Ο Κώστας Χατζής είναι γλυκύτατος καθώς φωτογραφίζεται από την Κική Παπαδοπούλου. Την ίδια γλύκα και σεμνότητα είχε και όλη τη διάρκεια της συζήτησής μας. Η Κική του λέει πώς όταν είπε στην μητέρα της πως θα τον φωτογραφίσει εκείνη συγκινήθηκε τόσο πολύ που έβαλε τα κλάματα και της ζήτησε να του δώσει τα χαιρετίσματά της.
Ο τραγουδοποιός που έχτισε μια σχέση ζωής με το κοινό τα τελευταία 68 χρόνια συνεχίζει τις εμφανίσεις στη μουσική σκηνή «Σφίγγα», και με αυτή την αφορμή βρεθήκαμε και τα είπαμε από κοντά. Όταν τον αποχαιρετούμε μου λέει «Να τα ξαναπούμε, δεν κλείνεται μια ολόκληρη ζωή σε μια μόνο συζήτηση». Και τι ζωή…
Το 2023 θα κλείσω 68 χρόνια στον χώρο. Όμως είναι μια εξίσωση που κανείς δεν μπόρεσε να τη λύσει. Έχω σχεδόν 68 χρόνια και είμαι 51 στα 50. Το λέω αυτό και μου κάνει παρατήρηση η κόρη μου «μπαμπά, όλο το ίδιο λες» κι εγώ της απαντώ «θα το αλλάξω και θα λέω 58+1 αλλά θα πρέπει να το κοιτάξεις στον καθρέφτη για να δεις 85+1 δηλαδή 86». Ο Αριστοφάνης μας έμαθε πως όταν αυτοσαρκάζεσαι περνάς τα ωραιότερα μηνύματα κι αυτό το κάνω όλη μου τη ζωή.
Στη «Σφίγγα» συνεργάζομαι με τη Λία Βίσση, ένα άτομο χαμηλών τόνων που έχει γράψει και έχει τραγουδήσει καταπληκτικά πράγματα, και με την κόρη μου τη Δανιέλα. Έχω έξι παιδιά, στο έκτο μου, στη Δανιέλα πήγε όλη η «γυφτιά», περπατάει σαν να χορεύει. Θέλει να υπηρετήσει το τραγούδι, όχι να την υπηρετήσει. Δεν είναι τόσο θέμα φωνής, είναι τι θέλει να υπηρετήσει ο καθένας. Η Λία έχει υπηρετήσει κυρίως το ρομαντικό τραγούδι, είναι καλλιτέχνις από τους λίγες, έχει κάνει απίθανα πράγματα και δεν κάνει φανφάρες. Δυστυχώς οι καλλιτέχνες δεν υπηρετούμε την Τέχνη, διαιωνίζουμε τη διαφθορά, κομπλεξικά άτομα είμαστε, κάνουμε κάποια επιτυχία και λέμε «τι είναι ο Μπετόβεν μπροστά μου;». Έχουμε μπει όλοι σε ένα στάδιο και τρέχουμε για το ποιος θα είναι πρώτος και θα πάρει τους χρυσούς δίσκους. Γεμίζουμε ένα δωμάτιο με τους χρυσούς δίσκους μας κι όταν είμαστε στεναχωρημένοι μπαίνουμε στο δωμάτιο, κοιτάμε τους δίσκους και μας φεύγει η στεναχώρια. Έχω αρνητική άποψη για εμάς τους καλλιτέχνες.
Είχα ανάγκη να έχω μια ταμπέλα, να είμαι κομμουνιστής, βουδιστής, οτιδήποτε, αλλά ήθελα να έχω μια ταμπέλα. Βρείτε μου κάτι, οτιδήποτε θέλετε να συζητήσουμε, που δεν είναι προδομένο από γεννησιμιού του. Δεν βρήκα τίποτα. Το κακό είναι ότι διαβάζουμε νομικά και γινόμαστε γιατροί, είμαστε κομμουνιστές και δεν έχουμε διαβάσει Μαρξ, Έγκελς, είμαστε χριστιανοί και δεν έχουμε διαβάσει τη Γραφή. Το μόνο βιβλίο που θεωρώ ότι είναι το προσπέκτους της ζωής είναι η Αγία Γραφή. Βλέπουμε παλιανθρώπους να έχουν καλές θέσεις στην κοινωνία και καλούς ανθρώπους να υποφέρουν. Δεν είναι μια κακή μοιρασιά; Εσείς κι εγώ έχουμε δικαιοσύνη και αγάπη. Ο Θεός δεν έχει αγάπη, είναι αγάπη, δεν έχει δικαιοσύνη, είναι δικαιοσύνη. Δεν μπορεί λοιπόν να έχει κάνει αυτός την κακή μοιρασιά.
Δικάστηκα στα 17-18 μου για τις πολιτικές μου θέσεις και προδόθηκα μέσα από το ίδιο το σύστημα. Ήθελα να φύγω από τη ζωή. Είχα σπουδάσει στο Εθνικό Ίδρυμα για να πιάσω δουλειά στα καράβια. Το Εθνικό Ίδρυμα ήταν κάτω από την εποπτεία της Φρειδερίκης, είπαν λοιπόν «Εμείς σε σπουδάσαμε κι εσύ μας βγήκες κομμουνιστής;». Μου πήραν λοιπόν το δίπλωμα και δεν μπορούσα ούτε να μπαρκάρω.
Ο παππούς μου ήταν ένας από τους μεγαλύτερους κλαρινίστες στην Ελλάδα, ο Κώστας Καραγιάννης, και ο πατέρας μου, ο Ευάγγελος Χατζής, υπηρετούσε κι αυτός τη δημοτική μουσική. Ο πατέρας μου όμως έπαιζε στο σαντούρι «Τόσκα», «Τραβιάτα», ήταν ένας απίθανος άνθρωπος, πολύ τίμιος άντρας. Είχα, λοιπόν, μάθει λίγη κιθάρα και μου είπε η μάνα μου να πηγαίνω με τον πατέρα μου και τον παππού μου σε γάμους και πανηγύρια για να παίζω μαζί τους. Αυτός τον μηχανισμό όμως δεν τον μπορούσα, δεν μου άρεσε καθόλου που έπρεπε να περιμένουμε, ποιος θα πιει και θα σηκωθεί να ρίξει λεφτά.
Αγάπησα πολύ τον Έλληνα. Ό,τι φτιάχνω είναι ο Έλληνας που με έκανε γι’ αυτό ποτέ πήγα στο εξωτερικό. Μου δόθηκαν ευκαιρίες αλλά δε το έκανα ποτέ. Εγώ τραγουδούσα και τζαζ και ήμουν στην Phillips, που είναι ολλανδική, και ήθελαν να με βγάλουν οπωσδήποτε έξω. Όμως εγώ δεν δεχόμουν. Τι να έκανα; Να ήμουν συνέχεια σε ένα αεροπλάνο, να αφήσω πίσω τον μάνα μου, τον πατέρα μου, τη γυναίκα μου, τα παιδιά μου, να αφήσω εδώ τον Έλληνα; Αυτός με έκανε και να τον αφήσω να πάω έξω; Όχι. Έμεινα εδώ και μένω εδώ.
Διάβασα πολλούς ποιητές, ποιητές από όλο τον κόσμο Κίνα, Ιαπωνία, Πακιστάν, Βουλγαρία αλλά εκείνους που καταέκλεψα είναι οι Έλληνες. Από όπου πήρα φράσεις και έκανα ανάπτυξη τους ονοματίζω όλους τους ποιητές, τους έχω σημειώσει όλους. Δεν θέλω να νομίζετε ότι είμαι αυτόφωτος. Είμαι ετερόφωτος και θέλω να το λέω. Εγώ τον λόγο υπηρετώ κι αυτός με ενδιαφέρει, δεν είναι η μουσική το παν. Ό,τι και να γράφω τον λόγο υπηρετώ εδώ και 68 χρόνια. Τρομεροί στιχουργοί, Ηλίας Λυμπερόπουλος, Σώτια Τσιώτου, Νίνα Ναχμία, Νίκος Ζακόπουλος, Λευτέρης Παπαδόπουλος, Φώντας Φιλέρης, Δήμος Βαλσάμης. Εκείνη που με κάλυψε πιο πολύ από όλους αυτούς τους στιχουργούς ήταν η Σώτια Τσιώτου.
Έβλεπα που έγραφαν οι ξένοι δημιουργοί για τα ξανθά μαλλιά, τα μαύρα μάτια και όλα αυτά αλλά κανείς δεν έγραφε για μια μορφή που καταδυναστευόταν με διάφορες μορφές. Έτσι σκέφτηκα να γράψω γι’ αυτά που γράφω εδώ και 68 χρόνια, αναφέρομαι στα ανθρώπινα δικαιώματα. Δυστυχώς τα τραγούδια αυτά είναι ακόμη επίκαιρα, τα ίδια προβλήματα που υπήρχαν υπάρχουν και σήμερα. Καταγγέλλω την Πολιτεία με σεβασμό και γράφω ρομαντικά τραγούδια, όχι ερωτικά, όχι «σκίζω τις φλέβες μου». Το ρομαντικό τραγούδι μιλά για τα ατυχήματα που γίνονται στο ζήτημα της αγάπης, κι εκείνος δεν παύει να την αγαπάει, κι εκείνη δεν παύει να τον αγαπάει. Ο ρομαντισμός και η αγάπη για τη ζωή δεν έχουν πάψει.
Μερικά πράγματα δεν μπορώ να τα λέω στη κουβέντα γιατί συγκινούμαι. Στο πάλκο είμαι αλλιώς, τραγουδάω εικόνες, τραγουδάω μέσα απ’ τη ζωή μου. Γεννήθηκα περιθωριακός, μεγάλωσα περιθωριακός, γεράζω περιθωριακός˙ όχι απ’ τον κόσμο όμως. Τραγούδησα τη ζωή μου γιατί πέρασα από όλα τα στάδια, και από την απόρριψη και από την αγάπη, και από την αγάπη του κόσμου, γιατί ήμουν από το ίδιο πεζοδρόμιο με αυτούς, παρότι ήμουν πιο κάτω απ’ αυτούς, γιατί είμαι Έλληνας τσιγγάνος και οι τσιγγάνοι είναι η φυλή των πληβείων.
Να τι έχει πει ένας ποιητής: «Την ώρα αυτή που δεν κοιμάμαι, κλείνω τα μάτια και θυμάμαι, κι ύστερα κλαίω και γελάω, μου φαίνεται παραμιλάω, κι όλο ονόματα φωνάζω, φωνάζω φωνάζω μα δεν μ’ ακούει κανείς, κι όλο γράμματα διαβάζω, διαβάζω διαβάζω που γράφουν πως ‘ρθεις, κι όλο νιώθω πως θα φύγω, δίχως να σε δω για λίγο» (βουρκώνει) {πηγή}
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.