Μια φωτογραφία ξετυλίγει το νήμα Ο βρυκόλακας του 1768 στο μικρό χωριό του Υμηττού

Στο μικρό οικισμό, στην ανατολική πλευρά του Υμηττού, οι κάτοικοι είχαν χωθεί από νωρίς στα σπίτια τους, προσπαθώντας να αποφύγουν το κρύο που είχε έρθει πολύ απότομα εκείνο το χρόνο.

Από νωρίς το απόγευμα η μέρα είχε τυλιχτεί στα σκοτάδια και στην κορυφή του βουνού ο ουρανός σκιζόταν από τους κεραυνούς.

Καιρό είχαν να δουν τέτοιο καιρό έλεγαν οι πιο παλαιοί, και όπως έδειχνε θα γινόταν χειρότερος.

Στο μοναδικό “χάνι” του χωρίου που εκτός από ένα είδος σταθμού των ταξιδιωτών και των ζώων τους ήταν και σημείο συγκεντρώσεως των κατοίκων κάθε απόγευμα συζητούσαν τα γεγονότα της ημέρας που βέβαια γι’ αυτούς ήταν οι γεωργικές δουλειές και τα διάφορα προβλήματα, τα οποία αν ήταν πολύ δύσκολα τα έλυναν με την βοήθεια του ιερέα.

Μια ζωή ήρεμη, που τίποτε σχεδόν δεν ήταν διαφορετικό απ’ αυτό της προηγουμένης ημέρας. Έτσι και σήμερα μια ημέρα του 1768 έπιναν το καθιερωμένο τσίπουρο μέχρι που δεν είχαν τίποτε άλλο να πουν ή να πιουν και αποφάσισαν αψηφώντας τον απαίσιο καιρό ν’ αρχίσουν ένας ένας να φεύγουν.

Η όποια ταλαιπωρία βρήκαν στο δρόμο μέσα στην βροχή και στο κρύο, εξαφανίστηκε τελείως με το που κάθε ένας απ’ αυτούς έφτασε στο σπίτι και κλείνοντας την πόρτα πίσω του αντίκρισε και ένοιωσε την γλυκιά θαλπωρή τής φωτιάς στο τζάκι και την ενθαρρυντική μυρωδιά του τραχανά που έβραζε στη φωτιά.

Ο Βασίλης είχε δυο παιδιά που κοιμόντουσαν προ πολλού. Η γυναίκα του και η μητέρα της τον υποδέχθηκαν με ανακούφιση και τον καλωσόρισαν.

Έφαγαν όλοι σιωπηλοί με την συντροφιά του αέρα που σφύριζε και ακουγόταν να δυναμώνει, ο κάθε ένας στις σκέψεις του, κοιτάζοντας τη φωτιά που λες και τους είχε μαγνητίσει.

Δεν ήταν ούτε μια εβδομάδα που ο αδερφός του Βασίλη είχε πεθάνει. Άνθρωπος ανήσυχος και άκαρδος, δεν είχε πολλές συμπάθειες στο χωριό αλλά και ο ίδιος δεν αγαπούσε κανένα.

Έκανε δουλειές του ποδαριού πότε στο ένα χωριό πότε στο άλλο, ένα ψευτοεμπόριο δηλαδή, ίσα-ίσα να βγάζει μερικά λεφτά για να ζει.

Λέγανε ότι είχε πάει πολύ μακριά, μέχρι την Βοιωτία και τη Φθιώτιδα, αλλά πάντοτε γύριζε στο χωριό και έμενε στου αδελφού του το σπίτι, εκτός από τούτη την φορά. Δεν είχε προλάβει δηλαδή, γιατί το επόμενο πρωί τον είχαν βρει εκεί στο σταυροδρόμι λίγο πιο έξω από το χωριό πεθαμένο.

Φαινόταν ότι έπεσε και κτύπησε το κεφάλι του και έμεινε στον τόπο. Υπήρχαν μερικές υποψίες ότι ίσως κάποιος “τον βοήθησε” να αποδημήσει, αλλά παρέμειναν υποψίες. Τον έθαψαν στο μικρό κοιμητήριο και αυτό ήταν.

Κανένας δεν επρόκειτο να τον θυμάται πια, εκτός από τον αδερφό του που τον σκεφτόταν όπως αυτήν την ώρα που κοίταζε τις φλόγες… Λίγο αργότερα, είπαν μερικά πράγματα για τις αυριανές δουλειές καιρού επιτρέποντος και πήγαν όλοι για ύπνο.

