Να πώς έφερα τα μπουζούκια στην σημερινή δόξα προ 35ετίας απ τα καταγώγια του Πειραιώς. Νίκος Μάθεσης, Απομνημονεύματα* (Ιανουάριος 1969)…
… παρ όλο που μου άρεσαν τα γράματα και η ζωγραφηκή ο Πατέρας μου με έβγαλεν απ το σχολείον και με πήρε μαζή του στην Αγορά λέγωντας μου, εδώ είνε το ψωμί οι Ζωγράφοι πηνάνε!
Ναι, εν μέρει είχε δίκιο διότι και τώρα τα ίδια συνβένουν με τους Ζωγράφους μετά τον θάνατον μιανού Καλού Ζωγράφου τα έργα του που έχουν πολλυθή αντής πινακίου φακής Κωστήζουν ολόκληρες περιουσίες, παρ όλα αυτά ακώμη και τώρα όπωτε ευκερώ καταπιάνωμε με την ζωγραφικήν και τα σκίτσα, είνε το χόμπι μου η Αγάπη μου παρ όλα όπου απ το σχολειόν και με αγάπη προς την ζωγραφικήν εβρέθηκα στην ψαραγοράν!!!
Το -1922- μέσα σε μια βαβιλωνία κακοπιών, που το λόγω είχε το δίκοπο μαχαίρι για ψύλλου πήδημα, χασάπιδες, μανάβιδες, ψαρράδες, Βαρκάριδες, αμαξάδες, χασισοπότες και Νταήδες.
Ονοιρευώμουνα Παράδεισον και βρέθηκα στην Κόλαση: μέσα στο Βούρκο της Αγοράς της τότε βέβαια! Απ το 1929 άρχησα να βγάζω Τραγούδια σε δίσκους με δικούς μου Στοίχους, είμουν Τότε 22 ετών.
Με Μουσικοσυνθέτας της Τότε εποχής, τότε είκμαζαν οι Σμυρνοί Πρόσφυγγες του 1922, επίσης κι’ οι Τραγουδιστέ. Συνθέτε τότε ήσαν Π. Ντούντας Λορέντζος, Ογδοντάκης Φυστιξής Σαλονικός κλπ. επίσης Τραγουδιστέ Στελακάκης, Αραπάκης Καρίπης Νούρος Περδικόπουλος κλπ. Επίσης και δύο Γυναίκες …
… η ρόζα και η Ρίτα, δύο μόνον, διότι σήμερα υπάρχουν εκατοντάδες Τραγουδίστριες ασκέτως εάν πολλές απ αυτές Όταν τραγουδούν Νομίζη κανείς ότι κλένε προσφυλές τους πρόσοπα! Και όμως αι φωτογραφίες των είνε ανιρτιμένες στα καταστήματα πωλίσεων δίσκον, αυτό εισχίη και για πολλούς Τραγουδιστάς αλλά τα Τραγούδια τους μένουν στης δισκοθήκες των καταστημάτων Αζήτιτες! Διότι ένας που ανίγη ένα Κέντρο Διασκεδάσεων παίρνει Μπουζούκια της Κακιάς ώρας!
Εις Γνώσιν του, και τα διαφημήζη στης Εφημερίδες και στο Ραδιοφωνηκόν Σταθμόν, και ψεφτοκάνη την δουλειά του με πολύ λίγα Έξοδα, και έτσι είνε και οι μπουζουξίδες, πολύ, εικανωποιημένη αφού με την διαφίνησην αναγνωρίζωνται ως φιμισμένοι μπουζούκια!
Τη Γνωρίζουν οι γλεντζέδες; Διλαδί τι ξέρει <ο Βλάχος από χταπόδι Κρασάτο> που λέει μια παριμία, αφoύ είναι βουνίσως; Μετά βρίσκουνε Στοίχους βάζουνε και κλεμένες μουσικές κομάτια κομάτια από διάφορες παλλιές μουσικές άλλων Συνθετών, ακούνε και ξένη μουσική απ το Ράδιο κι’ έτσι τα ανακατόνουν και κάνουν μιά ρωσική Σαλάτα! Και την Σερβίρουνε στης Νέες Εταιρίες που έχουνε ιδριθή ως Νέοι Μουσικοσυνθέτε με μεγάλην πύραν!!!
