Ο ΤΖΟΡΤΖ βρισκόταν σε απόγνωση. Δεν μπορούσε καλά καλά να θρέψει την οικογένειά του. Οι γείτονές του αρρώσταιναν ο ένας μετά τον άλλον και μερικοί λιμοκτονούσαν. Αλλά λίγες εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο νότια βρισκόταν μια πλουσιότερη χώρα. “Θα μετακομίσω εκεί, θα βρω δουλειά και μετά θα φέρω και την οικογένειά μου”, σκεφτόταν ο Τζορτζ.
Και η Πατρίσια επίσης ονειρευόταν μια καινούρια ζωή στο εξωτερικό. Ήταν άνεργη και δεν υπήρχαν πολλές ευκαιρίες στον τόπο της. Μαζί με το φίλο της αποφάσισαν να ταξιδέψουν από τη Νιγηρία στην Αλγερία με προορισμό την Ισπανία, μη έχοντας ιδέα για το πόσο επίπονο θα ήταν το ταξίδι μέσα στη Σαχάρα. «Ήμουν έγκυος», λέει η Πατρίσια, «και ήθελα πάση θυσία να προσφέρω μια καλύτερη ζωή στο παιδί μου».
Η Ρέιτσελ ήθελε να κάνει μια καινούρια αρχή στην Ευρώπη. Είχε χάσει τη δουλειά της στις Φιλιππίνες, και οι συγγενείς της τη διαβεβαίωναν ότι στο εξωτερικό θα ήταν πανεύκολο να βρει δουλειά ως οικιακή βοηθός. Δανείστηκε, λοιπόν, χρήματα για το αεροπορικό εισιτήριο και αποχαιρέτησε το σύζυγο και την κόρη της με την υπόσχεση: «Θα είναι μόνο για λίγο».
Υπολογίζεται ότι πάνω από 200 εκατομμύρια άνθρωποι σαν τον Τζορτζ, την Πατρίσια και τη Ρέιτσελ έχουν μετακομίσει στο εξωτερικό τις πρόσφατες δεκαετίες. Παρότι μερικοί αναγκάστηκαν να φύγουν λόγω πολέμου, φυσικών καταστροφών ή καταπίεσης και διακρίσεων, οι περισσότεροι έχουν μετακομίσει για οικονομικούς λόγους. Με τι προβλήματα παλεύουν στην καινούρια τους πατρίδα; Βρίσκουν όλοι την καλύτερη ζωή που λαχταρούν; Πώς επηρεάζονται τα παιδιά όταν ο ένας γονέας φεύγει αναζητώντας καλύτερο εισόδημα; Προσέξτε τις απαντήσεις που ακολουθούν.
Το Ταξίδι και η Προσαρμογή
Η πρώτη δυσκολία της μετανάστευσης είναι πολλές φορές αυτό καθαυτό το ταξίδι. Ο Τζορτζ, που αναφέρθηκε στο πρώτο άρθρο, διένυσε εκατοντάδες χιλιόμετρα έχοντας ελάχιστα τρόφιμα μαζί του. «Το ταξίδι ήταν σκέτος εφιάλτης», θυμάται. Πολλοί μετανάστες δεν φτάνουν καν στον προορισμό τους.
Η Πατρίσια είχε στόχο να πάει στην Ισπανία. Διέσχισε ολόκληρη την Έρημο Σαχάρα στην καρότσα ενός ανοιχτού φορτηγού. «Ήμασταν 25 άνθρωποι στριμωγμένοι σε εκείνο το φορτηγό, και το ταξίδι από τη Νιγηρία στην Αλγερία κράτησε μια εβδομάδα. Καθ’ οδόν βλέπαμε πολλά πτώματα, καθώς και ανθρώπους που περιπλανιούνταν στην έρημο περιμένοντας το θάνατο. Όπως φαίνεται, μερικοί φορτηγατζήδες εγκαταλείπουν άσπλαχνα τους επιβάτες τους στο δρόμο».
Η Ρέιτσελ τα κατάφερε καλύτερα από τον Τζορτζ και την Πατρίσια, εφόσον πήγε αεροπορικώς στην Ευρώπη όπου βρήκε δουλειά ως οικιακή βοηθός. Αλλά ποτέ δεν είχε φανταστεί πόσο θα της έλειπε η κορούλα της που ήταν μόλις δύο χρονών. «Κάθε φορά που έβλεπα μια μητέρα να φροντίζει το παιδάκι της, σπάραζε η καρδιά μου», θυμάται.
Ο Τζορτζ έκανε αγώνα να προσαρμοστεί στη νέα του πατρίδα. Πέρασαν μήνες προτού καταφέρει να στείλει κάποια χρήματα στους δικούς του. «Πολλές νύχτες, ένιωθα τόσο μόνος και απελπισμένος ώστε ξεσπούσα σε κλάματα», παραδέχεται.
