1834… Η Αθήνα, η μικρή πρωτεύουσα του κόσμου, ξανακτίζεται πάνω στα ερείπιά της. Το χρώμα της Ανατολής σμίγει με τον αέρα της Δύσης αρμονικά, πόλη και άνθρωποι προοδεύουν. Μέσα σε αυτήν τη «sui generis» ατμόσφαιρα, οι Αθηναίοι – παλαιοί και όψιμοι – διατηρούν τις συνήθειές τους. Οι πρώτοι χώροι, λοιπόν, που διαμορφώνονται – μετά την εξασφάλιση στέγης – είναι τα καφενεία. Χώρος γνώριμος και προσφιλής από την ελληνική αρχαιότητα, το καφενείο οφείλει την καταγωγή του στα «θερμοπώλια» της αρχαίας αγοράς. Στα ειδικά καταστήματα που υπήρχαν στους χώρους συνάθροισης, όπου οι πολίτες «πίνοντες συνήρχοντο συνομιλούντες».
Το καφενείο της Αγοράς: Με την ίδια λογική και αυτή τη λειτουργικότητα, στο εμπορικό κέντρο της Αθήνας των οθωνικών χρόνων δημιουργούνται και γνωρίζουν ακμή το «Καφενείον της Αγοράς», στη βιβλιοθήκη του Αδριανού – κοντά στον Πύργο με το ρολόι που χάρισε στην πόλη ο Έλγιν – κι άλλα μικρότερα καφενεία. Άλλωστε, σε αυτή την περιοχή μεταφέρονται μετά την καταστροφή της Αθήνας από τους Ερούλους, το 267 μ.Χ., οι δραστηριότητες της αρχαίας αγοράς και, εδώ, λειτουργεί το παζάρι από την ύστατη αρχαιότητα ως τις 9 Αυγούστου 1884, που κάηκε ολοσχερώς. Φυσικά, το «Καφενείον της Αγοράς» προϋπήρχε των χρόνων της επανάστασης και επαναλειτουργεί όταν στην Αθήνα αποκαθίσταται η τάξη και οι άνθρωποί της επιστρέφουν στις εστίες τους. Το «Καφενείον της Αγοράς» συγκεντρώνει ανθρώπους της μεσαίας και χαμηλής κοινωνικής τάξης που έρχονται στην αγορά προς άγραν εργασίας, να εργαστούν, να ψωνίσουν, ακόμη και να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο τους.
Το καφενείο της Ευρώπης: «Το κομψότερο καφενείο των Αθηνών»: Την ίδια εποχή, στον ομφαλό της ελληνικής πρωτεύουσας, στη οδό Αιόλου απέναντι από την εκκλησία της Αγίας Ειρήνης, «σωματώδης τις Γαλλίς» η κυρία Ρομπέρ, ιδρύει το πολυτελές «Καφενείον της Ευρώπης». Ο πατέρας της, ο Γάλλος φιλέλληνας Ρομπέρ σκοτώθηκε από τους Τούρκους κατά τη δεύτερη πολιορκία της Ακροπόλεως, τον Δεκέμβριο του 1826, με θυσία που θυμίζει ήρωα των Ομηρικών επών. Το «Καφενείο της Ευρώπης» είναι το πρώτο στην Αθήνα που φέρνει μπιλιάρδο. Ακμάζει πριν από την ίδρυση του «Καφενείου της Ωραίας Ελλάδος» και εικόνες από την ατμόσφαιρά του μας μεταφέρει ο περιηγητής Μπισόν (1840, J.A. Buchon).
«Κοντά σ’ ένα μαγαζί τουρκικού τύπου, που μέσα του ο έμπορος κάθεται οκλαδόν χάμω, παίζοντας με τις χάντρες του κομπολογιού του, συναντάει κανείς ένα καφενείο γαλλικού τύπου με μπιλιάρδο από μαόνι. Εδώ, είκοσι Μαλτέζοι καθιστοί στο δρόμο περιμένουν τη μίσθωση των υπηρεσιών τους, εκεί, Έλληνες με άσπρη φουστανέλα και χρυσά γιλέκα, καπνίζουν τις μακριές τους πίπες, ενώ άλλοι Έλληνες ντυμένοι φράγκικα τελειώνοντας ένα μπουκάλι μπίρα, καπνίζουν πούρο ή τσιγάρο και κουβεντιάζουν γαλλικά για τις παρισινές εφημερίδες. Ο ένας φοράει στολή ελληνική με γαλλικές μπότες, ο άλλος ρεδιγκότα γαλλική με φουστανέλα και γκέτες ελληνικές. Η ελληνική, η γαλλική, η ιταλική, η γερμανική γλώσσα ακούγονται ταυτόχρονα και μια ανάλυση μυθιστορήματος του Μπαλζάκ διακόπτεται από ένα πατριωτικό μονόλογο για την Κρήτη, τον Ομέρ Πασά ή τον Μαυροκορδάτο».
