Η μεγάλη απόδραση των Βούρλων

Στις 2 το μεσημέρι της 17ης Ιουλίου 1955, ημέρα Κυριακή, 27 κομμουνιστές κρατούμενοι των φυλακών Βούρλων Πειραιά (Δραπετσώνα) κατόρθωσαν να δραπετεύσουν. Η απόδραση έγινε μέσα από σήραγγα μήκους 17 – 18 μέτρων, που είχε σκαφτεί σε βάθος 2 μέτρων και συνέδεε το κελλί τους με τα πλυντήρια του γειτονικού εργοστασίου «ΝΤΕΣΤΡΕ». Την απόδραση οργάνωσαν και πραγματοποίησαν οι κρατούμενοι που ήταν υπόδικοι για κατασκοπεία, με βάση τον ΑΝ. 375/1933 (οι 20 από τους 27). Είχαν συλληφθεί τον Απρίλιο του 1954 και είχαν μεταφερθεί στις φυλακές Βούρλων το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, μετά από τρομερές ταλαιπωρίες στα διάφορα απομονωτήρια της Ασφάλειας. Η διαφυγή των κρατουμένων αποτέλεσε ένα συγκλονιστικό, για την εποχή γεγονός. Αυτό φαίνεται τόσο από τα δημοσιεύματα του τύπου, όσο κι από τις αντιδράσεις του τότε αστυνομικού κράτους.

Ο Α.Ν. 375/1936 θεσπίστηκε από τη δικτατορία Μεταξά για την αντιμετώπιση των κατασκόπων που τότε δρούσαν σ’ όλη την Ελλάδα, με την προοπτική του Β’ Παγκόσμιου πόλεμου. Με μεταγενέστερες τροποποιήσεις έγινε ιδιαίτερα αυστηρός, σε σημείο να απειλεί με θάνατο μια ευρύτατη κατηγορία ενεχομένων στο αδίκημα, από αυτουργούς, μέχρι πρόσωπα που δεν κατέδιδαν όσα σχετικά γνώριζαν. Ας σημειωθεί ότι το έξαλλο αντικομμουνιστικο καθεστώς της 4ης Αυγούστου δεν ενεργοποίησε το νόμο κατά των κομμουνιστών. Η «τιμή» ανήκει στο μετά – δεκεμβριανό κράτος, που έσυρε, με βάση τις διατάξεις του, αρκετούς αγωνιστές της Αριστεράς στα δικαστήρια, χωρίς ωστόσο να επιβάλει τη θανατική ποινή. Στα χρόνια του Εμφύλιου, ο νόμος δε χρησιμοποιήθηκε κατά των κομμουνιστών, μια και για τη δικαστική εξόντωση τους αρκούσαν οι έκτακτοι νόμοι (Γ’ ψήφισμα, Α.Ν. 509 κ.λπ..) που στο μεταξύ είχαν ψηφιστεί. Μετά τη λήξη του Εμφύλιου, κάτω από τη διεθνή κατακραυγή, το κράτος σταματά τις ομαδικές εκτελέσεις κομμουνιστών, με βάση τους έκτακτους νόμους. Στις νέες συνθήκες αποφασίζεται η ενεργοποίηση του Α.Ν. 375/1936 έτσι ώστε πάνω από τα κεφάλια των κομμουνιστών να βρίσκεται η «δαμόκλειο σπάθη» και να τους αποτρέπει από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Αφορμή για την ενεργοποίηση του νόμου αποτέλεσε η υπόθεση Μπελογιάννη, κατά την οποία, οι καταδιωκτικές αρχές εμφανίζουν την κομματική δράση των στελεχών του Κ.Κ.Ε. σαν κατασκοπεία. Η συλλογιστική τους είναι απλή: αφού η ηγεσία του Κ.Κ.Ε. μένει στις σοσιαλιστικές χώρες, είναι και πράκτορας τους! Κατά συνέπεια κάθε πληροφορία των κομμουνιστών που δρουν στην Ελλάδα προς αυτή, είναι και πράξη κατασκοπείας!! Η στάση αυτή των καταδιωκτικών αρχών (και φυσικά του κράτους που τη σχεδιάζει) εξηγείται: παρά τη συντριπτική ήττα του 1949 και τα λάθη της, η Αριστερά αποδεικνύει πως είχε βαθιές ρίζες στο λαό και οι οργανώσεις της πετάγονταν παντού σαν τα μανιτάρια. Το 1954 υπήρχαν κομματικές οργανώσεις του Κ.Κ.Ε. σε Αθήνα – Πειραιά – Θεσσαλονίκη – Πάτρα και σε πολλά άλλα μέρη. Η Ασφάλεια της πρωτεύουσας είχε κατορθώσει να διεισδύσει σε ορισμένες από αυτές και την άνοιξη του ίδιου χρόνου τις «χτύπησε». Σιγά – σιγά έπεσαν στα χέρια της κάπου 150 κομμουνιστές που θα «βαφτιστούν» κατάσκοποι… Στην περίοδο αυτή προετοιμάζονταν και δημοτικές εκλογές. Στην Αθήνα η Αριστερά συνασπίστηκε με το στρατηγό Κατσώτα και ο Παπάγος με τη βοήθεια των αμερικανικών υπηρεσιών, αγωνιζόταν να διαλύσει αυτή τη συνεργασία. Βλέποντας ότι αποτυγχάνει, δε δίστασε να βγει ο ίδιος δημόσια και να καταγγείλει τους συλληφθέντες κομμουνιστές σαν κατάσκοπους, πριν αυτοί ανακριθούν. Και να σκεφτεί κανείς ότι και αυτό ακόμα το στρατοδικείο – δικαστήριο σκοπιμότητας με αυστηρά επιλεγμένους δικαστές – δεν μπόρεσε παρά μόνο για 5 από τους κατηγορούμενους (αυτούς που είχαν έρθει από το εξωτερικό), να στοιχειοθετήσει καταδίκη κατασκοπείας!!! Αυτά τα ολίγα για το κλίμα της εποχής, που ο υπογράφων είχε την «ευτυχία» να ζήσει σαν υπόδικος για κατασκοπεία.

Από έλη μπορντέλα, από μπορντέλα φυλακές

Οι υπόδικοι του Α.Ν. 375/1936 μεταφέρθηκαν βασικά στις «μικρές» φυλακές Βούρλων – Πειραιά, με το σκεπτικό ότι σαν «σκληροτράχηλοι κομμουνιστές» (όμως μας χαρακτήρισαν) θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στις «μεγάλες» φυλακές, όπου ήταν συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των πολιτικών κρατουμένων. Φυσικά δε μεταφέρθηκαν όλοι οι υπόδικοι για κατασκοπεία στα Βούρλα, γιατί οι καταδιωχτικές αρχές ήθελαν να αποφύγουν να φέρουν σε επαφή όλα τα στελέχη του παράνομου μηχανισμού. Και εδώ λίγη… γεωγραφία: η ονομασία Βούρλα βγαίνει από τα βούρλα που φύτρωναν σ’ όλη αυτή την ελώδη περιοχή, η οποία ανήκε στη μητέρα του Π. Πιπινέλη (του πρώην πρωθυπουργού και γνωστού πολιτικού της δεξιάς). Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, όταν κουβαλήθηκαν «τσουβαληδόν» στην Ελλάδα οι πρόσφυγες, γυμνοί, πεινασμένοι κι απελπισμένοι από την τύχη τους, στο χώρο της κυρίας Πιπινέλη χτίστηκαν τα περίφημα «μπορντέλα», κτίρια ειδικά για να εξυπηρετούν τον αγοραίο έρωτα. Εκεί πετάχτηκαν πολλά κορίτσια της προσφυγιάς και το οικοδομικό σύνολο – για σιγουριά – περιμαντρώθηκε. Στα χρόνια της κατοχής, οι Ιταλοί μετέτρεψαν τα «μπορντέλα» σε φυλακή! Το όλο σύνολο των φυλακών περιλάμβανε το κτιριακό συγκρότημα (μοιρασμένο σε τρεις απομονωμένες ακτίνες) και το αρκετά μεγάλο εξωτερικό προαύλιο. Το προαύλιο είχε γύρω του ψηλό τείχος (με πυργίσκους για τους σκοπούς) και στην είσοδο του βρισκόταν η Διεύθυνση των Φυλακών και τα μαγειρεία. Τα κτίρια των φυλακών κατείχαν το βορειοδυτικό τμήμα του οικοπέδου και ήταν σχεδόν «κολλημένα» με το τείχος. Οι πολιτικοί κρατούμενοι ήταν συγκεντρωμένοι στην 3η ακτίνα, στο βορειοδυτικό άκρο της. Η ακτίνα αυτή είχε 24 κελιά (τα δωμάτια όπου παλιότερα οι πόρνες δέχονταν τους πελάτες τους), με διαστάσεις περίπου 3×2,5 μ. Σ’ αυτό το χώρο ήταν στοιβαγμένοι 4 ή 5 κρατούμενοι. Για να ολοκληρώσουμε την περιγραφή, σημειώνουμε ακόμα: τα κελιά ήταν σε ευθεία γραμμή, 12 από τη μια μεριά ενός μικρού προαυλίου και 12 από την άλλη. Στη μέση του προαυλίου αυτού, ανάμεσα στα κελιά No 6 και 7, υπήρχε ένας χώρος που είχε μετατραπεί σε πλυντήριο και αποθήκη (παλιότερα ήταν το καφενείο, όπου μαζεύονταν οι νταβατζήδες). Ακριβώς απέναντι, ανάμεσα στα κελιά 18 και 19 υπήρχαν τα κοινά αποχωρητήρια, που επικοινωνούσαν με τον κεντρικό υπόνομο.

Καλλιεργείται η ιδέα της απόδρασης

Το καλοκαίρι του 1954 μετέφεραν στη φυλακή το Μήτσο Δάλλα, παλιό στέλεχος του ΚΚΕ (αναπληρωματικό μέλος της Κεντρικής Επιτροπής), που είχε έρθει στην Ελλάδα λίγο μετά τη σύλληψη του Μπελογιάννη, για να ανασυγκροτήσει τις κομματικές οργανώσεις. Αρχικά κατηγορήθηκε με βάση τον Α.Ν. 509/ 1947 («περί βιαίας ανατροπής του κρατούντος κοινωνικού συστήματος») αλλά αργότερα περιλήφθηκε στους υπόδικους για κατασκοπεία. Ο Δάλλας είναι αυτός που συνέλαβε την ιδέα της δραπέτευσης. Τη συζήτησε με το γραμματέα της φυλακής Θ. Βασιλόπουλο (παλιότερο κρατούμενο). Τελικά, τα πράγματα θα εξελιχτούν διαφορετικά από τους πρώτους εκείνους σχεδιασμούς… Η πρώτη αυτή σκέψη, η σκέψη του Δάλλα, ήταν ν’ ανοιχτούν τα κελιά της φυλακής, οι κρατούμενοι ν’ ανέβουν στην ταράτσα του κτιρίου κι από εκεί να πηδήξουν στο μεγάλο προαύλιο. Μετά θα κατευθύνονταν στο εξωτερικό τείχος, θα σκαρφάλωναν και θα πηδούσαν έξω. Είχαν υπολογιστεί με ακρίβεια οι κινήσεις των φυλάκων και των σκοπών και η επιχείρηση – πιστευόταν – ότι μπορούσε να πετύχει. Υπήρχαν όμως πολλά προβλήματα: με τον τρόπο αυτό υπήρχαν όμως πολλά προβλήματα: με τον τρόπο αυτό απόδρασης θα έφευγαν ελάχιστοι που θα συναντούσαν και αφάνταστες δυσκολίες. Η όλη επιχείρηση εμφανιζόταν σαν μια επίδειξη τόλμης και όσοι συμμετείχαν σ’ αυτή έπαιζαν κορώνα – γράμματα τη ζωή τους. Μοναδικό θετικό στοιχείο ήταν πως στα χέρια του Βασιλόπουλου βρισκόταν ήδη το αντικλείδι, με το οποίο άνοιγαν οι πόρτες των κελιών… Το σχέδιο αρχίζει να υλοποιείται με την άφιξη στη φυλακή του Κυριάκου Τσακίρη, κομματικού στελέχους που είχε έρθει από το εξωτερικό. Ο Δάλλας του λέει τις σκέψεις του και αρχίζει λεπτομερειακή κατάστρωση της επιχείρησης. Στο μεταξύ φτάνει στα Βούρλα κι ο Σταύρος Καράς (προερχόμενος κι αυτός από το εξωτερικό). Ο Δάλλας, με τους δυο νεοφερμένους και το Θ. Βασιλόπουλο, κάνουν σύσκεψη στο κελί 15 για το τι πρέπει να γίνει, μα δεν καταλήγουν σε απόφαση. Ο καιρός περνάει. Έρχονται όλο και νέοι κρατούμενοι από την Ασφάλεια Πειραιά και οι διεργασίες γίνονται όλο και πιο δυσκίνητες. Προτείνονται αρκετές βελτιώσεις του σχεδίου, που ωστόσο φαίνεται πια τελείως ασύμφορο. Μπαίνει ο χειμώνας, χωρίς να έχει προγραμματιστεί τίποτα. Το Νοέμβριο μεταφέρονται στη φυλακή οι συλληφθέντες στη Θεσσαλία. Επικεφαλής του κομματικού μηχανισμού εκεί ήταν ο Σωτήρης Σωτηρόπουλος. Ο Δάλλας, παλιός συνεργάτης του, προσπαθεί να διερευνήσει της διαθέσεις του και του λέει:

