«Όλοι την γνωρίζετε την αγοράν των Αθηνών, μακρόν επίμηκες τετράγωνον ακάθαρτον και πολυάσχολον. Δεν παρουσιάζει τίποτε το εκπληκτικόν, τίποτε το ιδιάζον. Η ρωμηοσύνη βασιλεύει εκεί μέσα εις τους τέσσαρας υψηλούς τοίχους καταμαστιζομένους υπό των ανέμων και της βροχής, ετοιμόρροπους σχεδόν, από τα σπασμένα υαλώματα των οποίων εμφυσούν τους ασκούς των όλοι οι άνεμοι της μυθολογίας.
Κρίμα εις το όνομά της: Νέα αγορά των Αθηνών.
Αν ρωτήσετε τους παλαιοτέρους θα σας πούν, ότι η παληά τους Αγορά (σ.σ. βρισκόταν στο τέρμα της Αιόλου προς την πλευράν της Πλάκας, καταστράφηκε από πυρκαγιά) δεν επιδέχεται καμμίαν σύγκρισιν με την σημερινήν και ίσως δεν έχουν άδικον.
Το καταβασανίζον την αγοράν ζήτημα είνε η ανεπαρκεστάτη χρήσις ύδατος, τοσούτον μάλλον, καθ’ όσον σφάζουν εις αυτά τα μαγαζιά τους οι κρεοπώλαι. Αν δεν κατορθώση η αγορά, είτε Νέα είτε Παληά κι’ αν λέγεται, να έχη ανά δύο βήματα και ένα κρουνόν ύδατος ρέοντος και διαχυνόμενον παντού, αι Αθήναι δεν θα έχουν αγοράν ακόμη.
Ποία θα είνε αυτή η τρισευλογημένη εποχή και ποίοι θα είνε οι ευτυχείς αυτοί άνθρωποι, οίτινες θα πηγαίνουν να ψωνίζουν χωρίς να σέρνουν μαζί των και μανδήλια βουτημένα εις φανικόν οξύ, αγνοούμεν. Τίποτε περισσότερον, η αγορά σήμερον έχει ανάγκην αφθόνου ύδατος.
Τα άλλα, η ευρωπαϊκή κατατομή των κρεάτων, τα υαλώματα των κρεοπωλείων, η δροσερότης και η ευπρέπεια των λαχανοπωροπωλείων και ιχθυοπωλείων των πολιτισμένων μερών, αυτά δι’ ημάς είνε όνειρα ακόμη.
Εν τούτοις η αγορά των Αθηνών δεν στερείται κινήσεως και θορύβου, ούτε ελλείπει απ’ αυτήν καθ’ εκάστην σχεδόν, το θέαμα αγοράς μεγαλοπόλεως τυρβαζούσης. Από την 6ην πρωινή ώραν μέχρι βαθείας νυκτός τα πάντα εις κίνησιν.
Όταν ο ήλιος διασχίζει τα υψηλά της υαλώματα και τους εν είδει μισοκρημνισμένου πύργου υψηλούς της τοίχους με τ’ ανοικτά παράθυρά των, εγκαταλελειμμένους εις την τύχην των αφ’ ότου οικοδομήθησαν, και το φως εισορμά από παντού εντός αυτής, παριστά πανηγυρικόν θέαμα.
Το έδαφός της είνε πλακόστρωτον και ολισθηρόν ανά παν βήμα. Από τους φλοιούς των λαχάνων και των καρπών, από τα λέπια των ψαριών. τα ρείθρα της κυλίονται μελανά και απόζοντα φρικωδώς, και ανίκανα να παρασυρθούν υπό της ασθενούς ορμής του ύδατος σχηματίζουν εδώ κι’ εκεί μικράς λεκάνας.
Στα ιχθυοπωλεία
Οι υψηλοί θόλοι του τμήματος των ιχθυοπωλείων αντηχούν θορυβωδώς από τας οξείας κραυγάς των μεταπρατών. Οι μεταπράται ούτοι, οι άλλως μόρτηδες, κατέχουν κατά κάθετον γραμμήν το κέντρον. Παραμένουν άλλοι όρθιοι και άλλοι καθήμενοι με τον λύχνον των την νύκτα αναμμένον προ της κόφας των με τα ψάρια των και διαλαλούν στεντορείως την τιμήν των.
Και είνε επινοητικώτατοι και δείχνονται πανουργότατοι δια να προσελκύουν αγοραστάς και όχι σπανίως θύματα. Από το πρώτον βλέμμα κατανοούν καλά το πνεύμα και τας διαθέσεις του αγοραστού και επιπίπτουν επ’ αυτού με την αυτήν αναλογίαν.
Οι μόρτηδες ούτοι αγοράζουν συνήθως τα ψάρια των από τα μεγάλα ιχθυοπωλεία και τα μεταπωλούν εις μεγαλειτέραν τιμήν ανά την αγοράν, οπόταν δε απελπισθούν γυρνούν και τους δρόμους. 300 και πλέον επαγγέλλονται τον ιχθυοπώλην εις την Αγοράν, αρκεί δε ένα κοφινάκι, μια παλάντζα, στεντορεία φωνή και καλά πόδια δια να κάμουν το έργον των. Ο καθείς από αυτούς κερδίζει 3-4 δρ. την ημέραν, κατά μέσον όρον, υπολογιζομένων και των συχνών εξαφανίσεων των υπό των αστυϊάτρων.
14 είνε τα μεγάλα ιχθυοπωλεία της Αγοράς, τα κατέχοντα την μίαν των πλευρών της κατά γραμμήν… Τα αλιευτικά πλοία εργάζονται μόνον 8 μήνας το έτος, παρέχουν δε καθ’ εκάστην ημέραν εις την αγοράν 1000 οκάδες ψάρια. Τους περισσοτέρους ιχθύς της αγοράς αγοράζουν οι ξενοδόχοι της πόλεως, αι πρεσβείαι, τα ανάκτορα και αι μεγάλαι οικίαι προς 2-4 δρ. την οκάν μπαρμπούνια και συναγρίδες.
Αλλά και ο πολύς λαός δεν τρώγει ολίγα ψάρια. Αρκείται συνήθως εις γόπας, τας παλαμίδας κτλ. πληρώνων αυτά προς 50 λεπτά έως 2 δρ. την οκάν. Οι φρέσκοι πάντοτε ιχθύς είνε το ίνδαλμα των πελατών της αγοράς. Υπάρχουν απ’ αυτούς εκεί άνθρωποι πηγαίνοντες νύχτα, νύχτα πού έρχονται τα ψάρια, ή αναμένοντες επί ώρας το μεταμεσημερινόν ξεφόρτωμα των κάρρων δια να αποκτήσουν το περιπόθητον ψάρι.
Και μόλις διασκορπισθούν τα ψάρια προ της τραπέζης, κύματα πλήθους σωριάζονται, χείρες εκτείνονται, οφθαλμοί ετάζουν, χειρονομίαι, ψηλαφίσματα, φωναί, διαμαρτυρήσεις, αιτήσεις και θρίαμβος θεωρείται αν μετά παρέλευσιν ώρας αποκομίζει κανείς ορμαθόν ιχθύων ακριβοπληρωθέντων.
Κατά την εποχήν ταύτην πολλήν πέρασιν έχουν και τα σαρακοστιανά. Η αγορά βρίθει από σωρούς στρειδιών, μυδιών, αχιβάδων, πιννών, χταποδιών, σουπιών, καλαμαριών κτλ. Απ’ αυτά όλα εξοδεύονται, καθ’ όλην την σαρακοστήν, πλέον των 3000 οκάδων και ποικίλλει το καθ’ έν κατά την τιμήν.
Οι ιχθυοπώλαι απαρτίζουν ιδιαιτέραν συντεχνίαν αριθμούσαν 120 μέλη εν όλω και είνε πολύ ευχαριστημένοι απ’ αυτήν και μεταξύ των…
Η επίλοιπος αγορά θα συμπεριληφθή εις επόμενον άρθρον μας».
«Άστυ», 1894, «Μποέμ»
http://paliaathina.com/gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.