‘Αναρωτήθηκε τι άνθρωποι είναι αυτοί που αντικρίζουν το θάνατο και γελάνε.” Μάχη των Θερμοπυλών-Όταν οι λίγοι αντιμετώπισαν τους πολλούς και παρά την ήττα, νίκησαν…
Η χορδή του τόξου τεντώθηκε. Ο Πέρσης είχε όλο τον χρόνο να σημαδέψει και να αφήσει με ηρεμία την σαΐτα του. Βρισκόταν σε απόσταση ασφαλείας και παρά τον ήρεμο επαγγελματικό τρόπο του, τα πόδια του έτρεμαν ακόμη από τον φόβο που βίωσε τις 2 προηγούμενες ημέρες. Το βέλος έφυγε, διέγραψε με ασύλληπτη ταχύτητα την απόσταση αφήνοντας το δολοφονικό του σφύριγμα στον αέρα, και καρφώθηκε από τα πλάγια, στη βάση του λαιμού του μοναδικού ζωντανού πολεμιστή…
Τα μάτια του Σπαρτιάτη είχαν πάρει το χρώμα του αίματος. Κατακκόκινα και δακρυσμένα. Οι Φλέβες στον λαιμό του κόντευαν να εκραγούν από την ένταση της στιγμής. Τα μηλίγγια του ήταν έτοιμα να σπάσουν. Η βαθιά πληγή στην κοιλιά του που αιμορραγούσε ασταμάτητα, δεν τον πονούσε. Στην πλάτη του είχαν καρφωθεί 3 βέλη και όμως εκείνος συνέχιζε να πολεμά σαν να μην συμβαίνει το παραμικρό. Το αριστερό του χέρι από τον ώμο είχε παραλύσει και δεν το όριζε.
Την τελευταία στιγμή είχε καταφέρει να στρίψει το κορμί του και το θανατηφόρο βέλος που κάποιος Πέρσης είχε ρίξει από μακρυά, αντί να καρφωθεί στο στέρνο του, τον βρήκε στον ώμο σμπαραλιάζοντας τα κόκαλα και σκίζοντας τους μύες και τους τένοντες πέρα για πέρα. Και όμως εκείνος συνέχιζε. Τα πόδια του γλιστρούσαν. Ήταν ξυπόλητος όπως είχε μάθει από τα 7 του χρόνια να πολεμάει. Πατούσε πάνω σε ένα βουνό από λίγους νεκρούς συμπολεμιστές του και αναρίθμητους εχθρούς. Το αίμα έτρεχε από παντού σαν ποτάμι. Αίμα και λάσπη. Εκεί πατούσε αλλά στεκόταν όρθιος. Το μικρό ελαφρύ, σπαρτιάτικο ξίφος στο δεξί του χέρι, του φαινόταν ασήκωτο. Όμως συνέχιζε να το κρατά σφιχτά και να το κουνάει με ταχύτητα σχηματίζοντας αόρατους κύκλους στον αέρα μπροστά του.
Οι Πέρσες γύρω του είχαν απομακρυνθεί σε απόσταση ασφαλείας. Κανείς τους δεν ρίσκαρε να πλησιάσει παρά μόνο όταν και ο τελευταίος δαίμονας από αυτή την απίστευτη ράτσα πολεμιστών έπεφτε νεκρός. Ο Σπαρτιάτης όμως ήταν όρθιος και τους προκαλούσε. Εκείνοι δεν πλησίαζαν. Σε τρεις ημέρες είχαν χάσει έναν ασύλληπτο για τον ανθρώπινο νου, αριθμό συντρόφων τους που κείτονταν νεκροί σε αυτό το στενό κομμάτι γης, στη βάση των βουνών. Τώρα είχε μείνει όρθιος μόνο ένας τους…
Ο Σπαρτιάτης ένιωσε την κοκάλινη μύτη της σαΐτας, καυτή, να τρυπά τον λαιμό του από τα πλάγια. Άνοιξε τα μάτια του και προσπάθησε να εκστομίσει μια βρισιά για τις μητέρες των Μήδων. Δεν μπόρεσε. Τα πάντα κοκκίνισαν γύρω του. Έπεσε στα γόνατα. Στηρίχθηκε στο ξίφος του για λίγα δευτερόλεπτα με το κεφάλι του χαμηλωμένο. Το αίμα από τον λαιμό του ανάβλυζε σαν ένας μικρός πίδακας, με τον ρυθμό που χτυπούσε η καρδιά του. Του φάνηκε πως ανάμεσα στους νεκρούς συντρόφους του είδε το κεφάλι του Βασιλιά του να τον κοιτά. Χαμογέλασε. Πέθαινε. Το ήξερε αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήταν χαρούμενος. Έφευγε τιμημένα. Δεν ήταν ρίψασπις. Άφησε αργά το κορμί του να κυλήσει δίπλα στους νεκρούς συμπολεμιστές του, και έπεσε κοιτάζοντας με γυάλινα μάτια το πρόσωπο του Βασιλιά του. Πριν η καρδιά του σταματήσει να χτυπά χαμογέλασε πάλι. Τα μαλλιά του αγαπημένου του ηγέτη, του περίφημου Λεωνίδα παρέμεναν χτενισμένα…
ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΒΡΑΔΥ
Ο τόπος στο μικρό στενό των Θερμοπυλών, μύριζε αποπνικτικά άσχημα. Χιλιάδες πτώματα διάσπαρτα. Κουφάρια ανδρών με περίεργες πολυτελείς φορεσιές, κείτονταν παντού. Άνδρες από τα βάθη της Ασίας, από την Περσία, τη Μηδία, την Αίγυπτο την Αραβία, την Αιθιοπία, τη Φοινίκη τη Συρία, την Ασσυρία, τη Φρυγία, την Κιλικία, την Παρθία, τη Βακτριανή και τη Λυδία, σάπιζαν κάτω από τον καυτό ήλιο της Φωκίδας, με ανοιγμένες τις κοιλιές και με κομμένους τους λαιμούς τους. Χυμένα εντόσθια, αίμα, κόπρανα και ούρα. Το χώμα είχε γίνει λάσπη. Νύχτωνε.
Στο στενότερο σημείο των Θερμοπυλών, εκεί όπου ο γκρεμός της θάλασσας αφήνει μια μικρή λωρίδα γης και μετά συναντά τα θεόρατα βουνά, πίσω από ένα μικρό ξύλινο τείχος, κάποιοι φαίνεται να το διασκεδάζουν. Χαριεντίζονται και πειράζουν ο ένας τον άλλον. Στο φως των πυρσών που μόλις έχουν ανάψει, και της φωτιάς που στέκονται γύρω της, εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς , τους κατακόκκινους μανδύες τους. Οι περικεφαλαίες βρίσκονται ανάμεσα στα πόδια τους. Οι ασπίδες τους είναι παρατημένες με την εξωτερική τους πλευρά να αγγίζει το χώμα για να μπορούν να τις σηκώσουν αμέσως εάν χρειαστεί. Το μικρό τους ξίφος είναι μόνιμα ζωσμένο στη μέση τους.
Είναι κουρασμένοι και ίσως την επόμενη μέρα να είναι όλοι τους νεκροί και όμως χαμογελάνε με την καρδιά τους. Πειράζουν ο ένας τον άλλον με χοντροκομμένα αστεία και φαίνεται να είναι σίγουροι για τον εαυτό τους. Νιώθουν τον συμπολεμιστή τους σαν αδερφό. Είναι από τα γεννοφάσκια τους οι καλύτεροι πολεμιστές όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και ολόκληρου του κόσμου. Είναι Σπαρτιάτες… Δίπλα τους σαν αδέρφια τους βρίσκονται πολυάριθμοι Θεσπιείς τυλιγμένοι με τους μαύρους μανδύες τους και το μακρύ τους ξίφος. Ανάμεσα τους σαν “όμοιοι” κυκλοφορούν μόθακες, είλωτες και νεοδαμώδεις. Όλοι τους φοράνε την “κυνή” τον σκούφο από σκυλοτόμαρο και όχι τον μάλλινο πίλο του σπαρτιάτη πολεμιστή. Μέχρι εκείνο το πρωινό όλοι αυτοί ήταν στην δεύτερη γραμμή της μάχης σαν βοηθητικοί. Από αύριο θα πολεμούν δίπλα στους Σπαρτιάτες και είναι υπερήφανοι για αυτό…
Ο ήχος της σάλπιγγας ενός κήρυκα που πλησίαζε έκοψε την ησυχία του Αυγουστιάτικου απογεύματος.“Μπροστά μου. Είναι μόνο πέντε. Πλησιάζουν. Είναι άοπλοι” Από την κορυφή του ξύλινου τείχους ένας φρουρός ενημέρωσε τον λατρεμένο του Βασιλιά ότι έφθανε μια αντιπροσωπεία του εχθρού. Σιωπή έπεσε στο στρατόπεδο. Ανάμεσα στους στρατιώτες σαν όμοιος τους σηκώθηκε αργά χαμογελώντας από κάποιο αστείο που άκουσε στην παρέα, ο άνθρωπος, το όνομα του οποίου έμελλε να χαραχτεί ανεξίτηλο στην παγκόσμια ιστορία του ανθρώπινου γένους. Σύμβολο αυταπάρνησης, ηρωισμού και πίστης στους νόμους της πατρίδας. Λεωνίδας ο Α, βασιλεύς των Σπαρτιατών από το ένδοξο γένος των Αγιαδών που μέσα του τρέχει το αίμα του Ηρακλή. Γιος του βασιλέα Αναξανδρίδα.
Οι Σπαρτιάτες και οι σύμμαχοι τους σχημάτισαν κλοιό γύρω από την αντιπροσωπεία των Περσών κάτω από το τείχος. Ο Λεωνίδας πλησίασε αργά.Συνέχιζε να χαμογελάει. Ήταν τραυματισμένος και στα δύο του πόδια αλλά δεν το έδειχνε. Ο Πέρσης πρέσβης παραξενεύτηκε. Αναρωτήθηκε τι άνθρωποι είναι αυτοί που αντικρίζουν το θάνατο και γελάνε. Τι άνθρωποι είναι αυτοί που πολεμούν σαν πλάσματα του Άδη και σκορπούν τον τρόμο. “ή μήπως δεν είναι άνθρωποι” μονολόγησε και ανατρίχιασε. Κορδώθηκε και ίσιωσε τη φανταχτερή του φορεσιά. Τα άλογα των πέντε απεσταλμένων του Ξέρξη, ήταν ανήσυχα. Πατούσαν επάνω σε ένα τεράστιο παχύ μακάβριο στρωμένο χαλί από πτώματα… “Όχι. Πες του όχι” Φώναξε ο Σπαρτιάτης βασιλέας πριν καν ο απεσταλμένος ανοίξει το στόμα του.
Εκείνος τραύλισε: “μα δεν σου είπα, ω βασιλέα την προσφορά του άρχοντα μου. Γιατί την απορρίπτεις πριν καν την ακούσεις;”. Το πρόσωπο του Λεωνίδα σκοτείνιασε επικίνδυνα. Το χέρι του τρεμάμενο άγγιξε τη λαβή του ξίφους του. Κοίταξε στα μάτια τον κήρυκα του Πέρση βασιλέα και με ήρεμη αλλά γεμάτη ένταση φωνή του απάντησε: “ Δεν την απορρίπτω την προσφορά του. Την γαμώ την προσφορά του. Μαζί και σένα και μαζί και εκείνον”
Ο απεσταλμένος κράτησε τα γκέμια του αλόγου του και προσπάθησε να φανεί ψύχραιμος.: “ Ο βασιλιάς μου δεν θέλει τη ζωή σας. Θέλει τα όπλα σας. Είστε οι καλύτεροι πολεμιστές του κόσμου. Μόνο τα όπλα σας ζητάει και μετά, πλούτη αναρίθμητα σας περιμένουν στο πλευρό του. Και προσωπικά εσένα ω γενναίε Βασιλέα, σε θέλει δίπλα του να διοικείς.” Νεκρική σιγή επικράτησε για μερικά δευτερόλεπτα κάτω από το ξύλινο τείχος. Όλοι κράτησαν τις ανάσες τους και περίμεναν την απάντηση του Λεωνίδα. Μόνο οι Σπαρτιάτες πολεμιστές αδιάφοροι συνέχιζαν ψιθυριστά, να κάνουν αστεία μεταξύ τους. Την ήξεραν την απάντηση. Δεν είχαν περιέργεια. Από μικροί ήξεραν τι θα απαντούσε ένας Σπαρτιάτης…
Τα μάτια του Λεωνίδα στένεψαν. Κοίταξε βαθιά τον απεσταλμένο από χαμηλά. Σκέφτηκε την πατρίδα του. Την λατρεμένη του Γοργώ τη σύζυγο του. Σκέφτηκε τον μικρό του γιο. Ήξερε ότι πολύ εύκολα και χωρίς κανείς να προλάβει να αντιδράσει, θα μπορούσε να κόψει τον λαιμό του απεσταλμένου για τα προσβλητικά του λόγια. Δεν το έκανε. Συνέχισε να τον κοιτάζει.
Ο Πέρσης κεραυνοβολήθηκε. Έμεινε άγαλμα. Τα αυτιά του δεν πίστευαν την απάντηση που άκουσε από τα χείλη του Σπαρτιάτη. Με δυσκολία συγκράτησε το άλογο του που κατάλαβε την αμηχανία του και ανασηκώθηκε χλιμιντρίζοντας. “δεν μπορεί θα άκουσα λάθος” αναρωτήθηκε δίχως το πρόσωπο του να φανερώσει έκπληξη, όπως άρμοζε στη θέση του: “Ω γενναίε Βασιλέα αυτή την απάντηση θες να μεταφέρω στον Κύριο μου; Μολών λαβέ;” Ο Λεωνίδας που είχε ήδη γυρίσει την πλάτη του και απομακρυνόταν, σταμάτησε. : “Τι δεν κατάλαβες Πέρση; Ο βασιλιάς σου, ζήτησε τα όπλα μας και μόνο αυτά. Πες του λοιπόν ότι εμείς εδώ είμαστε. Ας έρθει να τα πάρει…”
Κάπως έτσι γράφτηκε ο επίλογος της Μάχης των Θερμοπυλών τον Αύγουστο του 480 πχ. Μιας μάχης που το αποτέλεσμα ήταν από την αρχή προδιαγεγραμμένο. Μιας μάχης που οι λίγοι παρέμειναν να αντιμετωπίσουν τους πολλούς. Παρέμειναν να δείξουν σε όλο τον κόσμο ότι το δίκαιο θριαμβεύει. Ότι ο θάνατος δεν λυγίζει την ψυχή. Παρέμειναν να σώσουν την πατρίδα τους, πιστοί στους νόμους της. Έμειναν εκεί μέχρι να πέσει και ο τελευταίος για τα σπίτια την μανάδες τις γυναίκες και τα παιδιά τους.
Η ΜΑΧΗ
Η μάχη διήρκεσε τρεις ημέρες. Ο Ξέρξης είχε μάθει από την πανωλεθρία του πατέρα του ,λίγα χρόνια πριν, στον Μαραθώνα, ότι οι Έλληνες είναι απρόβλεπτοι και όταν πολεμάνε δεν καταθέτουν τα όπλα. Ο Πέρσης Βασιλιάς αντιμετώπισε τον πρώτο “επαγγελματικό” στρατό στην ιστορία του ανθρώπινου γένους. Τους Σπαρτιάτες. Αντιμετώπισε μόνο 300 από αυτούς μαζί με κάποιους Θεσπιείς Θηβαίους και Φωκείς. Οι απώλειες του ήταν αναρίθμητες. Ακόμη και το επίλεκτο σώμα που έριξε στη μάχη οι περίφημοι “αθάνατοι” έπαθαν πανωλεθρία από τα μικρά ξίφη των Σπαρτιατών. Τελικά νίκησε αφού πάντα υπάρχει κάποιος Εφιάλτης…
Οι Σπαρτιάτες έπεσαν όλοι.
Την Πρώτη μέρα σίγουρος για τη νίκη του έστειλε τους Μήδους και τους Κισιανούς να τσακίσουν τους Έλληνες μπροστά από το ξύλινο τείχος στα στενά. Οι Ελληνική φάλαγγα, ο καλύτερος οπλισμός και η ευφυία του Λεωνίδα να γίνει η μάχη στο στενότερο σημείο, έκριναν την πρώτη μέρα της μάχης. Σύμφωνα με τον Κτησία την πρώτη μέρα οι Έλληνες είχαν 3 νεκρούς και οι Πέρσες αναρίθμητους. Ο Ξέρξης κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά αφού τα στενά είχαν γεμίσει με πτώματα στρατιωτών του, σε σημείο να μην μπορεί να δει την έκβαση της μάχης και αναγκάστηκε 3 φορές να σηκωθεί από τον θρόνο του.
Αποφάσισε να τελειώνει μια και καλή με τους Σπαρτιάτες και έδωσε εντολή να μπουν και οι Αθάνατοι υπό τον Υδάρνη. Είδε τους 10.000 Αθάνατους να ωθούν τους Σπαρτιάτες μέσα στα στενά και άρχισε να πανηγυρίζει για τη νίκη του… Μάταια. Ο Λεωνίδας σίγουρος για τους πολεμιστές του, παρέσυρε το επίλεκτο σώμα βαθιά στα στενά και με μια του εντολή ξαφνικά οι Σπαρτιάτες σαν ένας άνθρωπος , ώμο ώμο ο ένας δίπλα στον άλλο, έκαναν μεταβολή και μακέλεψαν τους επίλεκτους του Πέρση Βασιλιά.
Η δεύτερη μέρα ξεκίνησε με τον Ξέρξη ευδιάθετο και σίγουρο ότι οι ελάχιστοι υπερασπιστές των στενών θα έχουν κουραστεί και εύκολα θα τους νικούσε. Έριξε το αναρίθμητο πεζικό του και περίμενε. Όσο ο ήλιος ανέβαινε στον ουρανό τόσο η ανησυχία του μεγάλωνε. Οι Σπαρτιάτες όχι μόνο δεν υποχωρούσαν αλλά σαν να έκαναν πλάκα, τσάκιζαν τον στρατό του. Τότε εμφανίστηκε ο Εφιάλτης που υποσχέθηκε να οδηγήσει τους Πέρσες πίσω από τους Σπαρτιάτες διαμέσω ενός μονοπατιού στην κορυφογραμμή του όρους Ανόπη.
Την τρίτη ημέρα γράφτηκε ο επίλογος . Ο Υδάρνης πέρασε τους Αθάνατους (που είχαν συμπληρώσει τα κενά των νεκρών τους) στα νώτα των Σπαρτιατών. Ο Λεωνίδας έμαθε για την κυκλωτική κίνηση των Περσών και έδιωξε όλους τους υπόλοιπους Έλληνες πίσω στις Πόλεις τους. Παρέμειναν μόνο οι Σπαρτιάτες, οι βοηθητικοί τους και οι Θεσπιείς.
Έπεσαν όλοι τους και δεν υποχώρησαν να σωθούν. Πριν την τελική μάχη ο Λεωνίδας μίλησε στους συντρόφους του: “Αν αποχωρήσουμε σήμερα αδέλφια, άσχετα από τα γενναία μας κατορθώματα αυτές τις μέρες, η μάχη εδώ θα είναι μια ήττα. Μια ήττα που θα σημάνει την ήττα όλης της Ελλάδας. Αυτό θέλει και ο Ξέρξης να πιστέψουν οι Έλληνες. Ότι είναι μάταιο να αντισταθούμε στα εκατομμύρια των στρατιωτών του. Αν φύγουμε και σωθούμε σήμερα, μια μια οι πόλεις θα πέσουν, μέχρι να λυγίσει όλη η Ελλάδα. Με τον τιμημένο θάνατο μας εδώ όμως δίνουμε την ελπίδα…”
Λίγο πριν εμφανιστούν οι Πέρσες από τα νώτα των Σπαρτιατών οι πολεμιστές Σπαρτιάτες, Θεσπιείς και οι βοηθητικοί, αντάλλαξαν μεταξύ τους, ξίφη και όπλα (ασπίδες). Ο Διηνέκης , ο Σπαρτιάτης που δυο μέρες πριν ξεκινήσει η μεγάλη μάχη, όταν του είπαν ότι οι Πέρσες είναι τόσοι πολλοί που άμα ρίξουν τα βέλη τους κρύβουν το ήλιο, είχε απαντήσει: “Ωραία τότε θα πολεμάμε στη σκιά”, συγκινημένος πήρε το λόγο: “Ξεχάστε τα όλα. Ξεχάστε τις πόλεις σας, ξεχάστε τη χώρα ξεχάστε ακόμη και τον Βασιλιά. Ξεχάστε κάθε σκοπό που πολεμάτε σήμερα. Ελευθερία, γυναίκες, παιδιά. Σήμερα πολεμήστε μόνο για τον άνδρα που στέκεται δίπλα σας τον αδελφό σας που σας προστατεύει με την ασπίδα του. Αυτός είστε εσείς και εσείς είστε αυτός…”
Οι Μηδικοί πόλεμοι έληξαν με μια ναυμαχία και μια ακόμη μάχη, μετά τις Θερμοπύλες. Στη Σαλαμίνα ο Ξέρξης έχασε τον στόλο του από τους Αθηναίους και ένα χρόνο μετά, στις Πλαταιές ο Περσικός στρατός αντιμετώπισε όλους τους Έλληνες συνασπισμένους. 40.000 Έλληνες εκ των οποίων 10.000 Σπαρτιάτες και όχι 300. Το αποτέλεσμα ήταν και αυτό προδιαγεγραμμένο
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.