– Αν βρεις κάποια ευκαιρία, να το σκάσεις. Μη διστάσεις…

Ο Σωτηρόπουλος του βεβαιώνει πως έχει πάρει τέτοια απόφαση και ρωτά για τις πιθανότητες που έχει μια απόπειρα δραπέτευσης. Ο Δάλλας του απαντά πως είναι αδύνατη. Ήταν η εποχή που οι συζητήσεις για το σχέδιο δραπέτευσης είχαν αποτελματωθεί. Λίγο πριν από τα Χριστούγεννα του ’54 ο Δάλλας μεταφέρεται από τα Βούρλα στις φυλακές Καλαμίου Κρήτης (Ιτζεδίν).

«Είδες τί εύκολο είναι να φύγουμε;»

Τις πρώτες μέρες του Φεβρουαρίου 1955, με μια τυχαία συζήτηση, ανοίγει νέος κύκλος σχεδίων για την απόδραση. Η συζήτηση γίνεται ανάμεσα σε μια παρέα κρατουμένων, που κάθονται σ’ ένα πεζουλάκι, στη δυτική πλευρά της ακτίνας. Ο υδραυλικός Γιώργος Χατζηπέτρος λέει, πως μπορεί μέσα σε μια ώρα, να τρυπήσει το τείχος και να βγουν όλοι στο δρόμο. Όλοι γελούν. Ανάμεσα σ’ αυτούς που ακούν είναι και οι Σωτηρόπουλος – Καράς, που δεν είχαν πάψει να αναζητούν διέξοδο προς την ελευθερία. Αμέσως μετά τη δήλωση του Χατζηπετρου, ο Καράς παίρνει παράμερα το Σωτηρόπουλο και του λέει:
– Είδες τί εύκολο είναι να φύγουμε;

Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ «ΤΟ ΒΗΜΑ» ΤΗΣ 19.7.1955 (ΜΕΘΕΠΟΜΕΝΗ) ΑΝΑΓΓΕΛΛΕΙ ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΓΕΓΟΝΟΣ ΤΗΣ ΑΠΟΔΡΑΣΗΣ.

Βασικά θέλει να «ψαρέψει» τις διαθέσεις του, μια και η απόδραση δεν αποτελούσε «ιδιωτική» υπόθεση, αλλά ζήτημα που αφορούσε την κομματική οργάνωση… Ο Σωτηρόπουλος είναι όμως υπέρ της απόδρασης. Το ίδιο και ο Τσακίρης στον οποίο απευθύνονται (ο τελευταίος διατηρούσε, ωστόσο, αρκετές επιφυλάξεις). Να σημειωθεί εδώ, ότι οι τρεις άντρες, αποτελούσαν επιτροπή μελέτης και προετοιμασίας των δικών με γραμματέα τον Τσακίρη. Ας μιλήσουμε όμως λίγο για την κατάσταση των κρατουμένων. Οι συνθήκες διαβίωσης τους ήταν εξαιρετικά άσχημες. Στα μικρά κελιά, υπήρχε μεγάλος συνωστισμός και δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Το προαύλιο ήταν επίσης στενό και δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα. Σ’ όλα αυτά πρέπει να προστεθεί και το ότι ανάμεσα στους κρατούμενους υπήρχαν κι αρκετοί άρρωστοι. Μπροστά στην κατάσταση αυτή, η διεύθυνση είχε υποχρεωθεί να αφήνει τα κελιά ανοιχτά κατά τις μεσημεριανές ώρες, πράγμα που – όπως θα δούμε – διευκόλυνε τα σχέδια δραπέτευσης. Άλλοι παράγοντες που ευνοούσαν τον ίδιο στόχο, ήταν ότι μερικοί κρατούμενοι έμεναν έξω, μετά το κλείσιμο των κελιών (9 μ.μ.), για να καθαρίζουν τους κοινόχρηστους χώρους κι ακόμα ότι ο υπόνομος ήταν σε άθλια κατάσταση και υπήρχε ανάγκη να διανοιχτεί.

Καταστρώνεται το σχέδιο

Στις αρχές Μαρτίου φτάνει στις φυλακές των Βούρλων ο Λεωνίδας Τζεφρώνης, πρώην υπεύθυνος όλων των παράνομων οργανώσεων στην Ελλάδα. Το κόμμα τον είχε αντικαταστήσει (το πόστο του πήρε ο Χαρίλαος Φλωράκης) και του είχε δώσει εντολή να επιστρέψει στο εξωτερικό. Τελικά πιάστηκε λίγο πριν επιχειρήσει τη διαφυγή, γεγονός που αποτέλεσε πραγματικά σημαντικό χτύπημα για το κόμμα και μεγάλη επιτυχία της Ασφάλειας. Ο Τσακίρης – Καράς – Σωτηρόπουλος – Βασιλόπουλος ενημερώνουν το νεοφερμένο Τζεφρώνη για την προγραμματιζόμενη απόδραση κι αυτός αμέσως τάσσεται με το μέρος τους. Η στάση του αυτή δίνει κουράγιο στους κρατούμενους. Από την επόμενη κιόλας μέρα αρχίζει νέος κύκλος συζητήσεων που καταλήγει στην απόρριψη του αρχικού σχεδίου των Δάλλα – Βασιλόπουλου για «ρεσάλτο» από το τείχος, που εμφανιζόταν επισφαλές και ιδιαίτερα επικίνδυνο. Απορρίπτεται επίσης η πρόταση του Χατζηπετρου για τρύπημα του τείχους, μια και οι περιπολίες των φυλάκων ήταν συχνές και κάθε σχετική ενέργεια δεν θα περνούσε απαρατήρητη. Δε γίνεται, τέλος, δεκτή άλλη πρόταση για απόδραση από το τείχος, μέσο μιας μη χρησιμοποιούμενης σκοπιάς. Ας σημειωθεί ότι όλοι συμφωνούσαν πως δεν έπρεπε να γίνει χρήση βίας. Μπροστά στο νέο αδιέξοδο, αρχίζει να εξετάζεται μια νέα σκέψη του Χατζηπέτρου, που μετά την απόρριψη του αρχικού του σχεδίου για τρύπημα του τείχους, είχε προτείνει τη διάνοιξη υπόγειας σήραγγας. Κι εδώ τα προβλήματα εμφανίζονται πολλά: πριν απ’ όλα, χρειαζόταν πολύς χρόνος για μια τέτοια επιχείρηση, κι όλα μπορούσαν, έτσι, να πέσουν στην αντίληψη των φυλάκων. Έπειτα, τι θα κάνουν το χώμα; Στο μεταξύ, ο κύκλος των μυημένων στην απόδραση μεγαλώνει κι ακούγονται όλο και περισσότερες γνώμες. Παράλληλα με τις συζητήσεις διερευνάται και ο χώρος, με τον ακόλουθο απλό τρόπο: Τα μόνα παιχνίδια που μπορούσαν να γίνουν στο στενό χώρο της φυλακής ήταν το πινγκ – πονγκ και το βόλεϊ. Για να εντοπιστεί ο χώρος πίσω από το εξωτερικό τείχος (τη δυτικής ακτίνας) οι κρατούμενοι πετούσαν την μπάλα πάνω στην ταράτσα των κελιών. Και τότε, με την παρακολούθηση του φύλακα (που βρισκόταν πάντοτε εκεί, όσο τα κελιά ήταν ανοιχτά), ανέβαινε κάποιος για να την πιάσει. Έριχνε φυσικά ματιές προς τα έξω. Διαπιστώθηκε λοιπόν πως το τείχος έβλεπε στην οδό Δογάνη και ακριβώς απέναντι βρισκόταν το εργοστάσιο «ΝΤΕΣΤΡΕ». Στην άκρη του εργοστασίου υπήρχε ένα πρόσθετο κτίσμα, που υπολογίστηκε πως πρέπει να έχει τσιμεντένια θεμέλια.

