Για την ιστορία ενός παράξενου ανθρώπου, γόνου ηρωικής οικογενείας, που ενώ ήταν για χρόνια χαμένος, εμφανίστηκε γεμάτος από τατουάζ που κάλυπταν όλο του το κορμί, έχουν γράψει κι άλλοι πριν από μένα, όπως ο Τάσος Κοντογιαννίδης που πρώτος δημοσίευσε την ιστορία στη εφημερίδα «Real News».
Ωστόσο πολλά χρόνια προγενέστερα, το 1939, ένας μεγάλος λογοτέχνης, ο Στέφανος Δάφνης είχε καταπιαστεί με την ίδια ιστορία, την οποία είχε δημοσιεύσει ως χρονογράφημα με τίτλο «Ο αινιγματώδης Σουλιώτης» από την οποία προκύπτει η κάπου μέσα σε όλη αυτή την ιστορία εμπλέκεται κατά κάποιο τρόπο και ο Πειραιάς, αφού κατά πάσα πιθανότητα η εξέλιξη της ιστορίας θα ήταν διαφορετική εάν ο παράξενος εκείνος άνθρωπος δεν είχε κάνει πρώτα την εμφάνισή του στην πόλη μας, στον Πειραιά.
Στον Πειραιά επίσης έπαιξε ρόλο κι ένας θαμώνας καφενείου και γνωστός «πολιτευτής» ο Κωνσταντίνος Πλατούτσας. Η ιστορία αυτή έχει εν συντομία ως εξής.
Το 1892 ένας αλλόκοτος άνθρωπος, με γκρίζα γένια και μια τεράστια ουλή κάτω από το δεξί του μάτι, αποβιβάζεται στο λιμάνι του Πειραιά. Ο παράξενος ταξιδιώτης, αφού βγήκε από ένα εμπορικό πλοίο, έστεκε για ώρα ακίνητος στην προβλήτα της Τρούμπας, κοιτάζοντας ολόγυρα σαν να του ήταν γνώριμο το περιβάλλον από τα παλιά. Στη συνέχεια κίνησε προς το Δημαρχείο της πόλης, το «Ωρολόγιο» στο ισόγειο του οποίου βρισκόταν το καφενείο του Κομνηνού.
Μιλούσε όμοια με τους μετανάστες, που επέστρεφαν ύστερα από πολλά χρόνια πίσω στην πατρίδα και εκφράζονταν παράξενα, ανακατεύοντας ξενικές λέξεις στην ομιλία τους. Όλοι μέσα στο καφενείο στράφηκαν προς τον παράξενο άνδρα και άρχισαν να τον κοιτούν επίμονα, καθώς από την κορυφή ως τα νύχια ήταν κατάστικτος από ζωγραφιές, απεικονίσεις άγριων ζώων.
Τα αλλόκοτα στίγματα (τατουάζ), που κάλυπταν όλο το σώμα του, όμοια με εκείνα που κεντούσαν πάνω τους οι ναυτικοί και οι φυλακισμένοι. Συστήθηκε με το όνομα «Καπετάν Κωνσταντής» κι έλεγε ότι ερχόταν από τα βάθη των Ανατολικών Ινδιών.
Την ίδια ώρα στο διπλανό ακριβώς τραπέζι, καθόταν ένας γνωστός τύπος του Πειραιά, ο Κωνσταντίνος Πλατούτσας. Επρόκειτο για έναν μόνιμο «πολιτευόμενο» της εποχής. Έναν στην κυριολεξία πολυμήχανο άνδρα, που ξόδευε τις μέρες του αναίτια στα καφενεία, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως πολιτευτή και βαφτισιμιό του Θεόδωρου Δηλιγιάννη.
Η καταγωγή του ήταν από το Άργος, όπου οι συμπολίτες του -που τον γνώριζαν καλά- τον είχαν καταψηφίσει επτά φορές! Την όγδοη φορά όμως τον λυπήθηκαν και αποφάσισαν να τον στείλουν «για γούστο» στο κοινοβούλιο. Ο Κωνσταντίνος Πλατούτσας λίγο διότι ήταν αρεστός από χωρατά του, λίγο διότι ήταν βαφτισιμιός του Δεληγιάννη και τέλος λίγο από τη λύπηση
των Αργείων συμπολιτών του, πέτυχε να εισέλθει πανηγυρικά στο κοινοβούλιο. Ύστερα από την επιτυχία του αυτή, μπορούσε άνετα να σπαταλά τον χρόνο του ανενόχλητος στο καφενείο του Ωρολογίου, επιλέγοντάς το με μοναδικό κριτήριο διότι διέβλεπε ότι εκεί οι ευκαιρίες έρχονταν με τα πλοία της γραμμής.
Η μακρά παραμονή του Πλατούτσα στο Ωρολόγιο ήταν γνωστή ακόμα και έναν άλλο θαμώνα του ίδιου καφενείου που σύχναζε εκεί όταν πήγαινε στον Πειραιά, στον σατιρικό ποιητή τον Γεώργιο Σουρή,
Ο Σουρής είχε μάλιστα γράψει για αυτόν τον τύπο:
«Ο πατέρας του Πλατούτσα
και η μάνα του Πλατούτσα
κάνανε το πλάτσα πλούτσα
και γεννήσαν τον Πλατούτσα»
Αυτός ο Πλατούτσας λοιπόν, μόλις είδε τον παράξενο κατάστικτο ταξιδιώτη να κάθεται στο διπλανό τραπέζι του Ωρολογίου, διέβλεψε κέρδος από τη συνεργασία μαζί του και δεν άργησε να τον πλευρίσει. Τον έπεισε ότι με το παράξενο παρουσιαστικό του, θα μπορούσαν να κερδίσουν χρήματα και οι δύο, με την ιδέα που θα του πρότεινε. Τον έβαλε να υπογράψει συμβόλαιο, με το οποίο δεχόταν να εκθέτει τον εαυτό του ως δημόσιο θέαμα με είσοδο!
Ο Πλατούτσας γρήγορα τοιχοκόλλησε σε όλους τους δρόμους ανακοινώσεις για τον άνθρωπο που ήρθε από τα τροπικά δάση, με εικόνες θηρίων και πραγματικά έγινε χαμός από τον κόσμο που συνέρρεε να τον δει από κοντά. Η επίδειξη γινόταν σε κάποιο χώρο στην Αθήνα, στην οδό Λυκαβηττού δίπλα στο Ταχυδρομείο, όπου ο Πλατούτσας είχε νοικιάσει.
Ο κόσμος πλήρωνε 50 λεπτά την είσοδο, για να ικανοποιήσει την περιέργειά του. Ως Καπετάν Γεώργης ο κατάστικτος πλέον (ο Καπετάν Κωνσταντής) εμφανιζόταν ανεβασμένος πάνω σε ένα βάθρο ημίγυμνος, φέροντας μόνο στο κεφάλι ένα ινδικό τουρμπάνι.
Ο Πλατούτσας στο μεταξύ στις ελάχιστες συζητήσεις που είχε κάνει μαζί του, είχε μάθει για τη Σουλιώτικη καταγωγή του. Από την άλλη γνώριζε για το δράμα της Σουλιώτικης οικογενείας Τζαβέλα με το παιδί τους, που ως έφηβος αναχώρησε για το εξωτερικό και δεν γύρισε ποτέ ξανά. Η αφετηρία της ιστορίας αυτής με το χαμένο μέλος της οικογένειας, ξεκινά πενήντα περίπου χρόνια νωρίτερα, όταν το 1845 επί Όθωνα αποστέλλονται στο Μόναχο μερικά παιδιά επιφανών οικογενειών των Αγώνα με σκοπό να σπουδάσουν. Τα παιδιά αυτά πήγαν με υποτροφία του ελληνικού κράτους. Ανάμεσά τους βρέθηκε και ο γιος του ήρωα της επανάστασης του Κίτσου Τζαβέλα ο Δημήτρης.
Ο νεαρός Σουλιώτης έμεινε για πέντε ολόκληρα χρόνια στο Μόναχο. Όταν επέστρεψε στην Ελλάδα, ο πατέρας του ο Κίτσος, ζήτησε από τον Όθωνα να τον τοποθετήσουν στο Πολεμικό Σχολείο του Πειραιά (Σχολή Ευελπίδων) για να σπουδάσει κι εκεί και να συνεχίσει έτσι τη στρατιωτική παράδοση της οικογένειας των Τζαβελαίων.
Ο Δημήτρης όμως ήταν ζωηρός από τη φύση του και διαρκώς δημιουργούσε προβλήματα μέσα στη Σχολή. Τα πράγματα έγιναν ακόμα πιο δύσκολα, όταν ο πατέρας του έγινε υπουργός των Στρατιωτικών. Τότε ο Δημήτρης, λαμβάνοντας ακόμα περισσότερο θάρρος, έφτασε να φέρεται απρεπώς σε διδάσκοντες και εκπαιδευτές της Σχολής. Το θέμα της ανάρμοστης συμπεριφοράς του έλαβε διαστάσεις και αποφασίστηκε η οριστική αποβολή του από τη Σχολή. Ο Σουλιώτης βρέθηκε να είναι εκτός σχολής και ανεπάγγελτος, χωρίς μάλιστα να δείχνει κάποια ιδιαίτερη κλίση σε κάτι. Ο πατέρας του Κίτσος απογοητευμένος με την πορεία του γιου του, έδωσε προσταγή να μην επιστρέψει ποτέ ξανά στο σπίτι των Τζαβελαίων, παρά μόνο όταν έχει διαπρέψει στα πεδία των μαχών.
Την εποχή εκείνη ξεσπά ο πόλεμος των Γάλλων κατά των Αλγερινών, που φαντάζει στα μάτια του Δημήτρη, ως ευκαιρία υλοποίησης της πατρικής προσταγής. Κατατάσσεται στον γαλλικό στρατό και στέλνεται στο μέτωπο στο Αλγέρι. Ο καιρός περνά και η οικογένεια Τζαβέλα δεν μαθαίνει τίποτα για τον Δημήτρη. Μετά την πάροδο μιας δεκαετίας, η οικογένεια θεωρεί ότι το χαμένο παιδί της βρίσκεται σκοτωμένο σε κάποια από τα πεδία μαχών του Αλγερίου.
Όλα αυτά τα γνωρίζει ο πολυμήχανος Πλατούτσας που καταγράφει παράξενες ομοιότητες του δικού του «Καπετάν Κωνσταντή» με τον Δημήτρη Τζαβέλα! Αποφασίζει λοιπόν να πουλήσει την υποψία του, στην οικογένεια. Προσεγγίζει κάποια μέλη της και τους λέει: «Αυτός ο παράξενος άνδρας που γνώρισα, όταν μιλάω για το Σούλι και τους Τζαβελαίους δακρύζει».
Οι συγγενείς θορυβημένοι από τα λεγόμενα το Πλατούτσα, επισκέπτονται τον κατάστικτο άνδρα, στο ξενοδοχείο της Μασσαλίας όπου διέμενε. Εκεί ανακαλύπτουν την πραγματική του ταυτότητα. Ο μέχρι τότε εμφανιζόμενος «Καπετάν Κωνσταντής» είναι το χαμένο παιδί της οικογένειας Τζαβέλα! Ο Δημήτρης από την επομένη κιόλας ημέρα, μένει στο σπίτι της αδελφής του Πηνελόπης, από όπου ξανασυναντάει την οικογένειά του ύστερα από 42 χρόνια απουσίας!
Διηγούμενος το περιπετειώδες παρελθόν του, είπε ότι αρνείτο να επιστρέψει στην Ελλάδα ως απλός πολίτης, αν δεν δικαίωνε πρώτα το όνομα της οικογενείας του. Η οικογένεια Τζαβέλα κλήθηκε να πληρώσει αρκετά χρήματα στον επιτήδειο Πλατούτσα, για την αποζημίωση λύσης του συμβολαίου που ο Δημήτρης είχε υπογράψει και επιπλέον άλλα χρήματα για τις πληροφορίες που ο Πλατούτσας έδωσε!