Έπειτα από αρκετούς μήνες στην Αλγερία, η Πατρίσια έφτασε στα σύνορα με το Μαρόκο. Η ίδια αφηγείται: «Εκεί γέννησα την κορούλα μου. Έπρεπε να κρύβομαι από τους σωματεμπόρους που αρπάζουν μετανάστριες και τις εξαναγκάζουν στην πορνεία. Τελικά, μάζεψα τα χρήματα που χρειάζονταν για να περάσω απέναντι στην Ισπανία. Το ταξίδι ήταν πολύ επικίνδυνο. Μας φόρτωσαν σε ένα σαπιοκάραβο που ούτε κατά διάνοια δεν ήταν φτιαγμένο για τόσο κόσμο. Κάθε τόσο γέμιζε νερά και έπρεπε να τα αδειάζουμε με τα παπούτσια μας! Όταν τελικά πιάσαμε στεριά, δεν μπορούσα να πάρω τα πόδια μου από την εξάντληση».
Βέβαια, οι επίδοξοι μετανάστες πρέπει να λάβουν υπόψη περισσότερα πράγματα από τους πιθανούς κινδύνους του ταξιδιού. Θα πρέπει επίσης να σκεφτούν τους γλωσσικούς και τους πολιτισμικούς φραγμούς που ίσως θα συναντήσουν στην καινούρια τους χώρα, καθώς και τη δαπάνη και τις περίπλοκες νομικές διαδικασίες που απαιτούνται όταν προσπαθεί να πάρει κάποιος υπηκοότητα ή άδεια παραμονής. Όσοι δεν καταφέρνουν να νομιμοποιήσουν την παραμονή τους στη χώρα συνήθως δυσκολεύονται να εξασφαλίσουν καλή εργασία, αξιοπρεπή στέγη, εκπαίδευση ή υγειονομική περίθαλψη. Ίσως επίσης δυσκολεύονται να βγάλουν άδεια οδήγησης ή να ανοίξουν τραπεζικό λογαριασμό. Επιπλέον, οι μετανάστες που δεν έχουν χαρτιά γίνονται συχνά αντικείμενο εκμετάλλευσης, ίσως ως φτηνά εργατικά χέρια.
Κάτι άλλο που αξίζει να σκεφτείτε είναι τα ίδια τα χρήματα. Αλήθεια, πόση ασφάλεια μπορούν να προσφέρουν; Η Αγία Γραφή δίνει την εξής σοφή συμβουλή: «Μην αγωνίζεσαι να γίνεις πλούσιος· μ’ αυτό ας μην απασχολείται ο νους σου. Μόλις στρέψεις τα μάτια σου στον πλούτο, χάνεται· κάνει φτερά και σαν αετός στον ουρανό πετάει». (Παροιμίες 23:4, 5, Η Αγία Γραφή—Μετάφραση από τα Πρωτότυπα Κείμενα) Να θυμάστε επίσης ότι οι μεγαλύτερες ανάγκες μας είναι για πράγματα που δεν αγοράζονται με χρήματα—αγάπη, συναισθηματική ασφάλεια και οικογενειακή ενότητα. Τι κρίμα που μερικοί γονείς επιτρέπουν στην επιθυμία για χρήματα να παραγκωνίζει την αγάπη τους για το σύντροφό τους ή οποιαδήποτε στοργή νιώθουν για τα παιδιά τους!—2 Τιμόθεο 3:1-3.
Ως άνθρωποι, έχουμε και πνευματικές ανάγκες. (Ματθαίος 5:3) Συνεπώς, οι υπεύθυνοι γονείς κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να εκπληρώνουν τη θεόδοτη ευθύνη που έχουν να διδάσκουν τα παιδιά τους για τον Θεό, το σκοπό του και τους κανόνες του.—Εφεσίους 6:4.
Μια Ενωμένη Οικογένεια—Κάτι Σημαντικότερο από τα Χρήματα
Οι ιστορίες των μεταναστών ίσως διαφέρουν, αλλά πολλές έχουν έναν κοινό παρονομαστή, όπως φαίνεται από τις περιπτώσεις του Τζορτζ, της Ρέιτσελ και της Πατρίσια που αναφέρθηκαν προηγουμένως. Η οικογένεια υποφέρει όταν ένας γονέας φεύγει ή όταν κάποιος αφήνει πίσω το γαμήλιο σύντροφό του, και μπορεί να περάσουν χρόνια ολόκληρα προτού ξανασμίξει η οικογένεια. Στην περίπτωση του Τζορτζ, ο αποχωρισμός κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια.
Η Ρέιτσελ γύρισε τελικά στις Φιλιππίνες για να πάρει την κόρη της που την είχε στερηθεί σχεδόν πέντε χρόνια. Όσο για την Πατρίσια, κατάφερε να φτάσει στην Ισπανία με την κορούλα της στην αγκαλιά. «Αυτή είναι όλη μου η οικογένεια, οπότε τη φροντίζω σαν τα μάτια μου», λέει.
Πολλοί μετανάστες προσπαθούν με νύχια και με δόντια να τα καταφέρουν στην καινούρια τους χώρα παρά τη μοναξιά, τις οικονομικές αναποδιές και τον παρατεταμένο αποχωρισμό από τους δικούς τους. Έχουν επενδύσει τόσο πολλά σε αυτή τη μετακίνηση, ώστε όταν τα πράγματα δεν πάνε καλά, ελάχιστοι έχουν το θάρρος να παραδεχτούν την ήττα τους και να αντιμετωπίσουν τον εξευτελισμό και την ταπείνωση που ίσως τους περιμένει στην επιστροφή.
Κάποιος που είχε αυτό το θάρρος ήταν ο Άλαν από τις Φιλιππίνες. Βρήκε καλή δουλειά στην Ισπανία, αλλά έπειτα από 18 μήνες γύρισε πίσω. «Μου έλειπε αφάνταστα η γυναίκα μου και η κορούλα μου», λέει. «Αποφάσισα ότι δεν θα ξαναδούλευα ποτέ στο εξωτερικό παρά μόνο αν μπορούσαμε να μεταναστεύσουμε οικογενειακώς. Και τελικά αυτό κάναμε. Η οικογένεια μετράει πολύ περισσότερο από τα χρήματα».
Υπάρχει και κάτι άλλο που μετράει περισσότερο από τα χρήματα, όπως διαπίστωσε η Πατρίσια. Όταν έφτασε στην Ισπανία, είχε στα πράγματά της και μια «Καινή Διαθήκη», δηλαδή τις Χριστιανικές Ελληνικές Γραφές. «Την είχα για φυλαχτό», λέει. «Έπειτα γνώρισα μια κυρία που ήταν Μάρτυρας του Ιεχωβά. Στο παρελθόν, δεν ενδιαφερόμουν να συζητήσω με εκπροσώπους αυτής της θρησκείας. Την κατέκλυσα, λοιπόν, με ένα σωρό ερωτήσεις για να αποδείξω ότι οι πεποιθήσεις της ήταν λάθος. Αντίθετα, όμως, με αυτό που φανταζόμουν, εκείνη ήταν σε θέση να υποστηρίξει τα πιστεύω της και απαντούσε σε όλες μου τις ερωτήσεις απευθείας από τη Γραφή».
Η Πατρίσια έμαθε ότι η διαρκής ευτυχία και η βέβαιη ελπίδα για το μέλλον εξαρτώνται, όχι από την τοποθεσία ή τα χρήματα, αλλά από τη βαθιά γνώση για τον Θεό και το σκοπό του για εμάς. (Ιωάννης 17:3) Έμαθε επίσης ότι ο αληθινός Θεός έχει όνομα—Ιεχωβά. (Ψαλμός 83:18) Επιπλέον, διάβασε στην Αγία Γραφή ότι ο Θεός σύντομα θα εξαλείψει εντελώς τη φτώχεια μέσω της κυβέρνησης της Βασιλείας του με Βασιλιά τον Ιησού Χριστό. (Δανιήλ 7:13, 14) Τα εδάφια Ψαλμός 72:12, 14 λένε: «[Ο Ιησούς] θα ελευθερώσει τον φτωχό που κραυγάζει για βοήθεια, καθώς και τον ταλαιπωρημένο και τον αβοήθητο. Από την καταδυνάστευση και τη βία θα απολυτρώσει τις ψυχές τους».
Θα θέλατε να αφιερώσετε λίγο χρόνο για να εξετάσετε την Αγία Γραφή; Αυτό το βιβλίο θεϊκής σοφίας θα σας βοηθάει να βάζετε σωστές προτεραιότητες, να παίρνετε σοφές αποφάσεις και να υπομένετε οποιεσδήποτε τωρινές δοκιμασίες με χαρά και ελπίδα.—Παροιμίες 2:6-9, 20, 21.
ΕΝΑΣ ΑΡΧΑΙΟΣ ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ
«Η μετανάστευση . . . είναι η παλιότερη δράση κατά της φτώχειας», έγραψε ο οικονομολόγος Τζ. Κ. Γκάλμπρεϊθ. Αυτή τη λύση διάλεξε και ο πατριάρχης Ιακώβ, ο προπάτορας του έθνους του Ισραήλ. Μια πείνα στη Χαναάν ανάγκασε εκείνον και την ευρύτερη οικογένειά του, σχεδόν 70 άτομα, να μετακομίσουν στην Αίγυπτο όπου έμειναν πολύ καιρό. (Γένεση 42:1-5· 45:9-11· 46:26, 27) Μάλιστα ο Ιακώβ πέθανε εκεί, και οι απόγονοί του έμειναν στην Αίγυπτο περίπου 200 χρόνια προτού επιστρέψουν στη Χαναάν.
«ΚΑΙ ΤΙ ΔΕΝ ΘΑ ΔΙΝΑΜΕ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΧΑΝ ΠΑΡΕΙ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ»
«Όταν η μαμά μου μας άφησε—εμένα και τις δύο μικρότερες αδελφές μου—και έφυγε για την Ευρώπη, ήμουν 9 χρονών», λέει η Άιρεν, η οποία είναι από τις Φιλιππίνες. «Μας υποσχέθηκε καλύτερο φαγητό, καλύτερη εκπαίδευση και καλύτερο σπίτι. Θυμάμαι σαν τώρα τη μέρα που έφυγε. Με αγκάλιασε και μου είπε να προσέχω τις αδελφές μου, τη Ρία και τη Σούλαμαϊτ. Τα δάκρυά μου έτρεχαν ποτάμι για πολύ καιρό.
»Τέσσερα χρόνια μετά, έφυγε και ο πατέρας μας για να πάει κοντά στη μητέρα μας. Όσο ήταν μαζί μας, προσπαθούσα να τον ακολουθώ όπου και αν πήγαινε. Όταν ήρθε η ώρα του αποχωρισμού, οι αδελφές μου και εγώ ήμασταν γαντζωμένες πάνω του μέχρι που ανέβηκε στο λεωφορείο. Για άλλη μια φορά, έκλαιγα απαρηγόρητα για πολύ καιρό».
Η Σούλαμαϊτ, η μικρότερη από τις τρεις, θυμάται: «Όταν η Άιρεν ήταν εννιά χρονών, έγινε, σαν να λέγαμε, η μητέρα μου. Ήταν το αποκούμπι μου για όλα μου τα προβλήματα, και εκείνη με έμαθε να πλένω τα ρούχα μου, να στρώνω το κρεβάτι μου, και όλα τα σχετικά. Όταν μας τηλεφωνούσαν οι γονείς μας, προσπαθούσα μερικές φορές να τους εξηγήσω πώς νιώθω, αλλά δεν έβρισκα τα λόγια. Δεν νομίζω πως με καταλάβαιναν πάντα.
»Οι άλλοι με ρωτούσαν συχνά αν μου έλειπαν οι γονείς μου. “Μα βέβαια”, απαντούσα. Αλλά για να είμαι ειλικρινής, ούτε που θυμόμουν καλά καλά τη μητέρα μου. Βλέπετε, έφυγε όταν ήμουν τεσσάρων χρονών, και συνήθισα να ζω με την απουσία της».
Η Άιρεν λέει: «Όταν ήμουν 16 χρονών, ξεκινήσαμε να πάμε να μείνουμε με τους γονείς μας. Πετούσα από τη χαρά μου! Αλλά όταν φτάσαμε, συνειδητοποίησα ότι ήμασταν πια σχεδόν ξένοι».
Η Ρία προσθέτει: «Ό,τι με απασχολούσε το κρατούσα μέσα μου. Ήμουν συνεσταλμένη εκ φύσεως και δυσκολευόμουν να δείξω στοργή. Στις Φιλιππίνες, μέναμε με το θείο και τη θεία μας που είχαν και τρία δικά τους παιδιά. Αν και μας φρόντιζαν, δεν ήταν σαν πραγματικοί μας γονείς».
Η Άιρεν κλείνει λέγοντας: «Όσο ήμασταν μια φτωχή οικογένεια, δεν υποφέραμε—ποτέ δεν πεινάσαμε. Αλλά οι αδελφές μου και εγώ υποφέραμε όταν οι γονείς μας μάς άφησαν και έφυγαν. Η οικογένειά μας έχει ξανασμίξει εδώ και πέντε χρόνια, αλλά όλος αυτός ο καιρός που ήμασταν χώρια έχει αφήσει πάνω μας τα σημάδια του. Ξέρουμε ότι οι γονείς μας μάς αγαπούν. Αλλά και τι δεν θα δίναμε για να μην είχαν πάρει αυτή την απόφαση».
*** g 2/13 σ. 6-9 Μετανάστευση—Όνειρα και Πραγματικότητα ***