Η σήραγγα προς την ελευθερία

Οι συζητήσεις έχουν καταλήξει πια στην απόρριψη κάθε άλλης πρότασης, έξω από αυτήν που αφορούσε τη διάνοιξη σήραγγας. Ήταν η μοναδική λύση, που παρουσίαζε όμως τρομερές τεχνικές δυσκολίες. Έπρεπε να ανοιχτεί τρύπα κάτω από την οδό Δογάνη, μήκους 17 – 18 μέτρων, και έπρεπε να «κρυφτούν» χώματα συνολικού βάρους 10 – 11 τόνων! Ειδικότερα, έμπαιναν τα εξής προβλήματα: α) από που θα ξεκινούσε και που θα κατέληγε η σήραγγα, β) τί θα κάνανε το χώμα, γ) με τι εργαλεία θα γινόταν το σκάψιμο, δ) πως η επιχείρηση δε θα γινόταν αντιληπτή από τους φύλακες. Το τελευταίο σημείο ήταν και το πιο κρίσιμο, μια η παρουσία φυλάκων στην ακτίνα ήταν διαρκής (κοιτούσαν τακτικά τι γίνεται μέσα στα κελιά). Κάθε βδομάδα, εξάλλου, οι φύλακες διενεργούσαν εξονυχιστική έρευνα σ’ όλο το χώρο της ακτίνας… Μετά από αρκετές διαβουλεύσεις αποφασίζεται η σήραγγα να καταλήγει στο εργοστάσιο «ΝΤΕΣΤΡΕ» και το τεχνικό «πρόσταγμα», παίρνει ο Χατζηπέτρος. Οι αραββωνιαστικές τριών κρατουμένων αναλαμβάνουν την αποστολή να ερευνήσουν το χώρο του «ΝΤΕΣΤΡΕ» και διαπιστώνουν ότι το πρόσθετο κτίσμα ήταν τα πλυντήρια του εργοστασίου που έβγαζαν στην οδό Κανελλοπούλου. Η επιλογή του σημείου εξόδου καθορίζει, τέλος, και το κελί, κάτω από το οποίο θα ανοιγόταν η σήραγγα. Ήταν το No 13. Για το χώμα, το μεγάλο «μπελά», έδωσε λύση ο Χατζηπέτρος. Είπε πως θα μπορούσε να ριχτεί στον υπόνομο! Κάθε βράδυ, οι κρατούμενοι που έμεναν έξω για καθαριότητα, έπρεπε να μεταφέρουν το χώμα με μαξιλαροθήκες και να το πετούν στα αποχωρητήρια, ρίχνοντας μετά αρκετό νερό. Υπήρχε ακόμα και το πρόβλημα για το τι θα γίνουν οι πέτρες που θα συγκεντρώνονταν με το σκάψιμο. Λύση έδωσε και πάλι ο Χατζηπέτρος που εισηγήθηκε την κατασκευή πρόσθετων τσιμεντένιων σκαφών για το πλύσιμο, πράγμα στο οποίο δεν είχε αντίρρηση η διεύθυνση. Οι πέτρες θα ενσωματώνονταν στις σκάφες, κι έτσι δε θα γίνονταν αντιληπτές! Τελικά όμως ήταν τόσο πολλές που το σχέδιο του Χατζηπέτρου έγινε ανέφικτο και οι κρατούμενοι προσανατολίστηκαν σε άλλες λύσεις… Για τα εργαλεία της εκσκαφής κ.λπ.. φρόντισε ο Βασιλόπουλος. Το βασικότερο από αυτά, το «πιγκούνι» αγοράστηκε από τη μνηστή του κρατούμενου Ανδρέα Βελή, που, μαζί με τη μνηστή του Βασιλόπουλου, βοήθησαν τρομερά την όλη επιχείρηση. Όσο για τα εργαλεία σπασίματος του τσιμέντου, θα εξασφαλίζονταν από τον Χατζηπέτρο, ο οποίος θα δήλωνε ότι είναι απαραίτητα για την κατασκευή των σκαφών! Προγραμματίστηκε, ακόμα, αυτό που λέμε «προστασία» της δουλειάς, το να μη γίνει δηλαδή αντιληπτή από τους φύλακες. Το δύσκολο ήταν η αρχή, δηλαδή το σπάσιμο του τσιμέντου στο δάπεδο του κελιού. Τα χτυπήματα δεν μπορούσε παρά να γίνουν αντιληπτά και χρειαζόταν κάποιο επιτυχημένο τέχνασμα για να εξουδετερωθεί ο κίνδυνος. Εδώ θα πρέπει να τονιστεί ότι, σ’ ότι αφορά τους φύλακες, θα μπορούσαν να εξαπατηθούν θεωρώντας ότι οι θόρυβοι προέρχονταν από τις εργασίες του Χατζηπέτρου να κατασκευάσει τις σκάφες, έπρεπε όμως το εγχείρημα να μείνει κρυφό κι από τους μη μυημένους κρατουμένους. Όσο περνούσαν οι ημέρες, όλο και περισσότεροι κρατούμενοι έμπαιναν «κόλπο» και γεννιόταν ζήτημα να επιλεγούν εκείνοι που θα αναλάμβαναν τις εργασίες. Εγώ προσωπικά δεν ανήκα στους μυημένους και μπήκα στην ομάδα που απέδρασε τις τελευταίες ημέρες. Αυτοί που μυήθηκαν ήταν όσοι έμεναν στα κελιά 13, 14 και 15, οι οποίοι, αντικειμενικά, θα καταλάβαιναν έτσι κι αλλιώς τι συνέβαινε. Οι κρατούμενοι, εξάλλου, που θα έκαναν κάθε βράδυ τη μεταφορά του χώματος στα αποχωρητήρια έπρεπε να είναι πάντα οι ίδιοι. Την επιλογή των προσώπων που θα έπαιρναν μέρος στην επιχείρηση την έκανε η ομάδα που πήρε και την πρωτοβουλία. Ο Βασιλόπουλος φρόντισε να γίνουν και αλλαγές στα κελιά, έτσι ώστε να μπουν σ’ αυτά οι κατάλληλοι άνθρωποι, οι μυημένοι. Η κίνηση αυτή δημιούργησε προβλήματα στους υπόλοιπους κρατούμενους, μια και οι μεταφερόμενοι στα κελιά 13, 14 και 15 ήταν και οι «ευπορότεροι». Και καθώς ζούσαμε σε κολεκτιβιστικές ομάδες, έσπαγε ο «ρυθμός» και γίνονταν παρεξηγήσεις. Μεγάλη υπόθεση ήταν να περάσουν από τον έλεγχο της Φυλακής το πιγκούνι και μια σειρά άλλα πράγματα αναγκαία για τη δουλειά (καλώδιο, λάμπες κ.λπ..). Πέρα από τα κορίτσια, που είχαν αναλάβει την προμήθεια και παράδοση του υλικού αυτού, αποφασιστικό ρόλο στον τομέα αυτό θα παίξει ένας από τους κρατούμενους, ο νοσοκόμος της φυλακής Στέλιος Πάσιος. Αυτός είχε την άνεση να βγαίνει από το χώρο που κρατούμαστε και να πηγαίνει στο ιατρείο. Έτσι, κατόρθωσε να παραλάβει τα πάντα από τα κορίτσια (που έρχονταν στο επισκεπτήριο) και να τα μεταφέρει στον προορισμό τους κυριολεκτικά κάτω από τα βλέμματα των φυλάκων – δεν μπορούσαν να τον υποπτευθούν – και των αμύητων κρατούμενων. Ο Θ. Βασιλόπουλος (γραμματέας της φυλακής και καλύτερος γνώστης της υπόθεσης) δίνει, στο μικρό βιβλίο του «Η απόδραση των Βούρλων» αρκετά συναρπαστικά επεισόδια για το εγχείρημα αυτό. Το προβληματικό στο βιβλίο του είναι ότι χρησιμοποιεί ψευδώνυμα και γενικότερα γράφει έτσι ώστε να τον κατανοούν κυρίως όσοι έζησαν την εμπειρία της δραπέτευσης. Αντίθετα, στο βιβλίο των Σ. Σωτηρόπουλου – Α. Παπούλια «Η μεγάλη απόδραση των Βούρλων», τα πράγματα εμφανίζονται περισσότερο απλά, σαφή και κατανοητά, αλλά δεν περιέχονται ειδικότερες λεπτομέρειες για τον τρόπο που πέρασαν στη φυλακή τα υλικά. Το κείμενο είναι όμως αρκετά αποκαλυπτικό για όσα άλλα έγιναν και κυρίως για το πως ανοίχτηκε η τρύπα στο κελί No 13.

Τα πρώτα χτυπήματα στο τσιμέντο

Με την ευκαιρία, θα πρέπει να τονιστεί ότι η όλη επιχείρηση της δραπέτευσης αποφασίστηκε και σχεδιάστηκε από τους ίδιους τους κρατουμένους, χωρίς καμιά παρέμβαση του κόμματος. Όπως καταλαβαίνει κανείς η έναρξη των εργασιών δεν μπορούσε παρά να γίνει γενικότερα αισθητή. Χρειαζόταν λοιπόν η φυλακή να δώσει προς τα έξω την εικόνα ενός εργοταξίου. Για το λόγο αυτό, οι κρατούμενοι που είχαν σχεδιάσει την απόδραση, εισηγήθηκαν το άσπρισμα των κτιρίων, για λόγους υγιεινής. Η διεύθυνση αποδέχτηκε το αίτημα. Κουβαλήθηκαν έτσι διάφορα υλικά (ασβέστης, τσιμέντο, εργαλεία κ.λπ..) και ξεκίνησαν οι εργασίες.

ΑΠΟΨΗ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ ΒΟΥΡΛΩΝ ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΔΟΓΑΝΗ. ΚΑΤΩ ΔΕΞΙΑ ΤΟ ΕΡΓΟΣΤΑΣΙΟ «ΝΤΕΣΤΡΕ», ΑΠΟ ΟΠΟΥ ΔΙΕΦΥΓΑΝ ΟΙ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ.

Οι φυλακές έδωσαν την ατμόσφαιρα… οικοδομής, πράγμα που αποτελούσε θαυμάσια προκάλυψη για εκείνους που θα εργάζονταν στη διάνοιξη της σήραγγας. Επειδή προβλεπόταν ότι στο έδαφος υπήρχε χαλίκι και μικρές πέτρες (που δεν μπορούσαν εύκολα να φύγουν από τον οχετό), ζητήθηκε από τη διεύθυνση η άδεια να μπουν γλάστρες στο εσωτερικό προαύλιο της ακτίνας, πράγμα που δέχτηκε. Έτσι το χαλίκι και οι πέτρες θα κρύβονταν σ’ ένα μεγάλο μέρος τους εκεί, ενώ μια άλλη ποσότητα θα ριχνόταν στους… σκουπιδοντενεκέδες και θα έφευγε έτσι ανώδυνα από τη φυλακή. Τα εργαλεία για τα επισκευαστικά έργα θα παραλάμβανε κάθε πρωί και κάθε απόγευμα ο Χατζηπέτρος από το φύλακα της ακτίνας, για να του το ξαναπαραδώσει κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ. Στις 5 Μαρτίου 1955 γίνεται το αποφασιστικό βήμα: αποφασίζεται το σπάσιμο του τσιμέντου, κάτω από ένα κρεββάτι του κελιού 13. Για να μην ακούγονται οι θόρυβοι, οργανώνεται αγώνας βόλεϊ, που οι κρατούμενοι θα παρακολουθούσαν με «φανατισμό» και δε θα σταματούσαν να φωνάζουν. Οι μυημένοι ήταν εκείνη τη στιγμή 15, ανάμεσα στους οποίους δεν περιλαμβανόμουνα. Γι’ αυτό θα πρέπει να δώσω εδώ την ίδια την αφήγηση του Σωτηρόπουλου, για το πώς ακριβώς άνοιξε η τρύπα. Είχε παρακολουθήσει ο ίδιος την επιχείρηση, μια και ο Τζεφρώνης – Καράς – Τσακίρης βρίσκονταν κάτω από την άμεση επίβλεψη των φυλάκων και δεν είχαν ελευθερία κινήσεων. «Αφού τελειώσαμε όλη την προετοιμασία, αποφασίσαμε ν’ αρχίσουμε στις 5 Μαρτίου το απόγευμα. Ετοιμάσαμε ένα κόντρα πλακέ σε ίδιες διαστάσεις που θα είχε η καταπακτή της σήραγγας και το αλείψαμε με πολτό τσιμέντου για να μοιάζει με το δάπεδο και να καλύψουμε μ’ αυτό πρόχειρα, μέχρι να φτιάξουμε τσιμεντένια πλάκα, το άνοιγμα της σήραγγας. Οργανώσαμε για κείνο το απόγευμα ένα εντυπωσιακό ματς βόλεϊ για να συγκεντρωθεί εκεί η προσοχή των κρατουμένων και του φύλακα που έκανε τη βάρδια του μέσα στην ακτίνα. Ακόμα ελπίζαμε πως ο ντόρος κατά τη διάρκεια του αγώνα θα σκέπαζε κάπως τα χτυπήματα που θα χρειάζονταν για να σπάσει το τσιμεντένιο δάπεδο στο κελλί 13. Εκτός από το πανδαιμόνιο ιαχών που θα προκαλούσε το ματς κάποιος κρατούμενος θα προσέθετε τη συνεισφορά του στη δημιουργία θορύβου σφυροκοπώντας άγρια κάτι τενεκέδες για να τους φτιάξει. Με αγωνία περιμέναμε όλοι μας τα πρώτα χτυπήματα στο τσιμέντο που θα εγκαινίαζαν το έργο της απόδρασης. Ξέραμε ότι το τσιμέντο δεν σπάει με ψευτοχτυπήματα, κάτι γιατροσόφια που είχαμε δοκιμάσει να το διαβρώσουμε δεν απέδωσαν τίποτα. Όταν έφτασε κάποτε το απόγευμα 5.3.55 κι άρχισε να φουντώνει ο αγώνας του βόλεϊ, τα γαυγίσματα των μεγάφωνων και τα σφυροκοπήματα του φαναρτζή κι αφού πήραμε σήμα από τον «τσιλιαδόρο» αρχίσαμε. Το άνοιγμα θα το έκανε ο Γ. Χατζηπέτρος με σφυρί και καλέμι. Εγώ, σαν μέλος της επιτροπής, είχα οριστεί να έχω τη γενική ευθύνη όχι γιατί θεωρήθηκα τάχα ειδικός, αλλά με το κριτήριο ότι από τα μέλη της επιτροπής θα ήταν καλύτερα να μην πολυκινούνται προς το κελλί 13 όπου γινόταν το έργο, αυτοί που είχαν έρθει από, το εξωτερικό και που συγκέντρωναν περισσότερο την παρακολούθηση των κινήσεων τους απο τους φυλακές. Την υπευθυνότητα αυτή την κράτησα κάνα μήνα. Μετά ανέλαβε ίσαμε το τέλος ο Α. Τζεφρώνης τη θέση αυτή. Μπήκαμε με τον Γ. Χατζηπέτρο στο κελί. Ήμασταν και οι δύο ταραγμένοι. Δεν μπορούσα να βολευτώ πουθενά. Μόλις πήραμε σήμα πως κανείς δεν είναι απ’ έξω, δίνει ο Γιώργος 2 – 3 χτυπήματα. Ήχησαν στα αυτιά μου σαν κεραυνοί. Τα χτυπήματα έξω του φαναρτζή έμοιαζαν μπροστά σε κείνα του Γιώργη σαν πιστολιές δίπλα σε βαριές κανονιές. Φάνηκε σαν να τραντάχτηκε η φυλακή. Σταμάτησε. Το τσιμέντο έμεινε ολότελα αχάραχτο. Δίνει ακόμα μερικά, ισχυρότερα, τίποτα. Εκείνη η επάλειψη σκέτου τσιμέντου πάνω στο γκρομπετόν είχε πάρει με το χρόνο την «σκληράδα του ατσαλιού». Ακόμα μερικά χτυπήματα, πάλι τίποτε. Οι άλλοι τρεις, Καράς, Τζεφρώνης, Τσακίρης, μας παραγγέλνουν να βάλουμε πετσάκι πάνω στο καλέμι για να μην ακούγεται ο μεταλλικός κρότος. Το δοκίμασε κι αυτό ο Γιώργης τίποτα. Το κεφάλι μου πήγαινε να σπάσει. Απορούσα πως δεν είχαν καταφθάσει κιόλας οι φύλακες. Το τσιμέντο παρέμεινε εκεί μπροστά μας άτρωτο. Ο Γιώργης σταματά. Τα θυμάμαι όλα αυτά ακόμα, λες κι έγιναν χθες κι ας έχουν περάσει 22 χρόνια. Ήταν γονατισμένος, κρατούσε στο αριστερό του χέρι το καλέμι και στο δεξί το σφυρί. Με κοιτούσε αμήχανα. Λέει: «για να σπάσει, πρέπει να χτυπήσω πολύ δυνατά, θα μας ακούσουν, δεν πας καλύτερα να συνεννοηθείς;». Η πρώτη αντίδραση μου ήταν να σταματήσουμε και να πάω για συνεννόηση. Σαν αστραπή όμως με χτύπησε η ιδέα πως αυτή η αναβολή μπορούσε να σημαίνει και ματαίωση της απόδρασης. Όλοι μας, άλλος λιγότερο, άλλος περισσότερο, είμαστε ανήσυχοι αναλογιζόμενοι τους μεγάλους κινδύνους που εγκυμονούσε η εφαρμογή της απόφασης να αποδράσουμε και την μεγάλη ευθύνη που είχαμε επωμιστεί. Πρόσθετες τεχνικές δυσκολίες και μάλιστα στο πρώτο βήμα μπορούσαν να μας οδηγήσουν πάλι σε ατέλειωτες συζητήσεις κι ίσως και σε ματαίωση του όλου εγχειρήματος. Ταυτόχρονα, μια έντονη εικόνα σχηματίσθηκε στη σκέψη μου: «κάποιο πρωινό μας οδηγούν στο απόσπασμα για να εκτελεστεί η εσχάτη των ποινών για κατασκοπεία». Μπροστά σ’ αυτή την συγκλονιστική σκηνή, θα ελεεινολογούσα τον εαυτό μου που δεν είπα τότε στο Γιώργη να χτυπήσει. Οι σκέψεις αυτές κι ενώ ο Γιώργης περίμενε απάντηση, απόδιωξαν κάθε ταραχή και δισταγμό. «Δεν πάω πουθενά, λέω. Έχουμε αποφασίσει ν’ ανοίξουμε την τρύπα. Χτύπα όσο χρειάζεται».

ΣΧΕΔΙΟ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ. ΣΧΕΔΙΑ ΤΩΝ ΤΣΑΚΙΡΗ – ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ. m = ΣΚΟΠΙΕΣ, λ = ΛΟΥΤΡΟ, τ = ΤΟΥΑΛΕΤΑ, λε = ΠΛΥΝΤΗΡΙΑ «ΝΤΕΣΤΡΕ».

Μερικά πολύ δυνατά χτυπήματα έφεραν το πρώτο ρήγμα στο τσιμέντο. Με ελαφρά πλάγια χτυπήματα, ο Χατζηπέτρος διεύρυνε το ρήγμα. Το γκρο – μπετόν στάθηκε πιο υπάκουο. Άνοιξε γρήγορα μια τρύπα. Κάτω από το γκρο – μπετόν είχαν στρώσει μπάζα για να ευθυγραμμίσουν το δάπεδο πριν ρίξουν την πλάκα. Έβγαζε γρήγορα – γρήγορα με το χέρι του μπάζα από την τρύπα για να δημιουργεί κενό από κάτω. Κατόπιν, με υπόκωφα χτυπήματα διεύρυνε γρήγορα το άνοιγμα και συνέχιζε βγάζοντας μπάζα και σπάζοντας το τσιμέντο. Όταν το άνοιγμα έγινε κάπως μεγάλο, χρησιμοποίησε ένα χοντρό και μακρύ σιδερένιο λοστό σαν μοχλό και αποσπούσε κομμάτια τσιμέντο. Έτρεξα ν’ αναγγείλλω στους άλλους τα ευχάριστα νέα. Ο ενθουσιασμός μας ξέσπασε σε επευφημίες για τις φάσεις του βόλεϊ. Ξαναγύρισα στο κελλί. Ο Γιώργης τελείωσε, ρίξαμε τα μπάζα μέσα στο άνοιγμα, τοποθετήσαμε το κάλυμμα του κόντρα πλακέ, κλείσαμε τις τέσσερις γραμμές επαφής με γύψο, περάσαμε ασβέστη μια λουρίδα κάτω από το κρεββάτι πάνω στο κόντρα πλακέ για να καμουφλάρουμε το άνοιγμα και τελειώσαμε για κείνη τη μέρα. Έτσι έγινε το πέρασμα από την απόφαση για απόδραση στην εφαρμογή της, έγινε η αρχή που σε τέσσερις μήνες οδήγησε σε ευτυχισμένο τέλος. Την άλλη μέρα χρησιμοποιώντας λίγο τσιμέντο που μας είχε δώσει η υπηρεσία για να φτιάξουμε κάτι μερεμέτια στην ακτίνα και βγάζοντας τις σιδερένιες βέργες που είχε μια τσίγκινη σκάφη, σκαρώσαμε μια τσιμεντένια πλάκα στις ίδιες με το άνοιγμα διαστάσεις και αντικαταστήσαμε μ’ αυτήν το ξύλινο σκέπασμα. Η τσιμεντένια πλάκα εφάρμοζε τόσο καλά που όχι μόνο δε φαινόταν η καταπακτή αλλά και να την χτυπούσε κανείς, πολύ δύσκολα διαπίστωνε πως εκεί υπήρχε άνοιγμα πηγαδιού. Αργότερα φτιάξαμε δυο μικρότερες πλάκες για να μπορούμε ευκολώτερα να ανοίγουμε την καταπακτή. Η μια πλάκα ήταν βαρεία και δύσκολα άνοιγε. Η τσίγκινη σκάφη, χωρίς πια τις σιδερένιες βέργες γύρω της, είχε τα μαύρα της τα χάλια. Έκανες να τη σηκώσεις και σου ξέφευγε σαν χέλι. Μερικοί έγιναν μούσκεμα σηκώνοντας την και δεν μπορούσαν να καταλάβουν τι έπαθε η σκαφή. Την παραμερίσαμε και ησυχάσαμε κάπως».

Ένας πρόθυμος χαφιές

Λίγες μέρες μετά τη διάνοιξη της τρύπας έρχεται ο αρχιφύλακας Μπραΐμης στην ακτίνα για επιθεώρηση. Οι κρατούμενοι του κελιού 13 προλαβαίνουν και καλύπτουν πρόχειρα το επικίνδυνο σημείο. Αυτός, κοιτά προσεχτικά τους τοίχους του κελιού χωρίς να στρέψει το βλέμμα του στο έδαφος. Μερικοί κρατούμενοι, στο μεταξύ, έχουν καθήσει στο κρεββάτι (κάτω από το οποίο βρισκόταν η τρύπα), ενώ άλλοι περιτριγύριζαν τον αρχιφύλακα.

ΓΕΛΟΙΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ «ΒΡΑΔΥΝΣΗ» ΤΗΣ 19.7.1955. Ο Κ. ΚΑΡΑΜΑΝΛΗΣ ΗΤΑΝ ΤΟΤΕ ΥΠΟΥΡΓΟΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΡΓΩΝ ΚΑΙ «ΠΑΙΔΕΥΟΤΑΝ» ΜΕ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΟΥ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ.

Ο Μπραΐμης φεύγει χωρίς να πει τίποτα. Πηγαίνει στο κελί 15 όπου έμεναν οι Τζεφρώνης – Τσακίρης κι αφού κοιτά προσεκτικά παντού, προσπαθεί να «ψαρέψει»:
– Δε μ’ αρέσει η δουλειά.
– Όλοι οι υπεύθυνοι μαζεύτηκαν εδώ.
– Μπας κι ανοίγετε καμιά τρύπα;

Ο Τσακίρης «αγανακτεί» και τραβώντας βίαια τις κουβέρτες του κρεββατιού του, φωνάζει:
– Ορίστε! ψάξτε τέλος πάντων. Δεν κάνει να λέτε τέτοια πράγματα…

Κι ο αρχιφύλακας… καθησυχάζεται. Ας αναφέρουμε κι άλλο ένα επεισόδιο: Παρουσιάστηκε στη φυλακή ένας νέος φύλακας από το Αγρίνιο, ο Ευθυμίου. Στην κατοχή ήταν στο Ε.Α.Μ. και μάλιστα τον είχε οργανώσει ο… Σωτηρόπουλος. Μόλις είδε τον παλιό του καθοδηγητή, έτρεξε να τον χαιρετίσει και να του πει χωρίς περιστροφές, ότι εξακολουθούσε να είναι αριστερός και πως με προθυμία θα του πρόσφερε όποια υπηρεσία ήθελε! Ο Σωτηρόπουλος τον πίστεψε κι έσπευσε ν’ ανακοινώσει τα συμβάντα στην επιτροπή. Τα μέλη όμως της επιτροπής «ψυλιάστηκαν» πως κάτι «βρώμικο» γίνεται και του είπαν να είναι προσεκτικός. Και είχαν δίκιο. Μετά από λίγες μέρες αποκαλύφθηκε ότι ο Ευθυμίου ήταν «βαλτός» της Ασφάλειας, η οποία τον είχε κουβαλήσει σκόπιμα στη φυλακή. Έτσι αποτράπηκε το κακό. Η τρύπα φτάνει σε βάθος 1,80 μ. και διευρύνεται ώστε να δίνει ελευθερία κινήσεων σ’ εκείνους που δούλευαν εκεί. Μετά αρχίζει το οριζόντιο σκάψιμο, προς την κατεύθυνση του δρόμου, μα το έδαφος είναι ιδιαίτερα σκληρό και γεμάτο πέτρες. Καθυστερούν, δουλεύοντας αργά – αργά με το πιγκούνι. Τα υλικά της εξόρυξης ανεβαίνουν στο κελί, όπου οι κρατούμενοι (Βαρδής Βαρδινογιάννης, Ανδρέας Μπαρτζιώκας, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Σταύρος Σιδερής, Μιχάλης Κολοκοτρώνης) φροντίζουν για την εξαφάνιση τους.

Ιδιαίτερη «φροντίδα» για το… γιασεμί

Οι χωματόβωλοι συντρίβονται με τα τακούνια, γίνονται χώμα. Έπειτα το χώμα μπαίνει σε υφασμάτινους σωλήνες (κατασκευασμένους από σεντόνι), που οι κρατούμενοι ζώνονται στη μέση. Μετά, πηγαίνουν στα αποχωρητήρια και – με προσοχή – το πετούν στον υπόνομο. Πρόβλημα είναι οι πέτρες. Αυτές, ρίχνονται κυρίως στους σκουπιδοντενεκέδες και μεταφέρονται έτσι έξω από τη φυλακή. Κάποια μέρα, κατά τη μεταφορά των σκουπιδιών, όλα κινδυνεύουν να προδοθούν, όταν ένας φύλακας επιμένει να παραστεί στο άδειασμα τους. Επικρατεί σύγχυση. Τη λύση δίνει κάποιος ψύχραιμος κρατούμενος που του αποσπά την προσοχή ζητώντας του κάποιο εργαλείο και απομακρύνοντας τον έτσι από το επικίνδυνο σημείο. Μετά από αυτό, σταματάει η μεταφορά υλικών με τους σκουπιδοντενεκέδες. Τώρα θα χρησιμοποιηθούν οι ντενεκέδες – γλάστρες. Το κόλπο είναι αυτό: ο κάθε ντενεκές γεμίζεται σχεδόν μέχρι πάνω με χαλίκια και πέτρες, και φυτεύονται πανσέδες. Μέσα σε λίγες μέρες η φυλακή παίρνει μια παρανοϊκή, λουλουδάτη όψη με πανσέδες παντού, που θα πρέπει να ομολογήσει κανείς ότι ήταν υπέροχη. Όλα προχωρούσαν τόσο τέλεια, που όχι μόνο οι φύλακες, αλλά και οι υπόλοιποι κρατούμενοι δεν είχαν καταλάβει τι γινόταν. Κάποτε, βέβαια, παράγινε με τις γλάστρες και αποφασίστηκε οι πέτρες να πετάγονται αλλού.

ΛΙΝΑΡΔΑΤΟΣ – ΛΟΓΑΡΑΣ – ΧΑΤΖΗΠΕΤΡΟΣ – ΠΑΠΟΥΛΙΑΣ – ΜΥΡΙΑΝΘΟΠΟΥΛΟΣ

ΚΙΟΥΡΤΣΗΣ – ΚΑΛΑΤΖΗΣ – ΚΟΚΛΑΣ – ΚΑΤΡΗΣ – ΤΣΑΚΙΡΗΣ

ΓΕΩΡΓΟΥΛΙΑΣ – ΒΑΡΔΙΝΟΓΙΑΝΝΗΣ – ΡΟΔΑΚΗΣ – ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ – ΤΖΕΦΡΩΝΗΣ

ΚΑΡΑΣ – ΜΠΑΡΤΖΙΩΚΑΣ – ΓΕΩΡΓΙΟΥ – ΓΚΑΣΤΟΝ – ΦΙΛΗΣ

Επιλέχτηκε ένας ακάλυπτος χώρος 2×0,60 μ. μπροστά από το κελί νούμερο 6 όπου από παλιότερα ήταν φυτεμένο ένα γιασεμί. Οι. πέτρες τώρα θα ρίχνονταν εκεί και θα καλύπτονταν με χώμα. Τη δουλειά είχε αναλάβει ο Βαρδής Βαρδινογιάννης, που εντυπωσίαζε όλους με την ιδιαίτερη «φροντίδα» που έδειχνε στο γιασεμί. Δούλευε τόσο προσεχτικά, που κι εγώ ακόμα που έμενα στο κελί νούμερο 6, δεν είχα καταλάβει τι έκανε. Η σήραγγα στο μεταξύ προχωρούσε. Η δουλειά ήταν σκληρή γιατί εκεί κάτω δεν υπήρχε αέρας και δεν μπορούσε να μείνει κανείς πάνω από πέντε λεπτά. Κάποια μέρα, ο Σταύρος Σιδερής και ο Μιχάλης Κολοκοτρώνης λιποθύμησαν και οι σύντροφοι τους τους έβγαλαν έξω με δυσκολία. Ας σημειωθεί ότι σημείο συναγερμού γι’ αυτούς που δούλευαν κάτω ήταν ένας σπάγγος δεμένος στο πόδι τους, που μόλις παρουσιαζόταν κίνδυνος, τον τραβούσαν εκείνοι που βρίσκονταν στο κελί. Κάποια στιγμή σταμάτησε να λειτουργεί το αποχετευτικό σύστημα, μια και ο υπόνομος είχε βουλώσει από το τόσο χώμα που είχε πέσει μέσα. Βρώμισε όλη η ακτίνα. Οι κρατούμενοι έκαναν παράσταση στον αρχιφύλακα και στο διευθυντή και ζήτησαν να τον επισκευάσουν οι ίδιοι. Ήταν κάτι φοβερό αν σκεφτεί κανείς ότι έπρεπε να καθαρίσουν ένα φρεάτιο γεμάτο λάσπη και ακαθαρσίες. Το έργο θα αναλάμβαναν και πάλι οι μυημένοι που ο αριθμός τους όλο και μεγάλωνε. Αυτοί ήταν ο Κώστος Φίλης (καθηγητής μαθηματικών), ο Βαρδής Βαρδινογιάννης (δικηγόρος), ο Ανδρέας Μπαρτζιώκας (της Εμπορικής), ο Μπάμπης Καλατζής και φυσικά ο υδραυλικός Χατζηπέτρος. Έμπαινε ένας μέσα και έβγαζε το χώμα, ενώ άλλος το κάλυπτε με ακαθαρσίες, για να μη καταλάβει κανείς τι είχε συμβεί. Ο Μπάμπης Καλατζής δεν άντεξε αρρώστησε και στάλθηκε στο νοσοκομείο. Πολλές φορές η επιχείρηση κινδύνεψε από τυχαία περιστατικά. Μια μέρα ένας φύλακας ζήτησε επίμονα τον Βαρδινογιάννη, που εκείνη την ώρα δούλευε στη στοά. Επιχείρησε μάλιστα να μπει στο κελί 13, αλλά οι κρατούμενοι, με διάφορες προφάσεις τον σταμάτησαν… Υπήρχε και μια μεγάλη ανησυχία. Η σήραγγα προχωρούσε, αλλά δεν ήταν σίγουρο πως ανοιγόταν προς τη σωστή κατεύθυνση, μια και ήταν εύκολο κάτω από τη γη να χάσει κανείς τον προσανατολισμό του. Το πρόβλημα το έλυσε η μνηστή του Βασιλόπουλου. Κάποιο απόγευμα μετά από συνεννόηση, πέρασε από την οδό Δογάνη κρατώντας ένα γκαζοντενεκέ. Στο σημείο που υπολογιζόταν ότι είχε φτάσει η σήραγγα άφησε τον γκαζοντενεκέ να πέσει και να κάνει μεγάλο θόρυβο. Εκείνοι που έσκαβαν «απάντησαν» με δυνατότερο θόρυβο. ‘ Έτσι βεβαιώθηκε πως όλα προχωρούσαν κανονικά. Ο φωτισμός της σήραγγας ήταν αρκετά πρωτότυπος. Χρησιμοποιούνταν λαμπάκια φακού και μικρές μπαταρίες που οι κρατούμενοι είχαν προμηθευτεί για να βάζουν στα καραβάκια που έφτιαχναν. Κανένας δε θα μπορούσε να υποψιαστεί τίποτα.

Παρά λίγο καταστροφή!

Στις αρχές του Μάη ένα περιστατικό βάζει σε κίνδυνο όλη την επιχείρηση. Είναι αργά το βράδυ. Κάτω στη σήραγγα βρίσκονται δυο από τους κρατούμενους του κελιού 13 και στα κρεβάτια τους είναι τοποθετημένα ομοιώματα ανθρώπων σκεπασμένα με σεντόνι. Οι εργασίες έχουν προχωρήσει αρκετά κάτω από το οδόστρωμα της οδού Δογάνη. Ξαφνικά ένα τζιπ της χωροφυλακής, στο οποίο επιβαίνει ένας αξιωματικός, σταματά κάτω από τη σκοπιά που βρισκόταν στη βορειοδυτική γωνιά του τείχους, δηλαδή κοντά στο κελί νούμερο 12. Οι κτύποι από το σκάψιμο γίνονται αισθητοί μέσα στο αυτοκίνητο. Ο αξιωματικός κατεβαίνει, βάζει το αυτί του στο οδόστρωμα και ακούει ευκρινέστατα και άλλους θορύβους. Τρέχει αμέσως στη διεύθυνση της φυλακής, βρίσκει τον υπαρχιφύλακα υπηρεσίας και του λέει ότι οι κομμουνιστές φτιάχνουν στοά κάτω από το κελί 12. Αυτός δε δείχνει να τον πιστεύει, αλλά διατάζει καλού κακού να γίνει έρευνα. Ο αξιωματικός ζητά να πάρει μέρος στην έρευνα αυτή, αλλά το αίτημα του απορρίπτεται γιατί ο κανονισμός της φυλακής το απαγόρευε. Ένας φύλακας, ο Κρητικός ο Σταύρος, σπεύδει στην 3η ακτίνα. Στο πρώτο κελί, φύλαγε σκοπιά για λογαριασμό των κρατουμένων ο νοσοκόμος Πάσιος, που καταλαβαίνοντας τι συμβαίνει αφήνει μια συνθηματική κραυγή. Ο σκοπός του κελιού 13 πιάνει την κραυγή και ειδοποιεί αμέσως αυτούς που δούλευαν στη σήραγγα να σταματήσουν. Στο μεταξύ ο φύλακας φτάνει στο κελί 12, που είχε υποδείξει ο αξιωματικός, μετράει τους κρατούμενους και τους βρίσκει σωστούς. Αυτοί «αγαναχτισμένοι» από την ενόχληση βάζουν τις φωνές και ο φύλακας τα χάνει. Ζητάει μάλιστα και… συγνώμη και φεύγει ενώ οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται. Σταματά μπροστά από το κελί 13, όπου φύλαγε σκοπός ο κρατούμενος Μπαρτζιώκας, και τον ρωτάει:

– Τί γίνεται εδώ μέσα;
– Κοιμούνται.
– Μας είπαν ότι σκάβετε για να το σκάσετε.
– Μπα λάθος κάνουν. Όλοι κοιμούνται.