Δυστυχώς αυτήν την δουλιά την κάνουν και Παλιοί Μουσικοσυνθέτες, αναγνωρισμένου Κύρους της Παλιάς Κλάσεως και Νομίζω ότι αυτό δεν τους Τιμά καθόλου! […]
Τον Μάρκο Βαμβακάρη είχα γνωρίση στον Άγιο Διονίση στα Καταγώγεια, Όταν μας έτρωγαν τα λεπτά ψαράδες μάγγες, διλαδί έπερναν τα ψάργια και δεν ερχόντουσαν να τα πληρώσουν και εμάθενα που συγνάζουν τους αναζητούσα διότι από το 1922 μέχρι το 1930 είχα γίνη και εγώ παιδί της Αγοράς! Διλαδί δεν σήκωνα λόγια! Γιατί όπιος κυμιθή με Στραβό, το πρωί αλλυθωρίζη όπως λέει η παριμία, και δεν σύκωνα καμουτσά!
Κατά το 1933 άρχησε να με παρακαλάη να τον πάω να βγάλη ένα δίσκο κι ας πεθάνη μου έλεγεν ο Μάρκος ήταν το επάγγελμα σφχάχτης στα Σφαγεία του Πειραιώς στην Δραπετσόνα, και παρ όλο που είχε δύο μέτρα μπώη και χασάπης, ήταν πράος ήσυχος το μεράκι του ήταν το μπουζούκι, και όπωτε με έβρισκε και όπου με συναντούσε το ίδιο τροπάριο μου έψελνε παρεκλιτικός. Μετά άρχησε να βάζη και διάφορους φίλους μου να με περικαλούν γιαυτόν Όχι μόνο Μάγγες αλλά και Νοικοκυραίους της Αγοράς και προπαντός χασάπηδες θυμούμε τον Ντίνο […] έπεζε κι αυτός μπουζούκι της φυλακής διότι είχε σκωτόση δύο, Νταήδες, και Όλο μου έλεγε, δεν μου κάνεις και μένα το χατρίρι να τον πας να βγάλη μια πλάκα, νακούσουμε καμιά δυπλοπενιά από μπουζούκι, Όλο τα Τοιφτετέλια θα ακούμε, Σμυρνοί ήμαστε ρε Νικολί;
Αυτά που Βγάζω εγώ Ντίνο είνε όλα Ρεμπέτικα του είπα, ναι αλλά ρεμπέτικα και Σμυρναίηκα μουσική δεν μπάη, το μόρτικο Τραγούδι θέλει μπουζούκι να είνε αδελφάκια. Θα προσπαθήσω γιατί όλοι αυτοί είνε Γέροι, και τους έχει Βαρεθή ο κόσμος απ το 1922 νακούη τα ίδια και τα ίδια Ήτανε αγαπητός έπεζε δε καλό μπουζούκι επιζαν κι άλλοι αλλά σε άλλες συνηκίες και σε άλλα καταγόγια.
Ο Μάρκος εσύχναζε στου Καραϊσκάκη και προπαντός στον Άγιο Διονίση που ειπήρχαν τρεία τέσερα καταγώγεια και εδούλεβαν καλά, διότι ήταν κοντά τα Βούρλα τα απέρναντα μαντρωμένα χαμετιπεία, όπου τώρα είνε οι <φυλαδές των Βούρλων> Ταχτυκά ο μάρκος εκεί εβρίσκετο διότι καταγώγειο με δύχως πενιά είνε σαν χοργιάτικος Γάμος με δύχως Όργανα, αλλά από καταγόγιο είνε το αντίθετο. Όταν πέζη ο Μπουζουής το ταξίμι του, κανείς δε μιλάη λες και γύνετε Ιεροτελεσία σε Ναό του Βούδα. Στα Κατγώγεια σύχαναζαν όλο μάγγες, κλέφτες, διαρίχτες, πορτοφολάδες, χασισοπώτες, ήσυχοι που τους αρέση να μπερδέβωντε κι αυτοί με τον υπόκοσμο, μόνο Ομοφιλόφιλοι δεν έμπνεαν μέσα, απαγορευότανε αυστιρώς και διά Καρπαζάς…
Το χασίς καταπραήνη τα Νεύρα, αλλά όπως λέει η επιστήμη φέρνει τον αργώ Θάνατο, γιαυτό απαγορεύετε, δι αυσττιρού Νόμου απ όλα τα Κράτη.
Όσω για φασαρίες στους Ντεκέδες είνε άγνωστο έστω και να πάη ένας μπελαλής μεθυσμένος μόλις πιεί, τον αργιλέ παραδίνετε αμέσως στην Νάρκη!
Κι αφού μεθυσμένος έκανε φασαρία τώρα θέλει εισιχύα…
Οι ντεκέδες είσαν κρυφοί και κλειστή η Πόρτα. Έμπενες και χτυπούσες συνθηματικά αν και ο Ντεκεντζής σε έβλεπε από κάπια τρύπα της πόρτας. Είπαμε άλλο καταγώγειο και άλλο «Ντεκές» το καταγώγειο είνε απόκεντρο και έχει ανυχτά την πόρτα διότι έχει άδεια Καφενείου… στα Καταγώγεια είπηρχαν μόνο τσιγαριλίκια <τσιγάρα γεμισμένα με χασίς>
Μια ημέρα που είχαμε φωνολιψία και έβγαζα ένα τραγούδι μου, και η φωνολιψίες γυνώντουσαν στο Παλεόν Κατάστημα Λαμπροπούλου αιόλου Γωνεία και η Οδός που έρχετε απ το χρηματηστήριο, απέναντη στου Δραγώνα, στο διάλιμα εμίλισα με τον κ. Μάτσα και του είπα Ότι έχω έναν χασάπην φίλο και πεζη τέτιο μπουζούκι που μου λέει ότι θα Πεθάνη φυματικώς εάν δεν ακούση σε δίσκο να κελαϊδίση το μπουζούκι του.
Μπορίτε να κάνετε μια δοκιμόι στην Τύχη δεν ξέρετε τι μπορή να γύνη, στον Πειραιά δεν υπάρχη καφενείο συνικηακό που να μην κρέμοντε δυό τρία μπουζούκια, όλοι οι Πειραιώτες κύριε Μάτσα είνε μάγγες και μπουζουξίδες αλλά αυτός είνε ο Άσσος Πασίγνωστος! Πώς λέγετε μου είπε ο Μάτσας, Μάρκος του είπα, δεν ήξερα το επίθετόν του, μετά που τον έκανα διάσιμο το έμαθα Μάρκος Βαμβακάρης φραγγοσυργιανός, φέρτον μου είπε να δούμε τι θα βγή…
Ήταν και πολλύ Τυχερός, μόλις ετεληώσαμε την φωνολυψία εφήγαμε και επίγαμε όλο στο καφενείον της Οδού Αθηνάς <Μικρά Ασία> Όπου ειπάρχη και σήμερον εκεί συχνάζουν οι οργανοπάχτε και τώρα ακώμη, Όχι οι Μπουζουξίδες.
Αφού εχορίσαμε και ήμουν έτοιμος να γύγω μπήκε μέσα ο Ντούντας, δεν είχαμε ούτε καλημέρα μαζή απλός ο ένας ήξερε τον άλλον, και με χαιρέτησε λέγωντας πως δεν έτυχεν να συνεργαστόμεν μαζή διότι με όλους είχα συνεργασθή στην συζητίσην εθημίθηκα τον μάρκον, και του εξίγησα τη είπα στον κύριο Μάτσα.
Και του είπα μπορή να βάλη τη Μουσική αυτός και τα λόγια εγώ και να ανοίξουμε Νέο δρόμο βέβαια αν πιάση ο Π΄ρωτος δίσκος του, Σύνφωνοι και μου είπε και έβγαλε ένα επισκεπτίριο του και του έγραψε.
Φίλε μάρκο Όπως μου είπε ο φίλος μου Ν. Μάθεσης είμαστε εντάξη να συνεργαστούμε και οι Τρεις. Όπως διποτε θα το έχει Για κυμίλιο Ακόμη-
Κατέβηκα χαρούμενος διότι και θα τον πήγενα για δσίκσο να βγάλη, όπως εσηζήτησα με τον Μάτσα και συνεργασία θα κάναμε με τον Ντούντα και εντάξη θα είμουνα με τον Πειραία διλαδί.
Όλους που ξέρανε την υπόθεσην του Μάρκου μόλις κατέβηκα πήρα ένα ταξί και θυμάμε σαν τώρα, τον φίλον μου Τάσον Γκούμα και με πήγε στον Άγιο Διονίση εβρήκα τον Μάρκο να κάθετε στον Γιάννη Π. απ έξω στο τραπέζη Μόνος του, μόλις με είδε μου λέει γιάσου Νικολί το δε καφενείο άδειο εκάθησα και ειπα στον Σοφέρ φίλον μου να κάτση παρέα διλαδί ο Πρώτος μάρτης που θα το διέδιδε σε όλους τους Μάγγες γιατί κι αυτός μάγγας ήταν και το αυτοκίνιτο δικό του.
Αφού αρχήσαμε τα ούζα του είπα για τον μάτσα με κίταξε με γουρλομένα μάτια, εντάξι μου λέει: να χαρίς τον Δημηράκι, για τον αδελφόν μου.
Ναι του είπα, μετά τον Ρώτησα αν ξέρει γράματα, λύγα μου είπε και του έδωσα την κάρτα του Ντούντα φύνα Νικολί εντάξι! Του λέω Μάρκο απόψε θέλω να χορτάσω πενιές, έγινε μου λέει πήραμε ένα μπουζούκι μπίκαμε στο αυτοκίνιτο και γυρίσαμε Όλα τα στέκια μας χορίσαμε αφού τον πήγα εκεί που τον βρήκα και αφήσαμε το μπουζούκι, και πήγα από σπήτη μου. […]
Ήτανε το πρώτο του τραγούδι (Έπρεπε ναρχόσουνα μάγγα μες τον Ντεκέ μας) Εκηκλοφόρισε ο δίκος και έκανε Σουξέ, αλλά Μάρκος Πουθενά! […]
και εκεί εγύρισε, τα μούτρα του αλλού! Έγηνα (σκύλος) και με το δήκιο μου, Όλα μου ήλθαν στο μυαλό μου σαν Κηνιματογραφικήν τενία! Τα περικάλια του, τους ανθρώπους που έβαζε πώς εμίλησα για εκείνον, και λυπά. Άρχησα να βρήζω όπιον Συναντούσα φιλόν μου και γνωστόν μου, που μου είχαν πη για τον Μάρκο, διαλδί να τον πήγενα για να βγάλει ένα δίσκο. […]
Μετά απ’ τον Μάρκον αφού άνιξα τον δρόμον για το μπουζούκι έβγαλε κι’ ο Μπάτης 2 Τραγούδια.
Μετά ακούγωντας ο Τσιτσάνης στα Τρίκαλα δίσκους με μπουζούκι πήρε το μπουζούκι του και ήλθε στην Αθήνα, ο δρόμος ήταν ανυχτός κανένα εμπόδιο δεν ειπήρχε, κατευθηά στου Λαμπρόπουλου στο Γραφεί του επιτρετραμένου κυρίου Μηλιόπουλου. Χαίρετε, Πέζω μπουζούκι και θέλω να βγάλω ένα δίσκο έχω Έτοιμα δυό τραγούδια- ωραία πως λέγεσε Τάδε άστα τραγούδια εδώ και έλα αύριο, την Άλλην ημέρα ήταν και ο Τραγουδιστής που θα τραγουδούσε τα Τραγούδια με δύο δοκιμές εντάξι μπρος Για φωνολιψία. […]
– Κύριοι αναγνώσται Όσους συμπεριλαμβάνω μέσα, ζουν όλοι, και αυτό διά εμένα έχει μεγάλη σημασία διότι άλλο να γράφεις για Νεκρούς, και άλλο για ανθρώπους που ζούνε και τους σιναναστρέφεσε. […]
Ο Πειραιάς τότε ήταν μικρός και το μαγγιλίκι της Μόδας!
