Όταν στέκεται κανείς μπροστά στον ωκεανό, βρίσκεται μπροστά σε μια αιωνιότητα κυμάτων- ένα πέπλο που καλύπτει τα 7/10 της Γης. Κρυμμένα από κάτω βρίσκονται βουνά και φαράγγια που μπορούν να συγκριθούν με οτιδήποτε υπάρχει στην ξηρά. Εκεί βρίσκει κανείς τον μεγαλύτερο βιότοπο της Γης, που φιλοξενεί δισεκατομμύρια φυτά και ζώα- η πλειονότητα των ζωντανών πλασμάτων του πλανήτη.
Σε αυτόν τον εν πολλοίς αθέατο κόσμο, ισχυρά κύματα- «λεωφόροι» κινούν θερμά ύδατα χιλιάδες χιλιόμετρα βόρεια και νότια, από τους τροπικούς σε ψυχρότερες ζώνες, ενώ ψυχρότερα νερά μετακινούνται από τους πόλους προς θερμότερα κλίματα.
Πρόκειται για ένα σύστημα το οποίο εκλαμβάνουμε ως δεδομένο, όπως πχ και την κυκλοφορία του ίδιου μας του αίματος. Ρυθμίζει σε μεγάλο βαθμό τη θερμοκρασία της Γης, και αντισταθμίζει την πρόσφατη άνοδο των ατμοσφαιρικών θερμοκρασιών, απορροφώντας μεγάλο μέρος της θερμότητας που παράγεται από τους ανθρώπους και το διοξείδιο του άνθρακα. Χωρίς αυτούς τους «μηχανισμούς» του ωκεανού να ρυθμίζουν τις θερμοκρασίες, η Γη δεν θα ήταν κατοικήσιμη.
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, ωστόσο, οι ωκεανοί έχουν υποστεί άνευ προηγουμένου θέρμανση. Τα ρεύματα έχουν αλλάξει. Οι αλλαγές αυτές είναι ως επί το πλείστον αθέατες από τη Γη, αλλά αυτή η κρυμμένη κλιματική αλλαγή έχει ανησυχητικές επιπτώσεις στη θαλάσσια ζωή- πρακτικά δημιουργώντας μια τρομερών διαστάσεων υποθαλάσσια προσφυγική κρίση.
Το Reuters διαπίστωσε (στο πλαίσιο μεγάλου αφιερώματός του, με τίτλο Ocean Shock: The Climate crisis beneath the waves) πως, κάτω από τα κύματα στα ανοιχτά της Ανατολικής Ακτής των ΗΠΑ μέχρι τις ακτές της δυτικής Αφρικής, τα πλάσματα της θάλασσας τρέχουν για να σωθούν, και, ως αποτέλεσμα, οι κοινωνίες που βασίζονται σε αυτά είναι αντιμέτωπες με σημαντικά προβλήματα.
Καθώς τα νερά θερμαίνονται, ψάρια και άλλα είδη θαλάσσιας ζωής κινούνται προς τους πόλους, προσπαθώντας να βρουν τις θερμοκρασίες που χρειάζονται για να αναπαραχθούν και να επιβιώσουν. Ο αριθμός των πλασμάτων που συμμετέχουν σε αυτήν την κολοσσιαία διασπορά ενδεχομένως να είναι κατά πολύ μεγαλύτερος οποιωνδήποτε κλιματικών επιπτώσεων έχουμε δει στην ξηρά.
Στον βόρειο Ατλαντικό των ΗΠΑ, για παράδειγμα, τα αλιευτικά δεδομένα δείχνουν πως, τα τελευταία χρόνια, τουλάχιστον το 85% των σχεδόν 70 ειδών που παρακολουθούνται από τις ομοσπονδιακές αρχές έχουν μετατοπιστεί βορειότερα ή σε μεγαλύτερα βάθη, ή και τα δύο, εν συγκρίσει με όσα ίσχυαν μέσα στο περασμένο μισό αιώνα. Και οι πιο δραματικές αλλαγές έχουν λάβει χώρα μέσα στα τελευταία 10-15 χρόνια.
Τα ψάρια πάντα ακολουθούσαν τις μεταβαλλόμενες συνθήκες, κάποιες φορές με καταστροφικές επιπτώσεις για τους ανθρώπους, όπως οι λιμοί στα νορβηγικά χωριά ψαράδων τους τελευταίους αιώνες, εξαιτίας της μετανάστευσης της ρέγγας. Ωστόσο αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι διαφορετικό: Η επιταχυνόμενη αύξηση των θερμοκρασιών της θάλασσας, την οποία οι επιστήμονες αποδίδουν κυρίως στη χρήση ορυκτών καυσίμων, προκαλεί μεταβολές διαρκείας στους ψαρότοπους.
Οι αλλαγές κάτω από την επιφάνεια δεν αποτελούν ακαδημαϊκό ζήτημα. Παγκοσμίως, η αλιεία αποτελεί μια βιομηχανία 140-150 δισ. δολαρίων ετησίως, σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ, και σε κάποια μέρη του κόσμου, τα θαλασσινά αποτελούν το ήμισυ της διατροφής του μέσου ανθρώπου. Ωστόσο οι επιπτώσεις αυτής της μαζικής μετανάστευσης στους ωκεανούς του κόσμου είναι επίσης πολύ πιο «προσωπικές»: Από τους αλιείς αστακών στο Μέιν μέχρι τους ψαράδες της Βόρειας Καρολίνα, τίθεται θέμα βιοπορισμού. Για τους Πορτογάλους, στους οποίους είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς οι σαρδέλες, και τους Ιάπωνες, που λατρεύουν τα θαλασσινά, κινδυνεύουν πολιτιστικές κληρονομιές. Και η βιομηχανία ιχθυοτροφίας, που εν μέρει «τρέφεται» από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, καταστρέφει την παραδοσιακή αλιεία στη δυτική Αφρική, ενώ καταστρέφει τα μανγκρόβια έλη στις ακτές της νοτιοανατολικής Ασίας.
Μεταξύ των ειδών που επηρεάζονται περισσότερο είναι οι μπακαλιάροι στον Ατλαντικό, που έχουν μετακινηθεί βορειότερα τα τελευταία χρόνια, με τη μεγαλύτερη μετανάστευση να σημειώνεται στον δυτικό Ατλαντικό. Το φαινόμενο των μαζικών «εισβολών» μεδουσών αποτελεί κοινό φαινόμενο τα τελευταία χρόνια, προκαλώντας μεγάλες καταστροφές σε ψαρότοπους- ένα φαινόμενο το οποίο σε μεγάλο βαθμό αποδίδεται στην κλιματική αλλαγή. Αλώβητες δεν μένουν ούτε οι πολικές αρκούδες: Η μέθοδος κυνηγιού που προτιμούν είναι να κάθονται δίπλα σε μια τρύπα στον πάγο- όταν αναδύεται μια φώκια, η αρκούδα την χτυπά και την τραβά στον πάγο για να τη φάει. Ωστόσο, καθώς οι πολικοί παγετώνες υποχωρούν, πολλές αρκούδες δυσκολεύονται να βρουν αρκετή τροφή. Όσον αφορά στις φάλαινες όρκες, διαφορετικοί πληθυσμοί αναπτύσσουν διαφορετικές προτιμήσεις (πχ άλλες προτιμούν φώκιες, ενώ άλλες ψάρια). Ένας από τους πληθυσμούς του βορείου Ατλαντικού, που τρέφεται με σολομό, έχει πληγεί ιδιαίτερα από τη μείωση των αριθμών του, που έχει προκληθεί εν μέρει από τα θερμότερα νερά. Το πεταλοειδές καβούρι, ένα από αρχαιότερα είδη του πλανήτη, απειλείται από τη θέρμανση των ωκεανών, σε μια μείωση πληθυσμού του που είναι παρόμοια με αυτήν που παρατηρήθηκε μετά την τελευταία εποχή των παγετώνων.
Οι αστερίες εξαφανίστηκαν μέσα σε λίγα χρόνια στις αρχές της δεκαετίας από πολλές περιοχές των ακτών του Ειρηνικού στη βόρεια Αμερική. Έρευνες έχουν δείξει πως σε αυτό συνέβαλαν ιοί, ενώ το είδος δεχόταν ήδη πίεση από τα θερμαινόμενα νερά (ωστόσο θεωρείται πως ίσως να αποκαθίσταται σταδιακά). Ακόμη, οι κοραλλιογενείς ύφαλοι δέχονται μεγάλη «επίθεση» εξαιτίας της κλιματικής αλλαγής, καθώς τα θερμότερα νερά ασκούν πίεση, ενώ η αυξανόμενη στάθμη της θάλασσας και αλλαγές στις βροχοπτώσεις στην ξηρά αυξάνουν τη συγκέντρωση ιζήματος- παράλληλα, η αύξηση του διοξειδίου του άνθρακα καθιστά πιο όξινα τα νερά. Επίσης, δεν είναι μόνο οι ύφαλοι που υποφέρουν, η πτώση τους επηρεάζει πολύ την τροφική αλυσίδα.
Ένα από τα είδη- εισβολείς που έχουν εξαπλωθεί ταχύτερα είναι τα λεοντόψαρα: Κανονικά συναντώνται στο ανατολικό Ινδικό και τον δυτικό Ειρηνικό, ωστόσο πλέον είναι κοινά στην Καραϊβική και βορειότερα, μέχρι τη Βόρεια Καρολίνα και τις Βερμούδες. Δεν έχουν φυσικούς θηρευτές στον Ατλαντικό, και τα θερμότερα νερά βοηθούν στην αναπαραγωγή τους.
Οι μουρούνες ήταν για πάνω από χίλια χρόνια «βασίλισσες» σε Ισπανία, Πορτογαλία, Βρετανία, Νορβηγία, Ισλανδία και ΗΠΑ- ωστόσο αιώνες υπεραλιείας είχαν τις επιπτώσεις τους. Τα δραστικά μέτρα που έχουν ληφθεί δεν έχουν επιφέρει ακόμα αποκατάσταση των πληθυσμών. Πλέον το είδος ευδοκιμεί βόρεια της Νορβηγίας και της Ρωσίας στη θάλασσα του Μπάρεντς. Αντίθετα, το σκουμπρί θεωρείται από τους μεγάλους κερδισμένους της κλιματικής αλλαγής, καθώς κυριαρχεί στον βόρειο Ατλαντικό, ενώ κάποια είδη φαλαινών αλλάζουν οδούς μετανάστευσης λόγω των αλλαγών στα ρεύματα- με αποτέλεσμα αύξηση περιστατικών συγκρούσεων με πλοία, περιστατικά όπου μπλέκονται σε αλιευτικό εξοπλισμό κ.α., καθώς και μείωση των γεννήσεων. Όσον αφορά στις αντσούγιες, οι πληθυσμοί παραμένουν υγιείς στα ανοιχτά της Ισπανίας και της Γαλλίας, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πως υφίσταται μετανάστευση βορειότερα- για παράδειγμα στη Βόρεια Θάλασσα έχει βρεθεί για πρώτη φορά ένας νέος πληθυσμός.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.