Το πρώτο ήταν το καφέ-σαντάν “Μπάγκειον” στην Ομόνοια. Λειτουργούσε σε ένα υπόγειο μεγάρου του Μπάγκα εξ ου και η ονομασία “Μπάγκειο”. Εδώ, οι “άτακτοι” Αθηναίοι απολάμβαναν τις “μαδημένες αηδόνες”. Το υπόγειο ήταν στρωμένο με χρωματιστές πλάκες και μια μεγάλη αίθουσα, στο βάθος της οποίας υπήρχε ένα ικρίωμα για τις τραγουδίστριες, με ένα κλειδοκύμβαλο (πιάνο) που συνόδευε τους τρεις “οργανοκρούστες”. Δίπλα στη μεγάλη αίθουσα, υπήρχε μια μικρότερη με ξεθωριασμένες φωτογραφίες και καθρέφτες και φυσικά… πονηρά, σανιδόφρακτα “διαμερίσματα”.
Δυο-τρεις χοντρές γριές, οι “μαμάδες”, λειτουργούσαν ως κινητά ταμεία και ιματοφυλάκια των “θυγατέρων”. Οι “μαδημένες αηδόνες” ήταν τέσσερις αδελφές από την Ιταλία οι οποίες, μαζί με κάποιες άλλες ξένες, αποτελούσαν τη μόστρα του μαγαζιού. Πηγαινοερχόντουσαν στην αίθουσα τραγουδώντας και πίνοντας κονιάκ ή μπύρα Μονάχου… Φιλούσαν προκλητικά η μία την άλλη και φρόντιζαν ώστε η “κίνηση” να μεταφέρεται από τη μεγάλη αίθουσα στη μικρή!
Ο “Ραμπαγάς” θα γράψει γι’αυτές το εξής ειρωνικό σχόλιο:
“Καλόν είναι το σύστημα των αδουσών γυναικών εις τα καφεία μας, αφού μάλιστα δεν έχει πώς αλλέως να διασκεδάση ο κόσμος, αλλά χρειάζεται προσοχή περί την εκλογήν αυτών, δια να μη προσλαμβάνωνται ως αοιδοί, κάτι Γοργόναις όπου τρέπουν εις φυγήν με τα μούτρα των και ωρύονται εις τρόπον, ώστε να διαταράττουν την κοινήν ησυχίαν και να δίδουν το δικαίωμα εις την Αστυνομίαν ν’αμολήση καμμιά ώρα κατεπάνω τους τον μπόγια των σκυλιών με την απόχη του”.
Δύο από τις κοπέλες του “Μπαγκείου” έγραψαν με τον τρόπο τους “ιστορία”: Η εύσωμη, σαρκώδης και βωμολόχος Φαουστίνα και η μικροκαμωμένη Σουζάν. Προφανώς για τα λάγνα μάτια κάποιου λιμοκοντόρου, ένα βράδυ η Σουζάν μαχαίρωσε την Φαουστίνα. Ο χώρος καθαγιάστηκε το 1920, όταν στη θέση του καφέ-σαντάν λειτούργησε κατ’αρχάς ζαχαροπλαστείο και λουκουματζίδικο και λίγο αργότερα, ένα από τα σημαντικότερα φιλολογικά στέκια-καφενεία της Αθήνας.
Το δεύτερο καφέ-σαντάν, πιο κακόφημο κι από το “Μπάγκειο”, βρισκόταν στην οδό Αθηνάς. Στην πόρτα του ένας “ερυθροβαφής φανός οδηγούσε ως αστήρ τους πιστούς εις το προσκύνημα του ιπποστασίου εκείνου”. Όταν βράδιαζε, εργάτες και κούτσαβοι, άνθρωποι του λαού και χωρικοί, με μαντιλοδεμένα κεφάλια αλλά και χοντρά κομποδέματα, αντίτιμο της πώλησης του μούστου, κατέβαιναν την “σαρακωμένην και απαισίως τρίζουσαν κλίμακα”, καθόντουσαν σε φτηνιάρικα τραπέζια που ήταν αριθμημένα με μεγάλους, λευκούς αριθμούς και “προσήλωναν το βλέμμα τους στη σχεδόν ρακένδυτη γυναίκα που τους πλησίαζε χωρίς να δίνουν σημασία στην καλλιτέχνιδα η οποία εκραύγαζε ρυθμικώς και εξελαρυγγίζετο επωδύνως, εσείετο απειλητικώς και χειρονομούσε ασέμνως”.
Αυτά τα «βρώμικα» συνέβαιναν στην καλή μας πρωτεύουσα και μάλιστα τη χρονιά των Α’ Ολυμπιακών Αγώνων. ¨Έτσι οι διάφοροι επισκέπτες διαμόρφωναν ανάλογα και τις επιλογές τους… και η πόλη έδειχνε τον «κοσμοπολίτικο» χαρακτήρα της…
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
http://paliaathina.com