Το ραδιόφωνο ως κίνδυνος οικιακών ατυχημάτων (δεκαετία ’50) «Ο πατέρας μου, είχε κάποιες να πω φοβίες, ήθελε η μητέρα μου να ασχολείται κυρίως με τα παιδιά, μην πάθουμε τίποτα εεε ατυχήματα κυρίως, και να φανταστείτε δεν της είχε αγοράσει ούτε ραδιόφωνο. Γιατί λέει Θα κάθεσαι να ακούς το ραδιόφωνο και θα σου καίγεται το φαί και θα γίνονται τέτοιες ιστορίες να πούμε»
Καντάδες στη Γαργαρέτα (αρχές 20ου αι.)
Γύρω γύρω ήτανε πολλοί Κεφαλλονίτες και Κερκυραίοι ας το πούμε κανταδόροι […]
-Ναι ναι καντάδες. Καντάδες χωρίς όργανα όμως, κάναν τετραφωνίες, ήταν πανδαισία, πρίμο σεκόντο, φοβερά πράγματα. Μα γι αυτό ερχόντουσαν να τους ακούνε, σιγοντάρανε τον παππού, ο παππούς έκανε πρίμο εδώ, και γινότανε χορωδία ναι ….
….Ο παππούς μου, μου τα χε πει αυτά ότι μετά τη δουλειά πηγαίνανε στην Πλάκα, πίνανε κανά κρασάκι λέει – δεν ξέρω αν ήταν παντρεμένοι ή ανύπαντροι- και κατέβαιναν με τα πόδια και κάνανε καντάδες εδώ στην Γαργαρέτα, εκεί είχε κοπελιές και τραγουδάγανε τόσο ωραία που άνοιγαν τα παράθυρα, ας πούμε, για να ακούσουνε και ο πολιτσμάνος που ήτανε στη γωνία γιατί ήταν και περασμένη η ώρα, τους άφηνε και τους έλεγε: «παιδιά εε για να μη βρω κι εγώ κανά μπελά η ώρα είναι περασμένη» αλλά δεν τους έκοψε ποτέ το τραγούδι, τους άφηνε και τελειώνανε και μετά το κόβανε. Αλλά συμμορφωνόντουσαν με τον νόμο.
Η μεσαία τάξη είχε και «ζουρ φιξ» (δεκαετία ’30)
Τότε η διασκέδαση ήταν να πηγαίνουνε επισκέψεις. Ας πούμε η μαμά μου κάθε Πέμπτη απόγευμα είχε τη λεγόμενη jour fixe. Που την είχανε όλα τα νοικοκυριά. Όχι τα χαμηλά εισοδήματα. …
Η μεσαία τάξη είχε και ζουρ φιξ γιατί δεν υπήρχανε τηλέφωνα να ειδοποιήσουνε, νάρθω, να μην έρθω. Ξέρανε λοιπόν, την Πέμπτη μπορούν να πάνε εκεί, την Παρασκευή στην κυρά Θάλεια. Την Τρίτη μπορούν να πάνε στην κυρία Πάτρα. Ε… και ήταν ανοιχτό το σπίτι, ο οικοδεσπότης ήταν εκεί και περίμενε ποιος θα πάει. Και πάντα πήγαινε κάποιος.
Εγώ με τη μαμά μου πήγαινα χέρι-χέρι πάντα στις φίλες της, που τις ξέρω και τις θυμάμαι όλες.
Αναγνώσματα για τους σταρς (προπολεμικά)
Βέβαια διαβάζαμε από τα περιοδικά για τις σταρ. Τότε παίρναμε στο σπίτι το «Θησαυρό» και το «Μπουκέτο». Εγώ μόλις έπαιρνα οποιοδήποτε σκατόχαρτο -όπως λέγανε- στα χέρια μου, το διάβαζα και επειδή δε με αφήνανε επήγαινα στην τουαλέτα και ερχόντουσαν και με βγάζανε. Σταμάτησαν τότε να τα παίρνουν επειδή τα διάβαζα και δεν ήθελαν, αλλά εγώ συνέχιζα να διαβάζω ότι εύρισκα. Από κει διαβάζαμε για τις σταρ τις τότε. Από κει τις ξέραμε. Τη Μπέττυ Νταίηβις, την Ολίβια ντε Χάβιλλαντ, τον Κλαρκ Κέημπλ.
