Πειραιά μνήμες Στου Ταγκόπουλου το Δημοτικό

Ο Δημήτρης Ταγκόπουλος γεννήθηκε στην Ύδρα και σπούδασε γιατρός. Το επάγγελμα που άσκησε και αγάπησε όμως ήταν του δημοσιογράφου. Εξέδωσε ένα περιοδικό το Νουμά και καυτηρίαζε την κοινωνική πραγματικότητα με την χρήση της δημοτικής γλώσσας.

Έτσι λοιπόν για πολλά χρόνια επικρατούσε η εντύπωση ειδικά στους κατοίκους της περιοχής του Αγίου Βασιλείου Πειραιά, ότι είχαν δώσει σε ένα Δημοτικό Σχολείο του Πειραιά το όνομά του μεγάλου λογοτέχνη στον οποίον, όπως και σε μερικούς άλλους, οφείλουμε τη χρήση της δημοτικής μας γλώσσας.

Στις 22 Μαρτίου Μαρτίου 1926 ο δημοτικιστής Ταγκόπουλος, γνωστός από το περιοδικό “Νουμάς”, απεβίωσε

Η αλήθεια για το όνομα “Ταγκόπουλου”:

Προσωπικά δεν πίστευα την προέλευση της συγκεκριμένης ονομασίας και οι υποψίες μου στηρίζονταν κύρια στο γεγονός της παλαιότητας της ονομασίας του κτηρίου, που σήμαινε αυτομάτως και την τίμηση κάποιου που την εποχή εκείνη θα βρισκόταν εν ζωή και μάλιστα στα πρώτα του βήματα, χωρίς ακόμα να έχει αναγνωριστεί το έργο του.

Επίσης η ονοματοθεσία ειδικά σε Δημοτικό Σχολείο αποτελούσε μάλλον δύσκολο γεγονός και εάν συνέβαινε γινόταν μόνο αν η ίδρυση του ήταν συνεπεία ευεργεσίας. Για παράδειγμα Ράλλειος, Ιωνίδειος, Ζάννειο, κάτι που φυσικά δεν ίσχυε στην περίπτωση του σχολείου του “Ταγκόπουλου” καθώς Ταγκόπουλος ως ευεργέτης στον Πειραιά ουδέποτε υπήρξε.

Πραγματικά μετά από πολλά χρόνια, αλιεύοντας δημοσιεύματα εφημερίδων για την ιστορία του Πειραιά, έπεσα σε πλήθος άρθρων που φανέρωναν, αλλά συνάμα επιβεβαίωναν τις αμφιβολίες μου.

Από τις αρχές του 1900, υπηρετούσε στον Πειραιά κάποιος Διδάσκαλος Ταγκόπουλος. Ήταν γνωστός στην περιοχή για την σκληρότητά του. Γονείς και παιδιά απέφευγαν το σχολείο αυτό, για να μην έχουν μπλεξίματα με τον Ταγκόπουλο.

Τον Οκτώβριο του 1905 ο Διδάσκαλος Ταγκόπουλος μέσα στα συνηθισμένα πλαίσια της τιμωρίας του χτυπά σκληρά κάποιον μαθητή. Την ίδια μέρα, κάποιος άλλος μαθητής (ο Στενιώτης) στο ίδιο σχολείο πεθαίνει από μηνιγγίτιδα. Όλοι οι γονείς και οι μαθητές “σίγουροι” ότι ο θάνατος του μαθητή, προέρχεται από την βαναυσότητα του Ταγκόπουλου, τον καταγγέλλουν στην Αστυνομία.

Η Αστυνομία κάτω από την πίεση του κόσμου, διεξάγει έρευνα, από την οποία προκύπτει ότι ο Στενιώτης έχει πεθάνει από μηνιγγίτιδα.

Ανακοινώσεις στις εφημερίδες, αποκαθιστούν το όνομα του Ταγκόπουλου -ως προς τον θάνατο του μαθητή βεβαίως και όχι ως προς τις εκπαιδευτικές του μεθόδους-.