Ο Σταύρος σκέφτεται πως ίσως είχαν ακουστεί τα τσόκαρα κάποιου κρατούμενου ή πως κάποιος απ’ αυτούς έκανε θόρυβο με τη χειροτεχνία του. Φεύγει αφού μετρά τους κρατούμενους του νούμερου 13, συναριθμώντας φυσικά και τα ομοιώματα που υπήρχαν στα κρεβάτια. Οι δυο που δούλευαν κάτω δεν είχαν προλάβει ν’ ανέβουν και καταλαβαίνει κανείς τι σήμαινε αν εμφανίζονταν εκείνη την ώρα. Ο κίνδυνος είχε προσωρινά περάσει. Ο φύλακας αναφέρει πως όλα είναι εντάξει, μα ο αξιωματικός χωροφυλακής είναι δύσπιστος. Ξαναπηγαίνει στην οδό Δογάνη, βάζει το αυτί του στο οδόστρωμα, μα δεν ακούει πια τίποτα… Μόλις επικρατεί ησυχία, αυτοί που δούλευαν στη σήραγγα βγαίνουν στο κελί και πετούν στην τρύπα τα ομοιώματα. Μετά τοποθετούν προσεχτικά την πλάκα πάνω στο στόμιο και περνούν όλο το κελί με ασβέστη έτσι ώστε να μη φαίνονται οι χαραμάδες. Είχαν επίσης φροντίσει να υπάρχει χαλίκι κάτω από την πλάκα, για να μην ακούγεται κούφιος θόρυβος αν κάποιος την χτυπούσε. Την άλλη μέρα γίνεται λεπτομερής έρευνα, ιδιαίτερα στο κελί 12, όπου αναστατώνοντα τα πάντα, και στη συνέχεια στο κελί 13. Ο αρχιφύλακας Μπραΐμης, γνωστός «κομμουνιοτοφάγος» πιστεύει πως δε συμβαίνει τίποτα, μα δεν μπορεί και να ησυχάσει, μια και ο αξιωματικός της χωροφυλακής επιμένει. Για σιγουριά, οι αρχές αποφασίζουν ν’ ανοίξουν χαντάκια στην οδό Δογάνη, στο ύψος όμως του κελιού 12 που απείχε τουλάχιστον 10 μέτρα από την σήραγγα. Φυσικά δε βρήκαν τίποτα και σταμάτησαν κάθε άλλη έρευνα. Μετά τη δοκιμασία αυτή, το σκάψιμο θα σταματήσει για 15 περίπου μέρες. Μερικοί μάλιστα από την επιτροπή προτείνουν την ματαίωση της απόδρασης. Ύστερα από λίγες μέρες όμως οι εντυπώσεις από το περιστατικό ατονούν.

Ένα άνετο, καθαρό φωταγωγημένο τούνελ!

Μετά από 15 μέρες – όπως είπαμε – η δουλειά ξαναρχίζει. Το έδαφος δεν είναι πια βραχώδες, και μπορεί ν’ ανασάνει κανείς καλύτερα γιατί δεν υπάρχει πολλή σκόνη. Γεννώνται όμως καινούργια προβλήματα: η στοά πρέπει να υποοτηλωθεί γιατί δεν είναι σίγουρο πως τα τειχώματα θ’ αντέξουν στο βάρος και στους κραδασμούς των τροχοφόρων που περνούσαν στο δρόμο. Για υποστηλώματα χρησιμοποιούνται σανίδια από κρεβάτια, παραθυρόφυλλα (που το καλοκαίρι τα είχαν βγάλει από τη θέση τους) και ότι άλλο πρόχειρο. Η δουλειά στη σήραγγα ήταν κάτι ασύλληπτο στην κοινή λογική. Οι άνθρωποι που δούλεψαν εκεί κάτω έδειξαν τρομερή θέληση και αποφασιστικότητα και πρέπει να ομολογήσω πως όταν βρέθηκα εκεί μέσα – κατά τη διαφυγή μου ένιωσα πραγματικό δέος. Εκεί μέσα ήταν δύσκολο και να συρθείς ακόμα• όχι να δουλέψεις τόσους μήνες!

Από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» ΤΗΣ 19.7.1955

Όμως ας δώσουμε και πάλι το λόγο στο Σωτηρόπουλο, που γράφει τα εξής για το τελευταίο στάδιο των εργασιών. «Πλησιάζουμε πια τον τοίχο του εργοστασίου. Εκεί κοντά μια σωλήνα ύδρευσης τρυπάει τη σήραγγα στη μέση. Αναγκαζόμαστε ν’ ανοίξουμε λάκκο κάτω από το σωλήνα για να περνάμε. Ο λάκκος κάθε τόσο γεμίζει βρωμόνερα προφανώς από κάποια διαρροή υπονόμου. Η σήραγγα μυρίζει απαίσια. Η βρώμα φτάνει στο κελλί. Χρησιμοποιούμε κολώνια. Εδώ βουλώνει κι ο υπόνομος της βροχής που ρίχναμε το «ρεβύθι». Προχωρώντας προσκρούσαμε σε τσιμεντένιο όγκο. Ο Μυριανθόπουλος διαπιστώνει πως είναι το πέδιλο που πάνω του στηρίζεται η γωνιακή κολώνα του εργοατασίου. Προχωρούμε τώρα αριστερά, σύριζα στην γωνιακή κολώνα. Σε δύο μέρες βρήκαμε τον τοίχο των λουτρών που ήταν λίγο ψηλότερα από την στοά. Είχε κάπου 0,90 μ. πάχος. Τρυπώντας τον προσεχτικά ανακαλύψαμε μπροστά μας ένα μεγάλο βόθρο όπου χύνονταν τα νερά των λουτρών. Από την τρύπα που ανοίξαμε, η επιφάνεια των νερών απείχε ενάμισι μέτρο. Η οροφή του βόθρου που ήταν και δάπεδο των λουτρών, βρισκόταν σε απόσταση περίπου ενός μέτρου από το μικρό μας άνοιγμα. Η ανακάλυψη του βόθρου ήταν πράγματι θείο δώρο. Μας έσωσε από τις πέτρες και αποτελώντας η οροφή του οδηγητικό νήμα μας προσδιόριζε καθαρά το ακριβές σημείο της εξόδου. Η μεγάλη στιγμή φαινόταν πολύ κοντά πια. Με ενθουσιασμό καθαρίσανε τη στοά πετώντας τα μπάζα στο βόθρο. Σε δυο μέρες, εκείνη η απαίσια στενή σωλήνα μεταβλήθηκε σε πραγματικό τούνελ, άνετο, καθαρό, φωταγωγημένο. Μπορούσες τώρα να μπούσουλας ελεύθερα κι όχι να σέρνεσαι σαν το φίδι. Χαίρεσαι να τη βλέπεις. Άξια έγινε σε λίγες μέρες οδός απελευθέρωσης 27 πολιτικών κρατουμένων… Βγάζουμε πέτρες μέσα από τον τοίχο δημιουργώντας ένα άνοιγμα και προχωρούσαμε προς τα πάνω κατά την οροφή της δεξαμενής. Οταν φτάσαμε λίγο πιο πάνω από την οροφή βόθρου – δάπεδο λουτρού, ανοίξαμε μια μικρή τρυπίτσα στην εσωτερική πλευρά του τοίχου. Η στοά φωτίστηκε από το φως της μέρας που ερχόταν από τα λουτρά. Η τρυπίτσα ήταν ακριβώς απέναντι στην πόρτα του λουτρού. Στήσαμε εκεί μόνιμο παρατηρητήριο και καταγράφαμε το κάθε τι που βλέπαμε και ακούγαμε. Δεν χωρούσε αμφιβολία πως βρισκόμαστε μπροστά στα λουτρά του εργοστασίου. Ήταν ακριβώς όπως μας περιγράψανε οι κοπέλλες που τα είχαν επισκεφτεί. Βρισκόμαστε πια στο τέλος. Σε τρεις μέρες φεύγουμε. Δεν έχουμε παρά να τραβήξουμε κάμποσες πέτρες, να κάνουμε στα γρήγορα ένα άνοιγμα πάνω από το δάπεδο απέναντι από την πόρτα και ν’ αρχίσει η αποσυμφόρηση της φυλακής από το σωλήνα διαφυγής που είχαμε δημιουργήσει δουλεύοντας πέντε μήνες. Όλα τώρα φαίνονται υπέροχα, εύκολα. Φοράς τα καλά σου, από πάνω τις πυτζάμες, βάζεις ένα μαντήλι στο κεφάλι σα σκουφάκι, σκεπάζεις τα παπούτσια και τις άκρες της πυτζάμας στον αστράγαλο με κάλτσες, κατεβαίνεις στο πηγάδι, φτάνεις στη φωταγωγημένη στοά, αρκουδίζεις άνετα αν δεν είσαι χοντρός και σε λίγες στιγμές φτάνεις στο τέρμα. Ανεβαίνεις το δεύτερο πηγάδι της εξόδου. Δυο χέρια μέσα απ’ τα λουτρά σε βοηθούν να σαλτάρεις εκεί. Πετάς το μαντήλι τις κάλτσες, τις πυτζάμες ρίχνεις μια ματιά στον καθρέφτη των λουτρών κι έτσι καλοντυμένος, ολοκάθαρος, περνάς την πόρτα του λουτρού, βγαίνεις στην αυλή, βγαίνεις από τη μεγάλη πόρτα του εργοστασίου, απ’ όπου στις εργάσιμες μέρες μπαινοβγαίνουν τα φορτηγά, διασχίζεις το δρόμο του εργοστασίου μπροστά από το σπιτάκι του φύλακα και βρίσκεσαι λεύτερος στην οδό Κανελλοπούλου». Λίγες μέρες πριν απ’ τη δραπέτευση διώχνεται απ’ τις φυλακές ο Γιώργος Κουτρούκης (που είχε έρθει κι αυτός από το εξωτερικό) και χάνει έτσι την ευκαιρία να ελευθερωθεί. Απολύεται επίσης προσωρινά, λόγω «ανήκεστης βλάβης» ο Βασιλόπουλος που τόσο σημαντικό ρόλο είχε παίξει στην προετοιμασία της επιχείρησης. Η συντονιστική επιτροπή συνεδριάζει για τελευταία φορά στις 15 Ιουλίου. Εκεί ορίζεται ότι η δραπέτευση θα γίνει στις 1.30 το μεσημέρι, της Κυριακής 17 Ιουλίου. Θα πάρουν μέρος σ’ αυτήν 27 άτομα, ανάμεσα στα οποία κι εγώ. Τις δύο τελευταίες μέρες καθορίζεται η σειρά που θ’ ακολουθήσουμε και ο τρόπος επαφής μας έξω. Μοιράζονται και τα ελάχιστα χρήματα που υπήρχαν στη φυλακή. Δεν είχε φροντιστεί ιδιαίτερα το που θα κατευθυνόμαστε αμέσως μετά τη δραπέτευση. Φτάνει τελικά η μεγάλη μέρα κι όσοι είμαστε για την απόδραση ζούσαμε σε νευρική υπερένταση που έπρεπε να κρύψουμε και απ’ αυτούς ακόμα τους αμύητους συγκρατούμενούς μας. Ας σημειωθεί ότι απ’ αυτούς που έμεναν πίσω, 2 μόνο ήξεραν το μυστικό αλλά δεν μπορούσαν να μας ακολουθήσουν (ο ένας δεν είχε κανένα στην Αθήνα κι ο άλλος ήταν άρρωστος).

Από μέσα τα ρούχα απ’ έξω οι πιτζάμες

Εκτός από τους κρατούμενους των κελιών 13, 14, και 15 που θα έφευγαν όλοι, οι υπόλοιποι δραπέτες ήταν σκορπισμένοι σε διάφορα κελιά. Εγώ ήμουνα ο μοναδικός που θα το έσκαγε από το κελί 6 και οι 4 συγκροτούμενοι μου δεν ήξεραν τίποτα. Παρατήρησαν μάλιστα τη νευρικότητα μου και αναγκάστηκα να δικαιολογηθώ πως περίμενα κάποιο επισκεπτήριο. Κατά το μεσημέρι αρχίσαμε να ντυνόμαστε.