Το καφενείον της ωραίας Ελλάδος: «Η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού». «Στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Αιόλου, λόγω της μεγάλης συρροής πολιτών – στη συνάντηση των δυο αυτών αρτηριών της πόλεως – είναι το εντευκτήριον πολυάριθμων πολιτικάντηδων, που βρίσκουν άφθονη ύλη στην πολυπράγμονα αυτή κοινωνία για ακατάπαυστη και ζωηρή συζήτηση…» («Οι σημερινοί Ελληνες» Tuck Erman – 1874, αναφέρεται στην Αθήνα του 1867). Σ’ αυτό, λοιπόν το πολυσύχναστο σταυροδρόμι, στο ισόγειο της οικίας Βρυζάκη, το 1839 κάποιος Ιταλός ονόματι Santo ιδρύει το θρυλικό Καφενείο «Bella Grecia» ή Ωραία Ελλάς. Το ιστορικό αυτό εντευκτήριο υπήρξε κέντρο της πολιτικής ζωής – κι όχι μόνον – επί σαράντα ολόκληρα χρόνια, από την ίδρυσή του ως τα 1879 που έκλεισε τις θύρες του.
Ο μεγάλος Δανός παραμυθάς, ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν επισκέπτεται την Αθήνα τον Απρίλιο του 1841 και φυσικά την «Ωραία Ελλάδα» και γράφει σχετικά: «Η Αθήνα έχει μερικά ελληνικά ή μάλλον τουρκικά καφενεία κι εκτός από αυτά ένα καινούργιο ιταλικό, τόσο μεγάλο και κομψό, που θα έκανε εντύπωση ακόμα και στο Αμβούργο και το Βερολίνο. Εδώ είδα νεαρούς Έλληνες με εθνικές στολές, σφιγμένους όμως τόσο πολύ, που σίγουρα θα είχαν μελανιάσει τα πλευρά τους. Παίζαν μπιλιάρδο καπνίζοντας, φορώντας γάντια και κρατώντας lorgnet. Αυτοί ήταν πραγματικά οι Έλληνες δανδήδες…».
Το Καφενείον της Ωραίας Ελλάδος γίνεται στέκι της διανόησης και των προοδευτικών και δημοκρατικών Αθηναίων. Εδώ, καίγεται φύλλο της φιλομοναρχικής εφημερίδας «Ελπίς» σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη στάση της κυβέρνησης σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Και από εδώ, ξεκινά μια μεγάλη ομάδα επαναστατών στις 10 Οκτωβρίου του 1862 που καταλήγει στην πλατεία Συντάγματος και απαιτεί την έξωση του Όθωνα. Στο ίδιο Καφενείο, πάλι γίνεται η εκκίνηση της εξέγερσης κατά του Σπόνεκ, του απολυταρχικού Συμβούλου του Γεωργίου, στις 30 Οκτωβρίου του 1865, που οδήγησε στην άμεση απομάκρυνσή του. Μάλιστα, κάποια μέρα από τους πολιτικούς ρήτορες κρατούσε ένα καλάθι κι όταν τον ρωτούσαν τι έχει μέσα, απαντούσε χαριτολογώντας: «κοπριά για τους… βασιλικούς».
