Ο Αλέξανδρος Γ΄ γεννήθηκε το 356 π.Χ. στην Πέλλα της Μακεδονίας. Ανατράφηκε σε βασιλικό περιβάλλον και είχε για παιδαγωγό το διάσημο Έλληνα φιλόσοφο Αριστοτέλη, ο οποίος τον βοήθησε να αναπτύξει ενδιαφέρον για τη φιλοσοφία, την ιατρική και τις επιστήμες. Το πόσο διαμορφώθηκε ο τρόπος σκέψης του Αλεξάνδρου από τις φιλοσοφικές διδασκαλίες του Αριστοτέλη είναι αμφιλεγόμενο.
Αλλά δεν υπάρχει σχεδόν καμιά αμφιβολία για την επίδραση που άσκησε πάνω του ο Όμηρος, επειδή ο Αλέξανδρος, που ήταν δεινός αναγνώστης, έτρεφε ιδιαίτερο πάθος για τα μυθολογικά συγγράμματα του Όμηρου. Μάλιστα, προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι ήξερε την Ιλιάδα απέξω, πράγμα που δεν ήταν και μικρό κατόρθωμα, αφού σήμαινε ότι έπρεπε να απομνημονεύσει 15.693 στίχους.
Στα 20 του χρόνια, αφού δολοφονήθηκε ο πατέρας του, ο Αλέξανδρος τον διαδέχτηκε στο μακεδονικό θρόνο. Αμέσως ξεκίνησε μια κατακτητική εκστρατεία που του χάρισε τελικά το όνομα Αλέξανδρος ο Μέγας. Έχει αναγνωριστεί γενικά ως ένας από τους μεγαλύτερους στρατάρχες όλων των εποχών, και η μεγαλειότητά του τον εξύψωσε, κάνοντάς τον θεό. Τόσο πριν όσο και μετά το θάνατό του, του αποδιδόταν θεϊκή φύση.
Ο Αλέξανδρος έδιωξε τους Πέρσες από την Αίγυπτο, όπου χαιρετίστηκε ως ελευθερωτής. Το βιβλίο Man, Myth & Magic (Άνθρωπος, Μύθος και Μαγεία) λέει: «Έγινε δεκτός ως Φαραώ και όταν επισκέφτηκε το μαντείο του θεού Άμμωνα . . . χαιρετίστηκε επίσημα από τον ιερέα ως ‘γιος του Άμμωνα’». Αυτό το γεγονός αποτελεί προφανώς την αιτία για το θρύλο σύμφωνα με τον οποίο ο Αλέξανδρος ήταν γιος του Δία, του θεού που ήταν αρχηγός στο ελληνικό πάνθεο.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε προς τα ανατολικά κι έφτασε τελικά σε ορισμένες περιοχές της Ινδίας. Καθ’ οδόν, κατέκτησε τη Βαβυλώνα, από την οποία είχαν προέλθει πολλές από τις ιδέες που περιέχονταν στη μυθολογία και στη θρησκεία της πατρίδας του. Ήταν λοιπόν κατάλληλο το γεγονός ότι σχεδίαζε να την κάνει πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας του. Αλλά στις 13 Ιουνίου του 323 π.Χ., αφού είχε βασιλέψει λίγο περισσότερο από 12 χρόνια, ο μεγάλος αυτός Έλληνας θεός κατέρευσε—πέθανε στα 32 του!
Αλέξανδρος ο Μέγας, γιος του Φιλίππου Β΄ της Μακεδονίας και της συζύγου του Ολυμπιάδας, ο οποίος γεννήθηκε στην Πέλλα το 356 Π.Κ.Χ. Παρότι δεν κατονομάζεται στην Αγία Γραφή, η διακυβέρνησή του ως ηγεμόνα της πέμπτης παγκόσμιας αυτοκρατορίας προλέχθηκε δύο αιώνες πριν από τη γέννησή του.—Δα 8:5-7, 20, 21.
Λίγο μετά τα 20, δύο χρόνια αφότου είχε ανεβεί στο θρόνο, έπειτα από τη δολοφονία του πατέρα του, ο Αλέξανδρος ξεκίνησε να κατακτήσει τον κόσμο. (Δα 8:5) Αυτός ο ορμητικός νεαρός που υπήρξε στρατιωτική ιδιοφυΐα παρέτασσε το σχετικά μικρό στράτευμά του σε σχηματισμό φάλαγγας μεγάλου βάθους, μια τακτική που εισήγαγε ο πατέρας του και ανέπτυξε ο Αλέξανδρος σε υψηλά επίπεδα αποτελεσματικότητας.
Αντί να καταδιώξει τους Πέρσες που είχαν τραπεί σε φυγή έπειτα από δύο αποφασιστικές νίκες του στη Μικρά Ασία (η πρώτη στον Γρανικό Ποταμό και η δεύτερη στην Πεδιάδα της Ισσού, όπου μια μεγάλη περσική δύναμη υπολογιζόμενη γύρω στο μισό εκατομμύριο υπέστη ολοκληρωτική ήττα), ο Αλέξανδρος έστρεψε την προσοχή του στη νησιωτική πόλη της Τύρου. Αιώνες νωρίτερα είχε προλεχθεί ότι τα τείχη, οι πύργοι, τα σπίτια, ακόμη δε και το χώμα της Τύρου θα ρίχνονταν μέσα στη θάλασσα. (Ιεζ 26:4, 12) Ως εκ τούτου, είναι ιδιαίτερα αξιοσημείωτο το ότι ο Αλέξανδρος πήρε τα ερείπια της παλιάς ηπειρωτικής πόλης την οποία είχε καταστρέψει ο Ναβουχοδονόσορ χρόνια νωρίτερα και κατασκεύασε με αυτά μια δίοδο μήκους 800 μ. μέχρι τη νησιωτική πόλη. Το σφυροκόπημα από το ναυτικό του και τις πολεμικές μηχανές του κατέστρεψε αυτή την υπερήφανη θαλασσοκράτειρα, τον Ιούλιο του 332 Π.Κ.Χ.
Η Ιερουσαλήμ, αντιθέτως, άνοιξε τις πύλες της για να παραδοθεί και, σύμφωνα με τον Ιώσηπο (Ιουδαϊκή Αρχαιολογία, ΙΑ΄, 337 [viii, 5]), οι Ιουδαίοι έδειξαν στον Αλέξανδρο το προφητικό βιβλίο του Δανιήλ, πιθανώς το 8ο κεφάλαιο, σύμφωνα με το οποίο ένας κραταιός Έλληνας βασιλιάς θα καθυπέτασσε και θα κατακτούσε την Περσική Αυτοκρατορία. Ως αποτέλεσμα, ο Αλέξανδρος δεν κατέστρεψε την Ιερουσαλήμ και κινήθηκε Ν προς την Αίγυπτο, όπου χαιρετίστηκε ως ελευθερωτής. Εκεί ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, τη μητρόπολη των γραμμάτων όπου έγινε η Μετάφραση των Εβδομήκοντα. Στρέφοντας τις βλέψεις του προς τα ανατολικά, ο Αλέξανδρος επέστρεψε από την Αίγυπτο διαμέσου της Παλαιστίνης, και κοντά στα Γαυγάμηλα, κατατρόπωσε με 47.000 άντρες το τεράστιο αναδιοργανωμένο περσικό στράτευμα. Σε σύντομο χρονικό διάστημα, ο Δαρείος Γ΄ δολοφονήθηκε από πρώην φίλους του, η Βαβυλώνα παραδόθηκε και ο Αλέξανδρος προέλασε για να κατακτήσει τα Σούσα και την Περσέπολη. Από εκεί συνέχισε την εκστρατεία του για την Ινδία προτού στραφεί και πάλι προς τα δυτικά.
Γεγονότα Μετά τις Κατακτήσεις. Ο Αλέξανδρος είχε μεγάλα σχέδια για τη Βαβυλώνα την οποία σκόπευε να ανοικοδομήσει και να κάνει πρωτεύουσά του, αλλά τα σχέδια αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν ποτέ. Όπως είχε προείπει ο Δανιήλ, ο Αλέξανδρος «έσπασε» και καταρρίφθηκε—μέσω του θανάτου του. (Δα 8:8) Η φιλοδοξία που έτρεφε να ανοικοδομήσει τη Βαβυλώνα δεν υλοποιήθηκε, όχι απλώς επειδή το 323 Π.Κ.Χ. σε ηλικία 32 ετών—στην ακμή της ζωής του—πέθανε ξαφνικά από ελώδη πυρετό ο οποίος επιδεινώθηκε από τον αλόγιστο τρόπο της ζωής του, αλλά επειδή ο Ιεχωβά πολύ νωρίτερα είχε αποφασίσει ότι η Βαβυλώνα δεν θα ανοικοδομούνταν ποτέ.—Ιερ 50:35-40.
Στη διάρκεια της σύντομης σταδιοδρομίας του ο Αλέξανδρος παντρεύτηκε τη Ρωξάνη, κόρη του ηττημένου βασιλιά της Βακτριανής, καθώς και τη Στάτειρα, κόρη του Πέρση βασιλιά Δαρείου Γ΄. Από τη Ρωξάνη απέκτησε έναν γιο ο οποίος ονομάστηκε Αλέξανδρος. Και από κάποια Βαρσίνη απέκτησε έναν νόθο γιο ο οποίος ονομάστηκε Ηρακλής. Ωστόσο, η προφητεία του Δανιήλ είχε προείπει ότι η αυτοκρατορία του θα περιερχόταν «όχι στους απογόνους του», και πράγματι, προτού περάσουν πολλά χρόνια, όλη η οικογένεια του Αλεξάνδρου και οι κληρονόμοι του εξοντώθηκαν. (Δα 11:3, 4) Επιπλέον είχε γραφτεί: «Και το ότι έσπασε, και σηκώθηκαν τελικά τέσσερα αντ’ αυτού, δείχνει ότι θα σηκωθούν τέσσερα βασίλεια από το έθνος του, αλλά χωρίς να έχουν τη δική του δύναμη». (Δα 8:22) Επομένως, δεν ήταν απλή ιστορική σύμπτωση το ότι η αυτοκρατορία διαμοιράστηκε ανάμεσα σε τέσσερις στρατηγούς του Αλεξάνδρου: ο Σέλευκος ο Νικάτωρ πήρε τη Μεσοποταμία και τη Συρία, ο Κάσσανδρος τη Μακεδονία και την υπόλοιπη Ελλάδα, ο Πτολεμαίος ο Λάγου την Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, και ο Λυσίμαχος τη Θράκη και τη Μικρά Ασία.
Οι κατακτήσεις του Αλεξάνδρου επηρέασαν βαθύτατα την ιστορία με την εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού στα πέρατα του κόσμου. Η Κοινή Ελληνική έγινε η διεθνής γλώσσα, και έτσι το δεύτερο τμήμα της Αγίας Γραφής γράφτηκε στην Κοινή Ελληνική και όχι στην εβραϊκή.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.