Ο Φρανκενστάιν στοιχειώνει ακόμη την επιστήμη και την τεχνολογία

Μια σημαδιακή επέτειο «γιορτάζουν» το 2018 -θέλοντας και μη- η επιστήμη και η τεχνολογία. Συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την έκδοση του βιβλίου-ορόσημου «Φρανκενστάιν ή ο σύγχρονος Προμηθέας» της βρετανίδας συγγραφέως Μαίρης Σέλεϊ.
Όταν ο δημιουργός αδιαφόρησε για το δημιούργημά του και το κακομεταχειρίστηκε, αυτό στράφηκε εκδικητικά εναντίον του «πατέρα» του, των φίλων και της οικογένειας του δημιουργού του, αρχίζοντας να κάνει διαδοχικούς φόνους

Ένα μυθιστόρημα που -ιδίως μετά την καταστροφή της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι από τις ατομικές βόμβες, το 1945- συνοψίζει τους χειρότερους φόβους μας για τους κινδύνους τους οποίους εγκυμονούν η έρευνα και ο πειραματισμός σε αχαρτογράφητα νερά. Φόβοι που εντείνονται μάλλον παρά καθησυχάζονται όσο περνάνε τα χρόνια και η Σίλικον Βάλεϊ -και κάθε άλλο ερευνητικό εργαστήριο ανά τον κόσμο- βγάζει νέους άσους από το μανίκι του.

Ολοένα αυξάνονται όχι μόνο οι παραδοσιακά τεχνοφοβικοί, αλλά γενικότερα όσοι -καλώς ή κακώς- ανησυχούν ότι οι επιστήμονες δεν έχουν ούτε την ικανότητα να προβλέψουν τις συνέπειες των πειραμάτων και των εφευρέσεών τους, ούτε την αναγκαία ενσυναίσθηση ώστε να νοιαστούν πραγματικά για τις επιπτώσεις των ανακαλύψεων πάνω στους ανθρώπους.

Έπειτα από δύο αιώνες, η ευφάνταστη ιστορία του δημιουργήματος που στρέφεται ενάντια στο δημιουργό του αποδείχθηκε όχι μόνο ότι έχει ανθεκτική γοητεία στη λαϊκή φαντασία και στην τέχνη, έχοντας εμπνεύσει πάμπολλες κινηματογραφικές και θεατρικές διασκευές, αλλά συνεχίζει επίσης να «στοιχειώνει» τους ίδιους τους επιστήμονες και τους μηχανικούς. Για το ευρύ κοινό, ο επιστήμονας είναι ένα πλάσμα που έχει την τάση να το «παίξει θεός» και να δημιουργήσει ανεξέλεγκτα τέρατα, θέτοντας με την «ύβριν» του σε κίνδυνο την κοινωνία, αν όχι όλη την ανθρωπότητα.

Κάθε φορά που αναδύεται μια νέα τεχνολογία -ατομική/πυρηνική ενέργεια, εξωσωματική γονιμοποίηση, μεταμοσχεύσεις οργάνων ζώων σε ανθρώπους, βιοτεχνολογία/γενετική, νανοτεχνολογία, ρομποτική, τεχνητή νοημοσύνη κ.ά.-, το όνομα «Φρανκενστάιν» έρχεται να τη συνοδέψει. Πολύς κόσμος έχει σύγχυση και δεν γνωρίζει καν ότι δεν ήταν ένας τρελός επιστήμονας που δημιούργησε κάποιον τερατώδη Φρανκενστάιν, αλλά ότι έτσι ακριβώς ονομαζόταν ο επιστήμονας που φαντάστηκε η Σέλεϊ, ενώ το δημιούργημά του ήταν ανώνυμο.

Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις πιο πρόσφατες αναλύσεις των ιστορικών και φιλοσόφων της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπως ο Λάνγκτον Γουίνερ και ο Χενκ βαν ντεν Μπελτ, το τρομερό παράπτωμα του Βίκτορ Φρανκενστάιν δεν ήταν τόσο ότι έδωσε ψυχή στην άψυχη ύλη, αλλά ότι μετά παράτησε το πλάσμα έκθετο στην τύχη του, χωρίς να το φροντίσει γι’ αυτό και να αναλάβει την ευθύνη του.