Ο Γάλλος αρχαιολόγος Edmond About έρχεται στην Αθήνα το 1852 – και περνά μέσα στα γραφόμενά του τη σπουδαιότητατου Καφενείου: «Οι υπουργοί ξέρουν ότι η θέση τους είναι επισφαλής, ότι καμιά κυβέρνηση δεν κράτησε πολύ και ότι οι σχολιαστές του καφενείου «Η Ωραία Ελλάς» αναγγέλουν κάθε πρωί το σχηματισμό ενός νέου υπουργείου». «Το Καφενείο τούτο – γράφει ένας ανώνυμος το 1868 σε φυλλάδιο υπό τον τίτλο «Φλυαρίαι Έλληνος αγαπώντος την πατρίδα του – δύναται να θεωρηθεί ως η κεντρική διεύθυνσις της εκκλησίας του λαού. Εκεί δικάζονται βασιλείς και υπουργοί, εκεί αποκαλύπτονται επιτηδείως πρόσωπα και ενέργειαι. Εν αυτώ η νεότης αντιτάσσει την οιστρήλατον ευφυΐαν της εις τας αυστηράς κρίσεις των γερόντων». Κατά τη διάρκεια των «Λαυρεωτικών» το 1873, στο εσωτερικό του καφενείου της Ωραίας Ελλάδος λειτουργεί ένα ανεπίσημο χρηματιστήριο. «Εκατοντάδες ανθρώπων συνωθούντο από πρωίας μέχρι βαθείας νυκτός. Το σφαιριστήριον είχεν αντικαταστήσει τον σιδηρούν κλοιόν χρηματιστηρίου.
Πέριξ δε του παναρχαίου εκείνου σφαιριστηρίου άνθρωποι φέροντες φαιούς υψηλούς πίλους, άλλοι φεσάκια, άλλοι λευκάς φουστανέλλας, άνθρωποι ους ηδύνασο να εκλάβης και ως γαλακτοπώλας, νήστεις από της αυγής, εξηγριωμένοι ως γαλαί επί τη θέα κυνός, σείοντες τας χείρας αυτών ως Έλληνες ηθοποιοί, επώλουν και ηγόραζον «Λαύρια» ουχί γαίας αλλά χαρτία, εν απεριφράστω οχλοβοή, ως συμβαίνει συνήθως εις το χρηματιστήριον». Αυτές ήταν και οι τελευταίες ημέρες δόξας που γνώρισε η «Ωραία Ελλάς», καθώς το 1879 έκλεισε για πάντα και πέρασε στην ιστορία της Αθήνας. Ανώνυμος ποιητής που θυμίζει τον ποιητικό ρυθμό του Αχιλλέως Παράσχου αναπολεί: «… Το ευφρόνεις στραταρχείον εν ανακωχή αρμάτων, / το ενόμιζες ηρώον από τρόπαια γεμάτον…».
Το Καφενείον των Αγωνιστών: Στη συμβολή των δρόμων Αιόλου και Μητροπόλεως, στην πλατεία Δημοπρατηρίου, στο υπόγειο της οικίας Τζαβέλλα, λειτουργεί από τα πρώτα χρόνια της Βαυαροκρατίας το Καφενείο των Αγωνιστών. Σ’ αυτό το απλό στέκι με ναργιλέδες κι έντονη τη μυρωδιά της Ανατολής συναθροίζονται οι Έλληνες αγωνιστές, παραγκωνισμένοι από τους Βαυαρούς κι αναπολούν τα χρόνια της δράσης και των αγώνων. Φουστανελλοφόροι και βρακοφόροι διηγούνται τα κατορθώματά τους και παίζουν σκάκι, ντόμινο και κυρίως την «πρέφα των αγωνιστών».
Το Καφενείο του Χάφτα: Ο αγωνιστής Γιάννης Χάφτας ήταν από τους ελάχιστους συναδέλφους του που πήρε κάποια αποζημίωση για τις υπηρεσίες του στην πατρίδα. Του έδωσαν, λοιπόν, ένα κομμάτι γης στην περιοχή της αδιαμόρφωτης, τότε, πλατείας Όθωνος, νυν Ομονοίας, όπου σήμερα τα «Χαυτεία», και μέσα σ’ ένα δροσερό κήπο στήνει τον καφενέ του και συγκεντρώνει αρκετούς θαμώνες, ρομαντικούς που προτιμούν να συνδυάσουν τη συντροφιά του καφέ με την εξοχή, αλλά και Δημοκρατικούς, αντιοθωνιστές, ενίοτε επαναστάτες. Κλείνει λόγω ανταγωνισμού το 1880.
Τα καφενεία των Βαυαρών: Οι Βαυαροί ζουν μέσα στη δική τους κλειστή κοινωνία και δημιουργούν τρία δικά τους εντευκτήρια: αρχικά το «Zum Gruner baum», το «Πράσινο δενδρί» στη διασταύρωση της Ιερός οδού με την οδό Μεγάλου Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια στήνεται το «Pausilipum», το «Παυσίλυπον», στο ίδιο οικόπεδο που θα κτισθεί αργότερα το Πολυτεχνείο και, στα 1838, λειτουργεί στην οδό Ομήρου (όπου
σήμερα το Γερμανικό Ινστιτούτο Γκαίτε) το… εξοχικόν τότε, αλλά πολυτελές Καφενείο -Μπυραρία «Φιλαδέλφεια». Ο ζύθος, η μπίρα ρέει άφθονη στα στέκια αυτά, νιόφερτη από τους Βαυαρούς.
Το καφέ Τσουράπι: Ο πολιτικός Καφενές: Τα πρώτα Οθωμανικά χρόνια, στην περιοχή του Αρδηττού, στο Βατραχονήσι κοντά στο Στάδιο, στήθηκε ένα… πολιτικό καφενεδάκι – που θα δώσει και το όνομά του στην περιοχή – το Καφέ Τσουράπι… Η ονομασία οφείλεται στο… τσουράπι, δηλαδή την κάλτσα που έπλεκε η γυναίκα του καφετζή έξω από τον καφενέ – ένα τσουράπι που δεν τέλειωνε ποτέ – και κρατούσε… τσίλιες, καθώς μέσα συναθροίζονταν αντιμοναρχικοί. Όταν αντιλαμβανόταν κάποιο κίνδυνο, ειδοποιούσε πάραυτα τους «επαναστάτες» που έστριβαν από την πίσω πόρτα!.. Η φήμη του ξεπέρασε τα όρια της γειτονιάς και αργότερα συναντάμε καφενείο με το ίδιο όνομα στα Πευκάκια, στο Λυκαβηττό.
Το Καφενείο των Γερόντων και των «ευφρονούντων»: Στα Χαυτεία, που πήραν το όνομά τους από τον αγωνιστή Χάφτα, λειτούργησαν και δύο ιταλικά Καφενεία, το «Τίβολι» και της «Ωραίας Ιταλίας». Λίγα χρόνια μετά, στη συμβολή των δρόμων Πανεπιστημίου και Πατησίων δημιουργείται ένα νέο καφενείο «των Γερόντων» που αργότερα μετονομάζεται σε «ευφρονούντων».
Ο ποιητής Σουρής θα γράψει: «Καφενείον ευφρονούντων, / νύκτα-μέρα συζητούντων». Στο Καφενείο αυτό, κάποιος ευφυής θαμώνας μια μέρα δυσπραγίας – για τα ελληνικά πράγματα – αποκάλεσε την Ελλάδα «Ψωροκώσταινα»!.. Αυτήν την ίδια προσφώνηση προσέδιδαν σε μία ηλικιωμένη Μικρασιάτισσα χήρα που έκανε θελήματα για να εξασφαλίσει τον επιούσιο και εξέφραζε την «έντιμον πενία»!..
Καφενεία του Πεδίου Άρεως: Στα χρόνια του Όθωνα, στο Πεδίον του Άρεως, κάθε Κυριακή απόγευμα παίζει η στρατιωτική μπάντα παρουσία του βασιλικού ζεύγους και γίνεται κοσμική και λαϊκή σύναξη με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν και να ακμάσουν έξι εξοχικά καφενεδάκια.
Καφενεία στις Κολόνες: Ενδοξότερο βίο γνωρίζουν δύο ξύλινα – επίσης εξοχικά – καφενεία στις «Κολόνες» στους Στύλους του Ολυμπίου Διός όπου έρχονται ρομαντικοί και διανοούμενοι Αθηναίοι. Εδώ, συχνάζει και ο Σουρής που θα γράψει ποίημα εμπνεόμενος από τη γραφικότητα του καφενέ και μεταξύ άλλων λέει: «…Βαρειά εξαπλωμένος εις του Διός τους Στύλους, σαν θεριακλής Σουλτάνος το ναργιλέ ρουφώ…».
Το Καφενείο της Ανατολής – μετέπειτα Ζαβορίτη: Στεγάζονται στο ισόγειο της οικίας Ανδρέου Κορομηλά που χτίζεται το 1850 από τον αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκο και λειτουργεί ανελλιπώς ως την κατεδάφιση του κτιρίου, το 1964. Αρχικά το καφενείο ανήκε στον Βασίλη Βασιλείου ενώ ο Γεώργιος Ζαβορίτης ήταν οδηγός του ατμοκίνητου τροχιόδρομου της Αθήνας, του περιβόητου «κωλοσούρτη» και θαμώνας του καφενέ.
Μεταξύ τους αναπτύχθηκε φιλία και καθώς ήσαν και οι δύο δυσαρεστημένοι με τη φύση της εργασίας τους, αποφάσισαν να κάνουν αμοιβαία αλλαγή επαγγέλματος. Έτσι, ο μεν Βασιλείου έγινε οδηγός του «κωλοσούρτη», ο δε Ζαβορίτης διέπρεψε ως επιχειρηματίας του ομώνυμου Καφενείου!.. Ανατολής είναι και αυτό το «Κέραμό» ή «Κεραμεικός», που βρισκόταν στη γωνία των οδών Φιλελλήλων και Μητροπόλεως και σύχναζαν οι ποιητές της Ρομαντικής Σχολής.
Καφενείον του κήπου του υπουργείου – μετέπειτα πλατείας Κλαυθμώνος: Το 1863 το κτίριο του Νομισματοκοπείου – που κτίζεται στα 1835 από τον αρχιτέκτονα Χριστιανό Χάνσεν – μετατρέπεται σε υπουργείο και στον κήπο του δημιουργείται ένα απλό καφενεδάκι όπου συχνάζουν κυρίως δημόσιοι υπάλληλοι κι ανάμεσά τους οι «παυσανίες» αυτοί που παύονται από την εργασία τους σε κάθε κυβερνητική αλλαγή και… «θεσιθήρες» που κυνηγούν κάποια θεσούλα.
Ο μέγας Αθηναιογράφος Δημήτριος Καμπούρογλου μας διηγείται τον λόγο που ανάγει τον απλό αυτό καφενέ σε ιστορικό: «Κατά το έτος 1878 έτυχε να καθήσω στο καφενεδάκι του κήπου του υπουργείου των Οικονομικών, το γνωστόν ως “Καφενείον του κυρ Παντελή”, επιστάτου άλλοτε του γυμνασίου στο Βαρβάκειον». Κείνη την ημέρα λοιπόν, είδα κάποια εξαιρετική κίνησιν, από παυσανίας και θεσιθήρας, που είχαν αποτυπωμένην στη μορφή τους, άλλοι οδύνη, άλλοι ανίαν και άλλοι αμοιβαίαν ελπίδα. Εσκέφθηκα τότε να περιγράφω ό,τι είδα και εδημοσίευσα στο περιοδικό «Εστία» ένα σατιρικό σημείωμα, με την επιγραφήν: «0 κήπος του Κλαυθμώνος», χωρίς να φανταστώ πως άθελά μου, έγινα και νονός του κήπου αυτού».
Το Καφενείον Γιαννόπουλου: Ο δεύτερος λογοτεχνικός σταθμός: Θεωρείται ο επόμενος λογοτεχνικός σταθμός μετά το καφενείον της Ωραίας Ελλάδος. Ιδρύεται γύρω στα 1880, στο ισόγειον της οικίας Γιαννοπούλου, στη γωνία Σταδίου και Μουσών (νυν Καραγεώργη Σερβίας) με όψη προς την πλατεία Συντάγματος. «Στου Γιαννόπουλου σύχναζε η ελίτ. 0 Ροΐδης με τις λουσάτες ρεντικότες, το λουλούδι στη μπουτουνιέρα και το ημίψηλο, ο Γρυπάρης άψογος στην εμφάνιση που κάπνιζε μόνο πούρα Αβάνας, ο Αχιλλέας Παράσχος που κυκλοφορούσε πάντα με λαντώ, ο Φαλέζ, ο Δροσίνης κ.ά. Εκεί έβρισκε κανείς ξενόγλωσσες εφημερίδες, εκεί κυκλοφορούσαν τα πιο φρέσκα κοινωνικά, πολιτικά και φιλολογικά νέα». (Ημερολόγιον Σκόκου)
Το Καφενείο του Ζαχαράτου: «Το δεύτερον και πιο ελεύθερον κοινοβούλιον»: «Το Καφενείον Ζαχαράτου είναι αληθές κόσμημα της πλατείας Συντάγματος και θα καταστεί και πάλιν, ως άλλοτε το απαραίτητον εντευκτήριον πασών των ηλικιών, ως ήτο και πριν, δικαίως δε, αποδέχεται θερμά συγχαρητήρια διά το ωραίον κατάστημά του, σήμερον, επί τοις εγκαινίοις, ο κύριος Ζαχαράτος», «Εφημερίς» 4 Δεκεμβρίου 1888. Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τους Αθηναίους της πνευματικής και κοινωνικής ελίτ καθώς στο ισόγειο της οικίας Ιωάννου Βούρου, Σταδίου και πλατείας Συντάγματος – όπου σήμερα το ξενοδοχείο Meridien – αρχίζει πάλι να λειτουργεί το καφενείο του Ζαχαράτου. Αρχικά, φιλοξενήθηκε στην απέναντι πλευρά στο ισόγειο της οικίας Γιαννοπούλου, Σταδίου και Μουσών, όπου αργότερα το βιβλιοπωλείον Ελευθερουδάκη. Επί επτά και πλέον δεκαετίες το καφενείο του Ζαχαράτου υπήρξε το σημαντικότερο στέκι διανοουμένων, πολιτικών και κοσμικών. Επίσης, εδώ, συνέρχεται ο κύκλος του περιοδικού «Εστία» κι ανάμεσά τους οι Ψυχάρης, Ξενόπουλος, Δροσίνης, Παλαμάς, Ροΐδης και Σουρής. Παράλληλα, συγκεντρώνει «τους μανιακούς για την πολιτική», «οι οποίοι ως τις τρεις το πρωί εξακολουθούν να αναπτύσσουν τα εκλογικά τους προγράμματα μεταξύ ομάδας νυκτόβιων». Ανάμεσα στους «Γερουσιαστές του Ζαχαράτου» συγκαταλέγεται στα χρόνια του Μεσοπολέμου, ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης. Μέσα στο Καφενείο χρήζεται αρχηγός του κόμματος των Κυανολεύκων, με πολλούς ακροατές και… κανένα οπαδό! Στον ίδιο χώρο διαλαλεί το πολιτικό του πρόγραμμα και υπόσχεται τη σύσταση υπουργείου… Ερωτος! Το πολιτικό πρόσταγμά του λέει: «Αθηναίοι βγάλτε με και θα περνάτε φίνα, Φρενοκομεία πάμπολλα θα χτίσω στην Αθήνα!…». Κάποτε κυκλοφόρησε η φήμη πως το Καφενείο του Ζαχαράτου θα κλείσει. Τότε, στις 10 Ιανουάριου 1910, ο Σουρής, τακτικός θαμώνας γράφει μεταξύ άλλων με πικρία στον «Ρωμιό» του: «Κλείνει μέγα καφενείον αναμνήσεων σπανίων».
Μη ρωτάς, ερατεινέ για το κράτος, συμφορά του / κλάψε για τον καφενέ μοναχά του Ζαχαράτου… / Ποτέ μου δεν επίστευα να κάνει φαλιμέντο / μα τώρα κλάψε το και ’συ / με μια θλίψη περισσή! / Μη λησμονείς πως τόχαμε, σαν άλλο Παρλαμέντο.
Ομως, το Καφενείο του Ζαχαράτου μέλλεται να επιβιώσει και να γνωρίσει κι άλλες δόξες γι’ άλλες πέντε δεκαετίες ακόμη… Ο αείμνηστος Γεώργιος Παπανδρέου θα πει: «Το Καφενείον του Ζαχαράτου είναι το δεύτερο και το πιο ελεύθερο – ίσως – κοινοβούλιο από το πραγματικό». Το ιστορικό Καφενείο του Ζαχαράτου τελείωσε μαζί με το κτίριο που επί εβδομήντα και πλέον χρόνια το αγκάλιασε. Στα 1960 κατεδαφίστηκε και μαζί του χάθηκε η όμορφη εικόνα της Παλαιός Αθήνας. Λίγο πριν το καφενείο Ζαχαράτου γίνει παρελθόν, το 1960, ο χρονογράφος Παύλος Παλαιολόγος γράφει μεταξύ άλλων στην εφημερίδα «Το Βήμα» με τον τίτλο «Καφενείου Θάνατος». «Ενα Καφενείο κατεδαφίζεται στο τετράγωνό μου. Από τα τελευταία…. Πόσα τάχα απομένουν; Αν ανήκα στους χορηγούς θα εμπιστευόμουν στην Ακαδημία, την απονομή επάθλου για τη συγγραφή της ιστορίας του καφενείου που πεθαίνει… Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του έθνους! …Το καφενείο προπύργιο της καθαρεύουσας, του ρομαντισμού, της ποιήσεως των Παράσχων… Αναβατήρας που ύψωνε και κατέβαζε αξίες. …Στα τραπεζάκια του Ζαχαράτου έπεφταν κι ανέβαιναν κυβερνήσεις. Στου Ζαχαράτου γινόταν το ρεπορτάζ των πολιτικών συντακτών. Ελεγαν, «έγκυροι κύκλοι» και ήσαν οι κύκλοι του… Καφενείου!..».
Καφενεία της πλατείας Ομονοίας: Αρχαιότερο είναι το «Σολωνείον» που ιδρύεται στα 1849 στην περιοχή της αδιαμόρφωτης ακόμη πλατείας Ομονοίας. Στα 1879 λειτουργεί – Πατησίων 19 – υπό τον Ζήνωνα Παπαναστασίου. Ακολουθεί η «Δανιμαρκία», σύγχρονη της άφιξης του Δανού βασιλέα Γεωργίου Α’, βραχύβιο καφενείο στα Χαυτεία, απέναντι από το «Ευφρονούντων». Στα 1874 ανοίγει το Καφενείο Ζούνη, γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και πλατεία Ομονοίας – όπου σήμερα το Ξενοδοχείο «Ομόνοια» – και στα 1885 λειτουργεί στο ίδιο μέρος το Καφενείο Ζυθοπωλείο Ζαχαράτου. …1878, στη ΒΑ γωνία 3ης Σεπτεμβρίου και πλατείας Ομονοίας (όπου το 1892 λειτουργεί η επιχείρηση Ζαχαράτος – Καπερώνης) ανοίγει και γνωρίζει ακμή το Καφενείο του Χαραμή. …1892, ο Σ. Ζαχαράτος με τον πεθερό του Κ. Καπερώνη ανοίγουν το πολυτελέστατο Καφενείο Ζαχαράτου – Καπερώνη. Η πλατεία Ομονοίας συγκεντρώνει πλήθος κόσμου καθώς είναι κόμβος συγκοινωνιακός με έντονη εμπορική και θεατρική κίνηση. Στο γύρισμα του αιώνα θα ακμάσουν και άλλα σπουδαία καφενεία όπως το «Ηβη» (1890) του «Μπερνίτσα» (1885), στη συνέχεια το «Μπάγκειον» κ.ά. Στα 1875, στον οδηγό του Μπούκα αναφέρονται σαράντα Καφενεία πρώτης τάξεως σε κεντρικούς αθηναϊκούς δρόμους. Καθώς ο 19ος αιώνας βαδίζει στη δύση του ο πληθυσμός της Αθήνας αυξάνει και τα καφενεία πληθαίνουν. «Τα οστρακόδερμα των καφενείων της πλατείας Συντάγματος και Ομονοίας, οι καταπίνοντες τον κονιορτόν της πρωτευούσης και κυλιόμενοι εκουσίως εις τας ραδιουργίας της πολιτικής», οι θαμώνες, όπως τους χαρακτηρίζει σκωπτικά ο Σκόκος, βρίθουν στην Αθήνα!.. Συνεχίζουν να γράφουν… ιστορία. Γιατί, η ιστορία του νεοελληνικού καφενείου είναι αυτή αύτη η νεοελληνική ιστορία. «…Από τα μπρίκια του βγαλμένη η σύγχρονη ιστορία του έθνους…»
ΑΡΤΕΜΙΣ ΣΚΟΥΜΠΟΥΡΔΗ «ΑΘΗΝΑΪΚΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ» ΕΠΤΑ ΗΜΕΡΕΣ Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΑΘΗΝΑ 15 ΣΕΠ 1998
https://anemourion.blogspot.gr