Καταξιωμένος και δημοφιλής κωμικός με καλλιτεχνική διαδρομή που ξεπερνά τα 70 χρόνια, ο Κώστας Βουτσάς έφυγε από την ζωή τα ξημερώματα της 26ης Φεβρουαρίου 2020, μετά από πολυήμερη νοσηλεία στο νοσοκομείο Αττικόν.
Με τον παιχνιδιάρικo χαρακτήρα του, την ανάλαφρη διάθεσή του, το πληθωρικό και μπριόζικο παίξιμό του, ο Κώστας Βουτσάς δημιούργησε ένα ιδιαίτερο τύπο κωμικού ηθοποιού, που αποτελεί εγγύηση γέλιου και αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό. Είναι ένα από τα σύμβολα της χρυσής εποχής του εμπορικού κινηματογράφου, αλλά ανέδειξε το υποκριτικό του ταλέντο και σε πιο απαιτητικούς ρόλους στον κινηματογράφο και το θέατρο.
Τα πρώτα χρόνια στην Θεσσαλονίκη
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1931 στην Αθήνα (Βύρωνας) από προσφυγική οικογένεια και μεγάλωσε στην Θεσσαλονίκη λόγω των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πατέρα του. Το επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Σαββόπουλος, επικράτησε όμως το Βουτσάς λόγω της επαγγελματικής ιδιότητας του παππού του (βουτσάς= αυτός που κατασκευάζει βουτσιά, δηλαδή βαρέλια).
Από μικρός είχε το σαράκι του ηθοποιού και μεγαλώνοντας γράφτηκε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου Θεσσαλονίκης. Στην Θεσσαλονίκη έκανε και τις πρώτες του θεατρικές εμφανίσεις με τοπικούς και στην συνέχεια με περιοδεύοντες θιάσους. Στον κινηματογράφο ντεμπουτάρισε το 1953 στην κωμωδία του Γιώργου Λαζαρίδη «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται».
Η πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση
Στα τέλη της δεκαετίας του ’ 50, εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα, ύστερα από πρόταση της γνωστής πρωταγωνίστριας της εποχής Καλής Καλό για να εμφανιστεί μαζί της στο θέατρο «Περοκέ». Εκεί τον είδε ο Αλέκος Σακελλάριος και του έδωσε έναν μικρό ρόλο στην ταινία του « Η κυρά μας η μαμμή» (1958), που αποτέλεσε το διαβατήριο για την ένταξή του στην Φίνος Φιλμ.
Το 1961, είναι η χρονιά της καταξίωσης για τον Κώστα Βουτσά. Εμφανίστηκε σε δύο ταινίες της Φίνος Φιλμ, «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Σκληρός Άνδρας», του Γιάννη Δαλιανίδη, ο οποίος του εμπιστεύτηκε ένα κωμικό ρόλο στην κατά τ’ άλλα επόμενη δραματική ταινία του «Ο Κατήφορος», που άρχισε να προβάλλεται στα τέλη της ίδιας χρονιάς. Η ταινία όχι μόνο έσπασε ταμεία, αλλά απογείωσε τις καριέρες των πρωταγωνιστών της Ζωής Λάσκαρη, Νίκου Κούρκουλου και φυσικά του Κώστα Βουτσά, ενώ καθιέρωσε τον Γιάννη Δαλιανίδη ως ένα από τους εμπορικότερους σκηνοθέτες του ελληνικού κινηματογράφου.
Τα επόμενα χρόνια πρωταγωνίστησε σε αξέχαστες κωμωδίες, πραγματοποιώντας σπουδαίες ερμηνείες. Οι ατάκες του άφησαν εποχή («Έχω και κότερο πάμε μια βόλτα;», «Κααατίνα σαλααμάκι») και οι καρπαζιές του στον Αλέκο Τζανετάκο και τον Σωτήρη Τζεβελέκο δημιούργησαν σχολή. Κάποιοι από τους ρόλους του, που μένουν αξέχαστοι είναι ο μικροαστός στο «Ανθρωπάκι», ο νιόπαντρος στη «Νύχτα Γάμου», ο τεμπέλης γιος στη «Χαρτοπαίχτρα», ο λαϊκός ποδοσφαιριστής στο «Μια Κυρία στα Μπουζούκια», ο μικροαπατεώνας στον «Γόη», ο γιαλαντζί Άραβας στο «Ξυπόλητος Πρίγκηψ» και ο Ράμογλου με το κότερο, στο «Κορίτσια για Φίλημα». Στα μιούζικαλ του Γιάννη Δαλιανίδη, άφησε τη σφραγίδα του σε δύο τραγούδια, το «Φσσστ, μπόινγκ!» («Κάτι να καίει») και το «Αψού, γείτσες!» ( «Κορίτσια για φίλημα»).
Θέατρο, τηλεόραση και βιντεοταινίες
Την δεκαετία του ’80 έπαιξε σε βιντεοταινίες, αλλά πέρασε και στην αντίπερα όχθη του Νέου Ελληνικού Κινηματογράφου, όπως και ο Θανάσης Βέγγος, ερμηνεύοντας πιο απαιτητικούς ρόλους σε ταινίες του σκηνοθέτη Βασίλη Βαφέα. Ξεχωρίζει ο ρόλος του μικροαστού λογιστή στην κοινωνική ταινία του Βαφέα «Ο Έρωτας του Οδυσσέα», για την οποίον τιμήθηκε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης το 1984. Η ταινία εκπροσώπησε την Ελλάδα στο «Δεκαπενθήμερο Σκηνοθετών» του Φεστιβάλ Κινηματογράφου των Καννών το 1985 και ένα χρόνο αργότερα μεταδόθηκε ως μίνι σειρά από την ΕΡΤ.
Στην τηλεόραση πρωτοεμφανίστηκε το 1973 με την σειρά του Κώστα Πρετεντέρη «Ονειροπαρμένος» (ΕΡΤ), που ήταν μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες εκείνων των χρόνων.Συνέχισε με δημοφιλείς σειρές, όπως «Το Ημερολόγιο ενός Θυρωρού» (ΥΕΝΕΔ, 1979), και «Ο Ανδροκλής και τα Λιοντάρια του» (ΕΡΤ, 1985).
Παράλληλα, ξεδίπλωσε το κωμικό του ταλέντο σε όλα τα είδη του θεάτρου – πρόζα, επιθεώρηση, μιούζικαλ. Ενδεικτικά, έπαιξε σε κωμωδίες του Νίκου Τσιφόρου («Αγάπη μου Παλιόγρια», που γυρίστηκε και επιτυχημένη ταινία με τον ίδιο και την Ξένια Καλογεροπούλου, «Οι Απάνω και οι Κάτω»), του Κώστα Πρετεντέρη (« Ο νονός μου ο διάβολος», «Ο καπετάν Κώστας στο Πόρτο-Λιμπερτά») του Ασημάκη Γιαλαμά (Μπαμπά, ποιός είναι ο μπαμπάς μου;»), αλλά σε έργα των Μολιέρου «Ο Αρχοντοχωριάτης» και Ντάριο Φο («Όποιος κλέβει ένα πόδι κερδίζει στην αγάπη»). Ο Κώστας Βουτσάς έπαιξε, επίσης, σε κωμωδίες του Αριστοφάνη («Θεσμοφοριάζουσες», «Σφήκες», «Όρνιθες») με μεγάλη επιτυχία και με κοσμοσυρροή στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου.
Λάτρης του ωραίου φύλου ο Κώστας Βουτσάς είχε νυμφευτεί τέσσερις φορές. Ο πρώτος του γάμος ήταν με την ηθοποιό και χορεύτρια Έρρικα Μπρόγιερ, με την οποία απέκτησε μια κόρη, την Σάντρα. Ακολούθησε ένας δεύτερος γάμος με την επιχειρηματία Θεανώ Παπασπύρου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες, την Θεοδώρα και την Νικολέτα, ένας τρίτος με την ηθοποιό Εύη Καραγιάννη και τέλος ο τέταρτος με την κατά 39 χρόνια μικρότερή του ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού με την οποία έχει αποκτήσει ένα γιο, τον Φοίβο. Θετός γιος του είναι ο ηθοποιός Άνθιμος Ανανιάδης, γιος της Εύης Καραγιάννη από προηγούμενο γάμο της.
Κώστας Βουτσάς: Τα δύσκολα παιδικά χρόνια, η καριέρα και η καταξίωση
Ο θάνατος του Κώστα Βουτσά σκόρπισε θλίψη στο Πανελλήνιο. Αγαπημένος ηθοποιός, ένας από τους κορυφαίους σταρ της χρυσής εποχής του ελληνικού κινηματογράφου, ήταν και ένας πολύ φιλοσοφημένος άνθρωπος, που ρουφηξε τη ζωή ως το μεδούλι…
Ο Κώστας Βουτσάς γεννήθηκε στην Αθήνα το 1931, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Οι γονείς του είχαν κι άλλο παιδί που το έλεγαν Κώστα και το είχαν χάσει από δάγκειο πυρετό, σε ηλικία 6 ετών. Έτσι, όταν απέκτησαν κι άλλο παιδί του έδωσαν το όνομα του αδελφού του που δεν γνώρισε ποτέ.
Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολες. Ούτε καν κανονικό σπίτι δεν είχε η οικογένειά του όταν γεννήθηκε.
Γι’ αυτό κι όταν λίγα χρόνια αργότερα μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, όλα τα παιδιά της οικογένειας βγήκαν στο δρόμο, κάνοντας διάφορες δουλειές του ποδαριού για να βοηθήσουν την κατάσταση.
Στην Κατοχή ο 10χρονος τότε Κώστας γυρνούσε με τις ώρες στους κεντρικούς δρόμους της Θεσσαλονίκης, κρατώντας στα χέρια του ένα κασελάκι με τσιγάρα τα οποία πουλούσε στους περαστικούς. Επειδή όμως τα χρήματα ήταν λίγα και οι ανάγκες πολλές, ο πανέξυπνος πιτσιρικάς σκέφτηκε έναν τρόπο να αυξήσει τα έσοδά του. Αντάλλασσε τσιγάρα με τους Άγγλους αιχμαλώτους. Έδινε 100 ελληνικά έναντι πολύ λιγότερων αγγλικών, καθώς τα εγχώρια ήταν κακής ποιότητας και φθηνά ενώ πουλώντας τα ξένα έβγαζε πολύ περισσότερα.
Γιατί άλλαξε το όνομά του
Το πραγματικό όνομα του Κώστα Βουτσά ήταν Κώστας Σαββόπουλος. Λίγο πριν μπει στον χώρο του θεάτρου και του κινηματογράφου, όμως, ένας παραγωγός τού εξήγησε ότι έπρεπε να αλλάξει το επίθετό του και τού πρότεινε το Βέσελης.
Χιούμορ, ατάκες και επιτυχία: Η απίστευτη καριέρα του Κώστα Βουτσά μέσα από φωτογραφίες
Εκείνος δεν φάνηκε να ικανοποιείται και επέλεξε αντ’ αυτού το παρατσούκλι του παππού του που τον φώναζαν Βουτσά επειδή ήταν βαρελοποιός.
Με αυτό το επώνυμο έμελλε να γράψει λαμπρή ιστορία.
Αρχικά σπούδασε στη Δραματική Σχολή του Μακεδονικού Ωδείου απ’ όπου αποφοίτησε το 1953 και ακολούθως έκανε δουλειές σε παραστάσεις περιπλανώμενων θιάσων, τα γνωστά μπουλούκια.
Αποφασισμένος να αναζητήσει μια καλύτερη τύχη, παίρνει το τρένο για την Αθήνα. Ήταν 21 ετών. Στην πρωτεύουσα θα χρειαστεί να δώσει τρεις φορές εξετάσεις για να πάρει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος που ήταν απαραίτητη για τους ηθοποιούς. Σύμφωνα μάλιστα με περιγραφές του ίδιου, ένα μέλος της επιτροπής του είπε πως δεν κάνει για το θέατρο και τον συμβούλεψε να πάει να εργαστεί σαν υπάλληλος τράπεζας. Ευτυχώς, δεν τον άκουσε…
Τους πρώτους του ρόλους τούς έπαιξε στη Θεσσαλονίκη, σε τοπικές σκηνές της πόλης. Συμμετείχε αρχικά σε κάποιες παραστάσεις του θεάτρου «Ακροπόλ». Λίγο αργότερα μπήκε στη ζωή του ο κινηματογράφος.
Έκανε την παρθενική του εμφάνιση το 1953 στην ταινία «Ο μπαμπάς εκπαιδεύεται» για να ακολουθήσουν, το 1961, οι συμμετοχές του στις ταινίες της «Φίνος Φίλμ» «Η Αλίκη στο Ναυτικό» του Αλέκου Σακελλάριου και «Ο Σκληρός Άνδρας» του Γιάννη Δαλιανίδη.
Ο τελευταίος διακρίνει το ταλέντο του και τού εμπιστεύεται έναν απαιτητικό δραματικό ρόλο στην ταινία του «Κατήφορος».
Κάπου εκεί ξεκινά η απογειωτική του πορεία και έρχονται οι μεγάλοι πρωταγωνιστικοί ρόλοι, εκείνοι που τον καθιέρωσαν ως έναν από τους κορυφαίους και πιο δημοφιλείς ηθοποιούς της γενιάς του.
Έπαιξε τον μικροαστό στο «Ανθρωπάκι» που προσπαθούσε να ισορροπήσει μεταξύ γυναίκας και μάνας, τον νιόπαντρο μαμάκια στη «Νύχτα Γάμου», τον ποδοσφαιριστή Μασούρο στο «Μια κυρία στα μπουζούκια», τον ψεύτικο κύριο Ράμογλου στο «Κορίτσια για φίλημα», τον τεμπέλη γιο στη «Χαρτοπαίχτρα», τον Άραβα – γιαλαντζί στον «Ξυπόλητο Πρίγκηπα» και τον μπουζουκσή Κώστα Πίττουρα στις «Θαλασσιές Χάντρες».
Από το 1958 και την ταινία «Η κυρά μας η μαμή» ή τον ναύτη στην «Η Αλίκη στο ναυτικό» το ’61, ο Κώστας Βουτσάς αναλαμβάνει όλο και περισσότερους και σημαντικότερους ρόλους, και από το 1962 μέχρι το 1969 παίζει σε τουλάχιστον τέσσερις ταινίες κάθε χρόνο.
Το χαρακτηριστικό του μπρίο, το ύφος του, το πληθωρικό παίξιμο του, του χαρίζουν ρόλους στις πιο θρυλικές κωμικές ταινίες του ελληνικού κινηματογράφου. Με την «Φίνος Φιλμ» γυρίζει πάνω από 30 ταινίες που υποδύεται ρόλους που πλέον θεωρούνται θρυλικοί.
Μέσα σε αυτό το χρονικό διάστημα ο Κώστας Βουτσάς συνεργάστηκε με τα μεγαλύτερα αστέρια του ελληνικού κινηματογράφου, από την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τη Ζωή Λάσκαρη μέχρι τον Νίκο Κούρκουλο και τη Ρένα Βλαχοπούλου.
Στο μυαλό και στις καρδιές του περισσότερου κόσμου, ωστόσο, καταγράφηκε ως ιδανικό ζευγάρι με την Μάρθα Καραγιάννη με την οποία συμπρωταγωνίστησε σε έναν μεγάλο αριθμό ταινιών.Με την παρακμή του ελληνικού κινηματογράφου συνέχισε παίζοντας σε αρκετές βιντεοταινίες των οποίων η ποιότητα μπορεί να μην ήταν καλή οι ερμηνείες του, ωστόσο παρέμεναν χαρακτηριστικές.
Ανάμεσά τους και οι «Είναι γάτα ο γιατρός», «Ο ιππότης της λακούβας», «Η ζωή αρχίζει στα 40», «Ο υπαλληλάκος πάει στον παράδεισο» και άλλες.
«Ηθοποιός δεν γεννιέσαι. Γίνεσαι ηθοποιός. Όπως κάτι σε προκαλεί να γίνεις, ας πούμε, δικηγόρος, ταξιτζής ή γιατρός, έτσι κάτι σε προκαλεί να γίνεις ηθοποιός. Το θέατρο τραβάει τους θεατρίνους πριν γίνουν θεατρίνοι. Θα ‘θελα να πω στους νέους ηθοποιούς, να είναι αφοσιωμένοι στη δουλειά τους, να την αγαπούν πολύ, να είναι συνεπείς, να μην εγκαταλείπουν, να μην έχω το ‘‘εγώ’’, να έχουν το ‘’εμείς’’.
Η υποκριτική είναι μια πολύ γλυκιά απασχόληση, είναι μια δουλειά που σε γεμίζει χαρές. Βλέπεις και λύπες, βέβαια, αλλά πιο πολλές είναι οι χαρές. Όταν πετυχαίνεις, είσαι γεμάτος χαρά, ευτυχισμένος και νιώθεις να τρέχει το αίμα ζωντανό μέσα σου», είχε πει για το επάγγελμα που τον έκανε διάσημο.
Ο Κώστας Βουτσάς υπηρέτησε με επιτυχία και συνέπεια και το θέατρο παίζοντας ρόλους σε παραστάσεις διαφορετικών ειδών, από πρόζα μέχρι επιθεώρηση και μιούζικαλ. Ο πρώτος του πρωταγωνιστικός θεατρικός ρόλος ήταν το 1969 στο έργο του Τσιφόρου «Αγάπη μου παλιόγρια» το οποίο γυρίστηκε αργότερα και σε ταινία με τον ίδιο και την Ξένια Καλογεροπούλου.
Ανάμεσα στις μεγαλύτερες θεατρικές του επιτυχίες συγκαταλέγονται η «Πούπσι», που ανέβασε το 1986 στο θέατρο «Γκλόρια», «Ο Αρχοντοχωριάτης» του Μολιέρου, «Οι Απάνω και οι Κάτω» των Τσιφόρου – Βασιλειάδη, «Η γλυκιά Ούτσι» κ.α. Η τελευταία φορά που πάτησε το θεατρικό σανίδι ήταν στην παράσταση «Η Σταχτοπούτα» που φιλοξενεί τον φετινό χειμώνα το θέατρο «Μπρόντγουαιη».
«Αν ήμουν σήμερα 30 χρονών, δεν θα έκανα την καριέρα που έκανα τότε. Ούτε εγώ, ούτε οι άλλοι. Έχουμε σήμερα πολύ καλούς ηθοποιούς, θεατρίνες και θεατρίνους, πάρα πολύ ταλαντούχους, αλλά δυστυχώς η εποχή αυτή είναι βρώμικη και δύσκολη. Δεν μπορεί κάποιος σήμερα να κάνει την καριέρα που κάναμε εμείς κάποτε» είχε πει.
Άφησε τη σφραγίδα του και στην τηλεόραση συμμετέχοντας, μέχρι προσφάτως, σε κάποιες από τις πιο γνωστές τηλεοπτικές σειρές των τελευταίων 40 χρόνων. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 άφησε εποχή παίζοντας στο κωμικό σίριαλ της ΕΡΤ «Ο Ηρακλής και τα λιοντάρια του» , πρόσθεσε το ιδιαίτερο ερμηνευτικό στίγμα του στον «Γιούγκερμαν», προκάλεσε άφθονο γέλιο με τη συμμετοχή τους στις σύγχρονες σειρές «Το κόκκινο δωμάτιο», «Η Πολυκατοικία», «Επτά θανάσιμες πεθέρες», «Το σόι σου» κ.α.
«Δεν μπορώ να τις μετρήσω…»
Λάτρης του ωραίου φύλου, ο Κώστας Βουτσάς δεν έκρυψε ποτέ την αγάπη του για τις γυναίκες. Όταν κάποτε τον ρώτησαν με πόσες γυναίκες έχει κοιμηθεί, απάντησε: «Δεν μπορώ να τις μετρήσω. Πολλές, πάρα πολλές. Παραπάνω από εκατό, βέβαια. Με τις γυναίκες που πηγαίνω, τις αγαπάω. Αφοσιώνομαι σε αυτές. Ποτέ δεν πείραξα γυναίκα. Ποτέ δεν πίεσα γυναίκα που θέλει να δουλέψει και να της είπα “πάμε στο καμαρίνι”. Μια φορά κόντεψα να δείρω έναν ηθοποιό, έναν πρωταγωνιστή γιατί της είπε “πήγαινε πάνω στο καμαρίνι κι έρχομαι”. Και του λέω “δεν ντρέπεσαι, αυνανίσου, το ίδιο θα είναι”. Και πήγα να τον δείρω. Η κοπέλα ήρθε εδώ να δουλέψει, όχι για να κάνει βίζιτα. Ποτέ δεν έχω πάει έτσι με γυναίκα».
Ο ίδιος είχε αναγνωρίσει ότι το ελάττωμά του είναι «τα τρύπια χέρια».
«Το ελάττωμα μου είναι τα τρύπια χέρια. Δεν μπορώ να βαστάξω χρήματα. Πληρώνω συνέχεια. Έχω αποκαταστήσει όλες μου τις γυναίκες και γενικώς πληρώνω. Είμαι όμως πολύ ευτυχισμένος που ζω έτσι όπως ζω».
Ο έρωτας τον έτρεφε, τον ανανέωνε γι’ αυτό κι εκείνος δεν αντιστεκόταν στα καλέσματά του. Ερωτεύτηκε και τον ερωτεύτηκαν με πάθος, παντρεύτηκε, χώρισε, αρκετές φορές, απέκτησε τέσσερα παιδιά. Το εντυπωσιακό ωστόσο ήταν πώς πάντα φρόντιζε τις πρώην συντρόφους του κι εκείνες μιλούσαν για αυτόν τα καλύτερα λόγια.
«Εγώ με τις γυναίκες ήμουν ο σκλάβος τους. Σκεφτόμουνα πάντα τι να κάνω για να την ευχαριστήσω χωρίς να το ξέρει. Και λέω πως με όλες μου τις γυναίκες είμαι πάρα πολύ αγαπημένος. Και όλες με αγαπάνε, όχι γιατί τις έκανα δώρα, αλλά γιατί τις πρόσεχα και τις θεωρούσα ιερό σημείο στην ζωή μου», έχει πει σε συνέντευξή του.
Από τις πρώτες σχέσεις του που έγιναν γνωστές ήταν αυτή με την ηθοποιό Αλέκα Στρατηγού η οποία, ωστόσο, έγινε παρελθόν από τη στιγμή που ο Κώστας Βουτσάς γνώρισε και ερωτεύτηκε παράφορα την πληθωρική Σπεράντζα Βρανά, το καλοκαίρι του 1959, στο Θέατρο Ακροπόλ.
Η ίδια είχε εξομολογηθεί στην αυτοβιογραφία της ότι αρχικά δεν ήταν ερωτευμένη μαζί του αλλά θέλησε να εκδικηθεί την Στέλλα Στρατηγού επειδή υποψιαζόταν πως φλέρταρε με τον πρώην σύντροφό της. Η σχέση τους λοιπόν ξεκίνησε ως παράνομη αλλά ο Βουτσάς εγκατέλειψε την Στρατηγού και ζήτησε από την Βρανά να τον παντρευτεί. Εκείνη δεν είχε πεισθεί ότι την ήθελε πραγματικά και ότι δεν την εκμεταλλευόταν για επαγγελματικούς λόγους. Ο έρωτας τους υπήρξε εκρηκτικός, συνοδεύτηκε από μπόλικους καυγάδες και επισφραγίστηκε με αρραβώνα την άνοιξη του ’61.
Ούτε η επισημοποίηση όμως έφερε την ηρεμία. Οι σκηνές ζηλοτυπίες συνεχίζονταν ακάθεκτες και από τις δύο πλευρές, χώριζαν συνέχεια και λίγο μετά τα ξανάβρισκαν. Οι ίδιες σκηνές επαναλαμβάνονταν επί 4,5 ολόκληρα χρόνια κι ενώ είχαν πλέον αποφασίσει να παντρευτούν η Σπεράντζα τα διάλυσε όλα καθώς δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να εγκαταλείψει το θέατρο όπως απαιτούσε εκεινος.
Αμέσως μετά ήρθε στη ζωή του η χορεύτρια και ηθοποιός Έρρικα Μπρόγιερ που υπήρξε και η πρώτη σύζυγός τους. Ο έρωτάς τους ολοκληρώθηκε με τη γέννηση της κόρης τους Σάντρας. Οι δυο τους παρέμεναν αγαπημένοι μέχρι το τέλος.
«Με την Έρρικα Μπρόγιερ έχουμε τη Σάντρα, την κόρη μας. Το ευτύχημα είναι ότι όλα μου τα παιδιά βγήκαν πολύ καλά. Στους γονείς οφείλεται αυτό, γιατί και η Έρρικα και η Θεανώ ήταν ξεχωριστές κυρίες, αξιοπρεπέστατες. Και οι άλλες κόρες μου, η Νικολέτα και η Θεοδώρα που έκανα με τη Θεανώ, όπως και η Σάντρα, έβλεπαν δύο γονείς που δεν τσακώνονταν, που έκαναν περιουσίες και όλα αυτά. Εγώ, ξέρεις, όλη την περιουσία μου την άφησα στις γυναίκες μου. Μένω με ενοίκιο εγώ εδώ τώρα, ενώ αυτές υποφέρουν» είχε πει για τις καλές σχέσεις που διατηρούσε πάντα με όλες τις πρώην του.
Ακολούθησαν δύο ακόμη γάμοι, με την Θεανώ Παπασπύρου με την οποία απέκτησε δύο ακόμη κόρες, την Θεοδώρα και την Νικολέτα και με το πρώην μοντέλο – ηθοποιό Εύη Καραγιάννη της οποίας τον γιο, επίσης ηθοποιό, Άνθιμο Ανανιάδη μεγάλωσε σαν δικό του παιδί. «Σε όλα τα παιδιά μου ήμουν μέσα στην αίθουσα τοκετού. Θα είμαι εκεί για να το δω να βγαίνει και να το κρατήσω αμέσως στην αγκαλιά μου. Θέλω να ζήσω όλη τη γέννα. Δεν υπάρχει ωραιότερο πράγμα από το να βλέπεις ένα παιδί να βγαίνει από την κοιλιά της μάνας του. Το λέω και ανατριχιάζω», είχε πει.
Το 2015 ο Κώστας Βουτσάς ερωτεύτηκε ξανά, μια γυναίκα πολύ νεώτερή του, την ηθοποιό Αλίκη Κατσαβού. Οι δυο τους παντρεύτηκαν το 2016 ενώ λίγους μήνες αργότερα υποδέχτηκαν στη ζωή τους τον μικρό Φοίβο. Για χατίρι του Φοίβου, ο ηθοποιός ήθελε να ζήσει όσο το δυνατόν περισσότερα χρόνια, για να τον δει να μεγαλώνει.
Για την απόφασή του να κάνει παιδί σε τόσο μεγάλη ηλικία, δέχθηκε και σφοδρή κριτική. Ο ίδιος έχει απαντήσει σε αυτό ως εξής: «Ο σκοπός μου είναι πάντα να βρίσκω μια γυναίκα. Δουλεύαμε μαζί στο θέατρο, πηγαινοερχόμασταν, ε, και σιγά-σιγά της έκανα ένα δώρο: το παιδί. Η Αλίκη είχε μια δυσκολία μ’ αυτό το θέμα, όχι η ίδια, αλλά με τη σχέση που είχε. Δεν της προέκυπτε το παιδί. Της λέω μια μέρα: «Αλίκη, κοίταξε να δεις, σου χαρίζω τον εαυτό μου και το σπέρμα μου». Την πήρα και την πήγα στον Μαστρομηνά. Γράφ’ το αυτό, γιατί ο Μαστρομηνάς κάνει πατέρες και μητέρες όσους δεν μπορούν να κάνουν παιδιά. Μπαίνεις σε μια αίθουσα στο Μαρούσι, τρεις φορές σαν κι αυτό το δωμάτιο, όπου βλέπεις να περιμένουν άνθρωποι ξένοι, απ’ όλο τον κόσμο. Ο ίδιος είναι εκεί και δουλεύει. Μου λέει «όλοι μου λένε ότι σε πληρώνω», εγώ όμως το κάνω πάντα αυτό, να μιλάω για τη δουλειά του, μπας και βοηθηθούν άνθρωποι που θέλουν διακαώς να γίνουν γονείς. Είναι πολύ σοβαρό πρόβλημα για πολύ κόσμο».
Ο ίδιος, παρότι ρούφηξε τη ζωή, θεωρούσε τον θάνατο συμβάν αξεπέραστο. Ένα πράγμα που δεν το γλιτώνει κανείς, μια μεγάλη στενοχώρια. «Χάνεις από μέσα σου αίμα, κύτταρα, πολλά πράγματα, όταν χάνεις έναν δικό σου άνθρωπο. Εγώ, επειδή είμαι πολύ ευαίσθητος άνθρωπος μ’ αυτά, δεν πηγαίνω στις κηδείες. Σκέφτομαι αυτήν του Πρετεντέρη και ανατριχιάζω τώρα. Μια φορά είχα πάει σε μια άλλη κηδεία και δεν άντεξα, έτρεμα ολόκληρος, μέχρι που με πήραν ο Δαλιανίδης με την Καραγιάννη και πήγαμε και κάτσαμε σ’ ένα καφενεδάκι. Ούτε στου Ψάλτη την κηδεία μπόρεσα να πάω. Εγώ λέω ότι μόνο σε μια κηδεία θα παραστώ στο εξής, όταν θα ‘ρθει η σειρά μου. Εντάξει, έχουμε καιρό γι’ αυτό», είχε πει στον Αντώνη Μποσκοΐτη.
Εκτός από τον ίδιο, θα είναι εκεί, μαζί του, όλη η Ελλάδα, που τον λάτρεψε.
Πηγή: https://www.sansimera.gr https://www.cnn.gr/