Η Αθήνα είναι μια πόλη που κάθε σοκάκι, δρόμος, πλατεία, κτίριο, μνημείο της έχει να σου διηγηθεί μια ιστορία. Ιστορίες που μας ταξιδεύουν στο χρόνο και γνωρίζουμε τον πολιτισμό και τα επιτεύγματα των προγόνων μας. Ιστορίες από την επαφή μας με τους άλλους λαούς. Ιστορίες από τους αγώνες για απελευθέρωση και εθνική ανεξαρτησία. Ιστορίες που συνδέονται με τους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες του λαού.
Πλάι σε αυτές και ιστορίες των απλών ανθρώπων της. Ιστορίες προς τέρψη και διδαχή. Οπως η ιστορία ενός… μετανάστη στην Αθήνα του 19ου αιώνα, του Χατζή Ιβάν Λίγκοφ Χιμιτζίεφ, ελληνιστί Μπάρμπα – Γιάννη Κανατά.
Σε μια πόλη των αντιθέσεων που προσπαθεί να μιμηθεί τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής. Ενα κράμα ευρωπαϊκής και ανατολίτικης πόλης, όπου η πλινθόκτιστη καλύβα και το μαρμάρινο μέγαρο συνυπάρχουν. Το υπαίθριο μαγειρείο δίπλα στο κομψό εργαστήρι, οι λεκάνες με τις ελιές και τα ξύλινα δοχεία με τη σαρδέλα δίπλα στα γαλλικά κομψοτεχνήματα.
Σε μια πόλη που στερείται υπονόμων και τα «περιττά» καταλήγουν καταμεσής των δρόμων. Σε μια πόλη πλούσια σε μνημεία αλλά και σε τέλματα υπεύθυνα για τις συνεχείς επιδημίες. Σε μια πόλη που φημίζεται για τη νεφελόσκονή της…
«Γηραιά Κεκροπία» την αποκαλούν οι κάτοικοί της, διότι η σκιά του Φαλμεράιερ τούς ακολουθεί σε κάθε βήμα τους. Κεκροπία είναι το πρώτο όνομα της πόλης, από τον ιδρυτή και πρώτο βασιλιά της πόλης.
Η πόλη αρχίζει λίγο πιο πέρα από το Θησείο. Με την παλιά τούρκικη συνοικία, ένα άθροισμα μικρών μονώροφων λευκών σπιτιών με κόκκινη στέγη. Τα παράθυρά τους μικρά και ακανόνιστα. Σπίτια χτισμένα χωρίς σχέδιο και ενάντια στις απαιτήσεις της ρυμοτομίας. Δεν έχει δρόμους, είναι ένας λαβύρινθος φιδωτών μονοπατιών. Βορειοανατολικά, καθώς βλέπουμε την Αθήνα από την Ακρόπολη, η σύγχρονη πόλη, με τους μεγάλους δρόμους που σχηματίζουν ορθές γωνίες, κομψά πολυώροφα σπίτια με μαρμάρινο περίβλημα και αυλή στο πίσω μέρος. Πίσω από τα βασιλικά ανάκτορα, οι περιοχές με αγροτικό χαρακτήρα.
Στα τρίστρατα της πόλης, ο στραγαλατζής πίσω από την τάβλα με το εμπόρευμά του: τα στραγάλια, τα ζαχαρένια κόκκινα μπαστούνια, τις χρωματιστές κουλούρες, το μελένιο χαλβά και τα σουσαμένια παστέλια. Στους δρόμους της κυκλοφορούν πραματευτές, πουλούν σκούπες, σαπούνι, νερό, κανάτια, ο καρεκλάς και άλλοι πολλοί πραματευτές και επιτηδευματίες.
Περίπατος κοινωνικής προβολής και επιβολής
Τις Κυριακές και τις αργίες, αυλικοί, βιομήχανοι, έμποροι, καταστηματάρχες, δημόσιοι υπάλληλοι, γιατροί, δικηγόροι, στον περίπατο. Ολοι πλην μπακαλόγατων, δουλικών και λοιπών συναφών …επαγγελμάτων.
Οι κύριοι και οι κυρίες της «γηραιάς Κεκροπίας» κάνουν τον περίπατό τους στο Πεδίον του Αρεως. Από την εποχή του Οθωνα, εδώ γίνεται ο περίπατος των Αθηναίων, και στην πλατεία Συντάγματος, όπου η στρατιωτική μουσική παίζει από την κεντρική εξέδρα. Κάποιοι πίνουν τον καφέ τους στα τραπεζάκια που έχουν τοποθετήσει τα καφενεία στην πλατεία, άλλοι περπατούν πάνω κάτω και κάποιοι λίγοι είναι γύρω από την εξέδρα και ακούν τη μουσική. Μαζεύεται περισσότερος κόσμος από όσους μπορεί να αντέξει η πλατεία.