Η ΟΔΟΣ ΔΟΓΑΝΗ ΚΑΙ Η ΥΠΟΓΕΙΑ ΠΟΡΕΙΑ ΤΩΝ ΔΡΑΠΕΤΩΝ (ΑΠΟ ΤΟ «ΒΗΜΑ»)

Φορούσαμε από μέσα τα ρούχα (παντελόνι και πουκάμισο) και από πάνω πυτζάμες κουμπωμένες μέχρι το λαιμό. Δίναμε αφύσικη εικόνα, κατακουμπωμένοι μ’ αυτή την τρομερή ζέστη, μα – παράξενο – κανείς δεν το πρόσεξε. Από εδώ ας μου συγχωρεθεί να μιλήσω κάπως περισσότερο για τη δική μου εμπειρία. Η επιτροπή μου είχε αναθέσει το καθήκον να παραδώσω, πριν από τη δραπέτευση, τα βιβλία που είχαμε μπάσει παράνομα στη φυλακή για να κρυφτούν, μια κι ήταν φυσικό να επακολουθήσει τρομερή έρευνα. Φώναξα τον Πέτρο Ξιφαρά (που είχε έρθει προσωρινά απ’ τη Κέρκυρα για να εξεταστεί από γιατρούς και θα ξανάφευγε για κει) και του είπα πως υπήρχαν πληροφορίες ότι θα ‘γινόταν έρευνα την άλλη μέρα και ότι έπρεπε να κρύψει τα βιβλία. Πιάσαμε μετά μια άσχετη συζήτηση.

Η επιχείρηση αρχίζει

Η ώρα είναι 1.30. Αρχίζει η απόδραση. Σύμφωνα με το σχέδιο, είχαμε χωριστεί σε ομάδες. Ο επικεφαλής της κάθε ομάδας θα ειδοποιούσε έναν έναν να φύγει και τελευταίος θά ‘φευγε κι αυτός, αφού όμως πριν ειδοποιούσε τον επικεφαλής της επόμενης ομάδας. Η ατμόσφαιρα ήταν γεμάτη ένταση. Η τρομερή μεσημεριάτικη ζέστη είχε σκορπίσει τη χαρακτηριστική εκείνη νωχέλεια στους κρατουμένους, ενώ εμείς οι 27 βρισκόμαστε σε αφάνταστη υπερδιέγερση. Ξαφνικά βλέπω κίνηση στο 13 και η καρδιά μου κτυπάει δυνατά. Ο Χατζηπέτρος μπαίνει στο κελί και δεν ξαναβγαίνει. Η επιχείρηση είχε αρχίσει. Ο Πέτρος Ξιφαράς μου μιλάει διαρκώς, μα δεν τον ακούω και κουνάω συνέχεια το κεφάλι μου. Παρακολουθώ την κίνηση. Ένας – ένας οι κρατούμενοι μπαίνουν στο 13 και εξαφανίζονται. Μου κάνει εντύπωση ότι κανένας δεν το προσέχει. Μέσα σε λίγα λεφτά είχαν μπει εκεί μέσα 15 άτομα που δεν θα χωρούσαν ούτε …όρθιοι. Άμεσος κίνδυνος εκείνη την ώρα ήταν να έρθει ο φύλακας. Τον είχε «αναλάβει» ο Αλέκος Παπούλιας ο εκπρόσωπος των κρατουμένων στη διεύθυνση. Κάθονταν στην είσοδο του εσωτερικού προαυλίου, έλεγαν σόκιν ανέκδοτα και είχαν ξεραθεί στα γέλια. Στο κελί 24 ο κρατούμενος Ν. Μπώκος – που δεν ήξερε τίποτα – αρχίζει να γκρινιάζει γιατί δεν τον αφήνουν να κοιμηθεί. Κάποια στιγμή βάζει τις φωνές, τον ακούει ο φύλακας και κάνει να κινήσει κατά κει. Στην κρίσιμη εκείνη στιγμή ο Παπούλιας δεν τα χάνει. Σηκώνεται και αυτός μαζί με τον φύλακα και του ξεφουρνίζει ένα «χοντρό» σόκιν αστείο που είχε σοφιστεί την ίδια στιγμή. Ο φύλακας γυρίζει, σκάει στα γέλια και ξανακάθεται. Είχε αποφευχθεί μια καταστροφή. Λίγες στιγμές αργότερα ο Δ. Πανουσόπουλος πλησιάζει τον Παπούλια και του δίνει ένα βιβλίο, σύνθημα πως ήταν η σειρά του να βγει. Όλα εξελίσσονται κανονικά. Με πλησιάζει ο Δουκάκης και μου λέει ένα συνθηματικό. Ήταν η σειρά μου. Λέω στον Ξιφαρά πως πάω κάπου και θα έρθω σε λίγο. Και αυτός μου απαντά να γυρίσω γρήγορα γιατί έχει και άλλα να μου πει. Μπαίνω στο κελί 13 κι αρχίζω τις προετοιμασίες. Βάζω κάλτσες πάνω από τα παπούτσια, δένω ένα μαντήλι στο κεφάλι και κατεβαίνω στην τρύπα, καθώς το σκοινί από την άλλη πλευρά με ειδοποιεί ότι πρέπει να προχωρήσω. Όλα γίνονται μέσα σε λίγα λεπτά, που η αγωνία μας τα κάνει να φαίνονται ώρες.

«Μπάρμπα, είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και δραπετεύουμε»

Θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι δεν είχα κατέβει ποτέ στη σήραγγα και οι άλλοι μου είχαν υποδείξει τι θα έκανα. Είχα βέβαια και ιδιαίτερα προβλήματα μια και είμαι χοντρός. Αλλά δεν ανησυχούσα ιδιαίτερα, μια και πριν από μένα είχε περάσει ο Κιούρτσης που ήταν πιο χοντρός (αυτός μάλιστα είχε κάνει και …δοκιμή). Τελικά δε δυσκολεύτηκα. Φτάνω στην έξοδο, όπου με πιάνει από το χέρι ο Σιδερής και με βοηθάει να βγω πάνω. Εκεί βρισκόταν και ο Βασίλης Κατρής, καθώς και ένας άγνωστος άνθρωπος, κάπου 50 χρονών καθισμένος σε μια καρέκλα. Ο Σιδερής μου λέει:
– Είναι ο φύλακας του εργοστασίου. Ήρθε αναπάντεχα και αναγκαστήκαμε να τον κρατήσουμε.

Εκείνη τη στιγμή έβγαινε από την τρύπα ο Δουκάκης και θα ακολουθούσε άλλη μια πεντάδα. Πλησιάζω τον «κρατούμενο» μας και του λέω:
– Μπάρμπα, είμαστε πολιτικοί κρατούμενοι και δραπετεύουμε.

Αυτός έχει χάσει το χρώμα του και τα λόγια του συνεχίζω.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΚΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΣΚΟΠΩΝ, ΣΤΑ 1960. ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΕΙΡΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ ΟΙ ΦΛΩΡΑΚΗΣ – ΛΟΥΛΕΣ. ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΗ ΣΕΙΡΑ ΔΕΞΙΑ Ο ΔΑΛΛΑΣ.

– Εμείς θα φύγουμε και για να το πετύχουμε είμαστε αποφασισμένοι για όλα. Το καλό που σου θέλω είναι να μην κάνεις τίποτα και όταν θα έχουμε φύγει να δικαιολογηθείς ότι σε απειλήσαμε.

Του πρόσφερα και τσιγάρο που το πήρε κοιτάζοντας αδιάκοπα προς την τρύπα, απ’ όπου ξεφύτρωναν και οι τελευταίοι δραπέτες. Ο Σταύρος Σιδερής έπρεπε να φύγει τελευταίος, μα υπήρχε πρόβλημα. Ήταν κουτσός κι αδύνατος ενώ ο φύλακας του εργοστασίου γεροδεμένος και σίγουρα θα μπορούσε να τον κάνει καλά. Τελικά αποφασίζω να μείνω εγώ στη θέση του. Πρώτος φεύγει ο Χατζηπέτρος. Ακολουθεί η τετράδα Τζεφρώνης, Τσακίρης, Καράς και Σωτηρόπουλος, που αποτελούσαν και την επιτροπή. Αυτοί ανοίγουν και την εξώπορτα του εργοστασίου, βγάζοντας τη μεγάλη αμπάρα. Ακολουθούν και οι υπόλοιποι δραπέτες, που σε λίγο χάνονται στην οδό Κανελλοπούλου. ‘ Έτσι μένω μόνος μου με το’ φύλακα. Του λέω να μπει στο αποχωρητήριο και αυτός υπακούει. Μετά κλείνω την πόρτα και τη στερεώνω μ’ ένα χοντρό δοκάρι, έτσι ώστε να μην μπορεί ν’ ανοίξει από μέσα.

«Πιάστε τον, πιάστε τον!!!»

Στην έξοδο του εργοστασίου συναντώ ένα ζευγάρι. Είναι μια κοπέλλα κάπου 15 χρονών κι ένας νεαρός σε ποδήλατο που συζητούν. Μόλις με βλέπει η κοπέλα ταράζεται. Με πλησιάζει και με ρωτάει:
– Ποιος είσαι εσύ;

Τί να της έλεγα; Δεν ήξερα αν είχε δει τους άλλους και δε μπορούσα να ριψοκινδυνέψω την απάντηση.
– Πήγαινε μέσα στο εργοστάσιο, της λέω, και θα σου πει ο φύλακας ποιος είμαι.
– Σώπα μωρέ, λέει ο νεαρός. Αστυνομικός δεν είσαι όπως και οι άλλοι;

Εγώ …συμφωνώ και τους επαναλαμβάνω να πάνε στο φύλακα για να μάθουν. Η κοπέλα με πιάνει από το μανίκι και κάτι μουρμουρίζει. Τα πράγματα δυσκολεύουν. Μπροστά από την έξοδο του εργοστασίου βλέπω ένα λεωφορείο να πλησιάζει στη στάση και να σταματάει. Τραβάω το χέρι μου και απελευθερώνομαι βίαια.
– Παράτα με, της λέω αγριεμένος.

Αυτή τρέμει κυριολεκτικά και βάζει τις φωνές.
– Πιάστε τον! Πιάστε τον!

Ανοίγω το βήμα μου προς το λεωφορείο, που έχει σχεδόν ξεκινήσει. Ο σοφέρ ακούγοντας την κραυγή, κόβει ταχύτητα και έτσι καταφέρνω να πηδήσω πάνω (αργότερα που τον συνάντησα στο Μεταγωγών όπου τον είχαν για τροχαία παράβαση, μου είπε πως νόμιζε ότι είχε γίνει καβγάς και πως σκέφτηκε να με πάρει για να μην πάω αυτόφωρο). Το λεωφορείο είναι ασφυκτικά γεμάτο. Ψάχνομαι για ψιλά – το εισιτήριο έκανε 60 λεπτά – μα δεν έχω και δίνω πενηντάρικο στον εισπράκτορα. Η σύμπτωση αυτή θα με σώσει. Αν είχα ψιλά θα κατέβαινα στην επόμενη στάση, που ήταν κοντά στην είσοδο της φυλακής και γω δεν τό ‘ξερα. ‘ Έτσι περιμένοντας τα ρέστα, φτάνω μέχρι τον ηλεκτρικό του Πειραιά, όπου και κατεβαίνω. Η ώρα είναι 3 παρά 2 λεπτά. Μετά μπαίνω σ’ ένα ταξί και λέω στον οδηγό να κατευθυνθεί στην πλατεία Κουμουνδούρου. Είμαι νευρικός και ο οδηγός το προσέχει. Για να δικαιολογηθώ, του λέω.

– Πρέπει να πάω στην Ελευσίνα κι έχω αργήσει.
– Πότε φεύγει το λεωφορείο; ρωτάει αυτός.
– Στις 3.10 του απαντώ, υπολογίζοντας πως δεν θα προλάβαινε.
– Δεν ξέρω αν θα τα καταφέρουμε.
– Αν μπορείς τρέξε. Έμπλεξα και δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα.
– Δουλεύεις εκεί;
– Ναι, στη Χαλυβουργική.

Ο – λυ – μπι – α – κός!

Ο οδηγός εξακολουθεί να με κοιτάει περίεργα, αλλά ανοίγει ταχύτητα. Μόλις βγαίνουμε στο Μοσχάτο, βλέπω να μπαίνει από τ’ αριστερά μια κούρσα γεμάτη νεαρούς, που είχαν καρφώσει τα μάτια τους πάνω μου. Πιστεύω πως είναι αστυνομικοί, μα δεν έχω πια περιθώρια να κάνω τίποτα. Η κούρσα πλησιάζει, φτάνει δίπλα στο ταξί και οι επιβάτες της με κοιτούν όλοι μαζί. Ξαφνικά αρχίζουν να φωνάζουν.

– Ο – λυ – μπι – α – κός!

ΕΙΔΗΣΗ ΑΠΟ ΤΟ «ΒΗΜΑ» ΤΗΣ 19.7.1955

Εκείνη την ημέρα ήταν το ντέρμπυ Ολυμπιακού – Παναθηναϊκού. Ανάσανα! Η κούρσα μας ξεπερνάει και χάνεται. Φτάνουμε κάποτε στην πλατεία Κουμουνδούρου, επί της Πειραιώς. Πληρώνω και κατεβαίνω, ενώ ο οδηγός δείχνει ν’ απορεί γιατί – αφού βιαζόμουνα – δεν ήθελα να πάω μέχρι την αφετηρία των λεωφορείων. Από την Κουμουνδούρου παίρνω άλλο ταξί για την Ανθούπολη. Στο παλιό τέρμα Θεμιστοκλέους υπάρχει τροχονόμος και αγωνιώ γιατί δεν ξέρω αν η απόδραση έχει γίνει γνωστή και αν έχει ξεκινήσει αστυνομική κινητοποίηση. Δε συμβαίνει τίποτα. Λέω ψέματα στον ταξιτζή πως πηγαίνω στο πανηγύρι της Αγίας Μαρίνας και σ’ ένα χωματόδρομο τον σταματώ, λέγοντας του ότι είναι κρίμα να του χαλάσουν τα λάστιχα. Η ώρα είναι 3.30. Σε λίγο βρίσκομαι στο σπίτι του φίλου μου Φώτη Τσούμπου και χτυπώ την πόρτα.

– Ποιος είναι, ρωτάνε από μέσα.
– Ανοίξτε μου, απαντώ χωρίς να πω όνομα.
– Ποιος είναι; επιμένει, μα ανοίγει.
– Μα πώς; μουρμουρίζει ξαφνιασμένος. Ο Περικλής; Μα τι έγινε;

Μπαίνω μέσα και ρίχνομαι σε μια καρέκλα. Έρχεται και η γυναίκα του Φώτη. Τους εξηγώ τι είχε γίνει και αυτοί δυσκολεύονται να με πιστέψουν. Δεν υπήρχε ώρα για χάσιμο. Ο Φώτης έπρεπε να μου βρει σπίτι μια και το δικό του δεν παρείχε ασφάλεια (ήταν γνωστός αριστερός). Έτρεξε, πραγματικά, και στις 5.30 μου εξασφάλισε καταφύγιο. Ας σημειωθεί ότι η αστυνομία δεν είχε ακόμα ουσιαστικά κινητοποιηθεί.

«Και γω τι φυλάω εδώ;»

Η κοπελίτσα που με είχε σταματήσει στην έξοδο του εργοστασίου ήταν η κόρη του φύλακα που είχα κλείσει στον καμπινέ. Όταν με είδε ν’ ανεβαίνω στο λεωφορείο, έτρεξε, βρήκε τον πατέρα της και τον απελευθέρωσε. Αυτός τη συμβούλεψε να τρέξει να ειδοποιήσει τις αρχές. Η κοπέλα κατευθύνθηκε γρήγορα προς τον χωροφύλακα – σκοπό και ξετυλίχτηκε το ακόλουθο απίθανο επεισόδιο (μου το διηγήθηκε αργότερα ο ίδιος σε κάποια από τις μεταγωγές μου):

Η κοπέλα έφτασε τρέχοντας κάτω από τη σκοπιά και του φώναξε.

– Φύγανε τι κάθεσαι;
– Ποιοι;
– Οι κρατούμενοι.
– Και γω τι φυλάω εδώ;
– Σου λέω αλήθεια, φύγανε.

Ο χωροφύλακας δεν την πιστεύει και επειδή αυτή επιμένει γυρίζει το όπλο του ο’ αυτήν και τη διατάζει να φύγει. Η κοπέλα προχωρά τώρα προς τη διεύθυνση των φυλακών, που βρίσκεται όμως σε αρκετή απόσταση από το σημείο της σκοπιάς. Φτάνει στο αρχιφυλακείο και βρίσκει τον Μπραΐμη. Με τα πρώτα της λόγια αυτός καταλαβαίνει τρέχει έξω και φωνάζει τον υπαρχιφύλακα και τους φύλακες. Αρχίζουν όλοι να σφυρίζουν, σημαίνοντας συναγερμό. Είχε περάσει σχεδόν μισή ώρα απ’ τη στιγμή της φυγής μου. Οι φύλακες μαζεύουν τους κρατούμενους από τα μαγειρεία και τους διατάζουν να μπουν στις ακτίνες τους. Επικρατεί ατμόσφαιρα χάους, και οι ίδιοι οι φυλακισμένοι δεν ξέρουν τι συμβαίνει. Ένας απ’ αυτούς, ο Αλεπάκος, δίνει τη δική του εκδοχή.
– Έγινε δικτατορία.

Μετά αρχίζει η καταμέτρηση στην 3η ακτίνα. Σε πολλά κελιά ο αριθμός δε συμπληρώνεται. Ψάχνουν τώρα για τον Παπούλια και τον Πάσιο, μα φυσικά δεν τους βρίσκουν πουθενά. Το πράγμα είναι πια φανερό. Οι φύλακες τρέχουν από δω κι από κει ζαλισμένοι, κλειδώνουν – ξεκλειδώνουν, μετρούν – ξαναμετρούν και δεν ξέρουν τι να κάνουν. Φτάνουν στα κελιά 13, 14 και 15, δεν βρίσκουν κανένα και μπερδεύονται τελείως. Οι πρώτες καταμετρήσεις τους καταλήγουν στο ότι λείπουν …37 κρατούμενοι (αργότερα, για να δικαιολογήσουν τη γκάφα τους αυτή, θα ισχυριστούν πως υπήρχαν άλλοι 10 υποψήφιοι δραπέτες, που αναγκάστηκαν να γυρίσουν πίσω από τη σήραγγα). Τα κελιά κλειδώνονται και σε λίγο φτάνει η Ασφάλεια της Αθήνας και του Πειραιά, που διενεργεί αυτοψία. Οι πολιτικοί κρατούμενοι θα μεταφερθούν τελικά σε άλλες φυλακές. Ξαναπιάστηκα το Δεκέμβριο του 1955 και στάλθηκα στις φυλακές Αβέρωφ. Το Μάρτιο του 1956 μαζί με τους Παπούλια, Μυριανθόπουλο και Δουκάκη (που είχαν κι αυτοί πιαστεί) σταλθήκαμε στο Πλημμελειοδικείο για να δικαστούμε. Οι κατηγορίες ήταν 1) Απόδραση και 2)… φθορά ξένης περιουσίας. Ανάμεσα στους μάρτυρες ήταν και η κόρη του φύλακα.

«Δε θυμάμαι κανένα…»

Όλη την ώρα γυρόφερνε κοντά στο εδώλιο, με φανερή πρόθεση να μας μιλήσει. Λέω στον Παπούλια.

– Μας γνώρισε.
– Δε βαριέσαι, μου απαντάει.
– Κάτι θέλει έτσι που στριφογυρίζει.

Η ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΗΣ ΚΟΡΗΣ ΤΟΥ ΦΥΛΑΚΑ, ΣΤΟΝ ΤΥΠΟ.
– Καλύτερα να μην της μιλήσουμε.

Έτσι κι έγινε. Αργά τη νύχτα, μετά την κατάθεση του επιθεωρητή των φυλακών, ήρθε η σειρά του κοριτσιού. Τη ρωτάει ο πρόεδρος.

– Τι γνωρίζεις, δραπέτευσαν;
– Εμένα ρωτάτε κ. Πρόεδρε; για να τους έχετε εδώ, πρέπει να δραπέτευσαν.
– Εσύ τι ξέρεις, τι είδες;
– Τι να ξέρω εγώ κ. Πρόεδρε. Εγώ είδα κάτι ανθρώπους να βγαίνουν από το εργοστάσιο και τρόμαξα τόσο πολύ που τά ‘χασα τελείως.
– Δε θυμάσαι ποιοι ήταν;
– Τι να θυμηθώ με την τρομάρα που πήρα.
– Για κοίταξε τους μήπως τους θυμηθείς.

Η κοπέλα του απαντά με δυνατή φωνή.
– Ε, λοιπόν, όχι. Δε θυμάμαι κανένα.

Μετά, φεύγοντας, γυρίζει και μας λέει με φιλικότατο ύφος:
– Καληνύχτα, παιδιά.

Το είπε τόσο δυνατά που όλοι, ακόμα και οι δικαστές έσκασαν στα γέλια. Φαίνεται πως είχε μετανοιώσει για την καταγγελία της.

Σαν επίλογος…

Αμέσως μετά τη δραπέτευση, ο φύλακας που είχε κάνει τη μεσημεριανή καταμέτρηση, ο Κοματάς, έβαλε φωτιά στα ρούχα του για ν’ αυτοκτονήσει. Ήταν ο πιο σκληρός αντικομουνιστής και η απόδραση του σάλεψε το μυαλό. Δύο άλλοι φύλακες, πήγαν στο Ψυχιατρείο. Ο διευθυντής Παυλής και ο αρχιφύλακας Μπραΐμης φυλακίστηκαν και παραπέμφτηκαν σε δίκη. Ένας υπαρχιφύλακας, ο Μέλιος, για να σώσει το «τομαράκι» του κατηγόρησε τον Μπραΐμη πως είχε εξαγοραστεί από τους κρατούμενους. Ήταν μια προστυχιά και το ψέμα αποδείχτηκε στη δίκη. Οι κατηγορούμενοι από το προσωπικό των φυλακών καταδικάστηκαν για αμέλεια, σε λίγο καιρό όμως βγήκαν έξω. Μόνο που τους έδιωξαν από την υπηρεσία, δίνοντας τους κάποια σύνταξη. Από αυτούς που δραπέτευσαν δεν ζουν πια ο Γιώργος Γεωργίου (δολοφονήθηκε ενώ προσπαθούσε να καταφύγει στη Βουλγαρία), ο Παντελής Κιούρσης, ο Αλέκος Λογαράς και ο Ζήσιμος Κόκλας. Οι Βασίλης Κάτρης, Μιχάλης Κολοκοτρώνης, Δημήτρης Μυριανθόπουλος, Σταύρος Σιδερής και Γιώργος Χατζηπέτρος βρίσκονται στο χώρο του ΚΚΕ. Οι Βαρδής Βαρδινογιάννης, Ανδρέας Βελής, Βερνάρδος Γκαστόν, Χαράλαμπος Καλατζής, Σταύρος Καράς, Κώστας Λιναρδάτος, Δημήτρης Πανουσόπουλος (μένει στη Ρουμανία, Στέλιος Πάσιος και Λεωνίδας Τζεφρώνης είναι με το ΚΚΕ εσωτ. Στην Ε.Δ.Α. ανήκουν ο Ανδρέας Μπαρτζιώκας, Αλέκος Παπούλιας, Σωτήρης Σωτηρόπουλος και Κυριάκος Τσακίρης. Ο Δουκάκης ζει στο Αλγέρι, ο Κώστας Φίλης έχει μάλλον αποτραβηχτεί και εγώ είμαι ανένταχτος στο χώρο της κομμουνιστικής αριστεράς.


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading