα την χαρακτήριζα, ανακάλυψης (έτσι χαρακτηρίζω τις εκάστοτε ανακαλύψεις μου), θα ζητήσω από τους δύσπιστους αναγνώστες μου, ειδικά αυτούς που διακατέχονται απο κάποια επιστημοσύνη η οποία μπορεί να τους δυσκολεύει να το αποδεχτούν, να αποδεχτούν μια απλή υπόθεση, αυτήν του υποσυνειδήτου.
Οι σύγχρονες νευρο-επιστήμες το τεκμηριώνουν απλά και εγώ το απλουστεύω ακόμα πιο πολύ. Είναι μια περιοχή στον εγκέφαλό μας όπου γίνονται ένα σωρό πράγματα, χωρίς να παίρνουμε χαμπάρι. Κι όταν λέω γίνονται πράγματα, δεν εννοώ τις ηλεκτροχημικές αντιδράσεις που οργιάζουν ασταμάτητα στον εγκέφαλό μας, εννοώ πράγματα και θαύματα που έχουν να κάνουν με ένα σωρό νοητικές, γνωσιακές και συναισθηματικές διαδικασίες οι οποίες δεν φτάνουν ποτέ στην συνείδησή μας, ή εν πάσει περιπτώσει, φτάνουν με τρόπους που δεν καταλαβαίνουμε, και το πιο σημαντικό, που δεν ελέγχουμε, […]
Οπλισμένοι μ’ αυτή την εξόχως απλή υπόθεση λοιπόν, μπορούμε να αρχίσουμε να προσπαθούμε να βρίσκουμε νόημα στις δήθεν α-νοησίες. Τα αποτελέσματα είναι συγκλονιστικά.
Θα μιλήσω για τη μητέρα μου και για τα νοήματα που άρχισα να καταλαβαίνω σ’ αυτά που λέει και επικοινωνεί. Όποιοι έχουν αγαπημένους τους ανθρώπους με Αλτσχάιμερ, ας προσπαθήσουν να βγάλουν τις δικές τους άκρες.
Θα σας δώσω ένα δυο ενδεικτικά παραδείγματα. Πρώτον και «κλασσικό» σύμπτωμα που συναντιέται στο Αλτσχάιμερ. «Θέλω να πάω σπίτι μου» και παραλλαγές στο ίδιο θέμα, εκφρασμένες με διαφορετική ένταση και συναισθηματική φόρτιση.[…] . Αυθόρμητη αντίδραση «Μα τι λες, ρε μάνα, σπίτι σου είσαι».
Ποιος λέει ανοησίες; Εγώ, ή η Κικίτσα; Για να δούμε.
Η μητέρα μου γεννήθηκε στους Αμπελόκηπους κάπου το 1930, νομίζω στη Σεβαστουπόλεως, τέλος πάντων, στην κατοχή πούλησε ο παππούς μου το σπίτι και μετακόμισαν στην Αλέξη Παυλή, επίσης στους Αμπελόκηπους. Όταν παντρεύτηκε, από έρωτα, μετακόμισε στη Νέα Φιλαδέλφεια, όταν πέθανε ο άντρας της, ο πατέρας μου, ξαναγύρισε στους Αμπελόκηπους σε άλλη διεύθυνση και μετά σε άλλη μια. Όταν ξαναπαντρεύτηκε αυτόν του οποίου ακόμα φέρω το επώνυμο Κροκιδάς, ίσως το μεγαλύτερο λάθος της ζωής της (όχι ότι ξαναπαντρεύτηκε, αλλά ότι παντρεύτηκε τον συγκεκριμμένο άνθρωπο) μετακόμισε πάλι. Όταν πέθανε η γιαγιά μου, η μητέρα του φυσικού μου πατέρα, έδωσαν το σπίτι αντιπαροχή και μετακόμισε με τον Κροκιδά πίσω στη Φιλαδέλφεια σε ένα καινούργιο διαμέρισμα. Μετά χώρισε και μετά απο μερικά χρόνια μετακόμισε πάλι αναγκαστικά και σχεδόν βίαια (για λόγους που δεν έχει σημασία να αναφέρω εδώ) στο διαμερισματάκι που μένει.[…]
Που στον διάλο λοιπόν είναι το σπίτι της μανούλας μου; Και το θέμα δεν είναι που και ποιο είναι το σπίτι της αλλά τι ζητάει με τέτοια αγωνία όταν λέει «Θα με πάς σπίτι μου;» Ναι, έχουν θρονιαστεί οι β αμυλοειδείς πλάκες εδώ κι εκεί και τα ’χουν κάνει μαντάρα. Είναι σαν να ’χουν καταστρέψει σχεδόν ολοσχερώς εκείνα τα κέντρα στον εγκέφαλο που μας δίνουν την ικανότητα (όχι η ίδια σε όλους μας) να διεργαζόμαστε νοητικά τις ανησυχίες μας, τους φόβους μας, τις επιθυμίες μας, να τις ελέγχουμε με κάποιον τρόπο, όχι αναγκαστικά συνειδητά αν και πολλές φορές και συνειδητά. Σπάσαν οι πόρτες κι έτσι όλες αυτές οι αγωνίες, οι φόβοι, οι επιθυμίες που τόσο επιμελώς κρατιόντουσαν στο μαντρί, ξεχείλισαν, βγήκαν έξω και μας στοιχειώνουν.
Όταν λοιπόν μας παρακαλάει να την πάμε σπίτι της, δεν λέει μαλακίες, δεν λέει ανοησίες. Έχει μια λογική αμείλικτη αυτό που ζητάει. Η λογική του τρόμου και της αγωνίας είναι αμείλικτη και ανικανοποίητη.
Άλλο «σύμπτωμα». Είναι συνεχώς σε μια αγωνία μη μείνει μόνη της. Κάθε δέκα δευτερόλεπτα λέει, Μη μ’ αφήσεις μόνη μου φιλενάδα (στη γυναίκα που την φροντίζει) ή σ’ εμένα, συνήθως, αλλά όχι πάντα χωρίς το «φιλενάδα», ή στην αδερφή μου, με ή χωρίς το «φιλενάδα». Παρεμπιπτόντως, δεν έχει πια καμία φιλενάδα. Και εδώ και τρία χρόνια περίπου δεν είναι ούτε στιγμή μόνη της. Παρόλα αυτά λέει συνέχεια «Είμαι μόνη μου» και κλαίει με μαύρο δάκρυ. Α-νοησία; Α-νόητο; Α-νόημα; Καθόλου. Κατ’ αρχήν μόνη της είναι, με έναν ξένον άνθρωπο (τη γυναίκα που μένει μαζί της και την φροντίζει,[..] Δεύτερον, δεν έχει φίλους πια και τα δυο της παιδιά δεν συμμετέχουν στην καθημερινότητά της, δεν είναι εκεί, δεν είναι διαθέσιμα παρά μόνο ευκαιριακά, ή σε κάθε περίπτωση, μια φορά την εβδομάδα, αντε βία δύο, για μερικές ώρες.
Αν αυτό δεν είναι να αισθάνεσαι μοναξιά, δεν ξέρω τι είναι. Τι να της πω; Δεν είσαι μόνη σου, μανούλα μου; Εκείνη έχει το Αλτσχάιμερ, εγώ λέω ανοησίες.
Άλλο, που στην αρχή με έκανε να αισθάνομαι αμήχανα ή να το βρίσκω αστείο. Αυτό ίσως απαιτεί μια στοιχειώδη εξοικίωση με το γέρο Φρόυντ για να γίνει πιο κατανοητό, αλλά και χωρίς, βγάζει νόημα.
Για κάποιο διάστημα αναφερόταν σε μένα ως «ο άντρας μου», το ’λεγε σε άλλους με περηφάνεια, «Ήρθε ο άντρας μου να με πάει βόλτα», ή όταν μας σταματούσε κάποιος που την ήξερε στον δρόμο στη Φιλαδέλφεια όταν πηγαίναμε για καφέ στο Θείο Φάνη (δεν είναι θείος μου, έτσι λέγεται ο φούρνος-καφέ στην πλατεία) και τη ρωτούσε τι κάνεις Κικίτσα, εκείνη σφιγγόταν πάνω μου και του λεγε όλο χαρά, «Ειμαι ευτυχισμένη, βγήκα με τον άντρα μου βόλτα». Ή, απευθυνόμενη σε μένα, διάφορα του στιλ, «Έτσι είναι τα αντρόγυνα», ή «Πρέπει στα αντρόγυνα να φροντίζει ο ένας τον άλλο», ή «Εσύ είσαι ο άντρας μου. Εγώ έναν άντρα είχα στη ζωή μου». Και «Εγώ δεν ξενοκοίταξα ποτέ κι εσύ να μη με πληγώσεις. Ετσι;»
Σημειωτέον, ο άντρας της μητέρας μου (ο φυσικός μου πατέρας) πέθανε όταν εγώ ήμουν δύο ή τριών χρονών. Ξαναπαντρεύτηκε αργότερα, αυτη τη φορά όχι απο έρωτα, αλλά απο κοινωνική ανάγκη όπως κακώς το εκτίμησε τότε η μητέρα μου, αλλά χώρισε κι έμεινε τελικά μόνη της. Χώρισε οριστικά μια εβδομάδα μετά που έφυγα για Αγγλία τον Σεπτέμβρη του 1986.