Μερικοί επιστήμονες δηλώνουν ανοιχτά οπαδοί του Φρανκενστάιν, όπως ο αμερικανός νομπελίστας και «πατέρας» του μορίου του DNA Τζέημς Ουότσον, ο οποίος έχει πει την περίφημη φράση: «Αν οι επιστήμονες δεν το παίξουν θεοί, ποιος άλλος θα τον παίξει;»

Ίσως ο πιο αντιπροσωπευτικός σύγχρονος «θεός», ο αμερικανός πρωτοπόρος της γενετικής και της συνθετικής βιολογίας Γκρεγκ Βέντερ, ο οποίος κατ’ επανάληψη έχει αποκληθεί «Φρανκενστάιν» από τους επικριτές του, δηλώνει εραστής της ιστορίας της Σέλεϊ. Όπως έχει πει, «με αυτό το ένα βιβλίο είχε μεγαλύτερη επιρροή από τους περισσότερους συγγραφείς στην ιστορία. Προφανώς βέβαια δεν “αγοράζω”το φόβο που γεννά το βιβλίο. Ο μύθος του Φρανκενστάιν συντηρείται, επειδή είναι εύκολο να πουλήσεις το φόβο. Οι περισσότεροι άνθρωποι φοβούνται αυτό που δεν καταλαβαίνουν. Ο φόβος όμως θα κάνει μεγαλύτερη ζημιά στην ανθρωπότητα από τα πράγματα που φοβάται».

Το βασικό ζητούμενο δεν είναι να σταματήσουν οι καινοτομίες, οι νέες ανακαλύψεις και οι πειραματισμοί (ακόμη και οι ριψοκίνδυνοι), αλλά οι ερευνητές να μην το παίζουν «Πόντιοι Πιλάτοι», να μην εργάζονται μυστικά χωρίς καμία συμβουλή από άλλους, να είναι ανοιχτοί απέναντι στις ανησυχίες του κοινού και πρόθυμοι να αναλάβουν τις ατομικές και κοινωνικές ευθύνες τους γι’ αυτά που δημιουργούν συνεχώς, βοηθώντας έτσι πολιτικούς και πολίτες να θέσουν ένα πλαίσιο «υπεύθυνης καινοτομίας». Όπως τους κάλεσε και ο γάλλος φιλόσοφος και ανθρωπολόγος της επιστήμης Μπρουνό Λατούρ, «να αγαπάτε τα τέρατά σας».

Το βιβλίο και οι επιρροές του

Το βιβλίο της Μαίρης Γουόλστονκραφτ Γκόντγοιυν, αρχικά ερωμένης και μετέπειτα συζύγου του ρομαντικού ποιητή Πέρσι Σέλεϊ, εκδόθηκε ανώνυμα το 1818. Η κεντρική ιδέα είχε συλληφθεί το καλοκαίρι του 1816 σε μια βίλα κοντά στη λίμνη της Γενεύης, όπου η συγγραφέας έμεινε για μερικούς μήνες μαζί με εκλεκτή παρέα, μεταξύ των οποίων ο λόρδος Βύρων. Ήταν η «χρονιά χωρίς καλοκαίρι», όπως έμεινε στην ιστορία, επειδή, μετά την ισχυρότατη έκρηξη του ηφαιστείου Ταμπόρα στην Ινδονησία, οι ουρανοί είχαν σκοτεινιάσει από την τέφρα που είχε φθάσει στην άλλη άκρη της Γης. Ο λόρδος Βύρων, που ως συνήθως βαριόταν, είχε τη φαεινή ιδέα κάθε μέλος της παρέας να γράψει μια ιστορία για φαντάσματα. Τότε ακριβώς η Σέλεϊ ξεκίνησε την ιστορία του Φρανκενστάιν, που θα την ολοκλήρωνε αργότερα και θα την εξέδιδε μετά από 18 μήνες, με αυνπόγραφη εισαγωγή του Πέρσι Σέλεϊ και με αφιέρωση στον πατέρα της Ουίλιαμ Γκόντγουιν.

 Η 18χρονη ανύπαντρη και ερωτευμένη Σέλεϊ ήταν κόρη της πρωτοπόρας φεμινίστριας Μαίρης Γουόλστονκραφτ και του ριζοσπαστικού πολιτικού φιλόσοφου Ουίλιαμ Γκόντγουιν. Η νεαρή κοπέλα εγκατέλειψε το πατρικό της και ο Σέλεϊ τη γυναίκα του για να ζήσουν τον έρωτά τους. Ζώντας και η ίδια, όπως οι γονείς της, μια αντισυμβατική για την εποχή της ζωή, το 1815 είχε ήδη αποβάλει ένα παιδί που είχε συλλάβει με τον άθεο και ακόμη παντρεμένο με άλλη γυναίκα Πέρσι Σέλεϊ.

 

Αλλά είχε γράψει στο ημερολόγιό της ότι πάντα ονειρευόταν πως το χαμένο μωρό της με κάποιο μαγικό τρόπο θα επέστρεφε στη ζωή. Μέχρι να τελειώσει το μυθιστόρημά της, που έκανε αμέσως αίσθηση μόλις κυκλοφόρησε (πολλοί νόμιζαν ότι συγγραφέας ήταν ο Πέρσι Σέλεϊ), η Σέλεϊ είχε γεννήσει ένα παιδί και ήταν έγκυος σε ένα ακόμη. Οι πηγές έμπνευσης ήσαν ποικίλες για τη μελετηρή νέα. Είχε επηρεαστεί από όσα είχε διαβάσει για τις ανατομικές και άλλες ιατρικές εξελίξεις της εποχής, καθώς και για τα πρώτα πειράματα με ηλεκτρισμό σε ζώα, ιδίως του Λουίτζι Γκαλβάνι με βατράχους το 1790.

Ο Σέλεϊ είχε μυήσει την ερωμένη του στο «γαλβανισμό», ενώ η Σέλεϊ είχε επίσης εξοικειωθεί με τη σχετική επιστημονική φιλολογία από τον πατέρα της που είχε φιλίες με επιστήμονες πρωτοπόρους της ηλεκτροχημείας (όπως οι Χάμφρεϊ Ντέιβι και ο Ουίλιαμ Νίκολσον), αλλά και από το γιατρό δρα Πολιντόρι του Βύρωνα, ο οποίος την ενημέρωσε για τα πειράματα του Έρασμους Ντάργουιν, παππού του Δαρβίνου, πάνω στην αυθόρμητη γέννηση. Η Σέλεϊ ήταν ενήμερη επίσης για τις προσπάθειες, το 1803, του Τζιοβάνι Αλντίνι, ανιψιού του Γκαλβάνι, να διαπεράσει με ηλεκτρικό ρεύμα κεφάλια αποκεφαλισμένων εγκληματιών, σε μια προσπάθεια να τα ξαναζωντανέψει. Αλλά και ο ίδιος ο Βύρων, ο οποίος, προτού βρεθεί στην επαναστημένη Ελλάδα, είχε εγκαταλείψει το παιδί του στην Αγγλία και είχε ακολουθήσει τα ρομαντικά πάθη του, αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τη Σέλεϊ.

Κάπως έτσι, στο μυθιστόρημα, ο φοιτητής Βίκτορ Φρανκενστάιν του βαυαρικού πανεπιστημίου του Ίνγκολσταντ, έχοντας αγαθές προθέσεις και θέλοντας να νικήσει τις θανατηφόριες αρρώστιες, πήρε διάφορα μέρη πτωμάτων, έφτιαξε από αυτά ένα ανθρωπόμρφο αλλά κακάσχημο πλάσμα και -μέσω ηλεκτρισμού- του ενεφύσησε ζωή και ομιλία. Όταν όμως στη συνέχεια ο δημιουργός, αηδιασμένος και τρομοκρατημένος από το δημιούργημά του, αδιαφόρησε για το πλάσμα και το κακομεταχειρίστηκε, αυτό -με τρόπο απόλυτα προβλέψιμο από την κατοπινή ψυχανάλυση- στράφηκε εκδικητικά εναντίον του «πατέρα» του, των φίλων και της οικογένειας του δημιουργού του, αρχίζοντας να κάνει διαδοχικούς φόνους. Στο τέλος, το πληγωμένο και φονικό πια ανώνυμο πλάσμα εξαφανίζεται στην ερημιά.

Όταν το έργο πρωτοπαίχτηκε σε θέατρο του Λονδίνου, το 1823, δίπλα από το όνομα του τέρατος υπήρχε απλώς μια παύλα («-»). Και, όταν, το 1826, η Σέλεϊ εξέδωσε το επόμενο μυθιστόρημά της φαντασίας «Ο τελευταίος άνθρωπος», που διαδραματίζεται τον 21ο αιώνα και μάλιστα σε μεγάλο βαθμό στην Ελλάδα, μιλώντας για το δράμα ενός ανθρώπου που μόνος αυτός έχει σωθεί μετά από μια τρομερή αρρώστια, το έργο πέρασε μάλλον απαρατήρητο.

Ο βηματοδότης και η τεχνητή νοσημοσύνη

Η επιρροή του «Φρανκεστάιν» όλα αυτά τα χρόνια ήταν καταλυτική – όχι πάντα προκαλώντας φόβο. Για παράδειγμα, το 1932 ο οκτάχρονος Ερλ Μπέικεν είδε τη διάσημη ταινία «Φρανκενστάιν» με πρωταγωνιστή τον Μπόρις Καρλόφ στο ρόλο του πλάσματος (ίσως την καλύτερη μέχρι σήμερα) και από τότε του μπήκε στο μυαλό να αξιοποιήσει τον ηλεκτρισμό στην ιατρική. Όταν μεγάλωσε, ίδρυσε την εταιρεία Mεdtronic και υπήρξε ο δημιουργός του πρώτου ηλεκτρικού βηματοδότη καρδιάς με τρανζίστορ.

Από την άλλη, μια ομάδα φιλοσόφων και επιστημόνων σήμερα, όπως ο Νικ Μπόστρομ του Ινστιτούτου για το Μέλλον της Ανθρωπότητας του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης, οι ερευνητές του Κέντρου για τη Μελέτη του Υπαρξιακού Κινδύνου του Πανεπιστημίου Κέιμπριτζ, ο Μαξ Τέγκμαρκ και οι συνεργάτες του στο Ινστιτούτο για το Μέλλον της Ζωής του Πανεπιστημίου ΜΙΤ, βλέπουν στον Φρανκεστάιν μια αλληγορία-καμπανάκι για τους κινδύνους που απειλούν μελλοντικά την ύπαρξη της ανθρωπότητας.

Για αρκετούς, η τεχνητή νοημοσύνη είναι ο υπ’ αριθμόν ένα κίνδυνος, καθώς κάποια μέρα θα αποκτήσει υπερανθρώπινες ικανότητες. Για κάποιους, είναι μια πτώση αστεροειδούς, η βιοτεχνολογία ή η νανοτεχνολογία.

Άλλοι πάλι, όπως ο διακεκριμένος ψυχολόγος Στίβεν Πίνκερ του πανεπιστημίου Χάρβαρντ, ο οποίος μόλις έγραψε το νέο βιβλίο του «Διαφωτισμός Τώρα», όπου δηλώνει αισιόδοξος για την πρόοδο της επιστήμης και του ορθολογισμού, προειδοποιεί ότι «οι φαντασιώσεις περί Φρανκενστάιν» και φανταστικών υπαρξιακών ιοκινδύνων τελικά μπορεί να κάνουν περισσότερο κακό, απομακρύνοντας την προσοχή της ανθρωπότητας από την επίλυση πιο άμεσων και ρεαλιστικών απειλών, όπως η κλιματική αλλαγή, η τρομοκρατία ή ένας πυρηνικός πόλεμος.

in.gr με πληροφορίες από ΑΠΕ – ΜΠΕ


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading