Ας αρχίσουμε από το δημοφιλές, πάνδροσο, κατάσκιο και κατάφωτο Ζάππειο, που χρησίμευε ως «απολυμαντικός κλίβανος διά τα κρούσματα του κονιορτού». Από την άνοιξη, όταν κόπαζαν οι βροχές, η λειψυδρία και η απέραντη σκόνη των χωματόδρομων ήταν οι καθημερινές συντροφιές των κατοίκων της πρωτεύουσας. Έτσι, οι φυτεμένοι χώροι ήταν τα κέντρα ζωής και κίνησης.
Οι Αθηναίοι φρόντιζαν να παίρνουν τα δροσόλουτρά τους, ρέμβαζαν και ονειροπολούσαν στους χώρους αυτούς, το πρωί πριν από την ανατολή του ήλιου, το απόγευμα μετά τη δύση του και τις νύχτες. Προπάντων τις νύχτες, όταν η μισή Αθήνα κατευθυνόταν στο Ζάππειο!
Στις αρχές του 20ού αιώνα, μερίδα του Τύπου υποστήριζε ότι το Ζάππειο είχε χάσει την αίγλη του από τα «παλαί ρουαγιάλ» και τα «παλαί ντε πρενς». Αλλά αυτό δεν ίσχυσε ποτέ. Το ολοπράσινο Ζάππειο ήταν πάντοτε το προσφιλές καταφύγιο των Αθηναίων, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, διότι διέθετε ό,τι δεν είχαν τα άλλα σημεία, «πράσινο-κυανού» ορίζοντα! Έτσι, ολοένα και αυξάνονταν οι περιπατητές του.
Κάθε νύχτα, με ή χωρίς σελήνη, ακούγονταν τόνοι από γέλια αλλά και οι μουσικές που παρήγαγαν τα… κουτάλια του παγωτού στο Ζάππειο. Δεν υπήρχε Αθηναίος που να μην κάνει τη βόλτα του εκεί. Ήταν κάτι σαν «ιερό καθήκον». Τουλάχιστον το ένα δέκατο των κατοίκων περνούσε από εκεί μια φορά την ημέρα για να δροσίσει τα χείλη του με μια κουταλιά παγωτού ή για να φιλοσοφήσει στους ατμούς ενός βαρύ γλυκύ!
Ο κόσμος των συνοικιών
Τα βραδάκια, κατά τις εννιά, καταλαμβάνονταν οι περίπου δύο χιλιάδες καρέκλες του καφενείου και τα τετρακόσια και πλέον παγκάκια του κήπου. Στις δέκα δεν υπήρχε θέση αδειανή. Ακόμη και τα λίθινα διαζώματα κουβαλούσαν στη ράχη τους κομψά σώματα Ατθίδων από την Πλάκα και το Μεταξουργείο αλλά και τα κομψότερα σώματα των μόρτηδων που ασχολούνταν με το αποτελείωμα της γόπας ή του πασατέμπου.
«Τίγκα» λοιπόν το Ζάππειο τη νύχτα… Όλα γεμάτα. Ο Κήπος, το Αναψυκτήριο και οι στενωποί, όπως και η πλατεία μπροστά από το Μέγαρο. Πλούσιο δειγματολόγιο προσώπων, στολών, αμφιέσεων, χρωμάτων. Τα πάντα εκεί τις νύχτες, ιδιαίτερα τις νύχτες των γιορτών. Άλλοι «κολυμπούσαν» στο νεόφερτο ηλεκτρικό και ροκάνιζαν την προκατακλυσμιαία πάστα, άλλοι ονειροπολούσαν, άλλοι συζητούσαν και άλλοι περιπλανιόντουσαν χωρίς δεκάρα προβάλλοντας ποιητικές διαθέσεις. Οι τελευταίοι ήταν και οι πιο απολαυστικοί.