Το σχολείο όμως δεν ήθελε και πολύ για να “βαπτιστεί” με το όνομά του. Το σχολείο του Ταγκόπουλου ονομασία που εν περιλήψει σήμαινε “το σχολείο που είναι ο δάσκαλος Ταγκόπουλος και το οποίο διακρίνεται για τη σκληρότητά του”.

Ο Ταγκόπουλος τα επόμενα χρόνια απαλλαγμένος και με τη βούλα της Αστυνομίας για τη σκληρότητά του ανέρχεται και καταλαμβάνει τη θέση του Διευθυντού του Σχολείου.

“Εφόνευσε προχθές εξ απροσεξίας” δηλαδή αν ήταν προσεχτικός θα τον έσπαγε στο ξύλο χωρίς να τον φονεύσει

Δεν απέθανεν εκ τραύματος, το οποίον του κατέφερε δήθεν δια ράβδου ο Δημοδιδάσκαλος Ταγκόπουλος, αλλά εξ αιτίας της φυματιώδους μηνιγγίτιδος. Το δημοσίευμα ωστόσο δεν αναφέρει αν ο αποθανών μαθητής από μηνιγγίτιδα, ήταν και δαρμένος!

Προσωπική Μαρτυρία:

Σε αυτό το παμπάλαιο σχολείο λοιπόν που ονομάζονταν “Ταγκόπουλου” πήγαινα σε όλο το δημοτικό.

Ακόμα από την εποχή εκείνη (μιλάμε για τέλος δεκαετίας 60 και αρχές δεκαετίας ’70) το σχολείο ήταν ήδη παλαιό. Αλλά και η μητέρα μου, που πήγαινε στο ίδιο ακριβώς σχολείο, μιλούσε στη δική της εποχή για ένα παλαιό κτήριο.

Σε αυτό το σχολείο λοιπόν που δεν έφερνε το όνομα ενός εκμοντερνιστή της γλώσσας αλλά το όνομα ενός σκληρού δασκάλου, όπου η πειθαρχία και ο χάρακας βασίλευαν για πολλά χρόνια, σύμφωνα με την παράδοση που είχε δημιουργήσει ο παλαιός διευθυντής του ο Ταγκόπουλος.

Το τελείωσα στην κυριολεξία με χίλιους δυο κόπους και βάσανα, τόσο που κάποια στιγμή νόμισα ότι δεν θα καταφέρω ούτε στο γυμνάσιο να πάω!

Τίποτα, μα τίποτα εκεί δεν ταίριαξε με τον μάλλον απείθαρχο χαρακτήρα μου, που όμως θα έλεγα ότι θα αποτελούσε μάλλον πρότυπο ηρεμίας και νηφαλιότητας σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση.

Δεν θέλω να γίνω γραφικός δίνοντας περιγραφές τρόπων τιμωρίας που εφάρμοζαν στο δικό μου δημοτικό σχολείο, διότι οι μεν νέες γενιές θα έλεγαν ότι υπερβάλλω οι δε παλαιότερες θα μου υπενθύμιζαν τις ακόμη σκληρότερες μεθόδους διδασκαλίας που οι ίδιοι βίωσαν. Εξάλλου εκείνη την εποχή οι μέθοδοι τιμωρίας μάλλον ήταν οι ίδιοι σε όποιο σχολείο κι αν πήγαινες. Όμως θα το πράξω καθώς έτσι νοιώθω.

Οι τρόποι τιμωρίας ανηλίκων παρουσίαζαν ομολογουμένως μια κάποια ποικιλία.

Δημοφιλής βεβαίως ο χάρακας τα κτυπήματα του οποίου μετρούσαμε οι ίδιοι στις παλάμες μας. Ένα, δύο, τρία μέχρι να φτάσουμε τον αριθμό εκείνο που είχε επιβληθεί με συνοπτικές διαδικασίες τόσο για την τιμωρία μας, όσο και για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων, που όμως δεν φαίνονταν διόλου να παραδειγματίζονται από τα δικά μου παθήματα. Η κορυφαία στιγμή της σχολικής μου σταδιοδρομίας αποτελεί εκείνη που καταμέτρησα τριάντα κτυπήματα με χάρακα στα δύο μου χέρια. Μούδιασαν τόσο και πονούσαν όμοια, με τον πόνο που προκαλεί η ξαφνική βύθιση και των δύο χεριών σε παγωμένο νερό.

