Η Θεσσαλονίκη διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στην ιστορία των Χριστιανών του πρώτου αιώνα, ιδίως στη διακονία του Παύλου, του Χριστιανού αποστόλου των εθνών.—ΠΡΑΞΕΙΣ 9:15· ΡΩΜΑΙΟΥΣ 11:13.
ΠΕΡΙΠΟΥ το 50 Κ.Χ., ο Παύλος και ο συνταξιδιώτης του ο Σίλας πήγαν στη Θεσσαλονίκη. Βρίσκονταν στο δεύτερο ιεραποστολικό ταξίδι του Παύλου, κατά το οποίο είχαν για πρώτη φορά την ευκαιρία να μεταδώσουν τα καλά νέα σχετικά με τον Χριστό στη σημερινή Ευρώπη.
Φτάνοντας εκεί, ασφαλώς είχαν ακόμη νωπές τις μνήμες από τον ξυλοδαρμό και τη φυλάκισή τους στους Φιλίππους, την εξέχουσα πόλη της Μακεδονίας. Μάλιστα, ο Παύλος είπε μετέπειτα στους Θεσσαλονικείς πως, όταν τους επισκέφτηκε, κήρυξε «τα καλά νέα του Θεού με μεγάλο αγώνα». (1 Θεσσαλονικείς 2:1, 2) Τι συνέβη, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη; Τι αποτελέσματα είχε η διακονία σε αυτή την πόλη; Ήταν παραγωγική; Πρώτα, ας ρίξουμε μια ματιά στην αρχαία ιστορία της πόλης.
Πόλη με Θυελλώδες Παρελθόν
Ακόμη και η ονομασία Θεσσαλονίκη, από τα συνθετικά «Θεσσαλοί» και «νίκη», παραπέμπει σε αγώνα και μάχη. Είναι γενικά παραδεκτό ότι το 352 Π.Κ.Χ., ο Μακεδόνας Βασιλιάς Φίλιππος Β΄, πατέρας του Μεγάλου Αλεξάνδρου, κατατρόπωσε στη Θεσσαλία μια φυλή της κεντρικής Ελλάδας. Λέγεται ότι, σε ανάμνηση εκείνης της νίκης, ονόμασε κάποια κόρη του Θεσσαλονίκη. Αυτή παντρεύτηκε αργότερα τον Κάσσανδρο, έναν επίγονο του αδελφού της, του Αλεξάνδρου. Περίπου το 315 Π.Κ.Χ., ο Κάσσανδρος έχτισε μια πόλη στη δυτική πλευρά της χερσονήσου της Χαλκιδικής και της έδωσε το όνομα της συζύγου του. Σε όλη την ταραγμένη ιστορία της, η Θεσσαλονίκη ταλανίστηκε από συγκρούσεις.
Πέρα από αυτό, η Θεσσαλονίκη ήταν ευημερούσα πόλη. Διέθετε ένα από τα καλύτερα φυσικά λιμάνια του Αιγαίου Πελάγους. Στους ρωμαϊκούς χρόνους, ήταν χτισμένη πάνω στην Εγνατία Οδό, μια φημισμένη οδική αρτηρία. Ευνοημένη με τόσο στρατηγική θέση σε θαλάσσιες και χερσαίες οδούς, η Θεσσαλονίκη αποτελούσε ένα από τα εμπορικά σταυροδρόμια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Ανά τους αιώνες, η ευημερία της την κατέστησε μήλο της Έριδος μεταξύ Γότθων, Σλάβων, Φράγκων, Βενετών και Τούρκων. Μερικοί την κατέκτησαν με βία και αιματοχυσία. Ας ασχοληθούμε, όμως, τώρα με την επίσκεψη του Παύλου, όταν άρχισε ο αγώνας για τα καλά νέα.
Ο Παύλος Φτάνει στη Θεσσαλονίκη
Όποτε ο Παύλος πήγαινε σε μια καινούρια πόλη, συνήθως προσέγγιζε πρώτα τους Ιουδαίους, επειδή η εξοικείωσή τους με τις Γραφές παρείχε βάση για συζήτηση και τους βοηθούσε να κατανοήσουν τα καλά νέα. Κάποιος λόγιος θεωρεί ότι ενδεχομένως με αυτή τη συνήθεια έδειχνε το ενδιαφέρον του για τους συμπατριώτες του ή ότι προσπαθούσε να αξιοποιήσει τους Ιουδαίους και τα θεοφοβούμενα άτομα ως εφαλτήριο για το έργο του στους Εθνικούς.—Πράξεις 17:2-4.
Όταν έφτασε, λοιπόν, στη Θεσσαλονίκη, ο Παύλος πήγε πρώτα στη συναγωγή, όπου «συζητούσε [με τους Ιουδαίους] λογικά από τις Γραφές, εξηγώντας και αποδεικνύοντας με παραθέσεις ότι ήταν απαραίτητο να υποφέρει ο Χριστός και να αναστηθεί από τους νεκρούς, και λέγοντας: “Αυτός είναι ο Χριστός—ο Ιησούς τον οποίο εγώ διαγγέλλω σε εσάς”».—Πράξεις 17:2, 3, 10.
Το ζήτημα που τόνισε ο Παύλος—ο ρόλος και η ταυτότητα του Μεσσία—αποτελούσε αντικείμενο αντιλογίας. Η αντίληψη περί ενός πάσχοντα Μεσσία ερχόταν σε σύγκρουση με το ιδεώδες των Ιουδαίων περί ενός νικηφόρου πολεμιστή Μεσσία. Προκειμένου να τους πείσει, ο Παύλος «συζητούσε λογικά», “εξηγούσε” και “αποδείκνυε με παραθέσεις” από τις Γραφές, εκδηλώνοντας έτσι τα γνωρίσματα του αποτελεσματικού δασκάλου. Πώς αντέδρασαν, όμως, οι ακροατές του καθώς τους μετέδιδε τέτοιον πλούτο πληροφοριών;
Παραγωγική Αλλά Πολυτάραχη Διακονία
Μερικοί Ιουδαίοι, καθώς και πολλοί Έλληνες προσήλυτοι, όπως και «αρκετές από τις εξέχουσες γυναίκες», δέχτηκαν το άγγελμα του Παύλου. Η φράση «εξέχουσες γυναίκες» είναι ιδιαίτερα εύστοχη, καθότι οι γυναίκες στη Μακεδονία κατείχαν υψηλή κοινωνική θέση. Διατηρούσαν δημόσια αξιώματα, είχαν δική τους περιουσία, απολάμβαναν ορισμένα πολιτικά δικαιώματα και ασχολούνταν με τις επιχειρήσεις. Ακόμη και μνημεία ανεγείρονταν προς τιμήν τους. Όπως είχε δεχτεί τα καλά νέα η επιχειρηματίας Λυδία στους Φιλίππους, έτσι και τώρα υπήρξε αξιόλογη ανταπόκριση από επιφανείς γυναίκες της Θεσσαλονίκης, πιθανότατα κυρίες καλών οικογενειών ή συζύγους ευυπόληπτων πολιτών.—Πράξεις 16:14, 15· 17:4.
Ωστόσο, οι Ιουδαίοι γέμισαν φθόνο. Μάζεψαν «πονηρούς άντρες από τους αργόσχολους της αγοράς και σχημάτισαν έναν όχλο και άρχισαν να προκαλούν σάλο στην πόλη». (Πράξεις 17:5) Για τι είδους άτομα επρόκειτο; Κάποιος Βιβλικός λόγιος τους χαρακτήρισε «τιποτένιους και αχρείους», και πρόσθεσε: «Δεν φαίνεται να τους ενδιέφερε πολύ το ζήτημα αλλά, όπως συμβαίνει με κάθε όχλο, ήταν εύκολο να τους ξεσηκώσει κάποιος και να τους υποκινήσει σε βίαιες ενέργειες».
Αυτό το ετερόκλητο πλήθος “επιτέθηκε στο σπίτι του Ιάσονα [του οικοδεσπότη του Παύλου] και ζητούσε να φερθούν αυτοί μπροστά στον όχλο”. Επειδή δεν βρήκαν τον Παύλο, απευθύνθηκαν στους ανώτατους διοικητές της πόλης. Έτσι λοιπόν, «έσυραν τον Ιάσονα και ορισμένους αδελφούς στους άρχοντες της πόλης, κραυγάζοντας: “Αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν αναστατώσει την κατοικημένη γη, είναι παρόντες και εδώ”».—Πράξεις 17:5, 6.
Ως πρωτεύουσα της Μακεδονίας, η Θεσσαλονίκη είχε κάποια αυτονομία. Όργανο της τοπικής αυτοδιοίκησης ήταν και μια λαϊκή συνέλευση, ή αλλιώς ένα συμβούλιο πολιτών, που χειριζόταν τις δημόσιες υποθέσεις. Οι «άρχοντες της πόλης» (πολιτάρχαι, Κείμενο) ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι υπεύθυνοι για τη διατήρηση της τάξης και την αποκλιμάκωση καταστάσεων που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στην επέμβαση των Ρωμαίων και στην απώλεια των προνομίων της πόλης. Άρα, θα ανησυχούσαν αν μάθαιναν ότι αυτοί οι «ταραξίες» απειλούσαν τη δημόσια τάξη.
Τότε, ακούστηκε μια πολύ σοβαρή κατηγορία: «Αυτοί ενεργούν ενάντια στα διατάγματα του Καίσαρα, λέγοντας ότι υπάρχει άλλος βασιλιάς, ο Ιησούς». (Πράξεις 17:7) Σύμφωνα με κάποιο σχολιολόγιο, αυτό υποδήλωνε «στασιασμό και εξέγερση» ενάντια στους αυτοκράτορες, οι οποίοι «δεν ανέχονταν να αναφέρεται χωρίς την άδειά τους το όνομα [άλλου] βασιλιά σε οποιαδήποτε από τις κατακτημένες επαρχίες». Συν τοις άλλοις, το γεγονός ότι ο Ιησούς, τον οποίο ο Παύλος διακήρυττε ως Βασιλιά, είχε εκτελεστεί από τις ρωμαϊκές αρχές ως ένοχος στασιασμού, έκανε την κατηγορία πιο πιστευτή.—Λουκάς 23:2.
Οι άρχοντες της πόλης ταράχτηκαν. Μιας και δεν υπήρχαν, όμως, βάσιμες αποδείξεις και δεν έβρισκαν τους κατηγορουμένους, «αφού πήραν πρώτα επαρκή εγγύηση από τον Ιάσονα και τους άλλους, τους άφησαν να φύγουν». (Πράξεις 17:8, 9) Μέσω αυτού του ποσού, ο Ιάσων και άλλοι Χριστιανοί εγγυήθηκαν ότι ο Παύλος θα έφευγε από την πόλη και δεν θα επέστρεφε για να προκαλέσει ξανά αναστάτωση. Πιθανώς ο Παύλος υπαινισσόταν αυτό το γεγονός όταν είπε ότι «ο Σατανάς [τού] έφραξε το δρόμο» εμποδίζοντάς τον να επιστρέψει στην πόλη.—1 Θεσσαλονικείς 2:18.
Λόγω της κατάστασης, ο Παύλος και ο Σίλας φυγαδεύτηκαν νύχτα στη Βέροια. Η διακονία του Παύλου ήταν και εκεί παραγωγική, αλλά οι Ιουδαίοι εναντιούμενοί του στη Θεσσαλονίκη εξοργίστηκαν τόσο πολύ με την επιτυχία του ώστε δεν δίστασαν να πάνε μέχρι τη Βέροια, 80 χιλιόμετρα μακριά, για να ξεσηκώσουν τα πλήθη και να ρίξουν λάδι στη φωτιά της εναντίωσης. Σε λίγο, ο Παύλος αναγκάστηκε πάλι να φύγει, κατευθυνόμενος προς την Αθήνα, αλλά ο αγώνας για τα καλά νέα επρόκειτο να συνεχιστεί.—Πράξεις 17:10-14.
Οι Αγώνες μιας Νεοσύστατης Εκκλησίας
Το καλό είναι ότι ιδρύθηκε μια εκκλησία στη Θεσσαλονίκη. Η εναντίωση, όμως, δεν ήταν το μόνο πρόβλημα των Χριστιανών εκεί. Ζούσαν σε ειδωλολατρικό, ανήθικο περιβάλλον, και αυτό ανησυχούσε τον Παύλο. Πώς θα τα πήγαιναν οι αδελφοί του;—1 Θεσσαλονικείς 2:17· 3:1, 2, 5.
Οι Χριστιανοί στη Θεσσαλονίκη ήξεραν πως, αν έπαυαν να συμμετέχουν στην κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης, θα αντιμετώπιζαν τη δυσαρέσκεια και το θυμό των πρώην φίλων τους. (Ιωάννης 17:14) Εκτός αυτού, η Θεσσαλονίκη έβριθε από ιερά ελληνικών θεοτήτων, όπως ο Δίας, η Άρτεμις και ο Απόλλων, καθώς και ορισμένων αιγυπτιακών θεών. Σημαντική θέση κατείχε και η λατρεία του αυτοκράτορα, όλοι δε οι πολίτες ήταν υποχρεωμένοι να τηρούν τις τελετές της. Η άρνηση συμμετοχής μπορούσε να θεωρηθεί εξέγερση ενάντια στη Ρώμη.
Η ειδωλολατρία υποδαύλιζε ένα κλίμα αχαλίνωτης ακολασίας. Ο Κάβειρος, προστάτης θεός της Θεσσαλονίκης, ο Διόνυσος και η Αφροδίτη, καθώς και η Ίσις από την Αίγυπτο, είχαν κάτι κοινό: μια άκρως ηδονιστική λατρεία γεμάτη οργιαστικές τελετές και ξέφρενα γλέντια. Οι παλλακίδες και οι ιερόδουλες αφθονούσαν. Ο λαός δεν θεωρούσε αμαρτία τις πορνικές σχέσεις. Η κοινωνία τους είχε επηρεαστεί από το ρωμαϊκό πολιτισμό, στον οποίο, σύμφωνα με κάποια πηγή, «οι πολίτες μπορούσαν να επωφεληθούν από τις υπηρεσίες πάμπολλων αντρών και γυναικών, σκοπός των οποίων ήταν να ικανοποιούν κάθε τους επιθυμία—και οι γιατροί έλεγαν ότι τέτοιες επιθυμίες δεν έπρεπε να καταπνίγονται». Δεν απορούμε που ο Παύλος νουθέτησε τους Χριστιανούς εκεί να “απέχουν από πορνεία” και να αποφεύγουν την «άπληστη σεξουαλική όρεξη» και την «ακαθαρσία».—1 Θεσσαλονικείς 4:3-8.
Νικηφόρος Αγώνας
Οι Χριστιανοί στη Θεσσαλονίκη έπρεπε να αγωνιστούν σκληρά για την πίστη. Εντούτοις, παρά την εναντίωση, τις αντιξοότητες και το ειδωλολατρικό και ανήθικο περιβάλλον, απέσπασαν τον έπαινο του Παύλου για “το πιστό έργο, το γεμάτο αγάπη κόπο και την υπομονή” τους, καθώς και για τη συμβολή τους στην εξάπλωση των καλών νέων σε όλα τα μήκη και πλάτη.—1 Θεσσαλονικείς 1:3, 8.
Το 303 Κ.Χ., ξέσπασε άγριος διωγμός στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εναντίον όσων ομολογούσαν ότι ήταν Χριστιανοί. Πρωταίτιος ήταν ο Καίσαρας Γαλέριος, ο οποίος κατοικούσε στη Θεσσαλονίκη και την εξωράισε με λαμπρά κτίσματα. Τα ερείπια μερικών από αυτά αποτελούν τώρα τουριστικά αξιοθέατα.
Σήμερα, οι Μάρτυρες του Ιεχωβά στη Θεσσαλονίκη κηρύττουν στους συνανθρώπους τους, πολλές φορές ακριβώς μπροστά στα οικοδομήματα εκείνου του άσπονδου εχθρού της Χριστιανοσύνης. Μολονότι σε κάποιες περιόδους του 20ού αιώνα κήρυτταν κάτω από σκληρή εναντίωση, τώρα υπάρχουν περίπου 60 εκκλησίες ζηλωτών Μαρτύρων στην πόλη. Οι προσπάθειές τους αποδεικνύουν ότι ο μακραίωνος αγώνας για την εξάπλωση των καλών νέων συνεχίζεται ακόμη με επιτυχία.
Ο Παύλος μπορεί να παρέθεσε από τα σημεία που αντιστοιχούν σήμερα στα εδάφια Ψαλμός 22:7· 69:21· Ησαΐας 50:6· 53:2-7 και Δανιήλ 9:26.
Αυτός ο όρος δεν εμφανίζεται σε ελληνικά συγγράμματα. Ωστόσο, στην περιοχή της Θεσσαλονίκης ήρθαν στο φως επιγραφές που τον αναφέρουν, μερικές από τις οποίες ανάγονται στον πρώτο αιώνα Π.Κ.Χ., επιβεβαιώνοντας την αφήγηση των Πράξεων.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.