Η οικογένεια Νομικού έγραψε τη δική της ιστορία στον Πειραιά κατά την περίοδο του πολέμου και της κατοχής που ακολούθησε. Εκατοντάδες τέτοιες ιστορίες είναι που συνέθεσαν το μωσαϊκό της ιστορίας της πόλης μας. Ιστορίες θλιμμένες, παράξενες που αφήνουν μια πικρή γεύση στο στόμα. Ιστορίες της μοίρας που παίζει παράξενα παιχνίδια όταν συναντά πεδίο ελεύθερο. Και ο πόλεμος είναι το φυσικό ελεύθερο πεδίο της “ειμαρμένης”.
Ο Γεώργιος Νομικός και η γυναίκα του η Παρασκευή που οι γείτονες έμειναν να τη φωνάζουν Παρασκευούλα, είχαν δημιουργήσει στη συνοικία Λεύκα, μια πραγματικά πολυμελής οικογένεια. Στο δίπατο σπίτι τους έμεναν τα παιδιά τους αλλά και οι γονείς τους. Τις ήρεμες στιγμές της οικογενειακής καθημερινότητας ήρθαν να ταράξουν οι μέρες του πολέμου και της μεγάλης ταραχής. Ο γιος τους ο Δημήτρης, επιστρατεύτηκε αμέσως και στάλθηκε στο Αλβανικό μέτωπο, επανδρώνοντας το Σώμα των Μεταφορών, παρότι από το 1929 ήταν ναυτικός και είχε ήδη μπαρκάρει με εμπορικά πλοία.
Η μονάδα του Δημήτρη Νομικού, ανεχώρησε σχεδόν δύο μέρες μετά τη κήρυξη του πολέμου για το μέτωπο. Αυτή η διήμερη καθυστέρηση είχε να κάνει με τις επιστρατεύσεις φορτηγών και άλλων οχημάτων, τα οποία το Κράτος έπαιρνε από τους ιδιώτες δίνοντάς τους μια πρόχειρη έγγραφη βεβαίωση. Στη συνέχεια πάνω σε αυτά τα φορτηγά, τα επιστρατευμένα, ανέβαιναν άνδρες του Σώματος των Μεταφορών για να τα οδηγήσουν πρώτα στη μονάδα και ύστερα στο μέτωπο. Καθώς το φορτηγό που θα αναλάμβανε ο Δημήτρης Νομικός βρισκόταν κοντά στην Πλατεία Ιπποδαμείας, ο πατέρας του έτρεξε και τον έβγαλε μια τελευταία φωτογραφία πριν αναχωρήσει για το μέτωπο.
Ο Δημήτρης Νομικός αν και Πειραιώτης ναυτικός, δεν άργησε να προσαρμοστεί γρήγορα στις συνθήκες του ορεινού πολέμου της Αλβανίας. Επρόκειτο για δύσκολη σωματική εργασία, καθώς τα φορτηγά κολλούσαν διαρκώς σε στρώματα λάσπης των χωμάτινων δρόμων που χρησιμοποιούσαν. Τις περισσότερες φορές δεν ήταν καν δρόμοι αλλά απλά μονοπάτια. Έπρεπε λοιπόν να κατεβαίνουν κάθε τόσο από τα φορτηγά τους και να βρίσκουν τρόπο να τα ξεκολλούν τοποθετώντας εμπόδια στους τροχούς τους, ώστε αυτοί να σκαλώνουν πάνω τους και να μη γυρίζουν ανεξέλεγκτα μέσα στη λάσπη. Άλλοτε πάλι όταν δεν έβρισκαν τίποτα, τοποθετούσαν την ίδια τους την κουβέρτα ή την χλαίνη τους κάτω από τις ρόδες.
Ο Δημήτρης Νομικός επέζησε όλων των κακουχιών του μετώπου και όταν το μέτωπο έπεσε, αυτός όπως και χιλιάδες άλλοι επέστρεψε με τα πόδια στις πόλεις από όπου είχε ξεκινήσει ο καθένας. Το φορτηγό που οδηγούσε είχε καταστραφεί από τον έκτο μήνα του πολέμου και μέχρι το τέλος του εκτελούσε χρέη ημιονηγού δηλαδή είχε χρεωθεί ένα μουλάρι με το οποίο μετέφερε κασόνια με εφόδια στην πρώτη γραμμή.
Όταν έφτασε πίσω στο σπίτι του στη Λεύκα του Πειραιά, βρήκε την οικογένειά του σώα παρά τους βομβαρδισμούς που είχαν προηγηθεί, για τους οποίους είχε ακούσει πολλά, όταν ήταν στο μέτωπο και είχε ανησυχήσει ιδιαιτέρως. Η ήττα της Ελλάδας τον είχε πικράνει πολύ. Έβγαλε τη στολή του και την κρέμασε με ιδιαίτερες τιμές στη ντουλάπα του δωματίου του. Κάποτε όταν ο καιρός θα άλλαζε, θα έβρισκε τρόπο να τη φορέσει ξανά, όχι ηττημένος και πικραμένος, αλλά νικητής και περήφανος. Λίγο καιρό αργότερα ο Δημήτρης έφυγε από το σπίτι της Λεύκας. Καθώς είχε βρει εργασία μακριά από τον Πειραιά, είχε πάρει τα λιγοστά του υπάρχοντα, μεταξύ των οποίων και τη στολή του μετώπου της Αλβανίας, και ζούσε κοντά στο σημείο που δούλευε. Επισκεπτόταν κατά καιρούς την οικογένεια με τον “Ηλεκτρικό” σιδηρόδρομο.
Ακολούθησαν τα ζοφερά χρόνια της κατοχής που η οικογένεια δυσκολεύτηκε πολύ, γιατί καθώς ήταν πολυμελής η εύρεση τροφής δεν ήταν εύκολη υπόθεση.
Ήταν συχνό φαινόμενο τότε οι σειρήνες να ηχούν άσκοπα, ακόμα και όταν μόνο ένα αεροπλάνο περνούσε πάνω από την Ελευσίνα. Άλλοτε πάλι ενώ οι σειρήνες ηχούσαν για να σημάνουν τη λήξη κάποιου συναγερμού, μετά από κάποια λεπτά ηχούσαν εκ νέου για να σημάνουν την έναρξη ενός καινούργιου. Και αυτό το αδιάκοπο πήγαινε – έλα σταματούσε κάθε δραστηριότητα, είτε εργασία, είτε ανάπαυση. Οι άνθρωποι από την έλλειψη τροφής και ύπνου είχαν εξασθενίσει, οι μήνες και τα χρόνια της διαρκούς έντασης περνούσαν, δυσκολεύονταν πια να τρέξουν αν δεν υπήρχε ανάγκη να το κάνουν. Η εξοικονόμηση θερμίδων ήταν μια σοβαρή υπόθεση. Έτσι δεν έτρεχαν κάθε φορά που οι σειρήνες ηχούσαν αλλά μόλις έπεφταν οι πρώτες βόμβες στο λιμάνι. Σήμερα αυτά μας φαίνονται αδιανόητα, αλλά η κούραση που επιφέρει ο πόλεμος ύστερα από τέσσερα χρόνια αδιάκοπης πάλης επιβίωσης μετατρέπει τον άνθρωπο και τις αντιδράσεις του.
Κόντευε μεσημέρι, η ώρα του φαγητού πλησίαζε για την οικογένεια που εκείνη τη φορά είχαν εξασφαλίσει επιτέλους μετά από πολύ καιρό κάποιο γεύμα. Λαχανίδες για βράσιμο, τόσες ώστε σε κάθε μέλος της οικογένειας να αντιστοιχεί μια σχεδόν κανονική μερίδα φαγητού. Ο πατέρας της οικογένειας ο Γιώργης είχε στείλει νωρίτερα παραγγελιά με κάποιο φίλο στην οικογένεια να βάζουν το νερό να βράζει. Κατάφερε να δώσει κάποια από τα προικιά της Παρασκευούλας με αντάλλαγμα φαγώσιμα.
Από τη στιγμή της παραγγελιάς, όλη η οικογένεια περίμενε τον πατέρα με αγωνία να επιστρέψει πίσω. Ακόμα και το νερό ήταν έτοιμο, βρασμένο με την κατσαρόλα να αχνίζει πάνω στη φωτιά. Με το που εμφανίστηκε ο Γιώργης κρατώντας στα χέρια του το σάκο με τις λαχταριστές λαχανίδες, άρχισαν οι σειρήνες να ηχούν, δυνατά, εκνευριστικά. Κανείς δεν κουνήθηκε από τη θέση του. Από το πρωί περίμεναν αυτή την ευλογημένη ώρα, του πολύτιμου φαγητού. Πεινούσαν! Αχ πώς πεινούσαν.
Η βόμβα έπεσε ακριβώς πάνω στο σπίτι της οικογένειας Νομικού στη Λεύκα του Πειραιά. Όλη η οικογένεια ξεκληρίστηκε, στο σύνολο οκτώ άτομα. Και αφού η σκόνη καταλάγιασε το μόνο που έμενε όρθιο να στέκεται μέσα στα χαλάσματα, ήταν η κατσαρόλα που συνέχιζε να στέκεται όρθια πάνω στην εστία της κουζίνας. Το νερό βρασμένο κι έτοιμο από νωρίς, περίμενε τον Γιώργο με τις λαχανίδες.
Σήμερα αν επισκεφθεί κάποιος το μνημείο για τους νεκρούς του “Συμμαχικού” βομβαρδισμού της 11ης Ιανουαρίου του 1944, θα δει ανάμεσα στα ονόματα που έχουν χαραχθεί και εκείνο που αναγράφει”Νομικού Γεωργίου Οικ.”. Αυτό το “Οικ.” που δεν αναγράφεται δίπλα στα άλλα ονόματα, αλλά μόνο στο όνομα του Νομικού Γεωργίου, περιλαμβάνει τη σύζυγο Παρασκευούλα δύο γέροντες και τέσσερα παιδιά. Οκτώ στο σύνολο ψυχές.
Ο μόνος που σώθηκε ήταν ο μαχητής της Αλβανίας, ο Δημήτρης Νομικός. Όταν έμαθε το χαμό της οικογένειας παράτησε τη δουλειά και επέστρεψε στον Πειραιά. Δεν τον ενδιέφερε πια η επιβίωσή του. Έμενε κοντά στην Πλατεία Ιπποδαμείας. Μισούσε αχ πως μισούσε τους Γερμανούς. Άκουγε κρυφά στο ραδιόφωνο ότι ο πόλεμος πλησίαζε στο τέρμα του. Οι Γερμανοί έχαναν σε όλα τα μέτωπα. Περίμενε την ώρα της απελευθέρωσης της χώρας, την ώρα που θα λάμβανε το μαντάτο της αποχώρησης των Ούννων, την ώρα που οι ντόπιοι συνεργάτες τους θα εξαφανίζονταν από προσώπου γης. Μήπως η ώρα που περίμενε έφτασε;
“Δημήτρη έβγα έξω! Δημήτρη έβγα έξω, οι Γερμανοί φεύγουν, οι Γερμανοί φεύγουν” φώναζε ο Κωστάκης, ένα δωδεκάχρονο γειτονόπουλο.
Ο Δημήτρης ανοίγει γρήγορα την ντουλάπα και φοράει τη στολή του μετώπου, τη στολή των νικηφόρων μαχών της Αλβανίας. Έφτασε η ώρα που τόσα χρόνια περίμενε. Βγήκε έξω από το σπίτι του με κατεύθυνση τη διπλανή Πλατεία Ιπποδαμείας. Θα έβγαιναν κι άλλοι γείτονες να πανηγυρίσουν ήταν απλά θέμα χρόνου. Φτάνει στην Πλατεία Ιπποδαμείας αλλά δεν συναντάει κανένα άλλο, είναι μόνος του φορώντας τη στολή του.
Ο Γερμανός στρατιώτης που φύλαγε σκοπιά πάνω στη μικρή γέφυρα που ενώνει την οδό Αλιπέδου με την Ομηρίδου Σκυλίτση, είδε κάποιον να εμφανίζεται λίγα μέτρα πιο κάτω στην πλατεία, να τρέχει φορώντας στρατιωτική στολή. Η γέφυρα που στεκόταν ήταν χαρακτηρισμένη με την ονομασία “Πλαταιών” καθώς αποτελούσε φυσική προέκταση της οδού με το ίδιο όνομα. Σε όλη την διάρκεια της κατοχής του Πειραιά, η διοίκηση είχε ορίσει το συγκεκριμένο σημείο να είναι φυλασσόμενο, όπως και πολλά άλλα σημεία της γραμμής του “ηλεκτρικού”. Οι δολιοφθορές στα αφύλακτα ήταν συχνές. Σήμερα και αυτός όπως και οι υπόλοιποι της μονάδας του θα έφευγαν από τον Πειραιά για πάντα. Όμως ακόμα ήταν εκεί, πάνω στη γέφυρα. Σήκωσε το τουφέκι του και πυροβόλησε. Ο Δημήτρης Νομικός έπεφτε νεκρός στις 12 Οκτωβρίου τους 1944 στις οκτώ η ώρα το πρωί.
Η ιστορία της πόλης κατέγραψε στα ψιλά γράμματα με τα οποία συνήθως γράφονται οι υποσημειώσεις, ότι κατά την αποχώρηση των Γερμανών ο σκοπός της Γέφυρας της Πλαταιών δεν έφυγε μαζί με τους υπόλοιπους αλλά παρέμεινε στη θέση του πυροβολώντας εκείνους που σιγά σιγά ξεπρόβαλαν στους δρόμους για να πανηγυρίσουν.
http://pireorama.blogspot.gr
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.