Εκτός από τον χάρακα, μια άλλη μορφή τιμωρίας ήταν η στάση προσοχής τουλάχιστον για μια ώρα, στη μια γωνία του εξώστη της αυλής, όπου ανεξαρτήτως καιρικών συνθηκών, γινόταν καθημερινά η προσευχή και η έπαρση του Εθνικού μας ύμνου, συνοδεία ηχογραφημένης μουσικής.

Δημοφιλές ήταν επίσης και το τράβηγμα του αυτιού τόσο, ώστε το βάδισμα προς το γραφείο του Διευθυντή -συνοδεία του δασκάλου- να γίνεται στις μύτες των ποδιών του μαθητή. Αυτός ο πόνος μοιάζει με εκείνον του χαλασμένου φρονιμίτη που σε κτυπάει απευθείας στο νεύρο του αυτιού.

Ομολογώ ότι είχα δοκιμάσει σχεδόν όλο το μενού των επιλογών, κατά συνέπεια δικαιολογούμε και δικαιούμαι να έχω άποψη για τις διαβαθμίσεις του πόνου και τα αποτελέσματα που προκαλούν, περισσότερο ίσως από τους υπόλοιπους συμμαθητές μου.

Ανεξίτηλες επίσης παραμένουν οι μνήμες μου για ορισμένες εικόνες από το σχολείο όπως το βαρύ μεταλλικό κουδούνι, που χτυπούσαμε χειροκίνητα, ο ήχος του οποίου αποτελούσε πραγματική θεϊκή παρέμβαση, λύτρωση και έξοδο από μια ασφυκτική εξέταση, όμοια με την έξοδο των Εβραίων της Αγίας Γραφής. Πραγματικό θαύμα πώς ένας μικρός και στενός διάδρομος χωρούσε εξήντα και εβδομήντα παιδιά που έτρεχαν αλαφιασμένα ειδικώς όταν επρόκειτο για λήξη μαθημάτων. Οι τάξεις τότε πολυπληθείς καταμετρούσαν μέχρι και εβδομήντα μαθητές ανά τμήμα. Άλλωστε για να χωρέσουμε τόσοι σε μια αίθουσα καθόμασταν τριάδες στα παλιά ξύλινα θρανία. Απορίας άξιον ο μικρός χρόνος της πραγματικής εκκένωσης που πετύχαινε η τάξη πριν καν ακουστεί ο πρώτος ήχος του χειροκίνητου κουδουνιού.

Άλλη εικόνα που διατηρείται έντονα στη μνήμη μου, είναι οι συκιές που δέσποζαν με την παρουσία τους στην αυλή του σχολείου. Γηραιές τόσο, όσο και το κτήριο, προσέφεραν ίσκιο στα παιχνίδια μας κατά την διάρκεια των διαλειμμάτων.

Αν κατά τα πρότυπα των ξένων σχολείων, εφαρμοζόταν και στην Ελλάδα η επιλογή ενός συμβόλου που να αντιπροσωπεύει κάθε σχολείο ξεχωριστά, μπορώ να πω μετά βεβαιότητος πως για το συγκεκριμένο θα ήταν εκείνα τα δένδρα.

Κάτω από αυτές τις συκιές τοποθετούσαν τα ξύλινα θρανία, πάνω στα οποία ανέβαιναν οι πίσω σειρές τις τάξεις κατά τις ομαδικές φωτογραφήσεις που γινόντουσαν ετησίως ως αναμνηστικές κάθε έτους.

Σε κάποιο συρτάρι της βιβλιοθήκης του πατρικού μου σπιτικού βρίσκονται ξαπλωμένες πολλές τέτοιες φωτογραφίες που διαφέρουν μόνο ως προς τη χρονολογία τους.

“Σχολικόν έτος 1970 – 1971”,
“Σχολικόν έτος 1971 – 1972”.
Αλήθεια η φωτογραφία του 1973 – 1974 απουσιάζει. Γιατί άραγε;

Σε αυτές τις φωτογραφίες και σε δεύτερο φόντο κυριαρχούν τα πυκνά φυλλώματα των γέρικων συκιών. Κάθε φορά που περνούσα έξω από το σχολείο (ποτέ δεν έφυγα από τον Πειραιά), πάντα κοιτούσα την πορεία των δένδρων αυτών, που κόπηκαν δυστυχώς μόλις τα τελευταία χρόνια.

Θυμάμαι ακόμη πως στις αρχές της δεκαετίας του ’70, έκαναν την εμφάνισή τους στην πόλη μας πολλοί Έλληνες από την πρώην Ροδεσία, που μετά την επανάσταση μετονομάστηκε σε Ζιμπάμπουε. Οι διωγμοί και ο επαναπατρισμός που ακολούθησε όπως συνήθως συμβαίνει με τις διαδικασίες εκείνες που ατυχώς ονομάζονται “επαναστατικές” έφεραν κόσμο και κοσμάκη πίσω στην Ελλάδα.

Οι Έλληνες της διασποράς που ουδέποτε υπήρξαν υπάλληλοι αλλά επιχειρηματίες και ειδικά μικροεπιχειρηματίες, επιστρέφοντας στην Ελλάδα, άνοιξαν διάφορα καταστήματα. Τρανή απόδειξη αυτών και το γνωστό ζαχαροπλαστείο που έφερε την προεπαναστατική ονομασία της αφρικανικής αυτής χώρας “ΡΟΔΕΣΙΑ”.

Το γνωστό στον Πειραιά, Ζαχαροπλαστείο Ροδεσία

Παιδιά αυτών των Ελλήνων της αφρικανικής διασποράς κατέφτασαν και στην τάξη του σχολείου μας του Ταγκόπουλου.

Όλοι αυτοί επέμεναν δυστυχώς όπως και ο ιδιοκτήτης του προαναφερόμενου ζαχαροπλαστείου, να αποκαλούν τη χώρα με το όνομα εκείνο που είχαν μάθει, που είχαν γεννηθεί, που είχαν αγαπήσει. Όντας δύσκολο να απαλλαγούν από τα αισθήματα αυτά, επέμεναν πεισματικά ακόμα και στα διαγωνίσματα της γεωγραφίας να συνεχίζουν να γράφουν για Ροδεσία μη αποδεχόμενοι τη νέα κατάσταση, έστω κι αν αυτό στοίχιζε κάποιο βαθμό λιγότερο.

Βέβαια μοναδική θύμηση και αυτή του μαθήματος της γυμναστικής. Την αποκαλούσαν “σουηδική γυμναστική”, αλλά εμένα δεν μου φάνηκε καθόλου σουηδικό να κάνεις παρέλαση γύρω γύρω στο προαύλιο τραγουδώντας “πάνω κει στης Πίνδου μας τις κορφές…”.

Το μάθημα της γυμναστικής περιελάμβανε το φτιάξιμο των γραμμών και οι αποστάσεις από τους διπλανούς, που παίρναμε σηκώνοντας μια το δεξί και μια το αριστερό μας χέρι.

Να θυμίσω ότι όλοι οι μαθητές τότε, φέραμε μπλε ποδιές που έμοιαζαν με κοντά μπουφάν, κουρεμένοι, με τους λευκούς γιακάδες (που σχεδόν ποτέ δεν φορούσα), ενώ στο ύψος της καρδιάς κρεμόταν μια μεταλλική κονκάρδα που ανέγραφε το σχολείο που πηγαίναμε περιμετρικά καθώς στο κέντρο κυριαρχούσε το πουλί της σοφίας η Κουκουβάγια. Δυστυχώς ενώ είχα το σήμα αυτό φυλαγμένο για πολλά χρόνια, η Κουκουβάγια έπεσε θύμα κάποιας μετακόμισης και εξαφανίστηκε.