Όσο περνούσαν τα χρόνια κι εγώ παρέμενα στην Αγγλία και δεν έλεγα να γυρίσω μου παραπονιόταν και μάλιστα μου είχε στείλει κι ένα μνημειώδες γράμμα στο οποίο μου έγραφε με παράπονο, ο πρώτος μου άντρας πέθανε, ο δεύτερος με χώρισε και εσύ μ’ έχεις αφήσει τώρα και δεν γυρίζεις πίσω. Ακουσον, άκουσον η μανούλα μου. Θα μου πεις Ελληνίδα μάνα.
Τύφλα να ’χουν ο Φρόυντ κι ο Λακάν. Όπως και να ’χει, εκείνο το διάστημα, σκέφτομαι, οι β αμυλοειδείς δεν τα ’χαν κάνει ακόμα όλα ρημαδιό, και είχε ακόμα αρκετές στιγμές ευτυχίας, παραληρηματικής ίσως και κάπως συγχυσμένης, αλλά στιγμές ευτυχίας, δεν κρατούσαν πολύ, αλλά πόσο κρατάει η ευτυχία; Μέσα από μια διαδικασία παραληρηματικών ταυτοποιήσεων, είχα γίνει ο άντρας της και βγαίναμε βολτίτσες α λα μπρατσέτα κι ήταν ευτυχισμένη.
Όμως η πραγματικότητα, ή ίσως το υποσυνείδητο, όταν του δοθεί η ευκαιρία, και οι β αμυλοειδείς του δώσαν μια τέτοια χρυσή ευκαιρία, δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν και αργά ή γρήγορα, και στην περίπτωση της μαμάς μου γρήγορα, μέσα στα χρονικά διαστηματα που εξετάζω εδώ, έσκασε αυτή η φούσκα καθώς συνέχιζαν να καταρρέουν τα τείχη που κρατούσαν τις ορδές των τρόμων εντός, και πλέον αυτοί ανενόχλητοι, ανεξέλεγκτοι και ανεμπόδιστοι έχουν βγει έξω και την βασανίζουν.
Κι εδώ βρίσκεται τώρα. Να βασανίζεται απο τρόμους, από παραληρήματα ότι την κακοποιούν, της μιλάνε άσχημα (πόση συναισθηματική, λεκτική αλλά και σωματική ενίοτε κακοποίηση βίωσε από τον δευτερο άντρα της), από σωματικές ψευδαισθήσεις, που όμως δεν είναι καθόλου ψευδείς αυτές οι αισθήσεις, από ωμές ενοχές (λέει συνέχεια κλαίγοντας Έκανα κάτι κακό; Έκανα κάτι λάθος; και ναι, έχει κάνει μαλακίες στη ζωή της όπως ίσως οι περισσότεροι από μας και φυσικά είχε ενοχές, αλλά τις απωθούσε, τις κουμαντάριζε κάπως, αν προτιμάτε), από κάθε λογής βασανιστικά τέρατα που ζούσαν φυλακισμένα στο υπόγειο.
Αυτά που λεέι και αισθάνεται η μητέρα μου έχουν νόημα λοιπόν, λίγο να ακούσεις και να σκεφτείς τη ζωή της, καταλαβαίνεις, ή τουλάχιστον αυτά καταλαβαίνω εγώ. Το μεγάλο ερώτημα είναι τι κάνεις,[…]. Νομίζω ότι ξέρω τι θα βοηθούσε, αλλά δεν μπορώ να το κάνω, ούτε εγώ, ούτε η αδελφή μου. Να ’μαστε εκεί συνέχεια, να ζούμε μαζί, να την βγάζουμε βολτίτσες κάθε μέρα, να την φιλάμε, να την αγκαλιάζουμε κάθε τριάντα δευτερόλεπτα, να την καθησυχάζουμε κάθε λεπτό, να τραγουδάμε μαζί (πώς θυμάται όχι μόνο μελωδίες αλλά και στίχους τραγουδιών είναι ένα μυστήριο ) να είμαστε εκεί, μέχρι το τέλος. Είναι τόσο απλό, νομίζω. Αλλά και τόσο αδύνατο.
Εδώ είναι που μας λένε αλλά το ’χουμε μάθει κι εμείς και το λέμε, μα πρέπει κι εμείς να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, να ζήσουμε τις ζωές μας, δεν μπορούμε να θυσιαστούμε για τη μάνα. Όντως δεν μπορούμε.
Κάποιοι άλλοι ίσως το μπορούν. Εμείς όχι. Κάνουμε μόνο ό,τι μπορούμε.
Δεν φτάνει. Το ξέρω.
*Αποσπάσματα από δημοσίευμα στο http://www.athensvoice.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.