«Ας γράψουμε σήμερα και μερικά πράγματα για τα λαϊκά τραγούδια που λανσάρονται από τα εξοχικά κέντρα και που μερικά από αυτά γίνονται αληθινό βάσανο των ώτων μας με τις πλάκες του γραμμοφώνου.
Ολίγοι ίσως θα ξέρουν ότι εκτός από τους αμανέδες που ουσιαστικώς δεν είνε τραγούδι αλλά ένα είδος ηχητικής ταινίας που βγαίνει από τον λάρυγγα του τραγουδιστή κατά βούλησιν, τα άλλα τραγούδια διαιρούνται εις κατηγορίας και είδη αναλόγως του ρυθμού και της εννοίας που έχει η μουσική των.
Έτσι οι μύσται της λαϊκής μουσικής διακρίνουν τα τραγούδια τους εις ζεϊμπέκικα, αράπικα, μόρτικα, κλέφτικα, ρεμπέτικα, Πολίτικα, Σμυρνιώτικα και τα τοιαύτα. Καθένα απ’ αυτά έχει και ιδιαίτερο μουσικό τόνο και χρόνο τον οποίο μονάχα ένας καλός μουσικός του είδους αυτού μπορεί να παίξη.
Αλλά για να πάρετε μια ιδέα ας ίδωμε μερικά από τα τραγούδια αυτά με τα οποία διασκεδάζει, μελαγχολεί, ενθουσιάζεται και μερακλώνεται η λαϊκή μάζα:
Βάσις και εδώ είνε ο έρως. Ο έρως του χασάπη, του σωφέρ, του μάγκα, του ψαρά και όλων των ανθρώπων της λαϊκής τάξεως. Κάποτε μαζύ με τον έρωτα συνδυάζεται και το εμπορικόν πνεύμα αναλόγως του κύκλου και του κέντρου όπου παίζει η ορχήστρα. Και τότε γράφεται το «Κουκλί της Κοκκινιάς» δια να κολακευθούν οι μερακλήδες και το θηλυκόνακροατήριον της Κοκκινιάς ή η «Αγιοθοδωρίτισσα» δια να υμνηθή η ωμορφιά των κοριτσιών του Καλαμακίου της Κορίνθου που έχουν την γλύκα και την νοστιμάδα της Κορινθιακής σουλτανίνας.
Και επειδή στον έρωτα παρατηρούνται όλα τα είδη των μεταπτώσεων, και ιδίως η απιστία, ο τραγουδιστής εις μίαν στιγμήν μελαγχολίας ερμηνεύει τον πόνον των απογοητευμένων ως εξής:
Μπαμπέσικα τα μάτια σου
Μπαμπέσα κι’ η καρδιά σου
Μπαμπέσικα με κοίμιζες
Μέσα στην αγκαλιά σου.
Εννοείτε ότι το ακροατήριον έχει ανάγκην να ξεχάση ολίγον. Και τότε η ορχήστρα θέτει εις ενέργειαν την μουσικήνανεκδοτολογίαν.
Κάτω στα λεμονάδικα
Έγινε φασαρία
Δυό λαχανάδες πιάσανε
Και κάναν την κυρία.
Πρόκειται περί δύο πορτοφολάδων, οι οποίοι συλληφθέντες επ’ αυτοφόρω έκαμαν την πάπια δι’ ο και εξακολουθεί το ανέκδοτον:
Τα σίδερα τους φόρεσαν
Και στη στενή τους πάνε
Κι’ αν δεν βρεθούν τα λάχανα (τα πορτοφόλια δηλαδή)
Το ξύλο που θα φάνε.
Το ανέκδοτον δεν μας πληροφορεί αν βρέθηκαν τα λάχανα. Πάντως όμως εις το πάλκο προβάλλει αιφνιδίως η Σιρανούς, η περίφημη χορεύτρια και με ένα τσιφτετέλλι ή με ένα αράπικο επαναφέρει τους πελάτας εις την σφαίραν της ονειροπολήσεως. Κι’ αν κανένας εύφλεκτος πελάτης θελήση να της κλείση το μάτι, η Σιρανούς σαν έξυπνο κορίτσι που είνεκελαϊδεί εις ήχονμάγκικον:
Μ’ εμένανε βρε μάγκα όταν θες
Έρωτα για να κάνης
Πρέπει να το σκεφθής καλά
Μ’ εμένα τι θα κάνης.
Και πριν ο εμβρόντητος πελάτης συνέλθη από τον αιφνιδιασμόν λαμβάνει και την εξήγησιν:
Γιατί μαι κόρη έξυπνη
Από το Κολωνάκι
Και δεν χαρίζω κάστανα
Μη θες μ’ εμέ μεράκι.
Υποθέτω οι αναγνώσται έλαβαν μιάν ιδέαν των λαϊκών τραγουδιών. Τώρα αν θέλουν να ακούσουν και άλλα δεν έχουν παρά να τραβήξουν κατά την Κοκκινιά ή σε κανένα εξοχικό κέντρο όπου τραγουδούν ο Καρύπης, η Ρόζα ή ο Νταλγκάς».
(«Αθηναϊκή», 1935)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε κι άλλες ιστορίες για την Παλιά Αθήνα στην ιστοσελίδα www.paliaathina.com
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.