Το χαμηλό σπιτάκι, περίπου στο κέντρο του χωριού  το ίδιο για έξι γενιές κρατούσε καλά τον καιρό όλα αυτά τα χρόνια όπως και τούτη την νύχτα, ενώ το τζάκι σκόρπιζε την ζεστασιά στο εσωτερικό. Οι φλόγες σιγά σιγά είχαν χαμηλώσει και τα ξύλα έτριζαν και αγωνιούσαν λες και δεν ήθελαν να πεθάνουν, αλλά κανείς δεν τους έδινε σημασία.

Άλλωστε όλοι πια κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου….

Θα ‘ταν η ώρα λίγο μετά τις 12:00 όταν ακούστηκαν κάποια βήματα έξω από το σπιτάκι.

Αργά και σταθερά, σαν να αψηφούσαν το κρύο και τη βροχή, έφτασαν στην πόρτα. Περισσότερο από ένστικτο παρά από τον θόρυβο των βημάτων, ο Βασίλης και η γυναίκα του ξύπνησαν και ανακάθισαν στο κρεβάτι.

Εκείνη ήταν η στιγμή που ακούστηκαν κτυπήματα στην πόρτα και μετά ακούστηκε κάποιος να φωνάζει το όνομα του Βασίλη. Το ζευγάρι κοιτάχτηκε με έκπληξη και απορία.

Ποιος να ‘ταν τέτοια ώρα; Από το χωριό αποκλείεται να ήταν κανείς, γιατί ό,τι κι αν ήθελε σίγουρα θα μπορούσε να το αφήσει για το επόμενο πρωί, εκτός βέβαια αν ήταν κάτι για θάνατο.

Τότε όμως σίγουρα δεν ήταν ο Βασίλης αυτός που θα μπορούσε να βοηθήσει! Πάλι να ήταν κάποιος ξένος που θα ήθελε καταφύγιο, δεν θα έφτανε στην μέση του χωριού και μετά θα κτυπούσε σε κάποιο σπίτι.

Παρ’ όλες τις ενστικτώδεις αυτές σκέψεις, ο Βασίλης ετοιμάστηκε να ρωτήσει “ποιος είναι” όταν το χέρι της γυναίκας του που τον άδραξε απότομα, τον σταμάτησε. Γύρισε και την κοίταξε. «Μην απαντήσεις σε παρακαλώ», τον ικέτεψε.

Ο Βασίλης έμεινε σιωπηλός σαν κάτι να σκέφτηκε μέχρις ότου τα βήματα άρχισαν να απομακρύνονται και τέλος χάθηκαν. Ο Βασίλης και η γυναίκα του έμειναν ξάγρυπνοι μέχρι το πρωί.

Τόσο ανησύχησαν από το νυχτερινό γεγονός, που δεν μπόρεσαν να κλείσουν μάτι. Το πρωί το χωριό ήταν αναστατωμένο. Όλοι έλεγαν πως την νύχτα κάποιος κτυπούσε την πόρτα τους και φώναζε το όνομα του ιδιοκτήτη.

Κανείς όμως δεν είχε απαντήσει. Βρήκαν ωστόσο περίεργα πράγματα όσο προχωρούσε η ημέρα.

Οι ζωοτροφές στους στάβλους είχαν σκορπιστεί έξω, τα καντήλια από τα εικονοστάσια είχαν χυθεί, ενώ όλα τα ζώα του χωρίου ήταν ανήσυχα, νευρικά και περίεργα.

Όλοι συζητούσαν για τα φαινόμενα της χθεσινής νύχτας στο χάνι το κέντρο της ζωής του χωρίου όταν έφτασαν τα νέα.

Στο διπλανό χωριό, πέντε έξι χιλιόμετρα πιο πέρα είχαν διαδραματιστεί τα ίδια φαινόμενα, και ακόμη χειρότερα.

Είχαν βρεθεί πολλά ζώα πεθαμένα με τις κοιλιές ανοικτές που έλειπαν τα εντόσθια και η καρδιά, τα καντήλια της εκκλησίας είχαν πεταχτεί κάτω και ένα ζευγάρι που έμενε έξω απ’ το χωριό είχε εξαφανιστεί, ενώ το δωμάτιο τους ήταν γεμάτο αίματα.

Οι κάτοικοι του χωρίου όταν έμαθαν τα νέα, άρχισαν να σκέφτονται σοβαρά τι μέτρα θα έπρεπε να λάβουν ώστε να σταματήσει το κακό. Δεν υπήρχε αμφιβολία μάλιστα συμφωνούσε και ο παπάς ότι επρόκειτο για ένα βρικόλακα ο οποίος είχε βαλθεί να καταστρέψει τα πάντα στην περιοχή.

