Τι θα ήταν η ζωή μας χωρίς τα καλοκαίρια ? Ένα
ατέλειωτο μαρτύριο ! Τι θα ήταν όμως και τα καλοκαίρια, χωρίς τη θάλασσα και το
γαλάζιο Ελληνικό ουρανό ? Άχρωμα, πληκτικά κι αδιάφορα ! Το καλοκαιράκι στα μέρη
μας, δεν τελειώνει τον Αύγουστο… μη σας ξεγελάει το βοριαδάκι κι η συννεφιά.
Το καλοκαιράκι εδώ κρατάει ολόκληρο το Σεπτέμβρη κι ενίοτε, παίρνει μέρες κι
απ’ τον Οκτώβρη. Η έκθεση στην αλμυρή άμμο και στον καυτό ήλιο παρατείνεται…
και οι άδειες επίσης. Η πιο “μισητή ευχή” (…αν και οξύμωρο) στην
Ελλάδα, είναι να πεις “Καλό χειμώνα” μέσα στο Σεπτέμβρη. Καλύτερα να
την αφήσεις για τα Χριστούγεννα. Σε έναν τέτοιο τόπο, λοιπόν, δεν θα ήταν
δυνατόν ο κινηματογράφος να μην ασχοληθεί με τις περιπέτειες, τα ειδύλλια, αλλά
ακόμα και τις παρεξηγήσεις ή τα απρόοπτα, που συμβαίνουν εν μέσω θέρους, σε
κοσμικές ή ερημικές παραλίες, στα φιλόξενα Ελληνικά νησιά και στις παράκτιες
περιοχές. Κάτι ο φτωχός προϋπολογισμός και ο πρωτόγονος εξοπλισμός, κάτι η
εθνική υπερηφάνεια, αλλά και η καπατσοσύνη πολλών παραγωγών και
κινηματογραφιστών -με προεξάρχοντα τον Φίνο- το Ελληνικό σινεμά βρίσκει σωτήρια
διέξοδο στα εξωτερικά γυρίσματα…
ελληνικό φιλμ το 1927, στη βουβή ταινία του
Δημήτρη Γαζιάδη “Έρως και κύματα”, με πρωταγωνιστή το μεγάλο ηθοποιό του θεάτρου Νίκο Δενδραμή, στο ρόλο ενός πλούσιου Αθηναίου καρδιοκατακτητή, που περνά τις διακοπές του σ’ ένα νησί του Αργοσαρωνικού κι ερωτεύεται μια όμορφη, αλλά κι αρραβωνιασμένη μ’
έναν φτωχό ψαρά, νησιοτοπούλα, την οποία υποδύεται η Μιράντα Θεοχάρη (…μετέπειτα Μυράτ). Ακολουθεί η μεταφορά στον επίσης βουβό ακόμα κινηματογράφο, του βουκολικού μυθιστορήματος του Λόγγου “Δάφνις και Χλόη” από τον Ορέστη Λάσκο, το 1931. Τα δυο παιδιά πλατσουρίζουν σε μια “γραφική ακρογιαλιά της Λέσβου”, όπως μας πληροφορούν οι υπότιτλοι κι ο Δάφνης (Απόλλων Μαρσύας) γράφει τ’ όνομα της Χλόης (Λούση Ματλή) στην αμμουδιά…
Ωστόσο, την πρωτιά στην εμφάνιση των πρωταγωνιστών -και κυρίως των πρωταγωνιστριών- με μαγιό και σε πλάνο μεγαλύτερης διάρκειας, κατέχει μια ταινία “ομιλούσα”, του έτερου αδελφού Γαζιάδη (… του Μιχαήλ), με συνσκηνοθέτη τον Γιάννη Φιλλίπου και σεναριογράφο τον Δημήτρη Γιαννουκάκη, η ανάλαφρη κομεντί “Διαγωγή μηδέν” (1949)…
Στην ταινία παρακολουθούμε τις αταξίες των μαθητριών του γυμνασίου θηλαίων στο παραθαλάσσιο χωριό Κοντοκάλι και
ιδιαίτερα της ζωηρής κι όμορφης Μπήλιως Φουντούκα (Έλλης Λαμπέτη), κόρης του
προέδρου του χωριού (Σπύρου Πατρίκιου) που γοητεύει με τη δροσιά και τα νιάτα της
τον δάσκαλό της (Ντίνο Ηλιόπουλο), ενώ έχει δεσμό μ’ έναν νεαρό ψαρά (Λάμπρο
Κωνσταντάρα). Το σκάνδαλο δεν αργεί να ξεσπάσει και ο καθηγητής εκδιώκεται
κακήν κακώς από το χωριό. Θα επιστρέψει όμως, μεταμφιεσμένος, στη θέση της
αδερφής του, που διορίζεται -ως αντικαταστάτριά του- δασκάλα στο χωριό, για να
ολοκληρώσει το σχέδιο της πολιορκίας του και να κλέψει τη Μπήλιω, δια θαλάσσης, καθώς η απόπειρα της απαγωγής θα γίνει μια ηλιόλουστη μέρα, που όλα τα
γυμνασιοκόριτσα θα πάνε για μπάνιο, υπό την επίβλεψη της κυρίας Μελπομένης, διευθύντριας του σχολείου (…την υποδύεται η Λέλα Πατρικίου). Η συνέχεια
(…και το ευτυχές τέλος) επί της οθόνης …
ταινιών, έχουν σαν φόντο το φυσικό σκηνικό των ακρογιαλιών. Οι ευρηματικοί σεναριογράφοι, όπως ο Σακελλάριος, ο Τζαβέλας ή ακόμα κι ο Δαλιανίδης, φρόντιζαν ώστε να περιλαμβάνεται στην πλοκή τους, μια εκδρομή ή ένα ταξίδι, που πάντα δίνει μια ευχάριστη νότα ξεγνοιασιάς κι ανεμελιάς, τόσο στους συντελεστές, όσο και στους θεατές ή να τοποθετούν τη δράση της ταινίας, στο φυσικό περιβάλλον ενός νησιού, κάνοντας έτσι γνωστές τις ομορφιές του σε ντόπιους και ξένους και το κυριότερο, μεταδίδοντας την τάση για φυγή από την καθημερινότητα σε όλους. Ο Έλληνας δειλά δειλά, μαθαίνει να βγαίνει απ’ το σπίτι του, με οποιοδήποτε μέσο και να επιλέγει όλο και πιο μακρινούς προορισμούς, για αναψυχή. Με το λεωφορείο της γραμμής ή με ανοιχτά και μοντέρνα αυτοκίνητα, με τζιπ και “σαραβαλάκια” ή ακόμα και με μοτοσακό και ποδήλατα, κανείς δε χάνει την ευκαιρία να εκμεταλλευτεί την αργία της Κυριακής και ν’ απολαύσει τη δροσιά
της θάλασσας. Στη δεκαετία του 50, μια δεκαετία που χαρακτηρίζεται από μια γενική προσπάθεια κατάκτησης ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου, την τιμητική τους έχουν οι παραλίες εντός των τειχών του Λεκανοπεδίου της Αττικής…
(…υπεραστικό, απ’ όσο καταλαβαίνουμε απ’ το σημείο αφετηρίας, που βρισκόταν
στην πλατεία Αιγύπτου, απέναντι απ’ το Πεδίον του Άρεως) επιβιβάζονται με
στρατιωτική πειθαρχία οι κόρες -τέσσερις τον αριθμό, παρακαλώ και μεγαλωμένες
με αυστηρές και συντηρητικές αρχές- του απόστρατου αξιωματικού Χαρίλαου Μπάρδα (Ορέστη
Μακρή), ο οποίος θέλει μεν να της παντρέψει, αλλά όχι και να τις δώσει
“σαν πεπόνια με τη βούλα”. Έτσι λοιπόν, παρόλο που θα βρεθούν σε μια
ερημική παραλία, στήνεται ολόκληρη επιχείρηση, για να μπορέσουν να αλλάξουν και
να φορέσουν τα μαγιό τους (…ολόσωμα και πανομοιότυπα, εννοείται), υπό την
επίβλεψη, πάντα, της μητέρας τους Ευτέρπης (Ελένης Ζαφειρίου) που φυσικά, δεν
συμμετέχει στην κολύμβηση, αλλά παρατηρεί τα καθέκαστα απ’ την αμμουδιά, πλάι
στο σύντροφό της…
απ’ το Σικάγο” (Γεωργία Βασιλειάδου), που ως “καταλύτης” δίνει
άλλωστε και τον τίτλο της ταινίας που γύρισε ο Αλέκος Σακελλάριος στη “Finos
Film” το 1956. Οι κοπέλες παντρεύονται τάχιστα μια μια, με το θαυματουργό
και αλάνθαστο κανάτι, αλλά όχι μόνο. Θα επιστρατευθεί και το rock ‘n roll και
το ουίσκι και τα ben mixed, τα “ανακατωμένα” μπάνια στην πλαζ της
Βάρκιζας…
“σομπρεροφορούσα”, ντυμένη μέχρι τα μπούνια και καθισμένη κάτω από
μια ομπρέλα θαλάσσης, να ψαρεύει υποψήφιους γαμπρούς για την ανιψιά, με το
κόλπο της αναζήτησης φωτιάς για το τσιγάρο της, από τους γύρω λουόμενους. Μετά
από ένα σύντομο ξεσκαρτάρισμα κι ένα βουνό σβησμένες γόπες, ο κατάλληλος
(Δημήτρης Παπαμιχαήλ) βρίσκεται και το σχέδιο …”βοήθεια πνίγομαι”,
τίθεται σε εφαρμογή. Πάντως, για την ιστορία, παρόλο που ο άνθρωπος πήγε στο
σπίτι τους οικιοθελώς, το κανάτι δεν το γλίτωσε !
Καλαμάκι αυτή τη φορά, ανάμεσα σε περίεργους επιβάτες, θα βρεθεί και η νεαρή
πωλήτρια Μίνα (Έλλη Λαμπέτη), προκειμένου να απολαύσει το μπάνιο της, στην
ταινία “Κυριακάτικο ξύπνημα” (1954), του Μιχάλη Κακογιάννη…
Η κάμερα του πρόσφατα χαμένου μεγάλου σκηνοθέτη, που
ακολουθεί το βλέμμα της μέσα απ’ τα μισάνοιχτα παράθυρα του λεωφορείου, μας
προσφέρει μοναδικά πλάνα της διαδρομής, από το Ζάππειο ως το Φάληρο και την παραλία του Φλοίσβου …
Στα ενσταντανέ που ακολουθούν, παρατηρεί κανείς ακόμα και το Λυκαβηττό, που διακρίνεται στο βάθος της σχεδόν άδειας λεωφόρου Συγγρού, όπου τις Κυριακές, τα μόνα διερχόμενα οχήματα μοιάζει να ήταν εκείνα που μετέφεραν λουόμενους, στοιβαγμένους ακόμα και σε φορτηγά…
μας θα προτιμήσει μια πιο ήσυχη κι απομονωμένη ακρογιαλιά και θα κατέβει στο
ερημικό… Καβούρι!!!
τα πράγματά της, μαζί κι ένα λαχείο με τον αριθμό της γεννήσεώς της, που είχε
στην τσάντα της. Για καλή της τύχη, θα προσφερθεί να την γυρίσει στο σπίτι της
με το αυτοκίνητό του, ένας ευγενέστατος δικηγόρος (Γιώργος Παππάς), ο οποίος θα
την βοηθήσει κι αργότερα, όταν το λαχείο θα κερδίσει τον “πρώτο αριθμό”
κι η νεαρή “βιοπαλαίστρια” θα θελήσει να διεκδικήσει δικαστικά τα
κέρδη του λαχείου, που στο μεταξύ έχει βρεθεί στην κατοχή του πτωχού
τροβαδούρου Αλέξη (Δημήτρη Χόρν)…
Ακόμα μια ταινία, που το Κυριακάτικο μπάνιο στο Καβούρι θα βγει ξινό
στους πρωταγωνιστές της, είναι και “Το Σωφεράκι” (1953), του Γιώργου
Τζαβέλλα. Η αιτία δεν είν’ άλλη απ’ το πεισματάρικο σαραβαλάκι του
μεροκαματιάρη ταξιτζή Βάγγου (Μίμη Φωτόπουλου), που θα βάλει σε περιπέτειες τον
ίδιο, την αγαπημένη του Λέλα (Σμαρούλα Γιούλη) και τη φίλη της την Κική (Έλσα
Ρίζου), που της “κάνει πλάτες” για να πάρει “άδεια εξόδου”
από την αυστηρή μαμά της (Λέλα Πατρικίου). Το παλαιό όχημα, που παίρνει μπρος
με μανιβέλα κι ανά τακτά διαστήματα “ζητάει” το λουκουμάκι του, θα
τις γυρίσει στο σπίτι σώες κι αβλαβείς μεν, αλλά “στις δώδεκα τα
μεσάνυχτα, νταν”, με αποτέλεσμα ν’ ακούσουν τα σχολιανά τους…
λέει ο λαός κι έχει δίκιο. Και γιατρός να είναι ο μπαμπάς σου, που λέει ο
λόγος, άμα δεν υπάρχει χρήμα, καταλήγεις στη Λεστινίτσα, που κοιμούνται με τις
κότες και η μόνη τους διασκέδαση, είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις για τσάι
και οι εβδομαδιαίες εξορμήσεις για μπάνιο. Μια τέτοια εξόρμηση, θα σταθεί
αφορμή για να σμίξουν δυο ερωτευμένοι (Ξ. Καλογεροπούλου και Δημήτρης
Παπαμιχαήλ) και να μονιάσουν, οι άσπονδοι εχθροί γονείς τους, η
μαμή-ξεματιάστρα (Γ. Βασιλειάδου) μάνα του δεύτερου κι ο γιατρός (Ορέστης
Μακρής) πατέρας της πρώτης, στο φινάλε της ταινίας “Η Κυρά μας η
Μαμή” (1958) του Αλέκου Σακελλάριου…
δούμε με μαγιό και την επόμενη χρονιά… και μάλιστα, σε δυο ταινίες. Στο
“Λαός και Κολωνάκι” του Γιάννη Δαλιανίδη είναι η Έλλη, η αδερφή του
φτωχού και καλόκαρδου Κώστα (Χατζηχρήστου), που διατηρεί το γαλακτοπωλείο του
μετά κόπων και βασάνων, καθώς τον έχει ταράξει στο φέσι όλη η καλή κοινωνία του
Κολωνακίου, μεταξύ των οποίων και η αγαπημένη του “φρεγάδα”, Ντέντη
(Ρίκα Διαλυνά), που βάζει υποψηφιότητα στα καλλιστεία, με την ελπίδα να
ξελασπώσει οικονομικά την ξεπεσμένη οικογένειά της. Η φωτογράφηση με μαγιό, θα
γίνει στην πλαζ της Βάρκιζας, την ίδια μέρα που θα βρεθεί εκεί για μπάνιο και
το ερωτευμένο ζευγαράκι, η Έλλη κι ο Πέτρος (Κώστας Κακαβάς)…
Αθήνα”, ένα από τα πρώτα ελληνικά μιούζικαλ, παρτενέρ της θα είναι ο Νίκος
Κούρκουλος, ένας εκ των τριών φίλων (…οι άλλοι δυο είναι ο Ντίνος Ηλιόπουλος
και ο Γιώργος Οικονομίδης) που θα προσλάβει ο βιομήχανος πατέρας της (Βασίλης
Αυλωνίτης) για να την μεταπείσουν να φύγει για το Θιβέτ, με μια ομάδα
εξερευνητών. Ο στόχος θα επιτευχθεί, αφού η στριφνή και κακομαθημένη Ξένια
ερωτεύεται το νεαρό Μίμη κι αποφασίζει ν’ αλλάξει τα σχέδιά της. Η εξομολόγηση
θα γίνει μια φεγγαρόλουστη βραδιά, στη Βουλιαγμένη !
Λίγα χιλιόμετρα πιο πέρα – στο Λαγονήσι, συγκεκριμένα – και τέσσερα
χρόνια αργότερα, θα ξαναδούμε την Ξένια Καλογεροπούλου να βουτά στα καταγάλανα
νερά του Σαρωνικού, όπου εκεί θα συναντήσει το Γιώργο (Χρήστο Νέγκα) να ρίχνει
άγκυρα στη μαρίνα των πολυτελών ξενοδοχειακών εγκαταστάσεων. Μη γνωρίζοντας πως
πρόκειται για το φτωχό υπάλληλο της Ευτέρπης Πάπας (Δέσπως Διαμαντίδου), θα
επιδιώξει να έρθει σ’ επαφή μαζί του, ακολουθώντας την προτροπή του πατέρα της
(Λάμπρου Κωνσταντάρα), χρεοκοπημένου κοσμοπολίτη, που πιστεύει ότι η μόνη του
σωτηρία είναι ένας πλούσιος γαμπρός για την κόρη του. Τ’ αποκαλυπτήρια δεν θ’
αργήσουν να γίνουν, ωστόσο η ταινία (…δεν είπαμε πως πρόκειται για το “Ο
μπαμπάς μου κι εγώ” του Ερρίκου Θαλασσινού) μας επιφυλάσσει, ως συνήθως,
ένα ευτυχές τέλος, το οποίο βάζει η ζάμπλουτη κυρία Πάπας κι ο γάμος της με τον
παλιό της έρωτα, που δεν είναι άλλος από τον καρδιοκατακτητή “μπαμπά”
(Κωνσταντάρα) !
η κόρη του υπουργού Ανδρέα Μαυρογιαλούρου (Λάμπρου Κωνσταντάρα) με την παρέα
της, σε μια σύντομη σκηνή της εξαιρετικής και διαχρονικής ταινίας του Αλέκου
Σακελλάριου “Υπάρχει και φιλότιμο” (1965), απ’ όπου και το κάτωθι
χαρούμενο τραγουδάκι…
δημοφιλέστερη επιλογή των πλουσίων για ολιγοήμερες διακοπές ή μονοήμερες
εκδρομές, το Καβούρι, η Βουλιαγμένη κι η πλαζ της Βάρκιζας, όπως είδαμε μέχρι
στιγμής, είναι ο ιδανικότερος προορισμός για τους σκληρά εργαζόμενους, στην
αργία της Κυριακής, δεδομένου ότι το πενθήμερο καθιερώθηκε πολύ αργότερα. Κάποιοι,
μάλιστα, συνεχίζουν να εργάζονται σκληρά, ακόμα και στο ρεπό τους…
“Μουσίτσα” μας, η Αλίκη (Βουγιουκλάκη) στην ταινία του Γιάννη
Δαλιανίδη. Άρτι προσληφθείσα ως κοσμικογράφος στην εφημερίδα “Εσπερινά
Νέα”, μετά απ’ την αποτυχία στην πρώτη της κιόλας αποστολή, να συναντήσει
στο αεροδρόμιο έναν ατομικό επιστήμονα και να του πάρει συνέντευξη, αποφασίζει
να παραδώσει στον αρχισυντάκτη της (Τάκη Χριστοφορίδη) ένα ψεύτικο ρεπορτάζ,
για να μη χάσει τη δουλειά της. Έλα, όμως, που “ο μεγάλος Έλλην ατομικός
επιστήμων, εματαίωσεν το ταξίδιόν του εις την Ελλάδαν, λόγω απροόπτου
ασθενείας” !! Για να καλύψει τη γκάφα της, επιμένει ότι ο επιστήμων ήρθε
με άλλο αεροπλάνο και τον είδε μόνο εκείνη. Οργανώνει, μάλιστα, μια συνέντευξη
τύπου, όπου παρουσιάζει στη θέση του τον δασκαλεμένο ανάλογα, σπιτονοικοκύρη της
(Κούλη Στολίγκα). Ξαναέλα, όμως, που ο επιστήμων Φίλων Νικολαΐδης (Σταύρος
Ιατρίδης) εν τέλει έρχεται !! Η μόνη λύση, μοιάζει πια να είναι η… απαγωγή
και η απόκρυψή του απ’ τους δημοσιογράφους, καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής
του στην Αθήνα. Την πλεκτάνη θα ξεσκεπάσει ο αγαπημένος της Αλίκης (Ανδρέας
Μπάρκουλης), που τυγχάνει επίσης κοσμικογράφος, αλλά σε αντίπαλη εφημερίδα, όταν καταφθάνει στην παραλία του Λαιμού της Βουλιαγμένης,
όπου η Αλίκη κι η παρέα της, μαζί κι ο επιστήμων, απολαμβάνουν το μπάνιο τους.
Για την ακρίβεια, δεν το απολαμβάνουν όλοι, καθώς οι δυο Νικολαΐδηδες, που στο
μεταξύ έχουν γίνει φίλοι, δεν ξέρουν κολύμπι κι ο ένας προσπαθεί να μάθει τον
άλλο… στη στεριά !
και στην ταινία “Εκατό Χιλιάδες Λίρες” (1948), σε σενάριο Νίκου
Τσιφόρου. Ο σκηνοθέτης της ταινίας Αλέκος Λειβαδίτης, είναι ο μαθητευόμενος κι
επίδοξος κολυμβητής κι ο συνεταίρος του (Γιώργος Δαμασιώτης) εκείνος που θα
επιχειρήσει να τον βοηθήσει απ’ τη στεριά, διαβάζοντάς του τη “μέθοδο
κολύμβησης άνευ διδασκάλου”, ενώ παράλληλα τον έχει δεμένο με καραβόσκοινο
για να μην πνιγεί. Κι όλα αυτά, για να μη χάσουν την πλούσια νύφη (Καίτη
Πάνου), ελληνοαμερικανίδα κληρονόμο των εκατό χιλιάδων λιρών, που της αρέσουν
οι εκδρομές και τα μπάνια στη θάλασσα.
Μίμης Φωτόπουλος κι ο Ντίνος Ηλιόπουλος…
Βάρκιζας μας προσφέρει ο Ροβίρος Μανθούλης στην ταινία “Οικογένεια
Παπαδοπούλου” (1960). Ο αδειούχος δάσκαλος Μηνάς Καρασπαρίδης (Ντίνος
Ηλιόπουλος) αναγκάζεται να συνοδεύσει εκεί ένα μικρό και λίαν ζωηρό
γειτονόπουλο, που τον σέρνει κυριολεκτικά απ’ τη μύτη για παιχνίδι στην
αμμουδιά με κουβαδάκι και φτιαράκι, για ψάρεμα στα ρηχά με μάσκα, βατραχοπέδιλα
και ψαροντούφεκο, για παγωτό και γλυκά στην καντίνα, για “κούνημα”
στις βαρκούλες… κι όλα αυτά, για να μην πάρει μυρουδιά ο μικρός, πως στην
ίδια πλαζ βρίσκεται η νεαρή γειτόνισσα Βαρβαρούλα Παπαδοπούλου (Κάκια Αναλυτή)
μαζί με το αμόρε της Αλέξη Βρανά (Στέφανο Ληναίο) και το μαρτυρήσει στην
κουτσομπόλα θεία του (Μαρία Φωκά) και φτάσει στ’ αυτιά του πατρός Παπαδόπουλου
(Παντελή Ζερβού). Παρ’ όλα ταύτα, ο πιτσιρικάς ΚΑΙ θα τους δει (…καθώς
μπαίνουν στις καμπίνες ν’ αλλάξουν) ΚΑΙ θα τους μαρτυρήσει !!!
αδερφή της (Τζόλη Γαρμπή) που την προξενεύει στο βιοτέχνη Χαρίλαο Μαραζιώτη (Νίκο
Σταυρίδη), χωρίς να γνωρίζει την πραγματική του οικονομική κατάσταση και την
υποτιθέμενη τρέλα του, θα βρεθεί και η Ισμήνη (Μάρθα Καραγιάννη) με τον καλό της (Αλέκο
Πάντα), που για τις ανάγκες της κωμωδίας “Ευτυχώς… τρελάθηκα !” (1966)
του Κώστα Ανδρίτσου (…βασισμένης στο θεατρικό έργο του Γιώργου Ρούσσου) θα
της τραγουδήσει, πάνω σ’ ένα κανό (?), το τραγούδι των Αλέκου Σπάθη και Γιώργου
Οικονομίδη…
Ηλιόπουλο), θα έχει και η Άννα (Ζωή Λάσκαρη), στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη “Ο
ατσίδας” (1962), το σενάριο της οποίας είναι βασισμένο στο θεατρικό έργο
του Δημήτρη Ψαθά “Εξοχικόν κέντρον: Ο Έρως”. Στην πλαζ της Αρετσούς, όπου
θα πάει για μπάνιο με τον αδερφό της, θα του ξεφύγει για να συναντήσει τον
αγαπημένο της Αντώνη (Στέφανο Στρατηγό) και να του ανακοινώσει πως, αν δεν τη
ζητήσει επίσημα σε γάμο, θα τη χάσει. Εκείνος, για ν’ αποφύγει το χωρισμό, αλλά
και τη δέσμευση, θα θέσει σ’ εφαρμογή το σχέδιο “στρίβειν δια του αρραβώνος”…
Οργανωμένες πλαζ, βεβαίως, δεν διέθεταν μόνο τα προάστια της
πρωτευούσης, αλλά και της συμπρωτευούσης ! Τις Κυριακές οι Θεσσαλονικείς
συνήθιζαν να εκδράμουν για μπάνιο, στην παραλία της Αρετσούς, στην Καλαμαριά. Εκεί
βρίσκονταν τα παλιά κτήρια των συμμαχικών στρατευμάτων, που στις αρχές της
δεκαετίας του ’50 ένα μέρος τους γκρεμίστηκε, για να δημιουργηθούν οι σύγχρονες
λουτρικές εγκαταστάσεις της πλαζ…
Μόνο η Ρένα Βλαχοπούλου θα μπορούσε να ξαποστείλει έτσι εύκολα
έναν επίδοξο μνηστήρα ! Και στην ταινία του Γιάννη Δαλιανίδη “Μερικοί το
προτιμούν κρύο” (1962) αποφεύγει με άνεση όχι μόνον έναν, αλλά πολλούς !
Βλέπετε, είναι η μεγαλύτερη από τα τέσσερα παιδιά του ζεύγους Αγγέλου (Τζόλυ
Γαρμπή – Κώστας Δούκας) κι όπως απαιτούν οι παραδόσεις και τα ήθη της εποχής, πρέπει
να παντρευτεί, για να πάρουν σειρά και οι υπόλοιποι… ιδιαίτερα ο Λάκης (Ντίνος
Ηλιόπουλος), που έχει δεσμό με τη Λέλα (Μάρθα Καραγιάννη), η οποία έχει κι εκείνη
τρία αδέρφια, που περιμένουν να παντρευτεί για να πάρουν κι εκείνοι σειρά. Τι
να κάνει κι η Ρένα, όμως, που έχει δεσμό δέκα χρόνια με το Θόδωρο (Γιάννη
Βογιατζή), ο οποίος δε μπορεί να την παντρευτεί, αν δεν παντρέψει πρώτα τη δική
του μεγάλη αδερφή ? Τι άλλο, απ’ το να πάει για Κυριακάτικο μπάνιο με την οικογένειά
της, αφήνοντας για λίγο στην άκρη το συναισθηματικό κουβάρι, αφού στο φινάλε έτσι
κι αλλιώς θα ξεμπερδευτεί αισίως, για όλους…
Επιστρέφουμε στο Νότο, όπου μια Κυριακή στην παραλία του Σχοινιά, η Αλίκη Βουγιουκλάκη, ως Σωτήρης…
εχμ… συγνώμη, δεσποινίς Δέλβη ήθελα να πω, στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου
“Η Κόρη μου η Σοσιαλίστρια” (1966), θ’ απλώσει το “μονό της στρώμα”, τραγουδώντας
με απαράμιλλη τσαχπινιά το γνωστό άσμα του Γιώργου Ζαμπέτα και για τα μάτια
της, η Αγλαΐα ή καλύτερα Γιώργος (Δημήτρης Παπαμιχαήλ) θα χορέψει στην άμμο,
ένα βαρύ κι αντρίκιο “ζεϊμπέκικο”, υπό τους ήχους χειροκροτημάτων και ιαχών, των
υπολοίπων εργαζομένων της κλωστοϋφαντουργίας Δέλβη, που “ευγενικά”
παραχώρησε τα φορτηγά της, για την εκδρομή…
κρατάει το στρώμα σου ούτε το μαξιλάρι”, θα μπορούσαν να τραγουδούν στο
δικό τους ρεπό και τα κορίτσια της τρούμπας, πηγαίνοντας για μπάνιο στο Φάληρο,
στην ταινία του Ζιλ Ντασέν “Ποτέ την Κυριακή” (1960). Δε χρειάζεται να πω περισσότερα… απολαύστε την !
στη στεριά, απολαμβάνοντας την ανεπανάληπτη Βέμπο με την κιθάρα της στο
τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι “Το φεγγάρι είναι κόκκινο”, οι δυό
εραστές θ’ απομακρυνθούν προς τη θάλασσα, όπου θα ζήσουν το φλογερό έρωτά τους
και θα χαρίσουν στους θεατές το πιο παθιασμένο φιλί στην ιστορία του Ελληνικού
κινηματογράφου. Ένα φιλί, που δεν έχει να ζηλέψει τίποτα από το θρυλικό φιλί
των Μπαρτ Λάνκαστερ και Ντέμπορα Κερ στο “Όσο υπάρχουν άνθρωποι”
(1953)…
σε μια ήρεμη παραλία της Βουλιαγμένης, που στον αξιολάτρευτο “ψαροταβερνιάρη”
(Γιώργο Δαμασιώτη) θυμίζει τον τόπο του, το Τσιρίγο, θα απολαύσουν το μπάνιο
τους κι ένα ειδυλλιακό, μολονότι ασπρόμαυρο ηλιοβασίλεμα, η “γκραν κοκότ”
Μπιμπή (Υβόν Σανσόν) κι ο καταχραστής-ταμείας της “Εμποροπιστοτικής
Τραπέζης”, Κλέων (Δημήτρης Χορν) στο “Μια ζωή την έχουμε”
(1958), του Γιώργου Τζαβέλα. Στις λίγες μέρες που περνούν μαζί σκορπώντας το
“περίσσευμα” του 1.101.101.10 δρχ. και “καταπλήσσοντας τα
πλήθη”, γίνονται δυο “άλλοι”, μέχρι ν’ ανακαλυφθεί το τραπεζικό
λάθος κι ο Κλέων να βρεθεί στη φυλακή…
από “αρνάκι γίνεται λιοντάρι” και τολμά να διεκδικήσει τον πληρωμένο
-ακριβά- έρωτα και τη χαμένη του ζωή έχοντας σαν όπλο το χρήμα, το φινάλε της
ταινίας μας επιφυλάσσει μια μεγάλη ανατροπή, σε μια από τις πιο συγκινητικές
σκηνές του ελληνικού κινηματογράφου !!!
αλλά κατά βάθος ξέρουν και στο τέλος “θυσιάζονται” κιόλας, θα
συναντήσουμε στην παραλία της Γλυφάδας, στην ομώνυμη ταινία του 1951, σε
σκηνοθεσία Αλέκου Σακελλάριου. Εκείνη που δεν πρέπει ν’ αγαπά είναι η Λίζα (Άννα
Καλουτά), που μαζί με τη φιλενάδα της Φλώρα (Λιάνα Βιτσώρη) καταφθάνουν δήθεν
για να κολυμπήσουν, ενώ στην πραγματικότητα πηγαίνουν για να συναντήσουν το
νεαρό ντιζέρ Παύλο (Αλέκο Αλεξανδράκη) που κάνει πρόβες με την ορχήστρα του σε
νυχτερινό κέντρο της παραλιακής (…από τότε κατελάμβαναν παρανόμως τις
ακτές)…
Στα “κρυστάλλινα νερά” της Δραπετσώνας, θα βουτήξει (…και
μάλιστα top–les) κι η Μάγδα (Μάρω Κοντού) ή “Μαρκησία”
επί το καλλιτεχνικότερον, μιας και πρόκειται γι αρτίστα καμπαρέ της Τρούμπας, επιδιώκοντας
παράλληλα ν’ “αποπλανήσει” το νεαρό ψαρά Ηλία (Παύλο Λιάρο) υπό το
άγρυπνο βλέμμα του Μάνου (Γιώργου Φούντα), του ναυτικού που αρχικά της
παρουσιάζεται ως ιδανικός σύντροφος, αλλά κατά βάθος είναι ένα μεγάλο
“Κάθαρμα”, στην ομώνυμη ταινία του 1963, το σενάριο της οποίας
υπογράφει ο Νίκος Φώσκολος και τη σκηνοθεσία ο Κώστας Ανδρίτσος…
ζωή, έχουν ερμηνεύσει ούκ ολίγες πρωταγωνίστριες του Ελληνικού κινηματογράφου.
Μια όμως θα καταφέρει να ζήσει τον αγνό και ρομαντικό έρωτα σ’ ένα από τα πιο
κοσμικά Ελληνικά νησιά, χρησιμοποιώντας για “δόλωμα” -αρχικά
τουλάχιστον- την καλλίγραμμη σιλουέτα της κι ένα καυτό μπικίνι…
Μιλάμε βέβαια για την Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία “Το
Δόλωμα” (1964) του Αλέκου
Σακελλάριου, που ως τέως καμπαρετζού Καιτούλα και νυν -υποτιθέμενη- ζάμπλουτη
κυρία Βαλέρη, αδερφή του Μπάμπη (Αλέκου Αλεξανδράκη), σεσημασμένου απατεώνα και
μάστορα εις την “χαρτοκλεπτικήν”, καταφθάνει στο νησί της Ρόδου. Μαζί
τους και τα υπόλοιπα μέλη της συμμορίας, με κορυφαίο τον Μάνθο (Ντίνο
Ηλιόπουλο) σε ρόλο μάνατζερ δημοσίων σχέσεων, με ειδικότητα στο να συγκεντρώνει
γύρω από το “πράσινο τραπέζι” υποψήφια θύματα, ήτοι εφοπλιστές, βιομηχάνους
κι άλλους ανυποψίαστους εκατομμυριούχους παραθεριστές. Σ’ ένα τέτοιο τραπέζι
όμως, θα παρασυρθεί κι ο φτωχός ξενοδοχοϋπάλληλος Μίλτος (Βαγγέλης Βουλγαρίδης),
μόνο και μόνο για να κάθεται πλάι στη μυστηριώδη γυναίκα, που του έκλεψε την
καρδιά. Εκείνη θα υποκύψει στο επίμονο φλερτ του νεαρού και μόνο λίγο πριν το
ευτυχές τέλος της ταινίας, θα του αποκαλύψει το αμαρτωλό παρελθόν της, σε μια
δακρύβρεχτη σκηνή, γυρισμένη στο γραφικό λιμανάκι της Καλλιθέας, εκεί που
έδωσαν το πρώτο τους ραντεβού και που πάντα τους περίμεναν δυο πλανόδιοι
μουσικοί κι ένα τραπεζάκι μ’ ένα ματσάκι γιασεμιά…
Καπνίση, ανοίγω μια παρένθεση στο αφιέρωμα, για να θυμηθούμε μερικά πασίγνωστα
ή λιγότερο γνωστά τραγούδια, που ακούστηκαν πλάι στο κύμα από αγαπημένους
πρωταγωνιστές, σε κάποιες χαρακτηριστικές “θαλασσινές σκηνές” των
αξέχαστων ταινιών του παλιού Ελληνικού κινηματογράφου. Ποιος μπορεί, για
παράδειγμα, να ξεχάσει τη σκηνή της βαρκάδας στο λιμανάκι της Αντιπάρου, από τη
“Μανταλένα” (1960) του Ντίνου Δημόπουλου (σε σενάριο του Γιώργου
Ρούσσου), όπου η Μανταλένα (Αλίκη Βουγιουκλάκη) γερμένη στην αγκαλιά του πατέρα
της, του μπαρμπα-Κοσμά, που τον υποδύεται ο γλυκύτατος Λαυρέντης Διανέλλος,
τραγουδά το “Θάλασσα πλατιά” του Μάνου Χατζιδάκι ή το “Μεσ’ σ’
αυτή τη βάρκα”, που ως ορφανή καπετάνισσα πια, έλεγε στο Γιακουμή (Σπύρο Καλογήρου),
το μοναδικό επιβάτη που την εμπιστεύτηκε, λόγω κρυφού έρωτος…
Νεράιδα και το Παλικάρι” (1969), πάλι του Δημόπουλου, που το Κατερινιώ, η
κόρη του Φουρτουνάκη, τραγουδά αγναντεύοντας τη θάλασσα, για τον καλό της
Μανούσο (Δ. Παπαμιχαήλ) το “Νανούρισμα” του Μάνου Λοίζου, μην
ξέροντας πως είναι ο γιος του Βροντάκη, θανάσιμου εχθρού της οικογένειας…
Ποιός δε θυμάται την Αλίκη να βουτά στα καταγάλανα νερά του Πόρου, για
να φέρει πίσω το τόπι που της έκλεψε ο πειρατής της, ο δόκιμος Δέγλερης (Δ.
Παπαμιχαήλ), πριν τρυπώσει στα μουλωχτά στη φρεγάτα “Αετός”, στην
ταινία του Αλέκου Σακελλάριου “Η Αλίκη στο Ναυτικό” (1961), όπου
ακούγονται τα υπέροχα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι ή την αξέχαστη Τζένη Καρέζη
στο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη “Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ”, καθώς
κατηφορίζει με το ποδήλατό της, πλαισιωμένη από τους Γιάννη Φέρτη και Κώστα
Καρρά -και δεκάδες άλλους ποδηλάτες- προς την παραλία, στη σκηνή της ταινίας “Ποια
είναι η Μαργαρίτα ?” (1961) του Ντίμη Δαδήρα, που γυρίστηκε στην πανέμορφη
Κω…
είχαν μεγάλο σουξέ εκείνη την εποχή και η επίδρασή τους στη διάθεση του κοινού
διαρκούσε γι αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την προβολή μιας ταινίας! Θ’
άξιζε τον κόπο ν’ ασχοληθεί κανείς μ’ ένα ξεχωριστό αφιέρωμα σ’ αυτήν την
κατηγορία τραγουδιών (…ίσως το επιχειρήσω στο μέλλον), εν τούτοις θ’ αναφέρω
εν τάχει κάποια που απολαύσαμε “εν πλω”, αλλά και κάποια
“στεριανά”, που οι πρωταγωνιστές τους μας τραγούδησαν πλάι στο
κύμα…
Στην πλώρη του καραβιού της γραμμής για τα νησιά του Αργοσαρωνικού, η
Ελένη Ανουσάκη τραγουδά με κοριτσίστικη αφέλεια και νάζι το “Πέταξε ένα
πουλί”, των Κώστα Κλάβα και Αλέξη Αλεξόπουλου, για της ανάγκες της ταινίας
του Ορέστη Λάσκου “Μικροί και μεγάλοι εν δράσει” (1963), το σενάριο
της οποίας βασίστηκε στο θεατρικό έργο των Γιαλαμά – Πρετεντέρη “Τα παιδιά
μας, οι κέρβεροι !”…
εγώ” (1960) των Τσιφόρου – Βασιλειάδη, αποτελούμενη από τους Μάρω Κοντού,
Ντίνο Ηλιόπουλο, Νίκο Ρίζο, Ντίνα Τριάντη, Μάρθα Καραγιάννη και Γιώργο Λευτεριώτη,
μας παραπλανούν με την ταραντέλα του Μίμη Πλέσσα και τους στίχους του Νίκου
Τσιφόρου, που παροτρύνουν τον καπετάνιο να σηκώσει άγκυρα για “Βενέτσια, Αγκόνα,
Μιλάνο”, αφού το πλοιάριο στο οποίο επιβαίνουν πηγαίνει στις Σπέτσες…
ιδιοκτησίας Γιάννη Λάτση, ο νεαρός τροβαδούρος Τέλης Στεφανής (Γιάννης Βογιατζής)
τραγουδά με την κιθάρα του το “Άσε τα χέρια σου” του Γιώργου Μουζάκη,
στην όμορφη Άννα Ζέμπερη (Φλωρέτα Ζάννα), για τις ανάγκες της ταινίας του Αλέκκου
Σακελλάριου “Όταν λείπει η γάτα” (1962)…
ελληνικό βιντεοκλίπ” με τη φωνή του Δάκη, που γυρίστηκε κατ’ ανάγκη με
τους πρωταγωνιστές της ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη “Γοργόνες και μάγκες”
(1968), τη Μαίρη Χρονοπούλου και το Λάκη Κομνηνό, επειδή ο τραγουδιστής δε
μπορούσε να παραβρίσκεται στο γύρισμα…
κύματα” του “Αστέρα” της Βουλιαγμένης και μαζί
τους τον Κώστα Βουτσά, με βατραχοπέδιλα και μάσκα, να εκτελεί σε ρυθμό shake το παραδοσιακό “Μαρε γιέ
μου κανακάρη” (…και τα δυο σε μουσική Κώστα Κλάβα) για τις ανάγκες της περιπετειώδους
κωμωδίας (…ή κωμικής περιπέτειας, αν προτιμάτε) “Το πρόσωπο της ημέρας”
(1965) του Ορέστη Λάσκου…
από την Αμέρικα” (1964), τα τρία ζευγάρια της ιστορίας (Ανδρέας Μπάρκουλης,
Γκιζέλα Ντάλι, Γιάννης Μαλούχος, Μαρί Πανταζή, Νώντας Καστανάς και Ιωάννα Παππά),
αφού διατρέξουν την παραλιακή λεωφόρο, θα καταλήξουν στο ειδυλλιακό τοπίο του
Σουνίου, κάτω απ’ το Αυγουστιάτικο φεγγάρι, να τραγουδούν ξαπλωμένοι στην
αμμουδιά το ρομαντικό “Μόνο φιλιά” του Γιώργου Κατσαρού…
(…δεν ξέρω, μάλιστα, αν είναι γυρισμένη και στο ίδιο μέρος, γιατί το τοπίο
μοιάζει πολύ) της ταινίας του Γιάννη Δαλιανίδη “Μερικοί το προτιμούν κρύο”
(1962), θα χαρίσει στην καλή του (Ζωή Λάσκαρη) και σ’ εμάς, το αξέχαστο “Η
πρώτη μας νύχτα” του Μίμη Πλέσσα…
μπάνιο…
δεν μπορούμε να παραλείψουμε την υπέροχη ταινία του Ντίνου Δημόπουλου, (σε
σενάριο των Γιαλαμά και Πρετεντέρη) “Τζένη Τζένη” (1965) και τη σκηνή
που οι “λευκοί” νεόνυμφοι, Τζένη (Καρέζη), κόρη του κομματάρχη Κοσμά
Σκούταρη (Διονύση Παπαγιαννόπουλου), “που κρατά το νησί στη χούφτα του” και του υποψήφιου βουλευτή και μέλλοντα
υπουργού ναυτιλίας Νίκου Μαντά (Ανδρέα Μπάρκουλη), επισκέπτονται κολυμπώντας,
τη σπηλιά του Μπεκίρη, στις Σπέτσες…
“Το κορίτσι με τα μαύρα”, που γυρίστηκε το καλοκαίρι του 1955 στην
Ύδρα, με μια κάμερα και πολύ λίγα χρήματα. Μια οικογένεια διαλυμένη μετά το
θάνατο του πατέρα, με μια χήρα μάνα ακόμα νέα κι όμορφη (Ελένη Ζαφειρίου), μα
δακτυλοδεικτούμενη στο νησί, εξ’ αιτίας του δεσμού της μ’ έναν νεότερο άνδρα
(… τον υποδύεται ο Στέφανος Στρατηγός), ένα γιο (τον Ανέστη Βλάχο) που
μπλέκει συνεχώς σε καυγάδες, στην προσπάθειά του να υπερασπιστεί την τιμή της
οικογένειας και μια κόρη απελπισμένη, που δέχεται στωικά τα χτυπήματα της
μοίρας, αλλά και της μικρής κοινωνίας του νησιού, με μοναδικό της όπλο την
περηφάνια και τη σιωπή. Για ν’ αντιμετωπίσουν τη φτώχεια τους, νοικιάζουν
δωμάτια του σπιτιού τους σε τουρίστες. Σαν ενοικιαστές έρχονται απ’ την Αθήνα
δυο φίλοι, ο Παύλος (Δημήτρης Χορν) κι ο Αντώνης (Νότης Περγιάλης). Το
“κορίτσι με τα μαύρα”, η Μαρίνα (Έλλη Λαμπέτη) θα κεντρίσει αμέσως το
ενδιαφέρον του Παύλου, που θα προσπαθήσει να την προσεγγίσει με χιούμορ και
φιλική διάθεση, όμως τα προβλήματα της οικογένειας θα σταθούν εμπόδιο στη δική
της ανταπόκριση. Την καρδιά της Μαρίνας διεκδικεί κι ένας ντόπιος ψαράς, ο
Χρήστος (Γιώργος Φούντας), που βρίσκει ευκαιρία να βγάλει απ’ τη μέση τον
αντίζηλό του, προκαλώντας δολιοφθορά στη βάρκα που θα νοικιάσει στον Παύλο. Ανυποψίαστος
ο Παύλος, θα πάρει μαζί του για βαρκάδα τα παιδιά του νησιού. Μόλις ξανοιχτούν,
η βάρκα γεμίζει νερά, βουλιάζει και τα παιδιά πνίγονται. Ο Παύλος
συλλαμβάνεται, όμως χάρις τη Μαρίνα, η αλήθεια βγαίνει στο φως !
Στο “Κορίτσια στον ήλιο” (1968) του Βασίλη Γεωργιάδη, που γυρίστηκε στην Άνδρο, το σενάριο του Ιάκωβου Καμπανέλη αφηγείται την περιπέτεια ενός φτωχού Έλληνα βοσκού (Γιάννη Βόγλη), απ’ τη στιγμή που πρόσφερε μια χούφτα μύγδαλα σε μια όμορφη Αγγλίδα τουρίστρια (Ανν Λόμπεργκ). Η νεαρή Άνναμπελ, μη γνωρίζοντας ελληνικά, θα παρερμηνεύσει τις προθέσεις του και θα το βάλει στα πόδια. Εκείνος απ’ την άλλη, μη γνωρίζοντας αγγλικά, θα τρέξει ξοπίσω της να της εξηγήσει. Το γεγονός μαθαίνεται και η κλειστή κοινωνία του νησιού θα καταλήξει στο λανθασμένο συμπέρασμα, πως ο βοσκός βίασε την τουρίστρια. Ο ενωμοτάρχης, για ν’ αποφύγει περαιτέρω δυσφήμηση της φιλοξενίας του νησιού, θα συλλάβει και θα φυλακίσει τον άτυχο βοσκό, σ’ ένα κελί που, παραδόξως, το παράθυρό του βλέπει στο δρόμο ! Από εκεί η Άναμπελ, που στο μεταξύ έχει καταλάβει τι συμβαίνει κι αισθάνεται τύψεις, θα προσπαθήσει να του συμπαρασταθεί και η σπίθα του καταδικασμένου έρωτα δε θ’ αργήσει ν’ ανάψει…
στους αμμόλοφους” (1958) του Κώστα Μανουσάκη. Εκεί, ο δραπέτης (Ανδρέας
Μπάρκουλης) που ξεβράζεται σε μια ερημική παραλία, συναντά μια όμορφη κι
αλλοπαρμένη κοπέλα, την Άννα (Αλίκη Βουγιουκλάκη), που περιπλανιέται σαν
αγριοκάτσικο στους αμμόλοφους, συντροφιά με ένα σκιάχτρο. Με τον καιρό, ανάμεσα
στους δύο νέους αναπτύσσεται ένας παράφορος έρωτας, ενώ η Άννα αρχίζει να
βρίσκει τη συναισθηματική και πνευματική της ισορροπία. Ο πατέρας της, όμως
(…τον υποδύεται ο Γιάννης Αργύρης), δεν εγκρίνει το δεσμό τους κι όταν κάποια
μέρα συγκρούεται μαζί της κι εκείνη τον απειλεί πως θα φύγει, ο πατέρας σπεύδει
να καταδώσει το δραπέτη. Οι χωροφύλακες που θα ‘ρθουν να τον συλλάβουν, τον
σκοτώνουν και παίρνουν μαζί τους το πτώμα του, αφήνοντας πίσω την αποτρελαμένη
κοπέλα και τον συντετριμμένο πατέρα της…
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.