Το ξύλο ως μέσο διαπαιδαγώγησης βέβαια ούτε από τον παράδεισο βγήκε ούτε αν το έτρωγες έβαζες περισσότερο μυαλό. Γίνονταν με τη γνώση και ανοχή των ίδιων των γονέων άσχετα με το αν οι ίδιοι το χρησιμοποιούσαν ως μέσο διαπαιδαγώγησης εντός της οικογενείας ή όχι.

Χωρίς να αποδέχομαι το αντίθετο άκρο στο οποίο εισήλθε σήμερα η κοινωνία μας, αυτό της ασυδωσίας της ατιμωρησίας και του κινδύνου που διατρέχουν οι εκπαιδευτικοί να διωχθούν υψώνοντας και μόνο τη φωνή τους περισσότερο ίσως από ότι πρέπει, θα έλεγα ότι χαίρομαι που δεν εφαρμόζεται πλέον.

Χωρίς να είναι λίγοι αυτοί που το αναπολούν με νοσταλγία υπερασπιζόμενοι το θεραπευτικό αυτό -κατά την άποψή τους- μέτρο. Οφείλω μετά από τόσα χρόνια να δηλώσω ότι το ξύλο δεν εφαρμοζόταν με τον ίδιο ζήλο σε όλους τους μαθητές. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με τον χαρακτήρα τους, αν δηλαδή ήταν καλοί ή όχι μαθητές, αν ήταν πειθαρχημένα παιδιά ή απείθαρχα, αλλά είχε να κάνει μάλλον με τους ίδιους τους γονείς τους.

Δεν είναι κάποιο μυστικό, ότι τα δώρα στα σχολεία, κατά τις περιόδους των εορτών των Χριστουγέννων και του Πάσχα, ούτε μικρά ήταν, ούτε εθιμικά όπως υποθέτω θα συμβαίνει σήμερα. Υπήρχαν γονείς που αντίθετα με τους περισσότερους προσέφεραν δώρα μεγάλης αξίας, ειδικά όταν ο πατέρας ήταν ναυτικός.

Αυτά ήταν γνωστά τότε και δε νομίζω η αναφορά τους εδώ να προκαλεί έκπληξη σε κανέναν. Δεν γνωρίζω εάν τελικά αυτός ήταν ο λόγος που καθιστούσε τότε το ξύλο άγνωστο για κάποια παιδιά παρότι η συμπεριφορά τους ήταν ανάρμοστη και αταίριαστη με το υπόλοιπο περιβάλλον. Ίσως όμως και να ήταν.

Κάποτε, αυτό το σχολείο απώλεσε το διάσημο παρατσούκλι του και έμεινε να ονοματίζεται με έναν από αυτούς τους αριθμούς.

Βλέπετε κάποιοι αποφάσισαν ότι τα δημόσια σχολεία δεν πρέπει να ονομάζονται αλλά να απαριθμούνται!

Φαίνεται ότι η ονομασίες αποτελούν προνόμιο μόνο των ιδιωτικών ενώ τα δημόσια θα πρέπει να φέρουν αρίθμηση όμοια με διμοιρίες, λόχους και συντάγματα.

Έτσι όταν ερωτά κάποιος το όνομα του σχολείου που τελείωσες, θα πρέπει να απαντάς όχι με όνομα αλλά με αριθμό. Τελείωσα το εικοστό, όμοια με το απολύθηκα από το 34ο σύνταγμα πεζικού!

Αυτά τα χρόνια που περιγράφω, του δημοτικού σχολείου, είναι τα μόνα που δεν επιθυμώ, τα μόνα που δεν νοστάλγησα ποτέ μου, αντίθετα με τα γυμνασιακά μου χρόνια που έμειναν για πάντα χαραγμένα βαθιά μέσα μου.

Πρώην 20ο Δημοτικό Σχολείο (55ο σήμερα)
Του Στέφανου Μίλεση


Discover more from World Reader's Digest

Subscribe to get the latest posts sent to your email.

Recommended For You

Discover more from World Reader's Digest

Subscribe now to keep reading and get access to the full archive.

Continue reading