Πρώτα έπρεπε να επιθεωρήσουν τα σπίτια τους. Κάθε τρύπα ή χάλασμα στον τοίχο, στις πόρτες ή στην στέγη έπρεπε να επιδιορθωθεί και να κλειστεί ερμητικά όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν.

Το ίδιοι και οι στάβλοι και όλα τα μέρη που υπήρχαν ζώα. Ευτυχώς η ημέρα που είχε ξημερώσει δεν ήταν σαν την χθεσινή. Ο ουρανός ήταν καθαρός, είχε βέβαια πολύ κρύο αλλά ο ήλιος έλαμπε και στέγνωνε τα πάντα. Άρχισαν οι επισκευές γρήγορα.

Οι χωρικοί σαν μέλισσες σε μελίσσι δούλεψαν μέχρι αργά το απόγευμα. Αυτοί που χρειάστηκαν να κάνουν λίγες επισκευές στα σπίτια τους, έτρεξαν να βοηθήσουν τους άλλους που έπρεπε να κάνουν περισσότερες.

Πάλι ετόνισαν συζητώντας μεταξύ τους ότι αν και αυτό το βράδυ επαναλαμβάνονταν τα ίδια φαινόμενα, αν ο νυχτερινός επισκέπτης τους κτυπούσε την πόρτα και τους φώναζε με το όνομα τους, κανείς δεν θα ‘πρεπε να απαντήσει.

Γιατί ο Βρικόλακας φωνάζει το όνομα του αφέντη του σπιτιού μια μόνο φορά. Αν αυτός του απαντήσει, χάθηκε. Αν μείνει σιωπηλός, τότε ο βρικόλακας φεύγει για να “επισκεφτεί” άλλα σπίτια.

Αν κανείς δεν του απαντήσει απ’ όλο το χωριό, τότε γίνεται έξαλλος. Προσπαθεί να βρει μια τρύπα στον τοίχο ή στην στέγη ή στην πόρτα για να τρυπώσει μέσα σαν αερικό και να σκοτώσει.

Όσο περνούν οι ημέρες γίνεται πιο άγριος και πιο αιμοδιψής. Την πληρώνουν τα ζώα που είναι απροστάτευτα ή την νύχτα οι ταξιδιώτες που δεν έχουν προλάβει να μπουν κάπου και να προφυλαχθούν. Ακόμη και οι εκκλησίες πρέπει να κλειδωθούν και να ασφαλιστούν.

Η οργή του ξεσπάει ακόμη και εκεί. Όλες οι παλιές ιστορίες που τους έλεγαν οι γιαγιάδες και οι παππούδες ξαναερχόντουσαν στο νου όλων.

Κάποιος από το διπλανό χωριό, χθες το βράδυ, όταν άκουσε το βρικόλακα να απομακρύνεται από την πόρτα του, που δεν του απήντησε κανείς, είχε το θάρρος να πάει να δει από το παράθυρο.

Είχε δει ένα πλάσμα που περπατούσε δύσκολα αλλά σταθερά να απομακρύνεται. Ο κορμός του ήταν πρησμένος όπως και τα χέρια του, το δέρμα του φάνταζε πιο μαύρο κι απ’ την νύχτα και κάποια στιγμή που κοντοστάθηκε σαν να ήταν αναποφάσιστος προς τα πού να πάει, ο άνθρωπος είδε το πρόσωπο του.

Μαύρο μ’ ένα στόμα ορθάνοιχτο, τόσο τρομερό που ο φίλος μας τραβήχτηκε γρήγορα μέσα σταυροκοπούμενος.

Οι ιστορίες έλεγαν πως ο βρικόλακας είναι σαν τύμπανο, επειδή το νεκρό σώμα είναι φουσκωμένο και το δέρμα του έχει τεντωθεί και τον έλεγαν τυμπανιαίο ή σαρκωμένο επειδή το νεκρό σώμα είχε αποκτήσει σάρκα είχε δηλαδή φουσκώσει και είχε γίνει πλαδαρό.

Άλλοι πάλι τον έλεγαν ανακαθούμενο, δηλαδή καθόταν όρθιος στον τάφο του και άλλοι πάλι οι περισσότεροι τον ονόμαζαν καταχανά διότι το στόμα του ήταν πάντα ορθάνοιχτο, έχασκε.

Μ’ αυτά τα χαρακτηριστικά περιπλανιόταν στο χωριό ή στα χωράφια τρομοκρατώντας όσους άτυχους βρεθούν στο δρόμο του.

Μερικές φορές, αφού κατορθώσει να μπει στα σπίτια, σπέρνει τον πανικό και δεν είναι λίγοι αυτοί που δεν μπορούν να αρθρώσουν λέξη για καιρό. Όσοι όμως δέχονται την επίθεση του έχουν πραγματικά κατακρεουργηθεί.

Έτσι λοιπόν συζητώντας μεταξύ τους όλη την ημέρα, οι χωρικοί πάγωσαν από τον φόβο τους σκεφτόμενοι ότι οι χθεσινές σκηνές μπορούσαν να επαναληφθούν και αυτό το βράδυ.

Λίγο πριν χωρίσουν πηγαίνοντας στα σπίτια τους, ο παπάς τους είπε ότι μερικές φορές ο βρικόλακας κάνει μόνο μια εμφάνιση και ακολούθως εξαφανίζεται. Στην περίπτωση που και απόψε έκανε την εμφάνιση του, τότε σε συνεννόηση με το άλλο χωριό θα έπαιρναν πιο σοβαρά μέτρα που θα συζητούσαν αύριο.

Η νύχτα έφτασε γρήγορα. Ο ήλιος σκαρφάλωσε την ανατολική πλευρά και γρήγορα χάθηκε από την άλλη πλευρά τη δυτική του Υμηττού, αφήνοντας το χωριό στο κάποιο φως του δειλινού.

Εκείνη την ώρα κανείς πλέον δεν βρισκόταν έξω. Το τζάκι άναψε, το ίδιο και οι λάμπες. Αυτό το βράδυ είχαν ανάγκη περισσότερο το φως.

Τα λαδολύχναρα γέμισαν με λάδι για να κρατήσουν όλη την νύχτα, ενώ το τζάκι συνεχώς τροφοδοτιόταν με ξύλα. Τα παιδιά πήγαν να κοιμηθούν στο ασφαλέστερο σημείο του σπιτιού, ενώ ο κάθε ιδιοκτήτης έφερε κοντά στο κρεβάτι του το όπλο του.

Άλλος ένα τσεκούρι, άλλος ένα σπαθί ή ένα μαχαίρι. Άλλοι πάλι αποφάσισαν να κοιμηθούν δίπλα στα εικονίσματα και άλλοι δίπλα στο τζάκι για να το τροφοδοτούν και να βλέπουν καλύτερα.

Ο παπάς τους είχε δώσει από νωρίς αγιασμό, να βρέξουν τις πόρτες και τα παράθυρα, ενώ όσα οικήματα ή στάβλοι είχαν ζώα κι αυτά ήταν διπλοκλειδωμένα.

Η ησυχία ήταν απόλυτη, το μικρό χωριό ήταν σαν να μην υπήρχε Μετά τις 12, όταν όλοι άρχιζαν να ελπίζουν ότι ο Βρικόλακας είχε χαθεί πλέον, τουλάχιστον από την περιοχή τους, δυνατά κτυπήματα συγκλόνισαν την πόρτα του Βασίλη ενώ το πλάσμα μούγκριζε και φώναξε το όνομα του.

Καμιά απόκριση από το σπιτάκι δεν υπήρξε. Πολλές πέτρες άρχισαν να πέφτουν παντού και λίγο αργότερα τα βήματα ακούστηκαν πάνω στην στέγη!

Η καμινάδα ήταν το μόνο τρωτό σημείο μια που ήταν ανοιχτή, αλλά ήταν τόσο ζεστή που ο βρικόλακας ούτε που την πλησίασε. Ούρλιαζε από το κακό του, πετούσε τα κεραμίδια μέχρι που βαρέθηκε και άρχισε να κτυπά τα άλλα σπίτια και να τραντάζει τα παράθυρα.

Μετά έπαψε να ακούγεται. Τίποτε δεν έδωσε ποτέ τόση χαρά και ανακούφιση στους κατοίκους όσο το πρώτο φως της μέρας. Όλοι ήταν στο πόδι, κανένας όμως δεν βγήκε έξω μέχρι την πρώτη αχτίδα του ηλίου.

Περίπου την ίδια στιγμή ακούστηκε η καμπάνα της εκκλησίας που καλούσε τους ανθρώπους έξω για να μετρήσουν τις καταστροφές και τις τυχούσες απώλειες της νύχτας.

Ο καθένας που ερχόταν έλεγε την δική του ιστορία για τα χθεσινοβραδινά. Τελικά κάποια ζώα βρέθηκαν με ανοιγμένες τις κοιλιές, καταστροφές έγιναν στα σπίτια, στα παράθυρα και στις στέγες, αλλά τίποτε άλλο συνταρακτικό, τουλάχιστον μέχρι την στιγμή που τα νέα ήρθαν από το άλλο χωριό!

Εκεί δυστυχώς, εκτός από τις καταστροφές στα σπίτια και τις απώλειες ορισμένων ζώων, υπήρχε ανθρώπινο θύμα. Ο άτυχος νεκρός ήταν ο ίδιος ο παπάς!

Ποιος ξέρει πώς κατόρθωσε να μπει μέσα στο σπιτάκι του ο βρικόλακας. Ο μισός λαιμός του φτωχικού ιερέα έλειπε και το πρόσωπο του έδειχνε τρομερή αγωνία, τρόμο και πόνο. Το εσωτερικό του σπιτιού ήταν άνω κάτω όλα σχισμένα και σπασμένα, ρούχα, κουβέρτες, πιάτα, καρέκλες τα πάντα.

Ιχνη αίματος παντού και οι τροφές, το νερό, το ψωμί, μαγαρισμένα και πεταμένα καταγής. Έτσι ήταν τα πράγματα εκείνο το πρωί.

Όλοι καταλάβαιναν ότι κάτι έπρεπε να κάνουν εκτός από το να περιμένουν πάλι τη νύχτα προσπαθώντας να αμυνθούν. Έτσι όταν ο Παπάς τους κάλεσε στο χάνι, πήγαν όλοι οι άντρες.

Εκεί ο ιερέας τους εξήγησε ότι δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο, παρά όσο διαρκούσε η ημέρα να ψάξουν να βρουν το βρικόλακα και να κάνουν ό,τι έπρεπε. Θα ‘πρεπε ν’ αρχίσουν από το νεκροταφείο του δικού τους χωριού.

Θα άνοιγαν τους τάφους αυτών που είχαν πεθάνει τελευταία για να διαπιστώσουν αν τα σώματα ήταν όπως τα είχαν θάψει ή είχε αρχίσει πλέον η αποσύνθεση.

Αυτό το πτώμα που θα είχε τα γνωρίσματα των βρικολάκων πρησμένο σώμα, ορθάνοιχτο στόμα, τεντωμένα χέρια  και που δεν είχε ίχνη σήψης, αυτός θα ήταν και ο βρικόλακας.

Βέβαια κανείς δεν ήθελε να πάρει μέρος, άλλοι από φόβο και αηδία και άλλοι από φυσική δειλία και αδυναμία. Τελικά μαζί με τον ιερέα που ήταν οπωσδήποτε απαραίτητος για να πει τα λόγια τα χρειαζούμενα γι’ αυτές τις περιστάσεις, άλλοι έξι χωριανοί το πήραν απόφαση και ετοιμάστηκαν.

Αυτός που θα ‘πρεπε να παίξει τον κύριο ρόλο σ’ αυτή τη μακάβρια ιεροτελεστία έπρεπε να ήταν σαββατογεννημένος, αλλιώς τα πάντα θα έληγαν σε αποτυχία έτσι είπαν οι πιο παλιοί.

Ετοίμασαν δύο κουβάδες με ξύδι, πύρωσαν ένα αιχμηρό σίδερο στην φωτιά και μετά το έφτιαξαν σαν ακόντιο τοποθετώντας το στην άκρη ενός ξύλου, πήραν δύο κασμάδες, ένα φτυάρι και ένα τσεκούρι και ο σιδεράς τους έφτιαξε τέσσερα μεγάλα καρφιά, περίπου 25 εκατοστά το κάθε ένα.

Αφού πήραν και μια κάπα που φορούσαν οι τσοπάνηδες ξεκίνησαν για το κοιμητήριο που ήταν σε ένα λόφο μετά την έξοδο του χωριού.

Η συνοδεία όπως προχωρούσε σιωπηλά με τον παπά να κρατεί τον σταυρό εμπρός και τους άλλους να έχουν τα απαραίτητα εφόδια που προαναφέραμε, έμοιαζε το ίδιο απόκοσμη με την πράξη που ήταν αναγκαία να γίνει και μάλιστα όσο πιο γρήγορα ήταν δυνατόν.

Έφτασαν γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα κοντά στον τάφο του αδερφού τού Βασίλη, που ήταν και ο πιο πρόσφατα πεθαμένος. Ήταν λογικό να αρχίσουν το ψάξιμο απ’ αυτόν.

Άναψαν μια φωτιά εκεί δίπλα και έβαλαν τους κουβάδες με το ξύδι να βράζει, ενώ δύο άλλοι με τους κασμάδες και ένας τρίτος με το φτυάρι άνοιγαν τον λάκκο. Ακολούθως, ο σαββατογεννημένος έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια του με το υπόλοιπο ξύδι.

Μετά πήρε την κάπα και την έστησε ο’ ένα δένδρο απέναντι από τον τάφο, να φαίνεται σαν άνθρωπος. Σε λίγο οι σκαφτιάδες είχαν βγάλει το χώμα και άρχισε να φαίνεται το ξύλινο φέρετρο.

‘Οταν φάνηκε τελείως, το ξέχωσαν και ο σαββατογεννημένος άρχιζε να βγάζει με το τσεκούρι τα καρφιά που ήταν πρόχειρα κλεισμένο το καπάκι. Επικρατούσε σιγή απόλυτη.

Όλοι ήταν μισοτρομαγμένοι, ο παπάς έψελνε και ο σαββατογεννημένος συνέχιζε την προσπάθεια του ανοίγματος. Ξαφνικά ακούστηκαν μουγκρίσματα και ουρλιαχτά!

Ο βρικόλακας μέσα στην κάσα βογκούσε και απειλούσε με ακατονόμαστες βρισιές. Όλοι πάγωσαν!

Η φωνή του παπά “έσπασε” για λίγο, αλλά άρχισε πάλι. Ο σαββατογεννημένος κοίταξε τους υπόλοιπους. Αυτοί παρ’ όλο τον τρόμο, του έγνεψαν ότι ήταν έτοιμοι κι αποφασισμένοι.

Με μία τελευταία προσπάθεια σήκωσε το σκέπασμα και το πέταξε δίπλα. Ο Βρικόλακας ήταν πρησμένος στο σώμα και τα χέρια του ήταν τεντωμένα. Το δέρμα του είχε χρώμα μαύρο και μπλε και ήταν τεντωμένο σαν τύμπανο. Τα μάτια του κόκκινα και ανοιχτά και το στόμα του ορθάνοιχτο.

Μια απαίσια μυρωδιά αναδυόταν. Ήδη έκανε προσπάθεια να σηκωθεί, βγάζοντας κόκκινους αφρούς από το τρομερό του στόμα.

Ένας από τους χωριανούς σήκωσε το “ακόντιο” και με πρωτόγονη δύναμη και φόβο το κατέβασε μπήγοντας το στο κέντρο του στήθους. Δεν το τράβηξε, το κράτησε εκεί καθηλώνοντας ταυτόχρονα το βρικόλακα καρφωμένο κάτω, εμποδίζοντας τον να σηκωθεί.

Ο σαββατογεννημένος ετοίμασε το μαχαίρι του. Εκείνη την στιγμή ο βρικόλακας ρώτησε ποιος τον είχε προδώσει. Οι χωριανοί με μια κίνηση του έδειξαν την κάπα που έμοιαζε με άνθρωπο που έσκυβε πάνω στον τάφο.

Δεν είχαν τελειώσει την κίνηση τους και η κάπα καιγόταν σαν χαρτί. Το μαχαίρι του σαββατογεννημένου τρύπησε την αριστερή πλευρά του στήθους, το άνοιξε και με γρήγορες κινήσεις βρήκε την ανέπαφη καρδιά ενώ ο βρικόλακας ούρλιαζε και την έκοψε.

Γρήγορα την πήρε και την πέταξε στον ένα κουβά που έβραζε το ξύδι, μετά πήρε το ένα καρφί και με την ανάποδη του τσεκουριού άρχισε να το καρφώνει στο λαιμό του πλάσματος.

Ακολούθως τα άλλα καρφιά τα κάρφωσε ένα ένα στην λεκάνη και στους αστραγάλους των ποδιών του βρικόλακα. Πήρε τον άλλο κουβά με το βραστό ξύδι και περιέλουσε όλο το πτώμα.

Πέταξε μετά το ξύδι με την καρδιά μέσα και γρήγορα γρήγορα οι υπόλοιποι έκλεισαν, κάρφωσαν το σκέπασμα στο φέρετρο και το ξανάχωσαν μέσα στη γη. Το τσεκούρι και το μαχαίρι τα πέταξαν μέσα στη φωτιά.

Ο Σαββατογεννημένος πλύθηκε πάλι προσεκτικά με το ξύδι που είχε περισσέψει, στο πρόσωπο και στα χέρια και αφού ο ιερέας ζήτησε συγχώρεση για όλους, έφυγαν το ίδιο σιωπηλοί όπως ήρθαν.

Φαίνεται ότι η ιεροτελεστία ήταν αποτελεσματική, γιατί από τότε ο βρικόλακας δεν ξαναφάνηκε και τα δυο χωριά βρήκαν την προηγουμένη γαλήνη τους.

Διακόσια δέκα τρία χρόνια πέρασαν από εκείνο το θλιβερό απόγευμα. Ήταν το 1981 και εγώ ήμουν απογοητευμένος και κουρασμένος.

Από το πρωί προσπαθούσα να βρω μία σπηλιά στην ανατολική πλευρά του Υμηττού, με άκαρπες προσπάθειες μέχρι το απόγευμα. Έτσι κατά τις τρεις μετά το μεσημέρι άρχισα να κατεβαίνω προς την μεριά του μεγάλου χωρίου που φαινόταν κάτω στην πλαγιά.

Δεν βιαζόμουν, άλλωστε σκεπτόμουν που και πότε έπρεπε να συνεχίσω τις προσπάθειες μου για κείνη την άφαντη σπηλιά. Σε καμιά ώρα έφτανα έξω από το χωριό, εκεί σε μια περιοχή υπερυψωμένη συγκρινόμενη μ’ αυτή που ήταν το κυρίως χωριό όπου είδα ανθρώπους μαζεμένους.

Πήγα κοντά να δω τι “έτρεχε” και μάλλον σ’ ένα οικόπεδο που επρόκειτο να χτιστεί ένα σπίτι οι εργασίες είχαν προσωρινώς διακοπεί γιατί είχαν βρει ένα τάφο.

Εν αναμονή λοιπόν των αρχών, όλοι συζητούσαν για την προέλευση του. Θέλησα και εγώ να δω τον τάφο και πλησίασα περισσότερο. Σκέφτηκα πως θα μπορούσα ίσως να βγάλω και καμιά φωτογραφία πριν έρθουν οι αρχές. Σκέφτηκα επίσης χαμογελώντας, πως αφού δεν βρήκα την σπηλιά, καλό θα ήταν τουλάχιστον να έβγαζα φωτογραφία τον τάφο.

Κάπως, δηλαδή, όπως ο κυνηγός που βγήκε για λαγό και αφού δεν βρήκε κανένα, γυρίζει με το σακίδιο του γεμάτο… χόρτα του βουνού.

Πλησιάζοντας πρόσεξα με μια ματιά ότι ο τάφος δεν ήταν αρχαίος, ήταν άδειος και χωρίς κτερίσματα, μόνο ο σκελετός και τίποτε άλλο.

Πρόλαβα και έβγαλα δυο-τρεις φωτογραφίες την ώρα ακριβώς που μερικοί χωροφυλακές άρχιζαν να απομακρύνουν τον κόσμο ώστε να γίνουν κάποιες παρατηρήσεις στον σκελετό.

Φεύγοντας είπα πως θα παρακολουθούσα για μερικές ημέρες τις εφημερίδες μήπως και μάθαινα περισσότερα για τον τάφο, ποια θα ήταν η τύχη του σκελετού και σε ποιόν ανήκε.

Εις μάτην όμως. Ως συνήθως τίποτε δεν παρουσιάστηκε στις εφημερίδες. Μήνες αργότερα, περνώντας από την ίδια περιοχή και ψάχνοντας για την σπηλιά “μου”, είδα ένα όμορφο σπιτάκι να έχει χτιστεί εκεί ακριβώς που είχε βρεθεί ο τάφος. Τότε ακριβώς θυμήθηκα ότι ούτε καν είχα δει τις φωτογραφίες που είχα βγάλει τότε.

Γυρνώντας σπίτι τις βρήκα και τις κοίταξα για πρώτη φορά στο δυνατό φως της λάμπας. Έμεινα πραγματικά έκπληκτος.

Ο σκελετός στην περιοχή που άλλοτε υπήρχε ο λαιμός ήταν καρφωμένος με ένα υπερμέγεθες καρφί, όπως επίσης άλλα τρία καρφιά εξείχαν καρφωμένα στη λεκάνη και στους αστραγάλους των ποδιών. Δεν μπορούσα να το πιστέψω. Εμπρός μου, δηλαδή στην φωτογραφία, είχα τον καρφωμένο σκελετό ενός βρικόλακα!

Στην μεσαιωνική Ελλάδα οι ιστορίες και οι θρύλοι για βρικόλακες είναι τόσοι, ώστε να μην υπάρχει κανείς από τους λεγόμενους περιηγητές που να μην αναφέρει τουλάχιστον μία ή δύο ιστορίες που συνέβησαν σε κάποιο μέρος της Αττικής ή της Ελλάδας και πολλές περισσότερες στα νησιά μας.

Ο βρικόλακας λοιπόν του ελληνικού μεσαίωνα και των κατοπινών αιώνων είναι ένα πλάσμα άγριο που αφανίζει κοπάδια, απομυζά αίμα από ανθρώπους και ζώα και πνίγει τα μωρά στην κούνια τους.
Βρωμίζει και μαγαρίζει τα πάντα, χρειάζεται η επίσκεψη του ιερέα να αγιάσει και να εξαγνίσει τον τόπο. Στον φόνο των ανθρώπων χαρακτηριστική είναι η κατασπάραξη των σπλάχνων και η μεγάλη προτίμηση στα… συκώτια.
Είναι ένας τρομερός και απαίσιος εγκληματίας, που όμως ελάχιστες φορές απονέμει και δικαιοσύνη, αφού επιτίθεται στους άπληστους και στους εκμεταλλευτές.
Οι σαββατογεννημένοι και οι ευαίσθητοι αυτοί που ο λαός μας ονομάζει αλαφροΐσκιωτους είναι αυτοί που καταλαβαίνουν την παρουσία του ακόμη και πριν να εμφανιστεί.
Αυτοί επίσης είναι εκείνοι που μαζί με τον ιερέα θα δώσουν τις οδηγίες της “αμύνης” του τόπου, του χωριού ή του σπιτιού. Προσοχή εδώ δίνεται μεγάλη στο κλείσιμο όλων των ρωγμών στους τοίχους, τις πόρτες και στις στέγες των σπιτιών.
Το “δέσιμο” του βρικόλακα γίνεται με την μεταφορά της κάσας του σε ένα μέρος που χωρίζεται απ’ το χωριό μ’ ένα ποτάμι, ρυάκι ή μεγάλο αυλάκι με νερό. Το νερό είναι κάτι που ο βρικόλακας δεν μπορεί να περάσει.
Πολλά ξερονήσια γύρω από την Αττική είναι τόποι που φιλοξενούσαν τους τάφους τέτοιων πλασμάτων και ακόμη και σήμερα δεν πηγαίνει κανείς.
Η οριστική λύση βεβαίως το κάψιμο δηλαδή του πτώματος αφού πρώτα είχε αφαιρεθεί η καρδιά και κομματιαστεί ήταν αποτελεσματική αλλά η αποτέφρωση έβρισκε εμπόδιο την εκκλησία που την απαγορεύει αυστηρά κατά το ορθόδοξο δόγμα, και αργότερα απαγορευόταν από τους Τούρκους επίσης.
Δεν είναι λίγες όμως οι περιπτώσεις που αναφέρονται στο κάψιμο του πτώματος του Βρικόλακα παρουσία ιερέα.
Έτσι λοιπόν έμεινε μόνο ένας ασφαλής τρόπος εξουδετέρωσης του βρικόλακα που δεν θα εύρισκε εμπόδιο την εκκλησία ή τις αρχές.
Αυτός ο τρόπος ήταν το κάρφωμα του πτώματος με μεγάλα καρφιά που θα τον κρατούσαν στον τάφο του για πάντα, αφού βέβαια η καρδιά είχε αποσχισθεί και υποστεί τη διαδικασία που αναφέραμε πιο πάνω.
Το πλήθος των ονομάτων των βρικολάκων, όπως βαρβάλακας, βουλκούλακας, καταχανάς, λάμπασμα, φάντακας, ανακαθούμενος, σαρκωμένος, κατσίκας, κ.λ.π., που αναφέρονται από τους περιηγητές και τους πολλούς λαογράφους μας (Ν. Πολίτης, Καμπούρογλου κ.ά.), ακόμη και από παλαιούς ιστορικούς, δείχνει πόσο συχνές ήταν οι περιπτώσεις και πόσο συζητιόνταν αυτές οι ιστορίες στις μικρές κοινωνίες των χωριών της Αττικής.
Απόσπασμα από το βιβλίο του Ιωάννη Γιαννόπουλου. Μυστική Αθήνα και Αττική, κεφάλαιο 184.

Εκδόσεις Έσοπτρον.


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading