Μια Φορά και έναν Καιρό ήταν το Παγωτό του Δρόμου!

Ήταν μερικά πράγματα, κάποτε, που χαρακτήριζαν την περίοδο του καλοκαιριού περισσότερο από κάθε τι άλλο, γιατί μόνο σ’ αυτούς τους μήνες τ’ απολάμβανες. Σήμερα, λόγου χάρη βρίσκεις ντομάτες όλον τον χρόνο, κι αν θέλεις και καρπούζια ακόμα.

Μέσα από τις κοινωνικές γελοιογραφίες, Ελλήνων αποκλειστικά γελοιογράφων που δημοσίευαν τα λαϊκά περιοδικά, εικονογραφούταν με εύθυμα στιγμιότυπα, τραβηγμένα έως την υπερβολή μερικές φορές, αλλά πάντα επίκαιρα και εποχιακά ο τρόπος ζωής στην μικρή επαρχιακή Αθήνα στη δεκαετία του ’50 και λίγο από τις αρχές της δεκαετίας του ’60. Μοτίβα πανομοιότυπα περιορισμένου αριθμού καταστάσεων και σκηνών σε παραλλαγές ανάλογα με την έμπνευση του γελοιογράφου. Έμπνευση που αρκετές φορές συνέπιπτε ακόμα και στην λεζάντα.

Για τη μυρωδιά του παλιού, για τη νοσταλγία επέλεξα οι περισσότερες γελοιογραφίες να μην υποστούν κάποια ψηφιακή επεξεργασία καθαρισμού τους από την κιτρινωπή πατίνα που έχει επιθέσει πάνω τους ο χρόνος, αφού προέρχονται από σελίδες των περιοδικών Ρομάντσο, Θησαυρό, Θεατή, Πάνθεον, Τραστ των Γελοιογράφων που κυκλοφόρησαν από το 1946 έως και το 1964. Προϊστορικές εποχές, θα πείτε. Συμφωνώ… Μ’ αρέσει να επιστρέφω στις προγονικές μου ρίζες. Μ’ αρέσει και να σας ξεναγώ σ’ αυτές. Ελπίζω να διασκεδάσετε.

Οι γελοιογραφίες που επιλέχτηκαν από μερικές δεκάδες καλοκαιριάτικα τεύχη των πιο σημαντικών λαϊκών περιοδικών ποικίλης ύλης που κυκλοφορούσαν στη 15ετία 1946-1962/3, ταξινομήθηκαν σε κατηγορίες κατά περιεχόμενο. Η σειρά παρουσίασής του δεν είναι αξιολογική.

Τα “Παγωτά του Δρόμου” είναι η πρώτη θεματική κατηγορία.

ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΑΓΩΤΟ ΤΟΥ ΔΡΟΜΟΥ

Αν προσθέσεις πλάι στο όνομα κάποιου τον χαρακτηρισμό ‘‘του δρόμου’’ το πιο πιθανό είναι να θέλεις να τον κακοχαρακτηρίσεις. Αν αναφέρεσαι, όμως στα παγωτά του παγωτατζή που με το ποδήλατο-ψυγειοκαρότσι του σεργιάνιζε στις ώρες της μεσημεριανής σιέστας στις γειτονιές των συνοικιών, τότε δεν κακοχαρακτηρίζεις τίποτα. Μιλάς για την πιο δροσερή ανάμνηση των παιδικών σου καλοκαιριών· το παγωτό του δρόμου.

Θυμάμαι τη μικρή κουδούνα ή το κουδούνι του ποδηλάτου του να δίνει τον μουσικό τόνο στη στεντόρεια φωνή του παγωτατζή μέσα στη χαύνωση της μεσημεριανής μεσοκαλοκαιριάτικης ραστώνης.

Αεικίνητοι κι ακοίμητοι εμείς μέσα στην κάψα του απομεσήμερου παίζαμε κουτσό, αμάδες, χαρτάκια, ή διαβάζαμε για πολλοστή φορά τα αγαπημένα μας περιοδικάκια περιμένοντας να ακούσουμε από μακριά το κουδουνιστό σύνθημα. Αποσπούσαμε χωρίς πολλές διαπραγματεύσεις τη μια ή τις δυο ή τρεις δραχμές από τους μισοκοιμισμένους από την κούραση και τη ζέστη γονείς μας -διάλεγε την κατάλληλη ώρα που θα περνούσε ο… μπαγάσας ο παγωτατζής!

Ξυλάκι κρέμα με τριζάτη επικάλυψη σοκολάτας -το πιο δημοφιλές παγωτό του δρόμου στον αιώνα τον άπαντα-, κακάο, σκέτη κρέμα, φιστίκι και γρανίτα λεμόνι. Μετά προστέθηκαν τα κυπελλάκια και πιο μετά οι ‘‘πύραυλοι’’, τα χωνάκια, πάει να πει, με επικαιροποιημένη ορολογία της αστροναυτικής, που τότε έκανε τα πρώτα βήματά της στο αχανές κενό του διαστήματος…. Κι εμείς lost in space στο δικό μας σύμπαν, κάπου στον αστερισμό του παγωτού.

Οι έχοντες και κατέχοντες περισσευούμενο χαρτζιλίκι τέλειωναν γρήγορα-γρήγορα το πρώτο παγωτό τους κι έτρεχαν στην πιο κάτω γωνιά να περιμένουν τον παγωτατζή για το δεύτερο ξυλάκι τους. Η προτίμηση στα ξυλάκια οφειλόταν σε διπλή σκοπιμότητα: Πρώτα-πρώτα ήταν πιο φτηνά από τα κυπελλάκια και μετά -και πιο σημαντικό- στο τμήμα του ξύλου που ήταν χωμένο στο παγωτό υπήρχε τυπωμένος ένας αριθμός. Όποιος είχε όλους τους αριθμούς από το 1 έως το πόσο δεν θυμάμαι είχε λαμβάνει ένα δώρο. Μπάλες, πατίνια, χάρτινα στερεοσκοπικά γυαλιά και άλλα τέτοια. Άλλες φορές είχε τυπωθεί με πυρογραφία ένα σχήμα, που αν έκανες κάτι σαν “μπίνγκο” (μάζευες τρία τέτοια, δηλαδή) κέριζες ένα ακριβό δώρο… Ακόμα και ποδήλατο!… Ναι, σιγά που βρέθηκαν πολλοί να κάνουν μπίνγκο! Στη γειτονιά μου πάντως κανένας!.. Αλλά τζογαδόρους παραλίγο να μας κάνουν!.. Μετά, τα κυελλάκια εκτός από το σιρόπι βύσσινο που πρόσθεσαν στη γεύση τους, πρόσθεσαν σε δεύτερο πάτο κι ένα μικρό πλαστικό κουκλάκι από ήρωες του Ντίσνεϋ και άλλους ανάλογα με τη μάρκα παγωτού και έτσι πήραν κι αυτά τα πάνω τους στις πωλήσεις. Είχα μαζέψει τόσα πολλά, που κάποια λίγα κομμάτια επιζούν έως τώρα.

Σήμερα, τα παγωτά του δρόμου αναπαύονται στα ψυγεία των περιπτέρων και των ψιλικατζίδικων κι όσοι παγωτατζήδες του δρόμου απόμειναν πιάνουν κάποιες γωνιές στα πανηγύρια και περιμένουν εκεί την πελατεία τους, πουλώντας μαζί με τα παγωτά τους και μαλλί της γριάς, καλαμπόκι κλπ (πολυκατάστημα, δηλαδή) στερώντας από μας, τα παιδιά, τη γοητεία, που ‘χε παλιά το ινδιάνικο καρτέρι μας στον διερχόμενο παγωτατζή, με ακρίβεια διέλευσης ταχυδρομικής άμαξας της ‘‘Wells & Fargo’’.

ΕΠΙΔΡΟΜΗ… ΠΥΡΑΥΛΩΝ!

Και ξαφνικά στα καλοκαίρια της ζωής μας μπήκανε οι πύραυλοι! Παγωτά μέσα σε ένα κώνο βρώσιμης γκοφρέτας, ονομάστηκαν πύραυλοι, γιατί θύμιζαν τις ρουκέτες που μαζικά πλέον είχε αρχίσει να στέλνει ο άνθρωπος στο διάστημα να το εξερευνήσει και να το κατακτήσει. Προς το παρόν οι πύραυλοι ψυγείου-ψυγείου κατέκτησαν τις προτιμήσεις του καταναλωτικού κοινού τόσο για την μεγαλύτερη ποσότητα παγωτού, όσο και για την τραγανιστή γκοφρέτα που τρωγόταν ευχάριστα εν αντιθέσει με το ξυλάκι και το χαρτονένιο κυπελλάκι που δεν τρωγόταν ούτε ευχάριστα, ούτε αλλιώτικα.

Εκτός από τα χωνάκια-πυραύλους του πλανόδιου παγωτατζή που τα διέθετε είτε συσκευασμένα από τη βιομηχανία παραγωγής του, είτε χύμα σε μπάλες διαφόρων γεύσεων, ήρθε να προστεθεί και η παχύρευστη κρέμα ή σοκολάτα παγωτό από μηχάνημα, που έφτιαχνε έναν λαχταριστό αντίστροφο κώνο πάνω στο χωνάκι. Γκραν σουξέ το παγωμένο παχύρευστο γλύκισμα, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’50. Ζαχαροπλαστεία, τυροπιτάδικα, καντίνες και μπαρ σινεμά απέκτησαν απαραιτήτως και από μια τέτοια μηχανή που έβγαζε από μια βρύση κρέμα, κακάο ή ανάμεικτο παγωτό.

Απαθανατίστηκε και στις κινηματογραφικές ταινίες της εποχής. Θυμάμαι μια αστεία σκηνή από την ταινία «Η κυρά μας η μαμή» που η Ξένια Καλογεροπούλου απορροφημένη με το να βλέπει τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ ξεχνάει να κατεβάσει τον διακόπτη και το λιωμένο παγωτό χυνόταν για αρκετή ώρα στο πάτωμα.

Ακόμα και μια… ωδή στο παγωτό χωνάκι εντοπίστηκε στο περιοδικό «Θησαυρός» (τεύχος 1020/ 12-6-1958). ‘‘Ραψωδός’’ του μάλλον ο Γιώργος Θίσβιος.

ΤΗ ΔΡΟΣΙΑ ΤΟΥ ΝΑ ‘ΧΕΙΣ, ΜΑΝΑΡΑ ΜΟΥ!

Μπορεί το γλυκό, όσο δροσερό κι αν είναι να μη ξεδιψάει τελικά, μα αντιθέτως σε κάνει να διψάς μετά περισσότερο. Προσφέρει, όμως, το δίχως άλλο στιγμιαία απόλαυση και αφήνει στο τέλος μια “άλφα”, που λένε, ευχάριστη γεύση. Για αυτό: παγωτό ξυλάκι, παγωτό χωνάκι κι ελκυστικά μισόγυμνα κορίτσια στις παραλίες, χάρη στα κοινά τους προσόντα είχαν πάντα μια συνειρμική συγγένεια στα μυαλά αγοριών τε και αντρών.

Στις πλαζ όπου ετελείτο με θρησκευτική προσήλωση ο θεσμός ‘‘Τα μπάνια του λαού’’ και από την εποχή όπου τα ‘‘μπαιν μιξ’’ κατέστησαν αυτονόητα, ο συνειρμός στα.. ‘‘βρώμικα’’ αντρικά μυαλά απέκτησε τρισδιάστατη υπόσταση.

Οι γελοιογράφοι, δέκτες των κοινωνικών ερεθισμάτων, απεικόνισαν με τον πλέον εναργή τρόπο το υπονοούμενο καταφέρνοντας να συνδυάσουν δυο αντίθετες υποστάσεις: την λάβα που ξεχυνόταν από τις εκρηκτικά καλλίγραμμες μπικινοφορούσες καλλονές των πλαζ, με την παγωμένη γεύση ενός παγωτού.

Τις μπικινοφορούσες καλλονές των ελληνικών κοινωνικών γελοιογραφιών θα τις συναντήσουμε και παρακάτω στο αφιέρωμα. Υπήρξαν τεράστια δεξαμενή θεματολογίας για τους γελοιογράφους και ευχάριστη ανταπόκριση από τους αναγνώστες τους.

http://dinothesaurus.blogspot.gr


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading