Ο γαλατάς ήταν επάγγελμα πλανόδιου μικροπωλητή παλαιότερων εποχών, που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα, που σήμερα έχει εκλείψει σχεδόν τελείως από αρκετές χώρες της Ευρώπης.
Ο πίνακας του Νικηφόρου Λύτρα “Ο Γαλατάς”
Ο γαλατάς εργαζόταν στα μεγάλα αστικά κέντρα και όχι στα χωριά, καθώς εκεί υπήρχε η δυνατότητα, εξ ανάγκης, για άμεση πώληση φρέσκου γάλακτος.
Ο γαλατάς αναλάμβανε τη διάθεση του γάλακτος και άλλωνγαλακτοκομικών προϊόντων (συνηθέστερα γιαουρτιού) στα σπίτια.
Το μεταφορικό του μέσο ήταν ένα υποζύγιο (γάιδαρος ή μουλάρι, μερικές φορές ρυμουλκούσαν και ανοικτή ή κλειστή ελαφριά άμαξα) και αργότερα το ποδήλατο ή μηχανοκίνητο δίτροχο.
Στην Ελλάδα και ειδικότερα στα αστικά κέντρα του 18ου αιώνα, (Αθήνα, Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Πάτρα κ.λπ.) το επάγγελμα αυτό ασκούσαν μικροποιμένες που περιφέρονταν γύρω από τις πόλεις με τα αιγοπρόβατά τους τα οποία και άρμεγαν οι ίδιοι προ του αγοραστή ή κάποιοι βοηθοί τους.
Το επάγγελμα αυτό ασκούσαν αρχικά, κατά μεγάλο ποσοστό, Αλβανοί από την περιοχή των Σκοπίων, που απαντιόνταν κυρίως στην Ήπειρο, Μακεδονία, Θράκη, Κωνσταντινούπολη και νότια μέχρι τη Θεσσαλία και πολύ σπάνια σε περιοχές της Στερεάς Ελλάδας, (Ρούμελη).
Με τον καιρό όμως οι πλανόδιοι αυτοί γαλακτοπώλες εκτοπίστηκαν από τους εγχώριους “γαλατάδες” που προέρχονταν κυρίως από τη Δωρίδα, (που ήταν τότε, επίσημα, επαρχία της Φωκίδας), όπου από ποιμένες εξελίχθηκαν σε γαλατάδες.
Στα μέσα του 19ου αιώνα το επάγγελμα του γαλατά ασκούσαν κυρίως Στερεοελλαδίτες που κατάγονταν κυρίως από τα χωριά Λιδωρίκι, Αρτοτίνη, Μουσουνίτσα, Γρανίτσα, Βοστινίτσα, Κοσταρίτσα κ.ά.
Απ΄ αυτούς προήλθαν και τα σημαντικότερα γαλακτοπωλεία που δημιουργήθηκαν στη συνέχεια, ειδικά στην Αθήνα και τον Πειραιά.
Μάλιστα οι Ρουμελιώτες γαλακτοπώλες των (τότε) Αθηνών, δημιούργησαν μια ισχυρότατη επαγγελματική τάξη με ετήσια εορτή, τα κούλουμα που γιόρταζαν στους στύλους του Ολυμπίου Διός.
Στη δεκαετία του 1950 οι τελευταίοι πλανόδιοι γαλατάδες που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους με τη λέξη “γαλατάς!” ή μόνο την κατάληξη “τας!”,
μετέφεραν το γάλα σε μεταλλικά κυλινδρικά δοχεία (σε πολλά μέρη της Ελλάδας τα ονομάζουν «γκιούμια») και το μοίραζαν στις γειτονιές χύμα σε οκάδες ή δράμια.
Στην αρχή της δεκαετίας του 1960 η διάθεση του γάλακτος άρχισε να γίνεται σε γυάλινες φιάλες που διανέμονταν παστεριωμένο γάλα, κάθε πρωί στις διάφορες γειτονιές με διάφορα μέσα, ποδήλατα ή τρίκυκλες μοτοσικλέτες, όπως συνεχίζεται σήμερα η διάθεση των φιαλών γκαζιού.
Όμως μετά από μια σειρά αγορανομικών διατάξεων στη δεκαετία του 1970 απαγορεύθηκε και ο τρόπος αυτός, της πλανόδιας διάθεσης, προκειμένου να διασφαλισθεί περισσότερο η ποιότητα και η υγειονομική ασφάλεια των προς διάθεση γαλακτοκομικών προϊόντων με περιορισμό τόσο στο χρόνο της διάθεσης, (ημερομηνία λήξης), όσο και από συγκεκριμένα μόνο καταστήματα που είναι εφοδιασμένα με κατάλληλα ψυκτικά μέσα.
Κινηματογράφος
Το επάγγελμα του γαλατά στην ελληνική κινηματογραφική σκηνή έχουν μεταφέρει και αποδώσει με μεγάλη επιτυχία τόσο ο Κώστας Χατζηχρήστος, όσο και ο Γιάννης Γκιωνάκης με πολλές κωμικοτραγικές καταστάσεις, όχι και ασυνήθιστες την εποχή εκείνη.
Σήμερα τα γαλακτοκομικά προϊόντα χαρακτηρίζονται “ευπαθή φορτία”, η δε μεταφορά τους και προμήθεια της αγοράς γίνεται με ειδικά οχήματα (φορτηγά – ψυγεία) των οποίων η φορτοεκφόρτωσή τους ακόμη και σε πορθμεία γίνεται κατά προτεραιότητα αντί της σειράς προσέλευσης.
Το επάγγελμα του γαλατά από τα παλιά χρόνια, αλλά και τώρα, δεν το συναντούσες στα χωριά παρά μόνο στις μικρές και μεγάλες πόλεις. Στα χωριά σχεδόν όλες οι οικογένειες είχαν δικά τους ζώα και το έβρισκαν εύκολα.
Στις πόλεις όμως οι αστικές οικογένειες το αγόραζαν από τα γαλατάδικα ή τα μικρά συνοικιακά ζαχαροπλαστεία. Εμείς όμως θα πάμε ακόμη λίγο παλιότερα. Τότε που υπήρχε ο πλανόδιος γαλατάς.
Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής της ημέρας. Φόρτωνε τα γκιούμια με το φρέσκο γάλα στο γαϊδουράκι του και ξεκινούσε πρωί-πρωί απ’ το χωριό του για την πόλη.
Έπρεπε να προφτάσει να εξυπηρετήσει όλους τους πελάτες. Την ίδια πάντα ώρα, πιστό στο ραντεβού, έδενε σε κάποιο δέντρο το ζώο του και ξεκινούσε το μοίρασμα.
Έπαιρνε στο ένα χέρι το γκιούμι (βαθύ μπακιρένιο σκεύος με στόμιο) και στο άλλο τη μικρή κούπα, που ζύγιζε 1/2 της οκάς και χτυπούσε τις πόρτες. (Σήμερα αν κάποιος σου χτυπήσει πρωί-πρωί την πόρτα, σίγουρα δεν είναι ο γαλατάς!)
Στην περίοδο της Χούντας λέγανε για “αστείο”, ότι ήταν η Ασφάλεια και έπρεπε να είχες τη βαλίτσα σου έτοιμη για “μακροχρόνιες διακοπές”!) Ήξεραν οι νοικοκυρές κι έβγαιναν με την μπακιρένια κανάτα ή την κατσαρόλα στο χέρι.
Μερικές πάλι για να μη σηκωθούν απ’ το κρεβάτι, άφηναν στην εξώπορτα το κατσαρολάκι να το γεμίσει ο γαλατάς. Το γέμιζε αυτός και έβαζε και μια πέτρα από πάνω για να μην αναποδογυρίσει το σκεύος καμιά γάτα.
Ο γαλατάς είχε καθημερινά τη δική του πελατεία, επειδή όμως πάντα έβρισκε και γυναίκες που του ζητούσαν γάλα σε έκτακτες περιπτώσεις, φρόντιζε να έχει μαζί του και λίγο παραπάνω γάλα.
Αν τύχαινε και του περίσσευε γάλα, τότε έπαιρνε τους δρόμους φωνάζοντας: “Ο γαλατάς! Φρέσκο, ολόπαχο γάλα!” μέχρι να το πουλήσει όλο και να γυρίσει στο χωριό του.
Τα χωριά γύρω από τη Θεσσαλονίκη τότε είχαν πολλή κτηνοτροφία. Αγελάδες, πρόβατα, κατσίκες. Άρμεγαν πρωί και βράδυ, κρατούσαν αυτό που ήταν να κάνουν τυρί ή γιαούρτι και το υπόλοιπο το πουλούσαν.
Ο κόσμος στην πόλη το αγόραζε, επειδή ήταν φρέσκο και ολόπαχο. Δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτό που πίνουμε σήμερα.
Μερικοί πουλούσαν το γάλα με τη Σούστα, κι άλλοι πιο εφευρετικοί πουλούσαν … φρέσκο γάλα και αγνό, επι τόπου αρμέγοντας τις γίδες τους μπροστά στις κυράδες… κι εν τούτοις νερωμένο!
Αν διερωτηθείτε πως τα κατάφερναν να τις ξεγελούν; πολλά λέγονται για τα τρικ που χρησιμοποιούσαν. Μερικοί για παράδειγμα έκρυβαν ένα μικρό φλασκί με νερό κάτω από την κάπα στη μασχάλη τους και την κατάλληλη στιγμή άδειαζαν λίγο απ’ το περιεχόμενο στο κατσαρόλι της πελάτισσας… έτσι για να μην το πάρει ανόθευτο…!
Αυτοί οι γραφικοί τύποι που τριγυρνούσαν χαρούμενοι τις γειτονιές της Αθήνας διαλαλώντας στεντόρεια τη φωνή το προϊόν: “Γάλααα, Γιούρτι πρόβειοοο!, γιούρτι Σιλιβριανόοο” χάθηκαν για πάντα.
Πολλοί έγιναν μαγαζότορες κι ανοιξαν Γαλακτοπωλεία, μερικοί μάλιστα μεγαλούργησαν. Ποιός δε θυμάται το Ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη στο Σύνταγμα ή το Ζαχαροπλαστείο του Βασίλη Ασημακόπουλου στη Χαριλάου Τρικούπη που ακόμη και σήμερα είναι μια ανθούσα επιχειρηση όπως και του Φιλίππου στην πλατεία Χαλανδρίου.
Μέχρι τη δεκαετία του ’70 περνούσαν ακόμη γαλατάδες απ’ τις γειτονιές. Με τη λειτουργία όμως των εργοστασίων γάλακτος, χάθηκαν.
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.