Μάγγες, Σαχλαρόμαγγες, και Σκυλόμαγγες, υπήρχαν, οι Μάγγες και οι Σκυλόμαγγες δεν είχαν Ωρόσιμα, όλος ο Πειραιάς ήtαν δηκός τους, ήταν ανεγνωρισμένοι ανεξάρτητων Συνηκιών, τους εθαύμαζαν και εδίλοναν επί τη εμφανίση τους, υποταγή οι φυγουραντζήδες της Συνηκίας οι Σαχλαρόμαγγες.
Τέτιους Σκυλόμαγγες θα μπορούσα να ονομάσω πολλούς αλλά θα κάνω ιεροσιλία στην Μνήμυν τους, και δεν μου το επιτρέπει ο Άγραφος Νόμος… αυτοί ως επιτόπλοίστον είχαν καφενεία και μέσα κρυφά Λέσχες (Ζάργια) με τσιλιαδόρους διατί η Αστυνομία δεν αστυεβώταν ούτε ελάβενεν υπόψει τους Νταήδες, οι Ντεκετζίδες ήταν μάγγες αλλά όχι Νταϊδες δεν ήταν Σκυλόμανκες ποτέ, ένας Σκυλόμαγκας που είχε κάνει χρόνια φυλακή δεν έκανε αυτή τη δουλειά να γεμίση τον λουλά να τον ανάψη και να τον δώσει σε αυτόν που τον παρίγγηλε σε ένα μαγκάκι που θέλει να βγη κι’ αυτός κάτι, να του κάνη τον υπηρέτη, πιος! Αυτός που είχε κρεμάση την κάπα του στην φυλάκη!
Λέγωντας την κάπα του στην φυλακή σημένη ότι σε λύγο θα ξαναπήγενε να την βρη και ήταν περιτώ να την πάρη μαζή του. Γι’ αυτό έλεγαν αυτός έχει κρεμάση την κάπατου και προσεχέτον αν δεν τον ξέρης είνε ο Τάδες,
Όλα αυτά που γράφω είνε συνδεδεμένα με το μπουζούκι και την τότε καταγωγή του με την κρεμαστή μαύρη φούντα ενώ τώρα μπωρή να πη κανείς ότι φωράει παπιγιόν και απ το Ντεκέ ανίκη στο Κολονάκι.
Να από πού ξεκίνισε το μπουζούκι και που έφτασε σήμερα. Διλαδί γράφω το Γενεολογηκόν του Δέντρο, άνεφ φώβου και πάθους.
Γιατί μπωρή και να το έχει ξεχάση το ίδιο το μπουζούκι και να Νομίζη ότι κατέγετε απ το Κολονάκι και του λέω ότι αυτά που ράφωντε τα γράφη ο πατέρας του ο οπίος ζη ακώμα και του υπενθυμίζω πώ το έφερα στην σημερινή του δώξα και ας με έχει εγγαταλίψη αυτό, και δεν θέλει να με γνωρίζη για πατέρα του,
Μύπος λύγα παιδιά πλύτιναν και δεν θέλουν να αναγνωρίσουν τον Φτωχόν Πατέρα τους; Αχ! Ως πότε μπουζούκι μου θα με έχεις αφανή; […]
Παρέληψα να γράψω ότι παρ όλα που παραπονούμε πώς έχω μίνη αφανής, στο Κυνών, εξών απ τους Μπουζουξίδες που με ξέρουν και ας μιν με γνωρίζουν προσοπηκώς, πολύ, έχω μπη σε σαλόνια εν στενώ κύκλο, κατώπιν συστάσεων Γνωστών μου, έχω διασκεδάση με εφοπλοιστάς και Καπετανέους, και πολύ έχουν έλθη στο φτωχυκόν μου με της κυρίες τους, να με γνωρίσουν και έμιναν ευχαριστημένοι, δια το χιούμορ μου!
Επίσης προσφάτος κάιος φίλος μου Σκινοθέτης μου επρότηνεν να με ενφανίση σε έργον του, λέγωντας ο Κομφερασιέ στους θαμόνας της Σάλας που θα παρουσίαζεν η Τενία, πιος είμε και μετά θα λαβένανε θέσι τα μπουζούκια.
Αυτό είνε ειπώ μελέτη»
Ν.Γ. Mάθεσης
Σοφοκλέους 114
Πειραιάς
*Αποσπάσματα από το βιβλίο: Ρεμπέτικα Τραγούδια, του Ηλία Πετρόπουλου, με εικονογράφηση του Αλέκου Φασιανού, Εκδόσεις Κέδρος, 2009. Τα Απομνημονεύματα του μακαρίτη Νίκου Μάθεση (Τρελλάκιας) είναι γραμμένα με το χέρι του σε ένα χαρτόδετο τετράδιο, διαστάσεων 34,5Χ22 εκ. που βρίσκεται στην Γεννάδειο Βιβλιοθήκη. Το τετράδιον έχει 32 σελίδες, αλλά το κείμενο καταλαμβάνει μόνο τις 16 πρώτες σελίδες.
Σημείωση1 για το κείμενο:
Το συγκεκριμένο βιβλίο είναι τυπωμένο με πολυτονικό σύστημα, οπότε δεν ήταν δυνατόν να αποτυπωθούν οι δασείες, οι περισπωμένες κλπ.
Σημείωση2 για το βίντεο**:
[“Πέντε μάγκες στον Περαία”, Τεκετζίδικο τραγούδι αγνώστου. Κατεγράφη στην φυλακή”: Ηλίας Πετρόπουλος, “Ρεμπέτικα τραγούδια”]
**Ο Γιοβάν (Ιωάννης) Εϊτζηρίδης ήταν Μικρασιατικής καταγωγής. Μετά το τέλος της Μικρασιατικής εκστρατείας, ο Τσαούς εγκαταστάθηκε στον Πειραιά όπου εργάστηκε ως ράφτης. Δεν ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη μουσική. Έπαιζε και έγραφε για το κέφι του αλλά δεν τραγουδούσε επαγγελματικά. Πέθανε το 1942 από δηλητηρίαση (λέγεται ότι κατανάλωσαν με τη σύζυγό του ακατάλληλη τροφή λόγω της πείνας στη Γερμανική Κατοχή).
Στο βιβλίο “Ρεμπέτικη Ιστορία 1-Περπινιάδης, Γενίτσαρης, Μάθεσης, Λελάκης (ο στιχουργός)” του Κ.Χατζηδουλή, (εκδόσεις Νεφέλη, 1978), στη σελ. 15 διηγείται ο Στελλάκης Περπινιάδης: “…O Γιοβάν Τσαούς ήξερε όλους τους δρόμους. Τους δρόμους όλους τους ξέρουν μόνο αυτοί που παίζουν κανονάκι, γι αυτό και ο Τσαούς είχε στο μπουζούκι του ταστιέρα από κανονάκι. Όποιος έπιασε αυτό το μπουζούκι για να παίξει, το παράτησε αμέσως.
Κανείς δεν μπορούσε να παίξει. Μια φορά το πήρε στα χέρια του ο Μάρκος ο Βαμβακάρης, αλλά γρήγορα το παράτησε. Αλλά τι να παίξει ο Μάρκος από το μπουζούκι του Γιοβάν Τσαούς που ήταν αλλόκοτο;” Η συμβολή του Γιοβάν Τσαούς στη δημιουργία και εξέλιξη του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού είναι μεγάλη. Άνοιξε νέους δρόμους, μετέδωσε γνώσεις και επηρέασε μουσικούς, συνθέτες και δημιουργούς της εποχής του.]