Η οδός Σταδίου που συνδέει τους δύο περιπάτους, είναι η πολύβουη λεωφόρος της πόλης, με τη σκόνη να δοκιμάζει τα πνευμόνια των Αθηναίων. Φαρδιά πλακόστρωτα πεζοδρόμια με δεντροστοιχίες, και στο πλάι σπίτια εύπορων Αθηναίων και εμπορικά. Πραγματικό Στάδιο …καλλονής, διότι σε αυτό κατέρχονται όλες οι ωραίες των Αθηνών. Ενας πολύχρωμος γυναικείος χείμαρρος που ανεβοκατεβαίνει από το καφενείο του Γιαννόπουλου (πολυτελέστατο καφενείο, στη γωνία των οδών Σταδίου και Καραγεώργη Σερβίας) μέχρι την οδό Αιόλου. Μια συνεχής κίνηση πεζών, ιππέων και εποχούμενων.
Οι κυρίες με τις μακριές και φουσκωτές φούστες τους, τα κρινολίνα και τα τεράστια καπέλα στολισμένα με άνθη ή φτερά. Οι κύριοι με ψηλό καπέλο, γάντια και λουστρίνι – ελάχιστα τα ίχνη της φουστανέλας. Οι κύριοι βγάζουν ευγενικά τα καπέλα τους και σκύβοντας το κεφάλι χαιρετούν τις όμορφες δεσποινίδες. Τα γέλια και οι φωνές των χαριτόβρυτων δεσποινίδων κυριαρχούν στην ατμόσφαιρα. Πρωταγωνιστές όλοι τους στον περίπατο κοινωνικής προβολής και επιβολής. Σαν μανιτάρια φύονται υφασματοπωλεία, καταστήματα ετοίμων ενδυμάτων και οίκοι υψηλής ραπτικής – ιδιαίτερα πολυτελή – που μεταφέρουν την κοσμοπολίτικη ατμόσφαιρα του Παρισιού και της Βιέννης. Μεταμορφώνουν τους Αθηναίους σε Ευρωπαίους, είτε τοις μετρητοίς είτε επί πιστώσει, πολλές φορές μη εξοφλητέα.
Αν έλειπε και η σκόνη που τυφλώνει και βρωμίζει τα ρούχα…
Μετά τη βόλτα, παίρνουν το παγωτό τους στα ζαχαροπλαστεία. Η αριστοκρατία των Αθηνών συχνάζει στο «Σολωνείον», γωνία Πατησίων και Βερανζέρου. «ΙΔΡΥΘΕΝ 1839», όπως γράφει η ταμπέλα στο εσωτερικό του. Το καλοκαίρι βγάζει δύο σειρές τραπέζια στο φαρδύ πεζοδρόμιο.
Η …ανάγκη της κανάτας
Δεκαετία του 1870. Στους δρόμους της Αθήνας κυκλοφορεί ο Μπάρμπα – Γιάννης ο κανατάς. Πουλά αιγινήτικα κανάτια, για να διατηρούν οι Αθηναίοι το νερό δροσερό. Αυτά τα κανάτια έχουν ένα πλεονέκτημα. Το νερό περνά μέσα από τα τοιχώματα του αγγείου, δημιουργώντας μια εξωτερική υγρασία που κρατά το νερό δροσερό. Γι’ αυτό είναι περιζήτητα. Τα παράθυρα των αθηναϊκών σπιτιών, μαζί με τη γλάστρα του βασιλικού, έχουν στα περβάζια τους και τα αιγινήτικα κανάτια.
Την έλλειψη νερού στην πόλη καλύπτουν οι νερουλάδες με το πεντελικό νερό που πουλούν. Με κάρα και νεροβάρελα που τα γεμίζουν με νερό στο Μαρούσι και γυρίζουν τις αθηναϊκές συνοικίες και οι νοικοκυρές σπεύδουν να γεμίσουν τα κανάτια έναντι μικρού αντιτίμου. Το νερό για την πάστρα του σπιτιού το κουβαλούν από τις υπαίθριες βρύσες και τα άφθονα ρέματα της πόλης.
Εξι μέρες της βδομάδας, ο Μπάρμπα – Γιάννης, ρακένδυτος και ξυπόλυτος, περιφέρεται με τον ψωραλέο γαϊδουράκο του στους δρόμους της Πλάκας και του Ψυρρή, πουλώντας τα κανάτια του. Και την Κυριακή, με ύφος εκατομμυριούχου χρυσοκανθάρου, διασχίζει την οδό Σταδίου με την άμαξά του και τρώει το παγωτό του στο «Σολωνείον».
Οταν μια Κυριακή απόγευμα έκανε τη μεγαλοπρεπή εμφάνισή του στην πλατεία Συντάγματος, έγινε χαλασμός. Αντρας ευσταλής και ωραίος. Καλοζωισμένος δανδής, ντυμένος με την τελευταία λέξη της μόδας. Με ένα σάλι βαρύτιμο στον ώμο, το μπαστουνάκι με την ασημένια λαβή στο χέρι και πούρο Αβάνας στο στόμα. Με έπαρση διπλωμάτη της εποχής. Αγέρωχος και «κλωστομύσταξ». Οι Αθηναίοι αδυνατούσαν να πιστέψουν αυτή την πρωτεϊκή μεταμόρφωση. Ομως το επάγγελμα του κανατά ήταν προσοδοφόρο. Είχε κάνει λεφτά που του επέτρεπαν ζωή «λουσάτη».
Εκδηλώσεις λατρείας
Από εκείνη την ημέρα, η φήμη του ξεπέρασε τα όρια του Λεκανοπεδίου. Οσοι έρχονταν στην πρωτεύουσα έπρεπε πρώτα να δουν και να θαυμάσουν τον Μπάρμπα – Γιάννη και έπειτα τον Παρθενώνα. Ηταν το πρόσωπο της επικαιρότητας. Οι εφημερίδες δεν άργησαν να τον κάνουν ανάγνωσμα και η λαϊκή μούσα τραγούδι. Η στρατιωτική ορχήστρα, που τις Κυριακές και τις αργίες έπαιζε διάφορα φημισμένα κομμάτια, μόλις εμφανιζόταν ο Μπάρμπα – Γιάννης σταματούσε οτιδήποτε και έπαιζε το δικό του εμβατήριο. Τούτο αποτελούσε βασιλικό προνόμιο. Ο βασιλιάς ενοχλούνταν και θα ήθελε να βάλει στη θέση του τον Μπάρμπα – Γιάνννη αλλά και κάποιους ένστολους θαυμαστές του. Ο Μπάρμπα – Γιάννης, όμως, ήταν τόσο δημοφιλής και ικανός να δώσει τις κατάλληλες απαντήσεις που ο βασιλιάς προτιμούσε να του δείχνει συμπάθεια, χωρίς όμως πολλά πολλά.
Οι γυναίκες προσπαθούσαν να τον κάνουν να τις προσέξει, οι άντρες τον χαιρετούσαν με τρόπο που να φανούν οικείοι του. Τα χαμίνια τον έπαιρναν από πίσω αλαλάζοντα. Στις γειτονιές τον υποδέχονταν με ξεφωνητά χαρμόσυνα. Οι παρέες γυναικών που συναναστρέφονταν το απόγευμα στις αυλές και στα πεζοδρόμια, σταματούσαν την κουβέντα τους για να του μιλήσουν. Πόρτες και παράθυρα άνοιγαν στο πέρασμά του για να τον θαυμάσουν. Μοδίστρες, πλύστρες, παραμάνες, όλα τα δουλικά μα και οι κυράδες, κορίτσια, νέες και γριές έβγαιναν στην πόρτα ή κρέμονταν στα παραθύρια για να δουν αυτόν τον περίεργο κανατά. Να του προσφέρουν ένα κλαδάκι μυρωδάτου βασιλικού, κομμένο από τη γλάστρα που υπάρχει στο παράθυρο. Να χαχανίσουν μαζί του, να του πουν η μια το κοντό της και η άλλη το μακρύ της, να ευφυολογήσουν, να τον πειράξουν, να του κάνουν τα γλυκά μάτια και να φλερτάρουν μαζί του, στα αστεία δήθεν. Πόσες και πόσες δεν τον ονειροπόλησαν ως σύζυγό τους ή ως γαμπρό για τη θυγατέρα τους. Εντυπωσιασμένες όλες από το λούσο και τη λάμψη της κυριακάτικης εμφάνισής του
Εννοείται ότι έκανε χρυσές δουλειές. «Εσβησε» όλους τους ανταγωνιστές του. Χρεοκόπησαν οι καημένοι.
Ο Μπάρμπα – Γιάννης απολάμβανε τις εκδηλώσεις λατρείας, αλλά δεν έδινε αφορμή για σκάνδαλα και κουτσομπολιά. Είχε σχέσεις με διάφορες δεσποινίδες και κυρίες αλλά ουδέποτε εξέθεσε καμιά τους. Ούτε ο ίδιος έμπλεξε σε περιπέτειες… Το λέει και το τραγουδάκι που έφτιαξε η λαϊκή μούσα:
Μπάρμπα – Γιάννη με τις στάμνες
και με τα κανάτια σου
από τα πονηρά κορίτσια
άνοιξε τα μάτια σου
Πρόσεξε μη σε γελάσει
καμιά έμορφη κυρά
και σου φάει το γαϊδούρι
και σ’ αφήσει την ουρά