Το Πεδίον Άρεως είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος χώρος πρασίνου της Αθήνας μετά τον Εθνικό κήπο. Σήμερα περικλείεται από τις οδούς Αλεξάνδρας, Μαυρομματαίων, Ευελπίδων, Μουστοξύδη, Μπούσγου και Βαλτινών. Μέχρι τη δεκαετία του ’20 η περιοχή αποτελούσε έναν ακάλυπτο χώρο ανάμεσα σε δύο χειμάρρους, αποκομμένο από τον υπόλοιπο πολεοδομικό ιστό.
Ο Κυκλόβορος, ένας από τους μεγαλύτερους χείμαρρους της Αθήνας με θορυβώδη και ορμητικά νερά, ξεκινούσε από τα Τουρκοβούνια, έφθανε στο Πεδίον του Άρεως και διαμέσου της οδού Μάρνη κατέληγε στην πλατεία Βάθης ή κατ’ άλλη εκδοχή κατέβαινε την οδό Κορδικτώνος και τα ίχνη του χάνονταν στην οδό Παρασίου, κοντά στην πλατεία Αττικής. Ο χείμαρρος του Αγίου Στυλιανού διερχόταν από τις σημερινές οδούς Αμφείας, Νορντάου, Βαλτινών και Μπούσγου. Στη συνέχεια από την οδό Στουρνάρη έφθανε στην πλατεία Βάθης, όπου συναντούσε ένα μικρό ρέμα που κατέβαινε από το λόφο του Στρέφη.
Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί, τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, πως μια εγκαταλελειμμένη περιοχή θα μετατρεπόταν, λίγα χρόνια πριν τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε καύχημα της πρωτεύουσας που θα συναγωνιζόταν τον Βασιλικό Κήπο και το Ζάππειο.
Η ονομασία του Άλσους συναρτάται με τα στρατιωτικά γυμνάσια που γίνονταν την περίοδο του Όθωνα μπροστά από τον Ναό των Ταξιαρχών από το λατινικό «Campus Martius». Μπροστά από τον Ναό των Ταξιαρχώνβρίσκονταν οι Στρατώνες του Ιππικού, ένα διόροφο επιμήκες κτίριο το οποίο κατεδαφίστηκε το 1930. Επίσης στον ίδιο χώρο στα χρόνια του βασιλέως Γεωργίου Α΄, ανεγέρθηκε επί της οδού Μαυροματαίων η Ιππευτική Σχολή που υπέστη σοβαρότατες ζημιές με τα Δεκεμβριανά και κατεδαφίστηκε. Παράλληλα στο Πεδίον του Άρεως είχε οικοδομηθεί και το Νοσοκομείο των Κτηνών.
Με την έλευση της δεκαετίας του 1920 πολλοί προσέβλεπαν σε οικοπεδοποίηση του χώρου του Πεδίου του Άρεως και ασκούσαν πιέσεις στην κυβέρνηση για αυτό: το Δικαστικό Μέγαρο, το Υπουργείο Γεωργίας, το Εθνικό Θέατρο για τη θερινή σκηνή του και η Χριστιανική Αδελφότης Νέων.
Το 1924 η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου παραχώρησε στον Πανελλήνιο Γυμναστικό Σύλλογο 5 ,6 στρέμματα προς τη Λεωφόρο Αλεξάνδρας για τις εγκαταστάσεις του, οι οποίες από το 1893 στεγαζόταν στη συμβολή των οδών Πατησίων και Αλεξάνδρας το οποίο αργοτερα μετεγκαταστάθηκε στη συμβολή των οδών Κοδριγκτώνος και Μαυροματαίων.
Τα έξοδα διαμόρφωσης ανέλαβε αργότερα το «Ειδικό Ταμείο Μονίμων Οδοστρωμάτων Αθηνών» (Ν.6171/1934) επί υπουργίας Πέτρου Ράλλη, ενώ η κυριότητα του άλσους δόθηκε στο Δήμο Αθηναίων, που συνέβαλε στο στάδιο της μελέτης και της διάπλασης. Η τότε κυβέρνηση διέθεσε 7.000.000 δραχμές έναντι της προϋπολογισθείσας δαπάνης 30.000.000 δραχμών για την αποπεράτωση του Πάρκου.
Οι εργασίες ανάπλασης άρχισαν το 1935, βάσει σχεδίου του Ανάργυρου Δημητρακόπουλου και σταμάτησαν μόλις κηρύχθηκε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Τότε έγιναν και διάφορα τεχνικά έργα: αρδευτικό δίκτυο, ηλεκτροφωτισμός με μαντεμένιες κολώνες σε βάσεις μαρμάρου και σιδερένια με υαλοπίνακες φωτιστικά, καθίσματα, συντριβάνια, οίκημα του γραφείου διοίκησης, το αναψυκτήριο Γκριν Παρκ, το Περίπτερο Γαρδένια
Το Πάρκο εγκαταλείφθηκε κατά τη γερμανική Κατοχή. Οι εργασίες ξανάρχισαν το 1945 και ολοκληρώθηκαν το 1949.
Το 1950 ο Γιώργος Οικονομίδης, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας και κονφερανσιέ άρχισε τη συνεργασία του με το βαριετέ του θερινού αναψυκτηρίου «Άλσος». Το χειμερινό και θερινό θέατρο του Πάρκου διατήρησαν στη συνέχεια το όνομα του αναψυκτηρίου. Την ίδια περίπου περίοδο άρχισε να λειτουργεί ένα δεύτερο αναψυκτήριο, το «ΓκρινΠαρκ» επί της οδού Μαυρομματαίων, όπου κυριάρχησε ο κονφερανσιέ Όμηρος Αθηναίος.
Πρόκειται γιά έργο ακαδημαϊκό του γλύπτη Βάσου Φαληρέα σε γενικότερο αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των Φαίδωνος και Έθελ Κυδωνιάτη. Την επίσης μαρμάρινη λέαινα, στη βάση της ιδιαίτερα υψηλής στήλης του μνημείου έχει φιλοτεχνήσει ο γλύπτης Αθανάσιος Λημναίος.
Τη δεκαετία του 1960 κοντά στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας δημιουργήθηκε θερινό θέατρο, το οποίο ανήκε αρχικά στον ηθοποιό Μάνο Κατράκη και μετά το 1975 στην ηθοποιό Αλίκη Βουγιουκλάκη, που το ονόμασε θερινό θέατρο “Αλίκη”
Από το 1950 ξεκινάει τη σταδιοδρομία του στο θερινό αναψυκτήριο «Άλσος», στο Πεδίον του Άρεως ο κονφερασιέ, ηθοποιός, συγγραφέας και θηρευτής «νέων ταλέντων» Γιώργος Οικονομίδης ενώ στο Green Park κυριαρχούσε ο κονφερασιέ Όμηρος Αθηναίος. Αργότερα τα καλοκαίρια το Θέατρο «Αλίκη» πρόσφερε ψυχαγωγία στους Αθηναίους.
Σήμερα εντός του πάρκου συναντά κανείς το Ηρώον του Νότη Μπότσαρη (υψηλή μαρμάρινη στήλη με βάση), ενώ κατά μήκος της λεωφόρου Ηρώων διατάσσονται προτομές αγωνιστών του 1821, έργα διαφόρων γλυπτών. Προχωρώντας στην λεωφόρο, με κατεύθυνση από το πλάτωμα με το άγαλμα του Μπότσαρη προς την κεντρική πλατεία συναντάμε κατά σειρά, στο μεν αριστερό μέρος τις προτομές των:
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΥΨΗΛΑΝΤΗ (γλύπτης Γιάννης Παππάς)
ΚΙΤΣΟΥ ΤΖΑΒΕΛΑ (γλ. Τηλέμαχος Γύζης)
ΠΕΤΡΟΜΠΕΗ ΜΑΥΡΟΜΙΧΑΛΗ (γλ. Αντώνιος Σώχος)
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΝΑΡΗ (γλ. Μιχαήλ Τόμπρος)
ΔΟΜΝΑΣ ΒΙΣΒΙΖΗ (νεώτερα τοποθετημένο άγαλμα, το 2005, γλ. Απ. Φανακίδης)
ΜΑΡΚΟΥ ΜΠΟΤΣΑΡΗ (γλ. Νίνα Εμπειρίκου)
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗ (γλ. Φωκίων Ρωκ)
ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΑΟΥΛΗ (γλ. Γεώργ. Ζογγολόπουλος)
ΝΙΚΗΤΑΡΑ (γλ. Γρηγ. Ζευγώλης)
ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΠΑΠΑ (γλ. ?)
ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΡΙΕΖΩΤΗ (γλ. Στέλ. Τριάντης)
και αντίστοιχα, στην δεξιά πλευρά εκείνες των:
ΠΑΠΑΦΛΕΣΣΑ (γλ. Κωνστ. Παπαχριστόπουλος)
ΛΑΣΚΑΡΙΝΑΣ ΜΠΟΥΜΠΟΥΛΙΝΑΣ (γλ. Λάζαρος Λαμέρας)
ΠΑΛΑΙΩΝ ΠΑΤΡΩΝ ΓΕΡΜΑΝΟΥ (γλ. Γεώργ. Συννέφας)
ΟΔΥΣΣΕΑ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥ (γλ. Θανάσης Απάρτης)
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ (γλ. Ιωάν. Βούλγαρης)
ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΔΙΑΚΟΥ (γλ. Πέτρ. Ρούμπος)
ΜΑΝΤΟΥΣ ΜΑΥΡΟΓΕΝΟΥΣ (γλ. Νικ. Κουβαράς)
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΠΑΠΑΝΙΚΟΛΗ (γλ. Νικ. Γεωργαντής)
ΔΗΜΗΤΡΑΚΗ ΠΛΑΠΟΥΤΑ (γλ. ?)
Εκτός από τα αγάλματα του Βασιλέως Κωνσταντίνου Α΄ έφιππου και της Αθηνάς, εντός του πάρκου και στον περίβολο του Ιερού Ναού των Αγ. Ταξιαρχών υπάρχουν: μία μαρμάρινη στήλη με προτομή Περικλή Βαρατάση (Λοχαγός Λόχου Φιλελλήνων 1897), μία προτομή Αλεξάνδρου Πραΐδη (Υπολοχαγός Κρητικής Επαναστάσεως), μία μαρμάρινη στήλη ιερολοχίτη Δημητρίου Σούτσου καθώς και ένα, αρχικά κατασκευασμένο ως, κενοτάφιο του Αλεξάνδρου Υψηλάντη.
Με άγαλμα του ήρωα στον τύπο της «Κοιμωμένης του Χαλεπά», έργον του γλύπτη Λ. Δρόση (1869), πάνω σε σχέδιο του Χρ. Χάνσεν (1842). Σήμερα, το αρχικό κενοτάφιο περιέχει τα οστά του Υψηλάντη, μεταφερμένα και τοποθετημένα εκεί, από τον Αύγουστο του 1964.
Τέλος, προς το εσωτερικό του πάρκου συναντάται το σπήλαιο του Πανός, μια γλυπτική σύνθεση του γλύπτη Βασσάλου, σκαλισμένο σε βράχο.
Το Δεκέμβριο του 2003 η Υπερνομαρχία Αθηνών – Πειραιώς, στην οποία είχε μεταβιβαστεί η διεύθυνση, συντήρηση και εκμετάλλευση του Πεδίου του Άρεως, προκήρυξε διαγωνισμό για την ανάπλαση του πάρκου η οποία ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2008 . Βάσει των αναρτημένων στο διαδίκτυο προγραμματικών δηλώσεων της ανάπλασης του Πεδίου του Άρεως, βασικές αρχές της ανάπλασης θεωρήθηκαν οι παρακάτω: (α) Σεβασμός στο ύφος και στην ιστορία μέσω της διατήρησης και του τονισμού των ιστορικών μνημείων και των ξεχασμένων θεματικών δακτυλίων. (β) Αύξηση των περιοχών πρασίνου. Προβλέφθηκε ελάχιστη πλακόστρωση, καθόλου τσιμεντοποίηση, χρήση απλών, φυσικών, οικολογικών υλικών. Ως κεντρικός στόχος τέθηκε η βελτίωση της υπάρχουσας βλάστησης αλλά και η αύξηση πρασίνου με νέες φυτεύσεις. Παράλληλα προτάθηκε η δημιουργία θεματικών κήπων.
Τον Σεπτέμβριο του 2010 παραδόθηκε το μεγαλύτερο μέρος του έργου της ανάπλασης. Οι εργασίες υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Αλέξανδρου Τομπάζη στοίχισαν συνολικά 10.063.990 ευρώ, αλλά δεν αναμόρφωσαν ριζικά την εικόνα του Πεδίου του Άρεως. Σήμερα το Πάρκο μοιάζει ημιτελές και παρατημένο. Οι υποδομές είναι κατεστραμμένες, τα περιστατικά βανδαλισμών και εγκληματικότητας έχουν αυξηθεί. Κάτοικοι της περιοχής, φορείς, κοινωνικές οργανώσεις επιδιώκουν να κινητοποιήσουν την Περιφέρεια Αττικής, αρμόδια διαχείρισης του πάρκου, για να αναστραφεί το σημερινό θλιβερό καθεστώς που επικρατεί.