Όπως λέει και το άσµα, οι µάγκες δεν υπάρχουν πια. Σίγουρα το τρένο δεν τους πάτησε. Η τελευταία τους εµφάνιση ήταν κάπου το 40′ µε το 50′. Ο εκφυλισµός τους βέβαια, προήλθε από πριν. Πολύ διαφορετικά ξεκίνησαν και αλλιώς κατέληξαν.
Η σηµασία της λέξης «µάγκας» διέφερε από εποχή σε εποχή. Η λέξη, πρωτοεµφανίστηκε στα ένδοξα χρόνια του 1821. Εικάζεται ότι η προέλευσής της είναι αλβανική. Ήταν εν µέρει οµάδες άτακτου στρατού.
Στα χρόνια της Οθωµανικής αυτοκρατορίας συγκρότησαν και οι Έλληνες τέτοιες οµάδες. Μάγκας, ονοµαζόταν όποιος συµµετείχε στην οµάδα και «µαγκατζής» ο αρχηγός της.
Η λέξη µάγκας µετέπειτα µετονοµάστηκε σε λόχος. Οι µάγκες που συµµετείχαν είχαν ιδιαίτερη συµπάθεια από τον κόσµο, συµπάθεια που παραµένει µέχρι τις µέρες µας.
Για χρόνια ο µάγκας συγχεόταν µε το “µόρτη”. Η λέξη προέρχεται από τα λατινικά, όπου morte σηµαίνει θάνατος. Λέγεται ότι ήταν αυτοί που έθαβαν τα πτώµατα σε διάφορους λιµούς ή αρρώστιες, που υπήρχαν ανά διαστήµατα. Κυρίως αυτοί που έπαιρναν την πρωτοβουλία ήταν µικροαπατεώνες και µικροεγκληµατίες. Γι’ αυτόν τον λόγο, η λέξη µόρτης παραπέµπει σε πονηρό άτοµο.
Μετά την απελευθέρωση του 21′, η Ελλάδα, µαστίζεται από διάφορα προβλήµατα. Οι όροι µάγκας και µόρτης άρχισαν να εκφυλίζονται.
Από τα µέσα της δεκαετίας του 1850′ µέχρι και τις αρχές του 1900 τη θέση τους θα πάρουν οι ξακουστοί κουτσαβάκηδες.
Οι κουτσαβάκηδες θα πάρουν το όνοµα τους από το ∆ηµήτριο Κουτσαβάκη. Πρόκειται για ένα πασίγνωστο καβγατζή και φασαριόζο που έµεινε διάσηµος για τους τραµπουκισµούς του. Ήταν γεννηµένος στον Πειραιά από πατέρα µάγκα. Εργαζόταν ως βαρκάρης και αργότερα κατετάγη στο ιππικό.
Ο Κουτσαβάκης θα γίνει πολύ διάσηµος. Θα βρει άξιους µιµητές. Όλοι αυτοί οι ιδιόρρυθµοι τύποι, που προκαλούσαν διάφορους καυγάδες, µικροκλοπές και τραµπουκισµούς, θα ονοµαστούν κουτσαβάκηδες.
Υπήρχαν διάφορες περιοχές, όπως στου Ψυρή, όπου ήταν το στέκι τους. Για δεκαετίες ήταν απροσπέλαστα µέρη. Οι καυγάδες και οι κλοπές γίνονται επί καθηµερινής βάσεως.
Αξιοσηµείωτο γεγονός για τους κουτσαβάκηδες, ήταν η εµφάνιση τους. Συνήθιζαν να φοράνε σκουρόχρωµα σακάκια, κυρίως µαύρα. Τα φορούσαν µόνο απ’ το ένα µανίκι. Το ελεύθερο χέρι, απ’ το σακάκι, το χρησιµοποιούσαν για αντιπερισπασµό. Έκρυβαν το σουγιά τον οποίον είχαν έτοιµο για καυγά.
Στη µέση τους είχαν ζωσµένο ένα πλατύ ζωνάρι που τοποθετούσαν συνήθως την κάµα (µαχαίρι) τους. Πέραν αυτού, φορούσαν µυτερά στιβάλια µε ψηλό τακούνι. Τα µαλλιά τους ήταν ατηµέλητα και πασαλειµµένα µε χοιρινό λίπος (καλλυντικό µαλλιών της εποχής). Τα µουστάκια τους ήταν µεγάλα και τα έστριβαν στις άκρες.
Πέραν του ντυσίµατος τους, περπατούσαν σαν να ήταν ελαφρώς κουτσοί και είχαν το κεφάλι τους ελαφρώς σκυµµένο. Αρκετοί εικάζονται ότι το όνοµα «κουτσαβάκηδες» το πήραν απ’ το περπάτηµα τους, δηλαδή «κούτσα» και «βαίνω».
Όταν κάθονταν στα καφενεία συνήθιζαν να καρφώνουν την κάµα τους στο τραπέζι. Αυτό ήταν σηµάδι για καυγά. Απλώναν κιόλας το µακρύ ζωνάρι τους στο δρόµο. «Ουαί και αλίµονο» στον περαστικό που θα πατούσε το ζωνάρι. Απ’ αυτή τη συνήθεια βγήκε και η φράση «απλώνει το ζωνάρι του για καυγά».
Οι κουτσαβάκηδες θα προκαλέσουν στυγερά εγκλήµατα και θα τροµοκρατήσουν τον κόσµο για πενήντα και πλέον χρόνια.
Οι κουτσαβάκηδες παρέµειναν ατιµώρητοι για πολλά χρόνια. Κανείς δεν τολµούσε να τα βάλει µαζί τους. Η Αστυνοµία, ως ένα σηµείο, έδειχνε ανήµπορη να αντιδράσει.
Η ανοργανωσιά της, σε συνδυασµό µε τα πενιχρά µέσα ήταν αδύνατον να τους πατάξει. Τα εγκλήµατα τους ήταν ανατριχιαστικά. Συνήθιζαν να µαχαιρώνουν για αστείους λόγους τις γυναίκες που εκδίδονταν.
Ο πρώτος που εναντιώθηκε σ’ αυτούς ήταν ο αστυνόµος ∆ηµητριάδης. Σε πρώτο στάδιο, άρχισε να κάνει συστηµατικές επιδροµές στα στέκια τους. Οι κουτσαβάκηδες σαν αντίποινα αυτού, δολοφόνησαν το γραµµατέα της αστυνοµίας.
Ο τότε πρωθυπουργός, Βούλγαρης, προτίµησε να υποχωρήσει και τον αντικατέστησε. Ο Βρατσάνος ήταν ο δεύτερος. ∆ιορίστηκε από τον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Κουµουνδούρο. Σκάρωσε ένα κόλπο που στην αρχή τον βοήθησε. Προσέλαβε µερικούς κουτσαβάκηδες «µετανοηµένους». Τον βοήθησαν να συλλάβει αρκετούς. Θα προδοθεί όµως από αυτούς µε αποτέλεσµα το κόλπο να αποτύχει.
Οι δύο αυτοί αστυνόµοι κατόρθωσαν και χτύπησαν τον κουτσαβακισµό. Αυτός που τον εξόντωσε ήταν ο σκληρός και αµείλικτος ∆ηµήτριος Μπαϊρακτάρης. Ο Σουλιώτης αστυνοµικός διορίστηκε από το Χαρίλαο Τρικούπη µε µοναδική εντολή να εξαφανίσει τους κουτσαβάκηδες. Ο τρόπος του Μπαϊρακτάρη ήταν απλός και αποτελεσµατικός.
Σε κάθε επιδροµή που έκανε, στα διάφορα στέκια, όσους συλλάµβανε τους έφερνε στην πλατεία Κλαυθµώνος. Εκεί, τους εξευτέλιζε µπροστά σε όλο τον κόσµο. Εν αρχή τους έβαζε όλους να καταστρέφουν τα όπλα τους, σε ένα αµόνι που υπήρχε στην πλατεία. Με ένα µακρύ ψαλίδι τους έκοβε τις περίεργες κοµµώσεις τους αλλά και τις µύτες των παπουτσιών τους.
Τέλος τους έκοβε το µανίκι, εκείνο που δεν φορούσαν και µε κλωτσιές τους έστελνε στο πλήθος που τους γιουχάιζε. Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Μπαϊρακτάρης έµεινε στην ιστορία ως ο τιµωρός των κουτσαβάκηδων.
Όλα αυτά πλέον φαντάζουν σαν µια όµορφη ιστορία. Οι µάγκες, οι µόρτες, οι κουτσαβάκηδες όλοι χάθηκαν στο πέρας των χρόνων. Το µόνο που έµεινε είναι οι ιστορίες και οι διάφορες αναφορές σε βιβλία και ταινίες του ελληνικού κινηµατογράφου.
Κάποιοι τους µυθοποίησαν, άλλοι τους αποµυθοποίησαν. Το µόνο σίγουρο είναι ότι ο µόνος κουτσαβάκης που ζει µέχρι τις µέρες µας είναι ο «Σταύρακας», ο συµπρωταγωνιστής του Καραγκιόζη στα θέατρα σκιών!
Πηγή: o-klooun.com