Οι εφημερίδες της εποχής απεκάλυψαν ότι μετά το Αλγέρι, ο Δημήτρης περιπλανούμενος σε Κίνα και Ινδία έζησε για καιρό με ανθρώπους, που συνήθιζαν να βάφονται έτσι να είναι δηλαδή κατάστικτοι και θέλησε να γίνεις όμοιος. Εκείνοι πραγματοποιώντας τη θέλησή του, δεν άφησαν ούτε ένα εκατοστό από το σώμα του ελεύθερο. Αργότερα επιβιβάσθηκε σε ένα πλοιάριο με προορισμό την Αγία Πετρούπολη όπου εργάστηκε σε ένα είδος θεατρικής επιχείρησης, όπου εξέθετε «αξιοπερίεργους ανθρώπους» νάνους, σιαμαίους κ.α. που έλκυαν την προσοχή του πλήθους. Η επιχείρηση αυτή έφερε την επωνυμία «Πανόραμα των παραδόξων». Ανάμεσα σε αυτούς, σαν έκθεμα, παρουσιαζόταν και ο Δημήτρης Τζαβέλας, ο απόγονος οικογενείας ενδόξων Σουλιωτών.
Κι ενώ η ιστορία υποτίθεται ότι θα τελείωνε με την επιστροφή του «ασώτου» πίσω στο σπίτι του έλαβε διαφορετική τροπή! Εμφανίστηκε ένας άνδρας που λεγόταν Πρίντεζης, ο οποίος έκανε καταγγελία στον Διευθυντή της Αστυνομίας -το γνωστό σε όλους μας Μπαϊρακτάρη-, ότι όταν κάποτε έμενε στη Βενετία, φιλοξένησε αυτόν τον υποτιθέμενο «Καπετάν Κωνσταντή», ο οποίος του είχε αποκαλύψει ότι μέχρι το 1862 ήταν ο γνωστός Δήμιος ο τρομερός Νταή – Γιώργης. Ο Μπαϊρακτάρης λάμβανε καταθέσεις μαρτύρων αλλά η κοινή γνώμη τον πίεζε αφόρητα να συντομεύει. Τότε κατάφερε να βρει έναν λοχία τον Θανάση Μποχώρη, που την εποχή του Δήμιου, του τρομερού Νταή Γιώργη στο Μπούρτζι, εκτελούσε χρέη βοηθού.
Ο Μποχώρης είδε τον Δημήτρη Τζαβέλα με προσοχή και βεβαίωσε ότι δεν ήταν ο δήμιος του Ναυπλίου. «Ο Δήμιος» είπε ο Μποχώρης «είχε τα τρία δάκτυλα του αριστερού του χεριού κομμένα», πράγμα που δεν συνέβαινε με τον στιγματισμένο άνδρα, τον Δημήτρη Τζαβέλα.
Η περιπετειώδης μυθιστορία του κατάστικτου ανθρώπου αποτέλεσε αντικείμενο συζητήσεων πανελληνίως, ενώ όλες οι εφημερίδες με κύρια την εφημερίδα «Ακρόπολις» δημοσίευαν ανελλιπώς κάθε νέα πληροφορία. Γεγονός αναμφισβήτητο ήταν, ότι όλα είχαν ξεκινήσει από τον παράξενο τύπο του πειραϊκού λιμανιού, τον μόνιμο θαμώνα του Ρολογιού, τον Κωνσταντίνο Πλατούτσα!
Το καφενείο του Ωρολογίου δικαίωνε για μια φορά ακόμα την πολύχρονη φήμη του, που ήθελε να είναι το στέκι εκείνο, όπου οι ευκαιρίες παρουσιάζονταν με τα πλοία της γραμμής…
του Στέφανου Μίλεση
Πληροφοριακά στοιχεία ελήφθησαν:
από το διήγημα του λογοτέχνη Στέφανου Δάφνη με τίτλο “Ο αινιγματώδης Σουλιώτης”,
από την εφημερίδα “Ακρόπολις” του έτους 1892,
από το άρθρο του Τάσου Κοντογιαννίδη στην εφημερίδα “Real News”,
από την ανάρτηση στη “Μηχανή του Χρόνου” με τίτλο “Ο άσωτος γιος του οπλαρχηγού Κίτσου Τζαβέλλα, με ολόσωμο τατουάζ το 1893”,
http://pireorama.blogspot.gr/