Η Θεσσαλονίκη είναι η δεύτερη σε πληθυσμό και έκταση πόλη της Ελλάδας. Συχνά αναφέρεται η συμπρωτεύουσα της Ελλάδας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου, της Περιφερειακής Ενότητας Θεσσαλονίκης, της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Μακεδονίας Θράκης. Από την ίδρυσή της από τον Κάσσανδρο η Θεσσαλονίκη ως μια ακμάζουσα ελληνιστική πόλη μέχρι την οθωμανική κυριαρχία αξιοποιεί την στρατηγική της θέση και αναπτύσσεται σε μια πολυπολιτισμική πόλη. Από το 1912, με τη λήξη των Βαλκανικών πολέμων και την ενσωμάτωση της περιοχής στο σύγχρονο Ελληνικό Κράτος, η Θεσσαλονίκη αποτελεί τη δεύτερη σε πληθυσμό πόλη της Ελλάδας.
Ο πληθυσμός του πολεοδομικού συγκροτήματος υπολογίζεται σήμερα στους 790.824 κατοίκους (2011).
Η ίδρυση της πόλης στην ελληνιστική εποχή συμπίπτει με μια κρίσιμη φάση στην ιστορία του Μακεδονικού Βασιλείου, που ξεκινά από τον πρόωρο θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου και με την διεκδίκηση του θρόνου του Μακεδόνα βασιλιά από τους επιγόνους του. Ο στρατηγός Κάσσανδρος για να μπορέσει να διεκδικήσει το θρόνο της Μακεδονίας παντρεύτηκε την ετεροθαλή αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου, την Θεσσαλονίκη, προς τιμήν της οποίας ίδρυσε την πόλη συνενώνοντας 26 πολίχνες, που βρίσκονταν γύρω από το Θερμαϊκό κόλπο.
Τον 2ο π.Χ. αιώνα η πόλη κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους, όπως και ο υπόλοιπος ελλαδικός χώρος και αποτέλεσε έδρα του ρωμαϊκού θέματος της Μακεδονίας. Η στρατηγική θέση της πόλης διαφαίνεται καταρχήν, όταν επιλέχτηκε ως Αυτοκρατορική πρωτεύουσα στα χρόνια της βασιλείας του Γαλέριου, όταν και κτίστηκε το αυτοκρατορικό παλάτι.
Η σημασία της φάνηκε και αργότερα από την πρόθεση της μεταφορά της πρωτεύουσας της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο προς τα ανατολικά, καθώς υπήρξε μια από τις υποψήφιες πόλεις οι οποίες είχαν προταθεί ως αντικαταστάτριες της Ρώμης, για να επιλεγεί τελικά το Βυζάντιο. Παρά την μη επιλογή της ως πρωτεύουσα, αποκτά τον τίτλο της Συμβασιλεύουσας πόλης και κατά την Βυζαντινή περίοδο.
Μετά την οθωμανική κατάκτησή της από τους Οθωμανούς το 1432, παραμένει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία για περίπου πέντε αιώνες. Με την εκδίωξη των Εβραίων από την Ιβηρική χερσόνησο, και τη Βόρεια Ευρώπη, η Θεσσαλονίκη αποκτά την δική της εβραϊκή κοινότητα.
Η εγκατάσταση αυτή των Εβραίων στη Θεσσαλονίκη, ανέδειξε την πόλη ως τη σημαντικότερη παγκόσμια εβραϊκή μητρόπολη μέχρι τουλάχιστον τις αρχές του 20ού αιώνα. Ιδιαίτερα από τα μέσα του 19ου αιώνα, η πόλη υπήρξε το πλέον κοσμοπολίτικο αστικοποιούμενο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και ο σημαντικότερος πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στην μακρόχρονη ιστορία της.
Με την ένταξή της στον κορμό του Ελληνικού Κράτους το 1912, ο πληθυσμός της πόλης παρουσιάζει σημαντικές μεταβολές με την μετακίνηση του μουσουλμανικού πληθυσμού και την αντικατάστασή του από προσφυγικούς πληθυσμούς της Μικράς Ασίας και της Ανατολικής Θράκης.
Οι πληθυσμιακές μεταβολές συνέτειναν στην αλλαγή της πληθυσμιακής κατάστασης της πόλης με την ενίσχυση του ελληνικού στοιχείου. Η πολεοδομική και αρχιτεκτονικής της αναδιοργάνωση επιταχύνθηκε από τη Μεγάλη Πυρκαγιά του 1917 και τις προσπάθειες της νέας ελληνικής διοίκησης για προσθέσει αρχαιοελληνικά και ευρωπαϊκά στοιχεία στο αρχιτεκτονικό ύφος της πόλης, που οδήγησε στην καταστροφή αρκετών οθωμανικών λατρευτικών και λειτουργικών κτηρίων.
Οι σημαντικότερες πληθυσμιακές μεταβολές παρατηρούνται με το ολοκαύτωμα της ακμαίας εβραϊκής κοινότητας από τα ναζιστικά στρατεύματα την περίοδο της τριπλής κατοχής κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, με την εγκατάσταση του μικρασιατικού και θρακιώτικου προσφυγικού πληθυσμού έπειτα από την Μικρασιατική καταστροφή το 1922 και με την εσωτερική μετανάστευση που παρατηρείται κατά την δεκαετία του ’50 και μεταγενέστερα προς τα μεγάλα αστικά κέντρα.
Ετυμολογία και μορφές του ονόματος
Η Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε από τον Κάσσανδρο και έλαβε το όνομά της προς τιμήν της συζύγου του, Θεσσαλονίκης, η οποία ήταν ετεροθαλής αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κόρη του Φιλίππου Β΄ και της πέμπτης συζύγου του, της Θεσσαλής πριγκίπισσας Νικησιπόλης. Το όνομά της προέρχεται από τη σύνθεση των λέξεων Θεσσαλῶν και Νίκη, σε ανάμνηση της νίκης των Μακεδόνων και του Κοινού των Θεσσαλών έναντι του τυραννικού καθεστώτος των Φερών και των συμμάχων της, Φωκέων, στο πλαίσιο του Γ’ Ιερού Πολέμου.
Το όνομα απαντάται σε διάφορες μορφές, με ελαφρώς παραλλαγμένη ορθογραφία και φωνητικές διακυμάνσεις. Θεσσαλονίκεια είναι επιθετική μορφή, που βρίσκουμε στο έργο του Στράβωνα και χρησιμοποιείται, κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, ως ονομασία της πόλης σχηματιζόμενη από το όνομα φυσικού προσώπου, όπως αντίστοιχα γινόταν για την Σελεύκεια από το Σέλευκο, την Κασσάνδρεια από τον Κάσσανδρο, Αλεξάνδρεια από τον Μέγα Αλέξανδρο κ.ά. Η επικρατούσα όμως μορφή του ονόματος είναι η Θεσσαλονίκη. Κατά την ελληνιστική εποχή υπήρξε και ο τύπος Θετταλονίκη ενώ κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, όπως φανερώνουν επιγραφές και νομίσματα, εμφανίστηκαν οι μορφές Θεσσαλονείκη και Θεσσαλονικέων [πόλις].
Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους οι λαοί που σχετίστηκαν με το ανατολικό ρωμαϊκό κράτος και τη Θεσσαλονίκη απέδωσαν, κυρίως μέσω παρηχήσεων, την ονομασία της πόλης στις γλώσσες και στις διαλέκτους τους. Οι Οθωμανοί αποκαλούσαν την πόλη Σελανίκ (οθωμανική γλώσσα: سلاني, τουρκ.: Selânik) όπως και οι Ιουδαίοι, που εγκαταστάθηκαν στην πόλη μετά την οθωμανική κατάκτηση και μιλούσαν την ισπανο-εβραϊκή λαντίνο, οι τοπικοί σλαβικοί πληθυσμοί Σολούν (κυρ.: Солун) και οι βλαχόφωνοι Σαρούνα (βλαχ.: Sãrunã).
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.