Η σύνθεση της παρέας
Σχηματίζονταν παρέες, ομάδες, κύκλοι, πολυμελείς οικογένειες καταλάμβαναν τα παγκάκια, ενώ άλλοι εισέδυαν στα σκοτεινότερα του κήπου για να πουν όσα αιωνίως λέγονται. Όλα τα παγκάκια, ιδιαίτερα τα διπλά που βρίσκονταν μπροστά στην πλατεία, μετατρέπονταν σε κτήμα του κόσμου των συνοικιών που ξεκινούσε από τα Πετράλωνα, τα Αναφιώτικα, το Βατραχονήσι για να πάρει τον αέρα του στο Ζάππειο. Η κυρά-Γιώργαινα, η κυρά-Νικόλαινα και η κυρά-Θανάσαινα, ο Μήτσος, ο Νώντας, ο Τέλης, η Μαρίκα, η Κατίνα, η Ελενίτσα, όλη η κλασική προσωπογραφία βρισκόταν εκεί προς μελέτη και σπουδή…
Κάθε πάγκος φιλοξενούσε τον μόρτη του, τη γλωσσού, την κυράτσα και οι κουβέντες συνήθως περιστρέφονταν στον φανταστικό κόσμο της νεότερης… Χαλιμάς. Στο ένα παγκάκι η κυρά-Γιώργαινα με την κόρη της και στο άλλο παγκάκι η μοδιστρούλα Μαρίκα, από τις πρωτόβγαλτες. Διηγείται στους συνομηλίκους της κάτι σαν παραμύθι. Αλλά η αφήγηση της Μαρίκας διακοπτόταν ξαφνικά και η παρέα των Ατθίδων του Βατραχονησίου στεκόταν για να ακούσει το άσμα μιας παρέας κανταδόρων που έρχονταν από το βάθος του Κήπου.
«Με μια ματιά που μούριξε
το ιλαρόν σου βλέμμα
έκανες την καρδούλα μου
και στάζει μαύρο αίμα»
Στη Νεάπολη και τα θεατράκια του Λυκαβηττού
Αφήνοντας πίσω τους φιστικάδες, τους κουλουρτζήδες, τους μόρτηδες και τις αβρές Ατθίδες να συμφύρονται στο Ζάππειο, περνάμε από το Σύνταγμα και την Ομόνοια για να εισχωρήσουμε στη Βασίλισσα των Συνοικιών, τη Νέαπολη. Φως, ζωή, ξενύχτι, ξημέρωμα… Όλη η γειτονιά στο πόδι από το ένα πρωί στο άλλο. Λες και είχε δικούς της νόμους και δικό της πολίτευμα.
Γλεντούσε ο κόσμος της γειτονιάς. Γλεντούσε και πανηγύριζε τις ποιητικότατες νύχτες του καλοκαιριού. Μετά το θέατρο της Νεάπολης, τα θεατράκια «Κονιτσιώτης και Σα», όπως αποκαλούνταν και γράφονταν στον Τύπο. Στους πρόποδες του Λυκαβηττού, σε… δυσθεώρητα ύψη, συγκεντρωνόταν το «άι λάιφ» των απωτάτων της γειτονιάς, καθώς και το ανυπόδητο πλήθος, το πλήθος των ευπατριδών, αλλά και οι παραμάνες και οι μοδιστρούλες. Περίπτυξη της παντόφλας με το σκαρπίνι και αδελφικός εναγκαλισμός της ρεπούμπλικας και της φουστανέλας του εύζωνου φρουρού.
Το θεατράκι του Λυκαβηττού ήταν ο… αριστερός πνεύμονας της συνοικίας. Πιο δημοκρατικό και λαϊκό, εντελώς απλό και απέριττο. Όλα εκεί γίνονταν άνω-κάτω. Μοδίστρες και μοδιστρούλες, φοιτητές και φοιτήτριες, κουτσαβάκηδες και υπαξιωματικοί, φουστανελάδες και μπακάληδες… Ανακατωμένος ο ερχόμενος. Και όλος αυτός ο μυριόχρωμος και μυριόμορφος κόσμος παρακολουθούσε με μοναδική λαιμαργία το σπαρακτικότατο δράμα το οποίο σχεδόν πάντοτε τιτλοφορούνταν: «ΤΟ ΑΙΜΟΣΤΑΓΕΣ ΕΓΧΕΙΡΙΔΙΟΝ ΚΑΙ Ο ΜΑΥΡΟΣ ΔΙΑΒΟΛΟΣ» ή «Τα τρομερά βασανιστήρια του δόκτορος Γασπάρ και η ανάστασις της μαγίσσης».