Επεξεργάζοντας δεκάδες κείμενα, συναντάς κάποια, που έχουν εξοργιστικές ομοιότητες με το σήμερα.
Ιδού ένα απ’ αυτά:
«Και έτσι πάνε κι’ αυτά. Πάνε πλειά η γοητευτικές γιορτάδες. Τώρα πραγματικότης. Προβάλλει η ζωή μπροστά μας. Χειροπιαστή. Με τις πτώχες της και της λεπτομέρειές της, με τα κεσάτια της και την αφόρητη γκίνια της.
Μαγκανοπήγαδο! Από τις 8 του Γενάρη κάθε «κατεργάρης στον πάγκο του» όπως λέει ο λαός. Τελειώσανε τα σάλτα. Ανήκουν όλα στη πρόσφατη ανάμνησι. Στη ζωή που πέρασε. Κάθε τι γράφτηκε στο τεφτέρι που θα βγαίνη με τον καιρό από αυτό. Και με το νέο ημερολόγιο και με το παληό έληξε πλειά το νταραβέρι.
Τώρα δουλειά ή και «ζουλειά» όπως έλεγε ένα συγγενικό μου γεροντάκι. Δεν έχει πλειά τέτοια νταραβέρια. Του χρόνου πάλιν αν είμαστε όλοι και όλες καλά. Τώρα έκλεισε αυτή η παρένθεσις, αυτή η σελίδα του βιβλίου της ζωής.
Εργασία. Μάλιστα εργασία πού είνε κι’ αυτή γοητευτική σαν τη ψυχαγωγία αλλ’ οι καιροί είνε φόρτσα δύσκολοι.
Ακούς όλον τον κόσμο και κλαίγεται. Φρίκη.
-Τι νέα κυρ-Αντώνη;
-Αλλά τι νέα, ας τα λέμε καλά και ας σερνώμαστε.
-Γιατί βρε αδερφέ;
-Δεν βλέπεις τι κατάντια είνε αυτή. Ο κόσμος δεν ψωνίζει. Είνε στενοχωρημένος.
Άλλος
-Μωρέ έχω κλίσει τόσο πράγμα στο μαγαζί μου και δεν σταυρώνω δεκάρα.
-Τι κάνεις;
-Σταυρώνω τα χέρια μου.
Εις τας τάξεις των «γραμματιζούμενων» φρίκη. Αν σκάσει μύτη κανένας διαγωνισμός τρέχει μια ταξιαρχία από δαύτους για 2 ή 3 θέσεις.
Αν ξεπέση καμμιά αγγελία –που τέτοια τύχη γι’ αυτούς- ότι κάποιος γυρεύει υπάλληλο θα τρέξουνε τόσοι που ο φουκαράς θα τα χάση και θα φωνάζη «Πηγαίνετε κύριοι, προσέλαβα».
Στα μαγαζιά, στα κέντρα είνε καταφανής η αναδουλειά. Στον εργατόκοσμο μη τα κουβεντιάζουμε καθόλου. Στους 100 όπως καταντήσαμε δουλεύουνε οι 10 και 90 κάθονται.
Της προάλλες ένα κοριτσόπουλο μου έλεγε σχετικώς που το ρωτούσα:
-Τι να κάνουμε, όλο το σπίτι από τη βελόνη μου περιμένει. Ο πατέρας μου και ο μεγάλος μου αδελφός κάθονται, ο μικρός κάτι τα παλεύει.
-Δεν μπορούν να καταπιαστούν σε τίποτα;
-Πού; Δεν βλέπετε τρέχει ο κόσμος να πάρη 800 δραχμές και ποιος να τις αρπάξη.
Ύστερα απ’ αυτή τη κακομοιριά και φτώχεια είνε ή δεν είνε να θυμάται κανείς τις γιορτάδες που γίνεται αναστολή σ’ όλα τα πράγματα και έχει μπροστά του τις γοητευτικές εκείνες σκηνές και εικόνες που περνάνε στο διάβα της ζωής».
(«ΘΑΡΡΟΣ», Ιανουάριος 1933)
Θωμάς Σιταράς (Αθηναιογράφος)
Διαβάστε περισσότερα στο www.paliaathina.com
Discover more from World Reader's Digest
Subscribe to get the latest posts sent to your email.