Υπαίθριος κινηματογράφος στους δρόμους της Κυψέλης (δεκαετία ’50)
Ωραία περάσαμε, ε, μ’ άρεσε πολύ τότε ήταν ο Σπαθάρης στις δόξες του κι ερχότανε 1-2 φορές τη.. βδομάδα κι είχαμε εναλλάξ κινηματογράφο […] ο… Δήμος της Αθήνας τα καλοκαίρια είχε 3-4 πολύ μεγάλα φορτηγά πούχανε μέσα κινηματογραφική μηχανή. Κανονική. Και το είχανε τότε με το… πώς το λένε, με τις ακίδες που βγάζει το κάρβουνο, που βγάζει τη φλόγα. Περνάει μπροστά η ταινία, τεράστια μηχανή. Και ερχότανε στις γειτονιές της Αθήνας, έστηνε ένα πανί τεραστίων διαστάσεων, δηλ. σαν ένα … διώροφο, μονώροφο σπίτι, έστηνε το πανί, ε, στα 30-40 μέτρα ήταν τ’ αυτοκίνητο και ενδιάμεσα πανί και του αυτοκινήτου ήμασταν οι θεατές. Αυτό ήταν πολύ σπουδαία διασκέδαση για μας. Δηλ. ξεκινάγαμε παιδιά τώρα, από την Άνω Κυψέλη, να πάμε στην Κερκύρας που γινόταν η προβολή ή κοιτάγαμε, ψάχναμε τις εφημερίδες που θάχε κάποιος γείτονας εκεί ή κι εμείς στο σπίτι, πού είχε την επόμενη προβολή.
Το … μαρτύριο του κινηματογράφου (δεκαετία ’50-’60)
Γιατί δεν υπήρχε, δεν υπήρχε τηλεόραση, ο κινηματογράφος ήτανε μαρτύριο εκείνη την εποχή. Δηλαδή οι ουρές ήτανε μέχρι το πεζοδρόμιο. [..]
Ήτανε φοβερό. Μπαίναμε μέσα, στ άγρια σκοτάδια, και ήμασταν σίγουρα όρθιοι. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάτσουμε. [..]
Ήτανε ταξιθέτριες με το φακουδάκι και αρχίζανε: μια θέση εδώ. Μια θέση εκεί. Εμείς είμαστε ζευγαράκια. Θέλαμε να καθίσουμε μαζί. Αδύνατον! Μαρτύριο ήταν αυτό. Ω! Μπορούσες να δεις όλο το έργο όρθιος! Ή να τρέξεις, να σκοτωθείς, να σπρώξεις έναν, να πεις όχι δική μου είναι η θέση! Ήτανε… ήτανε… μαρτύριο
Κολωνός-Κολοκυνθού: υπαίθρια θεάματα (δεκαετία ’60)
Γινότανε στις γειτονιές, στον Κολωνό, στο Σκουζέ και σε άλλα σημεία που υπήρχαν πλατειούλες. Και τι γινόταν τότε, ένα πανηγύρι η γειτονιά! Παίρναμε τα καρεκλάκια μας και στηνόμαστε να δούμε τα υπέροχα έργα, ο Γέρος κι η Θάλασσα, το Πέτρινο λουλούδι. Δεν τα θυμάμαι πια όλα, βρε Μαρία! […] Ναι. Σαρλό και Τρίο Στούτζες, τώρα που το λες, αλλά είχε και Καραγκιόζη, είχε και Κουκλοθέατρο. Κάθε τόσο, αυτή τη βδομάδα είχε αυτό, την άλλη είχε…κάθε μέρα γινόταν αυτό, αλλά το ωραίο ήταν ότι όταν ξέραμε ότι είχε αυτό, παίρναμε τα καρεκλάκια μας και τρέχαμε στην άλλη γειτονιά. ΤΟ πανηγύρι…! (γέλια)
Κολωνός-Κολοκυνθού: μελαγχολία το Σαββατόβραδο (δεκαετία ’60)
Οι οικογένειες που είχανε και τον μπαμπά πηγαίνανε κάθε βδομάδα. Κάθε Σάββατο θυμάμαι άδειαζε η γειτονιά και μένα μ’ έπιανε μια μελαγχολία. Όλοι είχαν πάει κινηματογράφο. Ας πούμε ο άντρας είχε έρθει απ’ τη δουλειά, την άλλη μέρα δεν υπήρχε δουλειά, πλενόταν, έπαιρνε την οικογένεια και πηγαίνανε. Εμείς, επειδή είμαστε φτωχοί δεν πηγαίναμε κάθε βδομάδα. Το καλοκαίρι μπορεί, αλλά το χειμώνα όχι. Και μ’ έπιανε μια μελαγχολία γιατί άδειαζε η γειτονιά… όχι γιατί δεν πήγα κινηματογράφο, αλλά, δεν ξέρω, γιατί αυτό το άδειασμα με μελαγχολούσε… Προς το σούρουπο κυρίως, γιατί το σούρουπο πήγαιναν.
Συνήθειες ψυχαγωγίας των Αθηναίων (δεκαετίες ’50 -’60)
Κανα σινεμά κανα θέατρο, θέατρο όχι τόσο πολύ. Το περισσότερο ήταν στο Πεδίο του Άρεως, υπήρχε το Λαϊκό Θέατρο και δύο κέντρα: το Γκριν Παρκ, και το Άλσος. Το ’53 που ήρθα στην Αθήνα ήδη υπήρχαν. Το Άλσος το είχε ο Οικονομίδης, αργότερα ήρθε στο Γκριν Παρκ. Έπαιζαν μουσική, εκεί πηγαίναμε γιατί ήταν φτηνά, παίρναμε καμιά πορτοκαλάδα και καθόμασταν. Ήταν και του Κατράκη το Λαϊκό Θέατρο, πηγαίναμε καμιά φορά. Το Γκριν Παρκ ήταν πιο ακριβό, το πιο λαϊκό ήταν του Οικονομίδη. Τέτοιο λαϊκό κέντρο υπήρχε και στο άλσος Παγκρατίου και κάπου αλλού. Στο Άλσος στο Πεδίο του Άρεως ήταν και νυφοπάζαρο. […] Και στον Εθνικό κήπο ήταν η Αίγλη. Πηγαίναμε και εκεί.
Για πάστα μον-μπλαν στο «Ερμείον» (δεκαετία ’50)
Και σταματάγαμε, όχι ίσως κάθε βράδυ, στην Χ. Τρικούπη άκρη-άκρη ήτανε το Ερμείο, ένα πάρα πολύ καλό ζαχαροπλαστείο, όπου τρώγαμε συγκεκριμένα μον-μπλαν. Μον-μπλαν είναι, είναι κάστανο με σαντιγί από πάνω, σαν βουναλάκι, κι αυτό μας άρεσε. Δεν μπορεί να το τρώγαμε κάθε μέρα γιατί δεν φαντάζομαι να είχαμε τόσα λεφτά, ούτε και ερχότανε κάθε βράδυ, δεν νομίζω. Αλλά πηγαινοερχόμουνα, ποδαρόδρομο.
Αγώνες κατς στο Γαλάτσι: Ασημάκης, Καρπόζηλος, Μασκοφόρος και άλλα «τέρατα» (δεκαετία ’60-’70)
Α! Στον κινηματογράφο Αλέξαντρο, […] και πριν απ’ τη διχτατορία και στη διάρκεια της διχτατορίας γινόντουσαν αγώνες πάλης. […] Στήναν μια εξέδρα μέσα, όχι το καλοκαίρι που λειτουργούσε ο κινηματογράφος, την άνοιξη και πριν ανοίξει ο κινηματογράφος και το χειμώνα. Κυριακές. Και μαζευόμασταν εκεί και κάναν αυτοί ότι παλεύανε, κι εμείς κάναμε ΚΑΙ την πλάκα μας!
[Αυτοί τι ήτανε; Που παλεύανε;]
Αυτοί ήτανεε, ο Καρπόζηλος τότε ερχότανε
[Α! τα ονόματα]
Ναι! Ο Ασημάκης θυμάμαι, ένας άλλος, ο Μασκοφόρος που λέγαμε, ο Ασημάκης ήτανε χαραχτηριστικός τύπος γιατί εκεί που πάλευε του φωνάζαμε εμείς από κάτω «τούμπα Ασημάκη!» και έκανε μια τούμπα επί τόπου [γέλια]! Και αυτή ήταν η διασκέδασή μας. Θυμάμαι χαραχτηριστικά μια φορά, ε ένας μασκοφόρος πέταξε μια καρέκλα και αυτή η καρέκλα έφυγε και χτύπησε κάποιο παιδάκι από κάτω και σηκώθηκ’ ο πατέρας του (ένα τέρας!) κι ανέβηκ’ επάνω και τους έδειρε και τους δύο! [γέλια] Και έφυγ’ ο μασκοφόρος και έτρεχε και έφτασε κάτω μέχρι το Λιναρά και κρύφτηκε σ’ ένα σπίτι! [γέλια]
Η μπάλα ήτανε η ζωή μας (δεκαετία ’60)
Βάζαμε ρεφενέ που είχαμε μια μπάλα και πηγαίναμε στην Αθηνά την κουτσοχέρα, έτσι την λέγαμε, είναι το άγαλμα της θεάς Αθηνάς που είναι στην Λεωφόρο Αλεξάνδρας, στο Πεδίο του Άρεως και επειδή είχε μια άπλα εκεί παίζαμε μπάλα και την λέγαμε κουτσοχέρα γιατί είχε σπάσει το ένα χέρι, το μαρμάρινο, και της είχανε βάλει γύψινο και τη λέγαμε κουλοχέρα, ναι. Μπάλα, δηλαδή, η μπάλα ήτανε η ζωή μας
Παιδική κατασκήνωση–παιδική διαδήλωση: Άγιος Ανδρέας 1961
Α! Στον Αγι-Αντρέα περάσαμε ΠΑΑΡΑ ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΑ! Όμορφα. Ε, χιλιάδες παιδιά, ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΠΑΙΔΙΑ, τα οποία περνάγαμε όλα από ε, πώς τη λέγανε εκείνη την εξέταση; … ακτίνες, […] για να δουν το…τους πνεύμονες, για φυματίωση. […] Είχε, ένα ίδρυμα εκεί στην πλ. Κυψέλης, εκεί που ήταν το άγαλμα του Κανάρη απέναντι, στο… ΡΟΞΥ τον κινηματογράφο απέναντι, που έγινε αργότερα, κι εκεί περνάγαμε τις εξετάσεις και μας εγκρίνανε να για να πάμε. Ε, το φαγητό ήταν λίγο καλύτερο, αλλά θυμάμαι μια τραπεζαρία χιλίων ατόμων τώρα, τεράαστια, με τσιμεντένια τραπέζια και καθίσματα, τσίγκινα πιάτα, τα οποία μας σερβίρανε, ό- παίρναμε μόνοι μας, και εκεί έγινε, με βάλανε, μας βάλανε να συμμετέχουμε στην πρώτη διαδήλωση πούχω πάρει μέρος. Γιατί οι μαλάκες, μας είχαν κάθε βράδυ μια κουταλιά μεγάλη ρύζι και 5 ελιές! Επί μια βδομάδα τρώγαμε βραδινό αυτό. Και μετά μας βάλαν οι ομαδάρχες, χύσαμε τα τσίγκινα πιάτα πάνω στα τσιμεντένια τραπέζια και με το κουτάλι, χτυπάγαμε τα πιάτα φωνάζοντας «Όχι άλλο ρύζι!». Αυτή ήταν η πρώτη διαδήλωση που πήρα μέρος. [γέλια]
Μυκονιάτικα: με το κάρο στο Φάληρο για μπάνιο (δεκαετία ’30)
…. Όχι σούστες! Κάρο. Είναι μακρύ. Βάζανε λοιπόν δυο τάβλες στα πλαϊνά και βάζαν μια κουρελού και έμπαινε ο κόσμος και καθόταν. Και φθάναμε στο Φάληρο, στρώναμε τις κουρελούδες στην παραλία, κάναμε το μπάνιο μας τ’ απόγευμα,, κοιμόμαστε εκεί και φεύγαμε την άλλη μέρα το βράδυ.
[…] Αυτό γινόταν, μέχρι το 1937 που έμενα εγώ εκεί, γινόταν.
[…] Αυτά που σου λέω, τις εκδρομές, δεν πλήρωνε κανένας! Αυτός που είχε κάρο στην περιοχή έπαιρνε όλη τη γειτονιά και την πήγαινε να κάνει μπάνιο!
Ο τουρκομερίτης μπαμπάς: μια αγκαλιά σκέτη! (μεταπολεμικά)
Ήτανε τόσοι άνθρωποι, ερχόντουσαν ανίψια, αυτής της οικογένειας, ήταν μια οικογένεια πολύ…Ο μπαμπάς ήταν απ’ το Ικόνιο, ο μπαμπάς της φίλης μου, φωνακλάς, έτσι καταλαβαίνεις ότι ήταν Τουρκομερίτης, μια αγκαλιά σκέτη ήτανε. Είχε κι ένα τζιπ γιατί ήτανε στην Αγροτική Τράπεζα, το μοναδικό που υπήρχε, μας φόρτωνε όλα τα πιτσιρίκια, ξαδέλφια, φίλες, από πίσω χοροπηδάγαμε έτσι γιατί είχε…τα τζιπ, τα πραγματικά τζιπ, από πίσω ήταν μεταλλικά, είχανε δυο μεταλλικά κουτιά, πούχαν εργαλεία και καθόμασταν εμείς εκεί και κάθε φορά που χοροπήδαγε φώναζε αυτός «είσαστε όλα μέσα;» (γέλια). Μπορούσες να πηδήξεις […]. Μας πήγαινε στη Φρεαττύδα για μπάνιο. Πάρα πολύ καλός. Φωνακλάς, γελαστός, πάρα πολύ αγαπητός. Ο κ. Χριστάκης. Ε… κι έτσι πέρασα τα παιδικά μου χρόνια, μετά τον πόλεμο, πολύ ευχάριστα. Πάρα πολύ ευχάριστα.
Νεολαία εκδρομές και πάρτι (προπολεμικά)
Η άλλη διασκέδαση ήταν τα πάρτι, τα γραμμόφωνα. Σαν φοιτητές κάναμε πάρτι χωρίς ούτε τόσο δα ψωμάκι! Ήταν και φτωχοί, οι αριστεροί ήτανε φτωχοί. Πηγαίναμε στο δωμάτιο κάποιου φοιτητή, πού να πηγαίναμε. Δεν λέω ότι δεν διασκεδάζαμε κιόλας. Όχι, δεν ήταν εύκολο στα κορίτσια να πουν ότι πάνε στο δωμάτιο ενός φοιτητή. Εγώ το έλεγα, αλλά άλλες δεν το λέγανε. Αστείο πράγμα λέγανε κάτι άλλο, ήταν καταπιεσμένες. Οι περισσότερες φοιτήτριες ήταν από επαρχία οπότε είχαν όλο το ελεύθερο να κάνουν ότι θέλουν. Ναι, ήταν πολλά από επαρχία, χωρίς τον αδελφό. Αυτό που λες ήταν την προηγούμενη γενιά, που δεν έβγαιναν έξω τα κορίτσια χωρίς συνοδό. Στο σύνολο δεν σπούδαζαν τα κορίτσια. Μεταξύ μας κουβεντιάζαμε και τα συναισθηματικά μας και όλα. Η καταπίεση υπήρχε από το σπίτι αλλά βρίσκαμε διεξόδους, ψέματα. Το εσκάγανε. Άμα τις πιάνανε τρώγανε κανένα μπάτσο
Τα πάρτι της ΕΠΟΝ
Αυτά γινόντουσαν πιο αργά χειμώνα χορεύαμε και παίζαμε και την μπουκάλα νέοι ήμασταν κάναμε και τέτοια. Απαγγέλαμε, δημιουργούσαμε την διάθεση του αγώνα, του ομαδικού αγώνα όλα αυτά μαζί και μ’ αυτά που θέλανε οι νέοι. Για να σου πω για τον πουριτανισμό κάποτε στα Ταμπούρια είχαν φτιάξει μία λέσχη, […] λοιπόν αυτή είχε πρωτοστατήσει μαζεύονταν νέοι εκεί πέρα και χορεύανε κιόλας, ταγκό. Βρέθηκε κάποιος λοιπόν που είπε “δεν επιτρέπεται να χορεύουν ταγκό και τι πράγματα είναι αυτά ” πουριτανισμός. Θυμάμαι ότι το είχε βάλει σε μία συνεδρίαση και είπε ένας καθοδηγητής που είχε πιο ανοικτό μυαλό, βεβαίως λέει νέοι είναι θα χορέψουν. Χορεύανε και σου λέω θυμάμαι παίζαμε και την μπουκάλα κάναμε και τέτοια.
[ Είχατε και κιθάρες ;]
Ακορντεόν, και δίσκους και γραμμόφωνα, οτιδήποτε φυσαρμόνικες για να χορεύουνε οι νέοι. Μαζεύανε τα φασόλια τους, τα ρεβίθια τους ο καθένας τα φέρνανε βγάζανε και κάποιο λαχείο για κάποιο λόγο, μαζεύανε δηλαδή κάποια λεφτά για τις ανάγκες του αγώνα και από τις συνοικίες κλπ.
Εκδρομές, χοροί και πάρτι. Και μετά μας πιάσανε όλους: Κατοχή
Κάναμε πάρτι. Στο σπίτι μας ήταν μέρα πάρα μέρα το πάρτι. Η μάνα μου, ο πατέρας μου. Στο σπίτι τους γινότανε οι συνεδριάσεις, ετοιμάζανε φαϊ και στέλνανε στους παράνομους, τέτοιου είδους. ‘Έτσι έμπαινε ο κόσμος μέσα στο κίνημα. Τα πάρτι λοιπόν ήτανε ακουστά. Εκτός από το χορό υπήρχαν τα τραγούδια, που κάποιος είχε γράψει, υπήρχαν οι παρλάτες που κάποιος είχε γράψει. Υπήρχαν οι εκδρομές. Πηγαίναμε ντυμένες και μαζευόμαστε 20-30 παιδιά και από ότι ακούω από τον άντρα μου πήγαιναν στη Βούλα και κάνανε εκεί εκδρομή και πάρτι. Εκεί είχες επικοινωνία καθημερινή πια. Η μάνα μου έλεγε. Τί θέλετε παιδιά; Πήγαινε ένας ένα κουτί. Τα κατάφερνε και έφτιαχνε. Και κάποιος έφερνε ένα μπουκάλι κρασί. Και χορούς, τα βαλς. Τα ευρωπαϊκά, αλλά και ελληνικούς που τους ξέρανε πολύ καλά. Και έτσι αρχίσαμε και συμφιλιωνόμαστε με τα βλάχικα που λέγανε γιατί αυτά τα παιδιά ό ένας έχει ο αρραβωνιαστικός της Γιωργίας και αυτοί ήτανε από την Πελοπόννησο και χορεύανε το τσάμικο. Τόσο ωραίο, μπορούσες να το μάθεις και να το χορεύεις. Και μετά μας πιάσανε όλους. Αυτά γίνονται στην Κατοχή 43-44
Γλέντι και μεθύσι στην Κατοχή
Μια φορά είχαμε μεθύσει. Είχαμε πάει στην Αγία Παρασκευή, 2.000 το εισιτήριο. Είμαστε καλή παρέα. 3 αγόρια και 3 κορίτσια. Η μία ήταν καλλίφωνη, ο άλλος βαρύτονος, πολύ καλός, -αυτός που με πείραζε-. τα αγόρια ήταν μαζί μου γιατί μέναμε κοντά. Ο μεζές ήταν κρεμμύδι ωμό και τσιγάρο και κρασί. Μονοφάι, ξεροσφύρι, ξέρεις. Από μια οκά ο καθένας. Έξι οκάδες κρασί ήπιαμε και οι κοπέλες οι άλλες δεν έπιναν τόσο πολύ. ‘Εγώ ξέρεις έπινα 50. Και δεν το καταλάβαμε πως είχαμε μεθύσει. Και μόλις μας χτύπησε ο αέρας λύγισαν τα γόνατά μας. Τρέχαμε να προλάβουμε γιατί ήταν η ώρα 8 να μην χάσουμε τη συγκοινωνία. να πάμε στην Ομόνοια να πάρουμε των 8 για το Κουκάκι. Και μέσα στο αυτοκίνητο μου έρχεται εμετός. Και βάζω το χέρι μου μπροστά να μη λερώσω τους άλλους και μόλις έκανα εμετό μου πέρασε. Μόλις φτάσαμε στην Ομόνοια ήταν η ώρα 8 και έφευγε το τελευταίο τραμ. Δεν το προλαβαίναμε. Είχε ξεκινήσει. Τρέχει ένας από τους μεθυσμένους κατεβάζει το παντελόνι του, σταματάει το τραμ και μπαίνουμε μέσα και φεύγουμε. Ύστερα που ανεβαίναμε τον ανήφορο εκεί στο Κουκάκι, γονατίσαμε. Όχι εγώ μονάχα, αλλά και τα αγόρια. Αλλά πάντως εγώ βάσταξα καλύτερα και το πρωί ήμουνα περδίκι. Δε με έπιανε εμένα το κρασί. Αλλά με το τσιγάρο και το κρεμμύδι μας πείραξε. Αλλά αυτά δεν είναι αγωνιστικά βέβαια.
Την εσάρπα μας, το τακούνι μας και να πάμε στο χορό! (δεκαετία ’50)
Στο Πάρκο, εδώ, στο Πεδίο του Άρεως, η απάνω πλατεία έχει ένα κέντρο το οποίο το κατέστρεψε ο Οικονομίδης εκείνη την εποχή. Το έκανε σαν θέατρο για τα νέα ταλέντα κτλ. Αυτό λοιπόν, ήταν ένα κτίριο διώροφο που είχε όμως μπαλκόνι και η αίθουσα ήταν κάτω και συ ήσουν στο μπαλκόνι κι έβλεπες, συμμετείχες, [που γινόταν;] οι χοροί. Γινόντουσαν πολλοί χοροί γιατί σου λέω, υπήρχε μια κοινωνία η οποία λειτουργούσε σαν ομάδα. Δεν ήταν ο καθένας το βιολί του, χαμένος από δω κι από κει. Ήτανε πολύ ωραία αυτά τα πράματα, τα περιμέναμε πώς και πώς. Να βάλουμε τα καλά μας, την εσάρπα μας […] το τακούνι μας και να πάμε στο χορό
Πάρτι; Τί πράγμα είναι αυτό; Ν. Κόσμος (δεκαετία ’50)
Θυμάμαι μια μέρα με φώναξε η μάνα μου και μου λέει θα πάρεις την αδερφή σου γιατί έχει κανονίσει να βρεθεί σε ένα πάρτι. Τι πάρτι είναι αυτό ; Τι πράγμα είναι αυτό. Μου λέει ε…μαζεύονται οι νέοι, η κυρία τάδε μου είπε κάτι ονόματα, κάποια από αυτά γνώριζα και εγώ, της γειτονιάς. Αλλά αυτά γίνονταν πέραν των συνόρων της Φραντζή γινόταν κάπου εδώ. Μου είπε θα πάρεις την αδερφή σου και θα πας σε αυτό το πάρτι που καλέσανε την αδερφή σου. Τότε η αδερφή μου δεν είχε σχέσεις όπως έχουν οι νέοι σήμερα, το αγόρι της, η εγώ να είχα τίποτα […] Και εκεί ήταν παιδιά της ηλικίας μας. Με αποτέλεσμα να βγω και εγώ να χορέψω. Τί να χορέψω που δεν ήξερα χορό; […] Τότε ήταν ένα ταγκό ένα βαλς, κάτι τέτοιους χορούς δεν ξέραμε και τίποτα άλλο ε κουνήσαμε τα πόδια μας […] εγώ τουλάχιστον και η αδερφή μου το ίδιο γιατί δεν είχε συνηθίσει και αυτή. Περισσότερο ήταν νομίζω της μάνας εντολής να προσέξω την αδερφή παρά εμένα ή να μάθω εγώ χορό. Αυτή ήταν η αποστολή μου όπως κατάλαβα εκείνη την εποχή με το μυαλό μου. Αυτό ήταν το πάρτι, αυτό θυμάμαι
Πάρτι ή στάση; Δικτατορία! (1967)
Όταν έγινε η δικτατορία, πάνω από τρεις εθεωρείτο στάση. Και είχαμε κάνει εμείς πάρτι για την εισαγωγή στις ανώτατες σχολές και πηγαίναμε τώρα τους δίσκους πέντε άτομα και μας βούτηξε η ασφάλεια και μας πήγαν μέσα για εξακρίβωση μην τυχόν ήμασταν στάση – ήταν και φρέσκια η χούντα τότε – ήτανε το 68, εε εξήντα Σεπτέμβριος του 67 που μπήκαμε εμείς στις σχολές.
Το Καρναβάλι της Αθήνας (προπολεμικά)
Το Καρναβάλι αυτό είναι πολύ ωραίο. Γινόταν…υπήρχε ένα όχημα που ξεκίναγε από το Ζάππειο και έκανε έναν κύκλο, της Ομόνοιας. Κατέβαινε δηλ. από την Πανεπιστημίου και γύριζε από τη Σταδίου και κατέληγε πάνω. Όπου αυτό ήταν το πρώτο όχημα. Καλά, ήταν βέβαια ο Καρνάβαλος μπροστά.
[Και αυτό το όχημα ήταν καρναβαλίστικο;]
Ναι, με στολίδια και μπροστά ο Καρνάβαλος. Ήταν της ΕΒΓΑ. Η ΕΒΓΑ όταν πρωτοέγινε, έγινε προπολεμικά, με τα παγωτά. Και ο Παυλίδης που πέταγε σοκολάτες.
[Συμμετείχε δηλ. με όχημα και ο Παυλίδης;]
Ναι. Και πίσω ξέρεις, γαϊτανάκια, τέτοια, πώς το λένε, μασκαράδες, τέτοια και έκαναν τον κύκλο. Και πηγαίναμε εμείς, ο κόσμος δηλαδή, στην Πανεπιστημίου, στη Σταδίου, στην Ομόνοια, όπου ήταν πιο κοντά και τους βλέπαμε και τους χαζεύαμε
Καθαρά Δευτέρα στους λόφους της Αθήνας (προπολεμικά)
Την Καθαρά Δευτέρα λοιπόν γινότανε…στο Γαλάτσι πήγαιναν οι Τυπογράφοι. Στο λόφο του Φιλοπάππου πήγαιναν οι Φουρναραίοι και οι άλλοι πήγαιναν σε διάφορα άλλα σημεία να κάνουν Καθαρά Δευτέρα. Η Καθαρά Δευτέρα ήτανε λειτουργία [;] Πήγαιναν δε και στο Πέραμα. Οι Πειραιώτες, αλλά πήγαιναν και οι Αθηναίοι. Ήταν πολύ ωραία η Καθαρά Δευτέρα στο Πέραμα. Γιατί είχε θαλασσινά, είχε τέτοια πράγματα […]
Εμείς πιο πολύ πηγαίναμε, είχαμε πάει και στο Γαλάτσι, με τον αδελφό μου μάλιστα είχαμε ανέβει περπατώντας στον προφήτη Ηλία, […] και στο λόφο του Φιλοπάππου έχω κάνει. Πηγαίναμε παντού την Καθαρά Δευτέρα.
[Εσύ με τον αδελφό σου πήγαινες σ’ όλα αυτά. Η μαμά σου δεν ερχότανε;]
Τις περισσότερες φορές δεν ερχότανε. Μια φορά είχαμε πάει και στην Καισαριανή, όπου Καισαριανή, μετά το Παγκράτι δεν υπήρχε συγκοινωνία. Εκεί ήταν, ξέρεις, ανώμαλοι δρόμοι, χωματόδρομοι κλπ. Ήταν ερωτευμένος ένας ξάδερφός μου με μια κοπελιά εκεί και πήγαμε. Πήγαμε στην Καισαριανή από Ακαδημία Πλάτωνα […] με τα πόδια, βέβαια [γελάει]
Πετράλωνα: Πάσχα και Καθαρή Δευτέρα στο βουναλάκι (δεκαετία ’50)
Ναι. Απλώς οι άνθρωποι ήταν πολύ δεμένοι μεταξύ τους, αγαπούσε ο ένας τον άλλο. Η φοβερότερη μέρα ήταν η Καθαρή Δευτέρα όπου γινόταν πάνω στο βουναλάκι γιορτή…Όλος ο κόσμος είχε έξω τα τραπεζάκια του, αυτό ήταν το φοβερό, και το Πάσχα ήταν λίγο έτσι, βγάζανε τραπεζάκια, είχανε φαγητά, ο καθένας πέρναγε και τον κερνάγανε…αλλά η Καθαρή Δευτέρα ήταν το κάτι άλλο με τις λαγάνες και τα Σαρακοστιανά, γινότανε πραγματικό πανηγυράκι. Και την αγαπάω αυτή τη μέρα γιατί έχω αυτές τις μνήμες
Γλέντια και χοροί στο αλσάκι της Αλσούπολης (δεκαετίες ’50-’60)
Όλοι οι Καλογρεζανοί, επειδή η Αλσούπολη είχε αλσάκι, όταν ήτανε Καθαρή Δευτέρα, Πάσχα, Πρωτομαγιά, ναι, βγαίνανε στην εξοχή και το καλοκαίρι στρώνανε τις κουβέρτες τους, … κοιμόντουσαν τη νύχτα όλοι κάτω και στήνανε τριήμερο χορό, ναι, γλέντι και χορό και ήτανε!…μας άρεσε βέβαια, πολύ στα παιδιά, γινότανε γλέντι και χαμός όταν είχαμε τέτοια εκδήλωση και επίσης στα εκκλησάκια στην … στην γιορτή τους. …
… Ναι είχε αρκετά εκκλησάκια, ήτανε και στο Μαρούσι κάποια εκκλησάκια τα οποία είναι διατηρημένα, υπάρχουν ακόμα, και στην Αλσούπολη υπήρχε το εκκλησάκι στο λόφο, η Μεταμόρφωση του Σωτήρος, και στην Καλογρέζα …γινόταν πανηγύρι, αλλά εκτός από πανηγύρι γινόταν και ξαγρύπνια, που λέγαμε. Ναι, πηγαίναμε, στρώναμε τις κουβέρτες μας, κοιμόντουσαν, η εκκλησία είχε λειτουργία όλο το βράδυ και πηγαίνανε, άκουγαν λίγη λειτουργία μετά νυστάζανε, κοιμόντουσαν, σηκωνόντουσαν και πήγαιναν πάλι στην εκκλησία. Ε…είχανε φτιάξει οι γυναίκες κεφτεδάκια, πίτες, διάφορα, κουλουράκια και τα φέρναν εκεί και βέβαια τα παιδιά ξεφαντώνανε…
[Τα τρώγαν όλοι μαζί;]
Ναι. Στήνανε… ομάδες-ομάδες καθόντουσαν μαζί, τα βάζανε κάτω και παίρνανε απ’ όλους.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.