Περίπατος στην παλιά Αθήνα (1850-1920)

Αθήνα, 1834

«Οι παλιές φωτογραφίες και ειδικότερα της Αθήνας πάντα με συγκινούσαν από μικρό παιδί. Με έκαναν να αναλογιστώ τη διαδρομή της στο πέρασμα της ιστορίας και να κατανοήσω πόσο τα πράγματα έχουν αλλάξει . Ακόμα και σήμερα στον τακτικό μου Σαββατιάτικο περίπατο στο Μοναστηράκι κάθομαι στα παλιατζίδικα και χαζεύω ό,τι το πιο παλιό από φωτογραφίες, εφημερίδες της εποχής, παλιά καρτ ποστάλ κι αντικείμενα. Νοερά ζω στην παλιά Αθήνα.
Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας μερικές φωτογραφίες που βρήκα από διάφορες φωτογραφικές πηγές και που πραγματικά μερικές είναι σπάνιες. Επίσης να σας μεταφέρω μερικά λαογραφικά και ιστορικά στοιχεία για την παλιά Αθήνα και για τις συνήθειες των παλιών Αθηναίων. Κάποια ίσως τα ξέρετε, κάποια τα έχετε ακούσει και κάποια ίσως σας διαφεύγουν. Μέσω του μικρού αυτού άλμπουμ, που με αρκετό κόπο και μεράκι κατόρθωσα επιτέλους να φτιάξω, θα κάνουμε μαζί μια βόλτα στην Αθήνα του παρελθόντος. Θα δούμε ότι όλα έχουν αλλάξει. Τα περισσότερα τα καταστρέψαμε άδικα. Μόνος σταθερός έχει παραμείνει, ο βράχος της Ακρόπολης, αιώνιος παρατηρητής της Αθήνας που με θλίψη θυμάται την παλιά απλότητα και ομορφιά της».

Γιώργος Σμυρνιούδης

Οι πρώτοι ξένοι περιηγητές συνοδευόμενοι από φωτογράφους στα μέσα του 19ου αιώνα «παθιασμένοι» οπαδοί των ταξιδιών και συνάμα σταλμένοι από τα μεγάλα έντυπα του εξωτερικού, έφταναν στην Αθήνα με τις ογκώδεις μηχανές τους και το βαρύ εξοπλισμό τους, μετά από ένα μακρύ, κουραστικό ταξίδι, συχνά επικίνδυνο, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν κατά τη διαμονή τους, τη ζέστη, την έλλειψη νερού, τη σκόνη, τα έντομα, τις μεταδοτικές ασθένειες και τα προβλήματα συνεννόησης με τους ντόπιους αχθοφόρους και δραγουμάνους (μεταφραστές της εποχής). Την τελευταία εικοσαετία του 19ου αιώνα, η φωτογραφία ετοιμάζεται να εισέλθει δυναμικά στον επόμενο αιώνα. Χάρη στην τεχνική της εξέλιξη, ιδιαίτερα με την καθιέρωση του εύκαμπτου φιλμ (1880), αποκτά τη δυνατότητα να αποτυπώνει την κίνηση, ώστε ο φακός να γίνεται μάρτυρας των γεγονότων. Εξάλλου η κυκλοφορία των πρώτων φορητών φωτογραφικών μηχανών (1889) ενθαρρύνει πολλούς ερασιτέχνες να δοκιμάσουν τις ικανότητές τους.

Σπάνια φωτογραφία. Από τις πρώτες φωτογραφίες της Ακρόπολης λίγο πριν τα μέσα του 19ου αιώνα. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη από τον λόφο του Φιλοπάππου. Το ζευγάρι που ατενίζει την Ακρόπολη είναι ξένοι περιηγητές, αν κρίνουμε από τη «φράγκικη» ενδυμασία, όπως την αποκαλούσαν οι φουστανελοφόροι Αθηναίοι της εποχής (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Mπενάκη).

Στις 30 Σεπτεμβρίου του 1852, μια φοβερή θύελλα ξέσπασε ξαφνικά στον ουρανό της Αθήνας. Ήταν μια θύελλα που, όπως καταγράφηκε από τους κατοίκους της εποχής, κυριολεκτικά σάρωσε οτιδήποτε συνάντησε στο πέρασμά της. Δέντρα ξεριζώθηκαν, σπίτια γκρεμίστηκαν, αλλά, το κυριότερο, η μια από τις τρεις κολώνες που έστεκαν χωριστά από τις υπόλοιπες στο ναό του Ολυμπίου Διός, στο κέντρο της πόλης, κατέπεσε. Το συμβάν αυτό θεωρήθηκε τόσο σημαδιακό από τους Αθηναίους, ώστε επί πολλές δεκαετίες αργότερα, όταν ήθελαν να προσδιορίσουν την εποχή εκείνη, έλεγαν χαρακτηριστικά: «τον καιρό της κολώνας».

Σπάνια φωτογραφία εφημερίδας τραβηγμένη από τις παρυφές της Ακρόπολης. Η χρονολογία άγνωστη, εικάζεται γύρω στο 1860. Διακρίνεται η πύλη του Αδριανού και οι στήλες του Ολυμπίου Διός. Διακρίνετε η πεσμένη κολώνα. Παρατηρείστε ότι το Ζάππειο, που αποπερατώθηκε το 1874, δεν έχει ακόμη κατασκευαστεί και βέβαια το μεταγενέστερο Παναθηναϊκό στάδιο.

Η λεγόμενη Πύλη του Ρωμαίου αυτοκράτορα Αδριανού δεσπόζει ακόμη και σήμερα στην Αθήνα από το 125 μ.Χ. Παρατηρούμε στη φωτογραφία ότι στα μέσα του 19ου αιώνα η ΝΑ περιοχή κάτω από την Ακρόπολη ήταν εντελώς χέρσα (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Mπενάκη).

Άποψη της Ακρόπολης γύρω στα 1865. O Δημήτρης Κωνσταντίνου, δεύτερος επαγγελματίας φωτογράφος στην Αθήνα μετά τον Φ. Μαργαρίτη, είναι ο πρώτος Έλληνας που ασχολείται αποκλειστικά και μόνο με τη φωτογράφηση αρχαίων μνημείων. Οι φωτογραφίες του, ποιοτικά και αισθητικά άρτιες, σήμερα στέκονται αντάξιες δίπλα σε εκείνες των επιφανών ξένων φωτογράφων της ίδιας εποχής.

Άποψη της Αθήνας, 1865. Χαρακτική του Bachelieu από τα φωτόγραφα του Δ. Κωνσταντίνου. Γράφει ο Κ. Σκόκος στο ημερολόγιο του (έκδοση 1910) για την Αθήνα του 1865: «Στην Αθήνα πια φραγκέψαμε. Θυμάμαι εδώ και λίγα χρόνια ακόμα, κάτω από την Ακρόπολη στην παλιά Πλάκα, ήταν ένα σωρό σπιτικά, που το καθένα ήταν σωστή ζωγραφιά. Γέροι φουστανελάδες κάθονταν στα καφενεδάκια, και τα κορίτσια της γειτονιάς έτρεχαν στη βρύση με τις στάμνες τους. Εκεί τώρα χτίστηκαν παλάτια (εννοεί τα νεοκλασικά) και τα λίγα σπιτάκια που απόμειναν ολοένα χάνονται, πολιτισμός θα μου πείτε».

Φωτογραφία της Ακρόπολης τραβηγμένη από το ύψος της σημερινής πλατείας του Θησείου, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα. Το 1880 κατεδαφίστηκαν τα μπροστινά κτίρια που βλέπουμε και χαράχθηκε η οδός Αποστόλου Παύλου που συνέδεε το Μοναστηράκι με τη συνοικία του Μακρυγιάννη (σημερινός πεζόδρομος). Η Πλατεία του Θησείου έγινε στις αρχές του 20ου αιώνα (φωτογραφική πηγή άγνωστη).

Η περιοχή των σημερινών Εξαρχείων, χωματουργικές εργασίες στην ομώνυμη πλατεία. Την εποχή εκείνη τα σημερινά Εξάρχεια ήταν προάστιο της Αθήνας (φωτογραφικό πηγή άγνωστη).

Το Ελληνικό Πιλοποιείο, από τις πιο επιτυχημένες ελληνικές επιχειρήσεις, ιδρύθηκε το 1886 από τον Ηλία Πουλόπουλο, έναν υφασματέμπορο από την Καλαμάτα που ήρθε στην Αθήνα αποφασισμένος να γίνει βιομήχανος. Το εργοστάσιο που έκτισε στο Θησείο ήταν πλήρως εξοπλισμένο ήδη το 1900 και τα καπέλα που κατασκεύαζε, αποσπούσαν διεθνή βραβεία. Η επιχείρηση λειτούργησε ως τα μέσα του 20ου αιώνα στο λιθόκτιστο κτήριο στην οδό Ηρακλειδών. Από το κτίριο έχει απομείνει μόνο ένα μικρό μέρος που έχει αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή και ανήκει στο Πνευματικό Κέντρο «Μελίνας Μερκούρη» του Δήμου Αθηναίων.

Φωτογραφία τραβηγμένη από τον λόφο του Φιλοπάππου. Ο αρχαίος ναός που διακρίνεται είναι ο ναός του Ηφαίστου και της Αθηνάς που σώζεται ανέπαφος μέχρι σήμερα. Οι πρώτοι αρχαιολόγοι και ειδικοί πίστευαν ότι ο ναός ανήκε στον Θησέα, επειδή στην ζωοφόρο του υπάρχουν παραστάσεις από τη ζωή του, για αυτό και την περιοχή γύρω από το ναό την ονόμασαν Θησείο.

Η λεγόμενη και γραμμή 1 ή πράσινη γραμμή του μετρό της Αθήνας εγκαινιάστηκε στις 27 Φεβρουαρίου 1869. Στη γραμμή λειτουργούσαν ατμοκίνητα τρένα, που συνέδεαν το Θησείο με τον Πειραιά και για τη λειτουργία της ήταν υπεύθυνη η εταιρία Σιδηρόδρομοι Αθηνών – Πειραιώς (Σ.Α.Π.). Η γραμμή επεκτάθηκε προς Ομόνοια και ηλεκτροδοτήθηκε το 1904 με την επωνυμία «Ελληνικοί Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι» (Ε.Η.Σ.), ενώ η εταιρία λειτουργίας μετονομάστηκε σε «Ηλεκτρικοί Σιδηρόδρομοι Αθηνών – Πειραιώς» (Η.Σ.Α.Π.) το 1976 ( φωτογραφική πηγή: EΛΙΑ από το Μουσείο του ΗΣΑΠ).

Από τις πρώτες στρατιωτικές αεροφωτογραφίες από αερόστατο (1890). Πάνω από τον λόφο του Φιλοπάππου (διακρίνεται και το ομώνυμο μνημείο) όπου φαίνεται το νότιο άκρο της Αθήνας. Η φωτογραφία μιλά από μόνη της….

Αεροφωτογραφία από αερόστατο της Ακρόπολης και της Πλάκας (1890) τότε που μαζί με το Ψυρρή, το Θησείο και το Μεταξουργείο ήταν οι μοναδικές της συνοικίες. Επίσης διακρίνονται και τα ανάκτορα (σημερινή Βουλή). Σε ακτίνα λίγων χιλιομέτρων από την Ακρόπολη βλέπουμε ότι η Αθήνα περιστοιχιζόταν από ελαιώνες, αμπελώνες και περιβόλια.

Για έναν περίπου αιώνα η ύδρευση ταλάνιζε την Αθήνα. Το παλαιό υδραγωγείο του Αδριανού είχε πάθει ανεπανόρθωτες ζημιές από τους πολέμους του ’21. Η Αθήνα υδρευόταν από τις 55 δημοτικές βρύσες που υπήρχαν σε διάφορα σημεία, οι οποίες συνεισέφεραν ελάχιστα έως και καθόλου στις καθημερινές ανάγκες της κατανάλωσης νερού. Ατελείωτες οι ουρές των Αθηναίων καθημερινά σε αυτές με τους τενεκέδες και τις στάμνες, καυγάδες για τη σειρά και φασαρίες. Χρυσές δουλειές έκαναν ωστόσο οι νερουλάδες που μετέφεραν με τα κάρα τους και πουλούσαν νερό στην Αθήνα, στα σπίτια που διέθεταν δεξαμενές από τις πηγές των γύρω χωριών, όπως της Κηφισιάς και του Αμαρουσίου. Μέχρι το 1924 η Αθήνα υδρευόταν κυρίως από τα νερά των πηγών της Πάρνηθας και από τον υπόγειο υδροφορέα. Το 1925 άρχισαν να κατασκευάζονται τα πρώτα σύγχρονα έργα ύδρευσης στην περιοχή της Πρωτεύουσας. Τη χρονιά αυτή υπογράφτηκε σύμβαση μεταξύ του Ελληνικού Δημοσίου, της Αμερικανικής Εταιρείας ULEN και της Τράπεζας Αθηνών για τη χρηματοδότηση και κατασκευή έργων ύδρευσης της Πρωτεύουσας.

Φωτογραφία από την εφημερίδα Εστία το 1894. Παρουσιάζει τη δυτική πλευρά των τότε Ανακτόρων (σημερινή Βουλή). Παρατηρούμε ότι το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη δεν είχε γίνει ακόμη κι όλος ο χώρος είχε τη μορφή ενός πλούσιου άλσους. Η γύρω περιοχή δεν ήταν οικοδομημένη. Περιγράφει αξιωματικός των τότε Ανακτόρων: «Από την κεντρική είσοδο του κτιρίου των Ανακτόρων βλέπεις τον κάμπο του Ρουφ – Ρέντη – Μοσχάτου, με τα αγροτόσπιτα, τη θάλασσα, τη Σαλαμίνα, την Αίγινα κι όταν η ατμόσφαιρα είναι καθαρή, και τα γαλανά ακρογιάλια του Μοριά».

Διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου των Ανακτόρων, στο σημερινό μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, γύρω στο 1900. Αργότερα, το 1930, ξεκίνησαν οι εργασίες μετατροπής του κτιρίου σε κοινοβούλιο από τον αρχιτέκτονα Ανδρέα Κριεζή. Τρία χρόνια μετά, στις 2 Αυγούστου του 1934, επί πρωθυπουργίας Παναγή Τσαλδάρη, εγκαινιάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο η αίθουσα της Γερουσίας και τον επόμενο χρόνο, στις 1 Ιουλίου 1935, επί ιδίου πρωθυπουργού πραγματοποιούνται πανηγυρικά σ’ αυτό οι εργασίες της Ε’ Εθνοσυνέλευσης, στη νέα αίθουσα συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής.

O βασιλικός κήπος, που το 1974, με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, μετονομάστηκε σε Εθνικό κήπο, έγινε για τον περιβάλλοντα καλλωπισμό των βασιλικών ανακτόρων. Τις πρώτες φυτευτικές εργασίες οργάνωσε και επέβλεψε ο Βαυαρός γεωπόνος Σμάρατ (Smarat) το 1839, όπου φυτεύτηκαν 15.000 καλλωπιστικά φυτά που μεταφέρθηκαν από τη Γένοβα, καθώς επίσης και με αυτοφυή είδη, που μετέφερε από το Σούνιο και την Εύβοια ο Πρώσος γεωπόνος Φρειδερίκος Σμιτ (Friedrich Schmidt), βοηθός τού Σμάρατ. Ο κήπος συνέχισε να επεκτείνεται, και για το σκοπό αυτό προσκλήθηκε ο Γάλλος κηποτέχνης Φρανσουά Λουί Μπαρώ (François Louis Bareaud), ο οποίος ανέλαβε τη διεύθυνση τού κήπου από το 1845 έως το 1854. Τον Μπαρώ διαδέχθηκε ο Φρειδερίκος Σμιτ, ο οποίος διηύθυνε τον κήπο επί 30 χρόνια, φέρνοντας από το εξωτερικό πολλά φυτά, κατάλληλα για το κλίμα της Αττικής, συμπληρώνοντας έτσι τη φύτευση του κήπου στα σημερινά της όρια. Ο κήπος ήταν για την αποκλειστική τέρψη της βασιλικής οικογένειας και δεν ήταν ελεύθερος για τον Αθηναϊκό λαό.

Πόσοι άραγε γνωρίζουν ότι υπήρχε ένα θέατρο-κόσμημα στην πρωτεύουσα, το Δημοτικό Θέατρο Αθηνών, στη θέση του παλαιού Δημαρχείου (πλατεία Κοτζιά). Σε διαδοχικά σχέδια των Μπουλανζέ (1857) και Τσίλερ (1873) λειτούργησε από το 1888 έως το 1939 και πέρασε διάφορες φάσεις ταλαιπωρίας στο μισό αιώνα ζωής του. Το θέατρο αυτό είχε χωρητικότητα 1.500 θεατών και ήταν από τα καλύτερα και πολυτελέστερα της Ευρώπης, πραγματικά ένα αρχιτεκτονικό κόσμημα. Όταν έφθασαν οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, μην ξέροντας που να τους στεγάσει, το ως γνωστό ανοργάνωτο κράτος σταμάτησε την λειτουργία του. Για 5 περίπου χρόνια οι πρόσφυγες («οι τουρκόσποροι», όπως τους αποκαλούσαν οι ανάλγητοι Αθηναίοι αστοί της εποχής), στοιβάζονταν κατά εκατοντάδες στο θέατρο αυτό. Εγκαταλειμμένοι από το κράτος, τις παγερές νύχτες του χειμώνα έκαιγαν τα καθίσματα και τα έπιπλα. Τις κουρτίνες τις έκαναν σκεπάσματα. Το θέατρο μαγαρίστηκε. Από το 1927, που μετακόμισαν και οι τελευταίοι πρόσφυγες, το θέατρο έμεινε ανενεργό και εγκαταλειμμένο. Τελικά το 1939 την κατεδάφισή του πρότεινε ο Κωνσταντίνος Κοτζιάς, υπουργός Διοίκησης Πρωτεύουσας (επί Μεταξά), με σύμφωνη απόφαση του δημάρχου Αμβρόσιου Πλυτά, λέγοντας στο Δημοτικό συμβούλιο ότι «η απαλλαγή της Αθήνας από το θέατρο θα ήταν ευεργέτημα».

Φωτογραφία μέρους της Ομόνοιας περί τα 1870. Διακρίνουμε τις κλειστές επιβατηγούς άμαξες, τις «Βικτώριες», όπως τις αποκαλούσαν. Οι ράγες των πρώτων ιππήλατων τραμ, που κατασκευάστηκαν το 1882, δεν υπάρχουν ακόμη.

Ο χώρος διαμορφώθηκε σε πλατεία το 1846 και αρχικά πήρε το όνομα Πλατεία Ανακτόρων και στη συνέχεια Πλατεία Όθωνος, προς τιμή του βασιλιά. Αποτελούσε το βορειότερο άκρο της πόλης και το τέρμα του εξοχικού περιπάτου των Αθηναίων της εποχής. Το 1862 μετονομάσθηκε σε Πλατεία Ομονοίας, όταν στο χώρο αυτό συγκεντρώθηκαν κι έδωσαν όρκο «ομονοίας» οι αρχηγοί των αντιπάλων πολιτικών μερίδων, οι οποίες είχαν προκαλέσει λόγω του δυναστικού αιματηρές ταραχές στη χώρα (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).

Πλατεία Συντάγματος: Διαμορφώθηκε το 1843 και ονομαζόταν αρχικά και αυτή Πλατεία Ανακτόρων. Η πλατεία πήρε το σημερινό όνομά της από το Σύνταγμα, που αναγκάστηκε να εκδώσει ο βασιλιάς Όθωνας μετά από τη στρατιωτική περισσότερο εξέγερση και όχι λαϊκή, τη λεγόμενη Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843, που αποδεδειγμένα είχε παρακινηθεί από τις Μεγάλες Δυνάμεις, όταν, τότε, μόνο μία από αυτές, η Γαλλία, είχε θεσπίσει σύνταγμα. Διακρίνεται (αριστερό κτίριο) το κοσμικό καφενείο του Ζαχαράτου, «η μικρή Βουλή», όπως λεγόταν τότε, γιατί σ’ αυτό πολλές φορές παίχθηκε η τύχη, πολιτικών καταστάσεων. Στο εσωτερικό του είχε δύο αίθουσες. Στη μια κάθονταν οι απόστρατοι και εν ενεργεία στρατιωτικοί και στην άλλη οι πολιτικοί και οι λόγιοι της εποχής. Μπορούσε κανείς να διακρίνει τον Γιάννη Γρυπάρη, τον Γιάννη Βλαχογιάννη, τον Γιώργο Σουρή, τον Πέτρο Κανελλίδη, τον Καλαποθάκη, τον Ανδρέα Καρκαβίτσα, τον Κονδυλάκη, τον Εμμανουήλ Ροΐδη και άλλους (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).

Η πλατεία Συντάγματος στα τέλη του 19ου αιώνα. Από αυτήν τη φωτογραφία μπορούμε να κατανοήσουμε και τα μέσα συγκοινωνίας της εποχής. Διακρίνουμε τα πρώτα ιππήλατα τραμ που κινούντο πάνω σε σταθερές ράγες για να μη μεταφέρονται οι κραδασμοί στην καμπίνα και για να μειωθεί η τριβή των τροχών αυξάνοντας την έλξη των ίππων. Μπορεί η Αθήνα να μην είχε νέφος τότε αλλά πνιγόταν στη σκόνη που σήκωναν οι άμαξες και τα κάρα. Διακρίνουμε και ένα μόνιππο (λαντό). Τα μόνιππα, που ήταν κάτι σαν τα σημερινά ταξί, έκαναν πιάτσα σε κεντρικά σημεία της πρωτεύουσας. Οι πολλοί ευκατάστατοι Αθηναίοι είχαν δικά τους λαντό σαν τα σημερινά Ι.Χ.

Στην Αθήνα αναπτύχθηκε δίκτυο ιππήλατων τροχιοδρόμων μετρικού εύρους, το 1882, για την ακρίβεια: από τη βελγικών συμφερόντων Εταιρεία Τροχιοδρόμων Αθηνών – Πειραιώς – Περιχώρων (Ε.Τ.Α.Π.Π.). Το δίκτυο αυτό ηλεκτροδοτήθηκε, αναβαθμίσθηκε και επεκτάθηκε μεταξύ 1906 και 1908, ενώ υπέστη τροποποιήσεις και προσθήκες και μεταγενέστερα. Το εισιτήριο με άμαξα αγγλικού τύπου Βικτώρια (μεγάλη άμαξα με δυο ή και τέσσερα άλογα ήταν τα λεωφορεία της εποχής) ήταν αρχικά μια δεκάρα. Όταν όμως άρχισε ο συναγωνισμός με το τραμ, το εισιτήριο κόστιζε μια πεντάρα. Επειδή δεν μπόρεσαν να αντέξουν και τον ιπποκίνητο ακόμη «τροχιόδρομο» της οδού Σταδίου, εγκατέλειψαν τη γραμμή αυτή κι εγκαταστάθηκαν στο Σταθμό Λαρίσης, κάνοντας τη διαδρομή μέχρι το Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου, κοντά στην Ομόνοια. Τελικά όμως υπέκυψαν στα σύγχρονα μέσα συγκοινωνίας (φωτογραφία: Ελληνικό λογοτεχνικό και ιστορικό αρχείο).

Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετάνιας χτίστηκε το Ι842, στον ίδιο χώρο, από τον Αντώνιο Δημητρίου, σε σχέδια του μεγάλου αρχιτέκτονα Θεόφιλου Χάνσεν. Ένα κτίριο με δυο κατοικίες (Δημητρίου-Λημνού), γραφεία στο ισόγειο και κοινόχρηστους χώρους. Για αρκετά χρόνια (1856-1873) χρησιμοποιήθηκε για να στεγάσει τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή. Τελικά το 1874 έγινε ξενοδοχείο. Παρατηρούμε ότι το ξενοδοχείο δεν ήταν τότε όπως το βλέπουμε σήμερα (φωτογραφική πηγή: ταχυδρομική κάρτα της εποχής).

Στα Αθηναϊκά καφενεία της εποχής, εκτός από τα πολιτικά, κυριαρχούσαν τα καμώματα των ληστών. Τον καιρό εκείνον οι ληστείες στα περίχωρα της Αθήνας ήταν ένα καθημερινό γεγονός. Παρά τις συνεχείς προσπάθειες ήταν δύσκολο να βρεθούν τα λημέρια των ληστών που ήταν στις παρυφές της πόλης. Η Αττική ήταν ακόμη γεμάτη από πυκνά ρουμάνια και δάση. Φανταστείτε οι Αμπελόκηποι ήταν αμπελώνες και τα Μεσόγεια είχαν πυκνά δάση με βελανιδιές και πεύκα όπου οι ντόπιοι κυνηγούσαν μέχρι και αγριογούρουνα. Οι ληστές Νταβέλης, Κακαράπης, Γιαγκούλας, Αρβανιτάκηδες κι άλλοι, όλοι τους παιδιά της φτώχειας, της αδικίας, αλλά και της αναρχικής νοοτροπίας τους, έχουν εισχωρήσει στην περιοχή του μύθου και παραμένουν ακόμη γοητευτικά. Για τον μύθο αυτόν, γίνονται ληστές για να εκδικηθούν την κοινωνία που λόγω χαμηλής καταγωγής τους είχε καταφρονέσει. Καταφεύγουν στην παρανομία και λεηλατούν τα περίχωρα των Αθηνών. Οι Αθηναίοι καταβάλλουν αντίτιμο σε αυτούς για να μπορέσουν να περάσουν τα περάσματα που ελέγχουν. Κάποιες φορές, τις περισσότερες ίσως, η προφανής αφορμή είναι η εκδίκηση για ένα φόνο. Κάποιες άλλες, η «άτιμη η κοινωνία» που τους αρνείται το δικαίωμα να στεφανωθούν το ταίρι που αγαπούν. Έτσι η εκδίκηση στην περίπτωση αυτή είναι τρομερή και προϋποθέτει έως τον φόνο του αντεραστή-γαμπρού, των γονιών της νύφης ή και της ίδιας της άπιστης.
Ο Μπαϊρακτάρης το αντίπαλο δέος των λήσταρχων. Το 1893, όταν συστάθηκε η στρατιωτική αστυνομία, στις 20 Μαρτίου 1893 διορίσθηκε με τον βαθμό του ταγματάρχη Αστυνομικός Διευθυντής Αθηνών αφήνοντας αναμνήσεις από πλούσια σε αριθμό περιστατικά κατά τον διωγμό των λήσταρχων, αλλά κυρίως των τότε μαγκών και κουτσαβάκηδων που μάστιζαν το κέντρο της Αθήνας. Ο «μάγκας» ήταν άντρας των λαϊκών αστικών στρωμάτων που χαρακτηριζόταν από υπερβολική αυτοπεποίθηση ή έπαρση, καθώς και από ιδιάζουσα εμφάνιση ή συμπεριφορά. Ήταν ευκατάστατος, κοινωνικός, οξυδερκής αποδεκτός από όλη την γειτονιά. Η κάθε γειτονιά είχε τον μάγκα της. Ο λόγος του ήταν συμβόλαιο «είχε μπέσα». Ο μάγκας εκτελούσε τον ρόλο του αστυνομικού και του δικαστή στη γειτονιά που ανήκε. Όταν οι παλιοί αθηναίοι είχαν μικροδιαφορές μεταξύ τους πηγαίνανε στον μάγκα για να τις λύσει. Αυτός που δικαιωνόταν έδινε τον οβολό του στον μάγκα και αυτός που δεν δικαιωνόταν ήταν υποχρεωμένος να ακούσει τις εντολές του μάγκα ασυζητητί. Διαφορετικά, ο μάγκας έστελνε τα κουτσαβάκια για «να καθαρίσουν». Τα «κουτσαβάκια» ήταν γεροδεμένοι νέοι από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα. Ανήκαν στον κάθε μάγκα και τον υπηρετούσαν πιστά. Συνηθισμένη εμφάνιση τους ήταν το μακρύ μουστάκι, τα μυτερά παπούτσια με γυρισμένες μύτες, το καβουράκι, το παντελόνι με ρίγα και το κομπολόι. Στη μέση φορούσαν τυλιχτό ζωνάρι, κυρίως για να κρύβουν τα μικρά όπλα (μαχαίρια και πιστόλια) που κουβαλούσαν. Περπατούσαν με ιδιόρρυθμο τρόπο, σα να κουτσαίνουν (από κει και το «κουτσαβάκης»), φορώντας μόνο το ένα μανίκι απ’ το σακάκι για να έχουν ευχέρεια όποτε χρειαζόταν στην κίνηση του μαχαιριού. Όλα αυτά υπό την ανοχή της αστυνομίας που «λαδωνόταν» από τους μάγκες. Όλα αυτά μέχρι το 1893 που ο Μπαϊρακτάρης τους κυνήγησε αλύπητα. Εκτός από τη φυλάκιση και το κούρεμα με την ψιλή έδωσε εντολή να τους κόβουν το μισό μουστάκι (υποχρεώνοντάς τους να ξυρίσουν και το άλλο μισό – θανάσιμη προσβολή για τους άντρες της εποχής). Τους έκοβε επίσης τις μύτες απ’ τα παπούτσια και το μανίκι που κρεμόταν. Το 1896 πάντως, κατά τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας, οι κουτσαβάκηδες επιστρατεύτηκαν από την αστυνομία, για να αντιμετωπίσουν τους ξενόφερτους πορτοφολάδες. Αργότερα, μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ο τύπος του μάγκα γνώρισε καινούργια αναβίωση, αυτή τη φορά συνδεμένος με την κουλτούρα της ρεμπέτικης μουσικής.

Άποψη της Αθήνας γύρω στο 1900. Η φωτογραφία ρετουσαρίστηκε σε έγχρωμη κι έτσι μπορούμε να δούμε αριστερά από το Παναθηναϊκό στάδιο το καταπράσινο Παγκράτι (φωτογραφία από ταχυδρομική κάρτα).

Aριστερά σταθμευμένες σούστες και κάρο και δεξιά δύο ιππήλατα τραμ στην πλατεία Συντάγματος, τις αρχές του 20ου αιώνα. H πλατεία πιο μεγάλη, με στενότερο τον δρόμο απ’ όπου δύο γραμμές κατευθύνονταν προς τις οδούς Mητροπόλεως και Φιλελλήνων. Πολλοί Αθηναίοι, επειδή οι αποστάσεις στην Αθήνα ήταν μικρές «το έκοβαν με τα πόδια», όπως συνήθιζαν να λένε. Και επειδή όταν έβρεχε κόλλαγε στα παπούτσια τους λάσπη, έλεγαν «έκοψα λάσπη». Από τότε καθιερώθηκε η έκφραση που λέμε μέχρι σήμερα, όταν θέλουμε να πούμε ότι απομακρυνόμαστε γρήγορα από κάτι.

Ένα ιππήλατο αμαξάκι (λαντό) σταθμευμένο στην οδό Πανεπιστημίου. Ο κάθε επαγγελματίας είχε και το δικό του μεταφορικό μέσο. Ο μανάβης της γειτονιάς ξεκινούσε για το παζάρι τα ξημερώματα με τη σούστα του. Ο γαλατάς μοίραζε το γάλα και τα γιαούρτια με το αμαξάκι του. Ο εμποράκος είχε φορτωμένη κι αυτός όλη την πραμάτειά του πάνω σε μια κλειστή άμαξα και γυρόφερνε τις γειτονιές. Ο νερουλάς, επίσης, πουλούσε το πόσιμο νερό στα χρόνια που οι Αθηναίοι κόντευαν να «κορακιάσουν», γυρίζοντας από γειτονιά σε γειτονιά με το δικό του κάρο, που είχε μετατρέψει σε βυτιοφόρο. Τα σκουπιδιάρικα ήταν κι αυτά ειδικά κατασκευασμένα κάρα με πλαϊνά υψωμένα, από πρόσθετες σανίδες στην καρότσα, για να χωράνε περισσότερα σκουπίδια. Στην υπηρεσία του Δήμου μπήκανε κάποτε και τα κάρα-καταβρεχτήρια. Με αυτά βρέχονταν οι χωμάτινοι δρόμοι το καλοκαίρι, έτσι ώστε να σηκώνεται όσο το δυνατόν λιγότερη σκόνη από το φύσημα του αέρα και από τις άμαξες.

Σπάνια φωτογραφία (1870) που δείχνει την Ιερά οδό να είναι καρόδρομος. Η φωτογραφία είναι σπάνια γιατί ελάχιστες φωτογραφίες υπάρχουν για τα περίχωρα της Αθήνας, καθώς οι φωτογράφοι της εποχής επικέντρωναν τη θεματολογία τους στο ιστορικό κέντρο της πρωτεύουσας.

Στην κορυφή του λόφου του Κολωνού, βρίσκονται δύο μνημεία φιλελλήνων αρχαιολόγων. Το ένα είναι πάνω στον τάφο του Γερμανού αρχαιολόγου Κάρολου Μίλερ (1797-1840), που εργάστηκε και πέθανε στην Αθήνα. Είναι έργο του Δανού αρχιτέκτονα Κρίστιαν Χάνσεν (1803-1883). Πρόκειται για μια επιτύμβια στήλη, που καταλήγει σε διακόσμηση με άνθη. Δίπλα στο μνημείο του Μίλερ, υπάρχει και το μνημείο του Γάλλου αρχαιολόγου Σαρλ Λενορμάν (1802-1859), που επίσης πέθανε στην Αθήνα. Πρόκειται για μια μαρμάρινη λουτροφόρο υδρία, στο εσωτερικό της οποίας έχει ταφεί η καρδιά του. Ο Δανός συγγραφέας Χανς Κρίστιαν Άντερσεν, που επισκέφτηκε τον Κολωνό σ’ ένα ταξίδι του στην Ελλάδα το 1841, περιγράφει τις εντυπώσεις του από το φυσικό περιβάλλον του Κολωνού: «Η ροή στον Κολωνό… Εδώ είναι θαμμένος ο Γερμανός Κάρολος Μίλερ, που πέθανε πριν λίγο καιρό και που τόσα χρωστά σ’ αυτόν η επιστήμη… Ακούμπησα στον υγρό τάφο… Ο βουνήσιος αέρας κατέβαινε κρύος και τσουχτερός… Σε ολόκληρη τη φύση υπήρχε ένα μεγαλείο που ούτε η Ελβετία μπορεί να σου προσφέρει».

Η οδός Συγγρού (1890) προς τιμή του πάμπλουτου Κωνσταντινουπολίτη τραπεζίτη και πολιτικού Ανδρέα Συγγρού. Έχει χαρακτηριστεί μέγας εθνικός ευεργέτης. Θεωρήθηκε ότι υπήρξε ο ισχυρότερος άντρας της εποχής του, πιο πάνω και από τον βασιλιά Γεώργιο Α’. Στον αντίποδα, αμφισβητήθηκε έντονα λόγω των Λαυρεωτικών. Ο κόσμος, δε, τον αποκάλεσε «Λαυριοφάγο», γιατί αγόρασε τα ορυχεία Λαυρίου και έντεχνα διέρρευσε μέσω του τύπου ότι βρέθηκαν σ’ αυτά κοιτάσματα χρυσού. Ο Συγγρός μετοχοποίησε τα ορυχεία και χιλιάδες Αθηναίοι έσπευσαν να αγοράσουν μετοχές. Η συνέχεια είναι γνωστή, αφού αποδείχθηκε «άνθρακας ο θησαυρός» (από τότε βγήκε η παροιμία) και χιλιάδες Αθηναίοι έχασαν τις περιουσίες τους. Άλλοι χαρακτηρίζουν τον Α. Συγγρό μηχανορράφο και επιδέξιο πολιτικάντη, άλλοι ως λωποδύτη φιλάνθρωπο, ενώ ο τύπος της εποχής χρυσοκάνθαρο! Κατηγορήθηκε ότι παρίστανε μετά τον εθνικό ευεργέτη για να εξαγνίσει τις αμαρτίες του.

Η επονομαζόμενη villa Marguerite, «ο πύργος της Μαργαρίτας», που έλεγαν οι παλιοί Αθηναίοι. Παραμυθένιο κτίσμα στη συμβολή Β. Σοφίας και Μεσογείων, ήταν μια αρχιτεκτονική φαντασία με κόκκινη πελεκητή πέτρα, κωνικό τρούλο και στέγες καλυμμένες από μολυβδόφυλλα. Ο κήπος της ήταν κατάφυτος. Την είχε σχεδιάσει Άγγλος αρχιτέκτονας κατά παραγγελία Ελληνοαμερικανού επιχειρηματία. Το σπίτι όμως το αγόρασε ο Ευστάθιος Λάμψας, πλούσιος επιχειρηματίας κι ιδιοκτήτης του κεντρικού ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρετανία». Παντρεμένος με τη Γαλλίδα Παλμύρας Παλφρουά, το ζευγάρι είχε μια θετή κόρη, τη Μαργαρίτα. Από εκεί προήλθε και το όνομα της βίλας, η οποία κατεδαφίστηκε λίγο πριν το 1970.

Το 1903, ο τραπεζίτης Ι. Πεσμαζόγλου εγκαινίασε το θαυμάσιο ξενοδοχείο Ακταίο, στο Π. Φάληρο. Το ξενοδοχείο κτίστηκε με σχέδιο των αρχιτεκτόνων Ερνέστου Τσίλερ και Καραθανασόπουλου, κατά τα πρότυπα των «Palace» των ευρωπαϊκών λουτροπόλεων. Ήταν ένα από τα πιο εντυπωσιακά κτίρια της εποχής, με 160 υπνοδωμάτια και μεγάλες πολυτελέστατες αίθουσες υποδοχής και δεξιώσεων. Για την ανέγερση, την εσωτερική διακόσμηση και τον εξοπλισμό του δαπανήθηκε το τεράστιο για την εποχή ποσό των 2.000.000 δραχμών. Υπήρξε για αρκετά χρόνια το επίκεντρο της κοινωνικής και κοσμικής ζωής της Αθήνας και του Πειραιά. Εκεί δίνονταν επίσημοι χοροί όλο τον χρόνο. Στη διάρκεια του πολέμου εγκαταλείφθηκε, για να ακολουθήσει η κατεδάφισή του, που ολοκληρώθηκε τα τελευταία χρόνια με την εξαφάνιση και του μικρού τμήματος του κτιρίου που είχε διασωθεί κι άξιζε να διατηρηθεί σαν «τεκμήριο» μιας εποχής που χάθηκε οριστικά.

Φωτογραφία από card postal της εποχής 1905. Τότε, σύμφωνα με τα πρώτα δημογραφικά στοιχεία, η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα αριθμούσε 123.000 κατοίκους.

Η οδός Αθηνάς (1905), όπου διακρίνουμε τις κλειστού τύπου άμαξες, αγγλικού τύπου (τις «Βικτώριες»). Μερικά από τα κτίρια που διακρίνουμε, κατά μήκος του δρόμου προς το Μοναστηράκι, σώζονται μέχρι σήμερα.

Η κοίτη του Ιλισού ποταμού (1895) ξεκίνησε να καλύπτεται επί Μεταξά, στα τέλη της δεκαετίας του ’30, από το ύψος της παλαιάς Σχολής Χωροφυλακής μέχρι την άλλοτε γέφυρα του Σταδίου, για να δημιουργηθεί η σημερινή οδός Μιχαλακοπούλου. Αργότερα, το 1960, οι εργασίες επικάλυψης συνεχίστηκαν για να δημιουργηθεί η οδός Καλλιρόης.

Ο ποταμός Κηφισός, το 1870, τότε που στις όχθες του η περιοχή Ρέντη (Κολοκυνθού) ήταν γεωργικό προάστιο της Αθήνας. Είχε κι αυτός την τύχη του Ιλισού. Οι ιθύνοντες, αφού έστρωσαν κακόγουστα με πέτρα και σκυρόδεμα τις κοίτες του, στη συνέχεια στη δεκαετία του 1990-2000 επικαλύφθηκε πλήρως για να διαπλατυνθεί η Εθνική οδός.

Το 1869, η ελληνική κυβέρνηση οριοθέτησε 80 στρέμματα δημόσιας γης για το κτίριο του Ζαππείου, στο χώρο μεταξύ των κήπων του Παλατιού και του αρχαίου ναού του Ολυμπίου Διός. Η Βουλή των Ελλήνων πέρασε επίσης νόμο στις 30 Νοεμβρίου του 1869 ειδικά για τις κατασκευές των κτιρίων των Ολυμπιακών αγώνων του 1896, αφού το Ζάππειο ήταν το πρώτο κτίριο παγκοσμίως που κτίστηκε αποκλειστικά για τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το πρώτο σχέδιο του κτιρίου εκπονήθηκε από τον αρχιτέκτονα Φ. Μπουλανζέ, το οποίο στη συνέχεια τροποποιήθηκε από τον Αναστάσιο Θεοφιλά και τελικά εγκαταλείφτηκε. Ο Κ. Ζάππας αναθέτει τελικά τον σχεδιασμό του κτιρίου στον Δανό αρχιτέκτονα Θεόφιλο Χάνσεν. Μετά από πολλές καθυστερήσεις το κτίριο θεμελιώθηκε στις 20 Νοεμβρίου του 1874. Τα επίσημα εγκαίνια έγιναν με πανηγυρικό τρόπο στις 20 Οκτωβρίου του 1888. Η αρχιτεκτονική του κτιρίου ακολουθεί τον νεοκλασικό ρυθμό, με πρόπυλο κορινθιακού ρυθμού. Το κτίριο σε συνδυασμό με την πέτρινη γέφυρα του Ιλισού (είχε κατασκευαστεί με χορηγία του Ε. Ζάππα) και τους γύρω κήπους, αποτέλεσαν την εικόνα της Αθήνας στις αρχές του 20ου αιώνα. Δυστυχώς, ο Ε. Ζάππας δεν έζησε αρκετά για να δει το κτίριο στην τελική του μορφή.

Το Ολυμπιακό Ποδηλατοδρόμιο στο Παλαιό Φάληρο. Κατασκευάστηκε το 1895 για τους πρώτους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας. Η φωτογραφία είναι τραβηγμένη κατά τη διάρκεια των αγώνων. Στο βάθος διακρίνονται στον κάμπο τα πρώτα καπνεργοστάσια. Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου και έπειτα χρησιμοποιείτο ως γήπεδο ποδοσφαίρου. Το 1964, στη θέση του κατασκευάστηκε το στάδιο Γ. Καραϊσκάκης.

Στη θέση του κεντρικού κτιρίου της Εθνικής Τράπεζας, στην οδό Αιόλου, υπήρχαν τον 19ο αιώνα δυο χωριστά διώροφα κτίρια, χτισμένα τη δεκαετία του 1840. Αριστερά βρισκόταν η οικία Δομνάνδου, που αγοράστηκε το 1845 από τον τραπεζίτη Γεώργιο Σταύρου και στέγασε το πρώτο τραπεζικό κατάστημα της ελεύθερης Ελλάδας. Δεξιά βρισκόταν το ξενοδοχείο «Αγγλία» του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που αγοράστηκε με τη σειρά του μια δεκαετία αργότερα, με την επέκταση των εργασιών της τράπεζας. Τα δυο κτίρια διέθεταν τον ίδιο αριθμό ορόφων και το ίδιο ύψος, ώστε το 1899-1900 ενοποιήθηκαν με σχετική ευκολία, για να αποτελέσουν, ανακαινισμένα και με νέα εξωτερική διαμόρφωση σε νεοκλασικό ύφος, το ενιαίο μέγαρο που ξέρουμε σήμερα και το οποίο ευτυχώς διασώθηκε.

Ο αρχικός πυρήνας του κτιριακού συγκροτήματος του Νοσοκομείου Ευαγγελισμός οικοδομήθηκε μεταξύ 1881-1884, με βάση τα σχέδια του στρατιωτικού μηχανικού Αναστασίου Θεοφιλά. Το 1888 προστέθηκε το Α’ Χειρουργείο, ενώ το 1897-1898 κτίστηκε ο οίκος των αδελφών νοσοκόμων. Το Νοσοκομείο ιδρύθηκε με πρωτοβουλία της βασίλισσας Όλγας, ενώ στην ανέγερση και στη συμπλήρωση των διαφόρων πτερύγων, συνεισέφεραν οικονομικά ο τσάρος Αλέξανδρος Β’, η Μονή Ασωμάτων (Πετράκη) και γνωστοί Έλληνες επιχειρηματίες, όπως ο Αντρέας Συγγρός, ο Γεώργιος Δρομοκαΐτης, ο Μ. Κοργιολένιος, ο Δ. Θεοδωρίδης κα. Για πάνω από μισό αιώνα, παρέμεινε το μεγαλύτερο Νοσοκομείο της πρωτεύουσας, με 425 κλίνες.

Η οδός Ερμού, το 1904. Διακρίνουμε τα καινούργια ηλεκτρικά φανάρια στο δρόμο. Η Αθήνα άρχισε να ηλεκτροδοτείται σιγά-σιγά από το 1889. Πριν, αντί για ηλεκτρικό ρεύμα, υπήρχε το φωταέριο. Οι πρώτες εγκαταστάσεις του εργοστασίου παραγωγής φωταερίου, στην οδό Πειραιώς («το γκάζι», όπως αποκαλείτο) το οποίο υπάρχει αναπαλαιωμένο σήμερα, οικοδομήθηκε το 1860, με βάση γαλλική μελέτη, για λογαριασμό του επιχειρηματία Φραγκίσκου Φεράλδη, που το 1857 είχε αποκτήσει το σχετικό αποκλειστικό προνόμιο εκμετάλλευσης για 50 χρόνια, που στη συνέχεια μεταβιβάστηκε στην Εταιρεία Αεριόφωτος και ανανεώθηκε διαδοχικά μέχρι το 1938, οπότε και περιήλθε στον Δήμο Αθηναίων.

Ο καθεδρικός ναός της Αθήνας (φωτογραφία του 1890), αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, βρίσκεται στην πλατεία Μητροπόλεως. Η κατασκευή του ξεκίνησε το 1842 και ολοκληρώθηκε το 1862. Ο τύπος του ναού είναι σταυροειδής τρίκλιτη βασιλική με τρούλο. Το κόστος κατασκευής ξεπέρασε τον προϋπολογισμό. Η διαφορά καλύφθηκε μερικώς από την πώληση εκκλησιαστικής περιουσίας και από δωρεές της πλούσιας οικογένειας του εθνικού ευεργέτη Σίνα που ζούσε στη Βιέννη. Ο ναός χτίστηκε σε 4 φάσεις. Ο αρχιτέκτονας Θ. Χάνσεν ετοίμασε τα πρώτα σχέδια, στα οποία βασίστηκε το μέρος του κτιρίου μέχρι το ύψος της πρώτης σειράς των παραθύρων. Έπειτα, το 1843, οι εργασίες διακόπηκαν λόγω οικονομικών προβλημάτων. Το 1846, ανέλαβε ο Δημήτριος Ζέζος, εισάγοντας το ελληνοβυζαντινό στοιχείο. Μετά το θάνατό του, το 1857, ο Δήμος Αθηναίων ζήτησε από τον Γάλλο αρχιτέκτονα Francois Boulanger να συνεχίσει την κατασκευή. Αυτός εργάστηκε μαζί με τον Παναγιώτη Κάλκο, που ήταν υπεύθυνος για την εκτέλεση των εργασιών κατασκευής. Για το χτίσιμο του ναού χρησιμοποιήθηκε υλικό από ερειπωμένες βυζαντινές εκκλησίες. Οι τοιχογραφίες στο εσωτερικό, που είναι έργα του Σπυρίδωνα Γιαλλινά και του Alexander Seitz, ακολουθούν τη βυζαντινή παράδοση, ενώ η διακόσμηση ανήκει στον ζωγράφο Κωνσταντίνο Φανέλλη, από τη Σμύρνη. Τα γλυπτικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, τα κιονόκρανα και ο άμβωνας σχεδιάστηκαν από τον γλύπτη Γεώργιο Φιτάλη. Οι πολυάριθμες αρχιτεκτονικές διαφοροποιήσεις κατά την κατασκευή οδήγησαν σ’ έναν απροσδιόριστο αρχιτεκτονικό ρυθμό, που είναι ιδιαίτερα ορατός.

Η οδός Πατησίων (εδώ βλέπουμε το τέρμα), από τους ωραιότερους δρόμους της παλιάς Αθήνας. Η οδός αυτή συνέδεε το κέντρο της πόλης με το κοσμοπολίτικο προάστιο των Πατησίων. Κατά μήκος του δρόμου αυτού είχαν τις επαύλεις τους για αρκετές δεκαετίες οι οικονομικοί παράγοντες της εποχής. Σήμερα, από τις παλιές επαύλεις σώζεται μόνο η παλιά κατοικία του βιομήχανου Ιωάννη Σοφιανόπουλου (απέναντι από το σταθμό του Ηλεκτρικού).

Τα Πατήσια (από κάρτα της εποχής), από τα ωραιότερα και κοσμοπολίτικα προάστια της παλιάς Αθήνας (1904).

Η οδός Ερμού, ήδη από το 1835, ως κύρια οδός της νέας πρωτεύουσας, σταδιακά διαπλατύνεται, αποκτά αρχοντικές οικίες που στεγάζουν δημόσιες υπηρεσίες και υπουργεία, καλλωπίζεται, πλημμυρίζει με άμαξες κάθε είδους και αναδεικνύεται σε εμπορικό δρόμο με καταστήματα τροφίμων, σιδεράδικα, ραφτάδικα και τσαρουχάδικα. Έκτοτε και μέχρι σήμερα ανελλιπώς η οδός Ερμού παραμένει η καρδιά της εμπορικής κίνησης της Αθήνας.

Φωτογραφία τραβηγμένη από το ύψος του Αγ. Σώστη (1905). Η λεωφόρος Συγγρού έχει πλέον δεντροφυτευτεί κατά μήκος της. Βλέπουμε τα πρώτα σπίτια των συνοικιών του Κουκακίου και του Μακρυγιάννη. Η Αθήνα στις αρχές του 20ου αιώνα έχει πλέον αρχίσει να οικοδομείται.

Η οδός Αθηνάς, στις αρχές του 20ου αιώνα (1906), εμπορικός δρόμος από τότε. Διακρίνουμε τα μαγαζιά κιόσκια της εποχής και τους μικροπωλητές κατά μήκος του δρόμου. Για τους παλιούς Αθηναίους ο δυτικός τρόπος ντυσίματος έχει πλέον καθιερωθεί. Ο φουστανελοφόρος πωλητής της φωτογραφίας είναι πιθανότατα από τα γύρω χωριά, από όπου κατέβαινε καθημερινά με το γαϊδουράκι στην Αθήνα για το μεροκάματο.

Τα «Αναφιώτικα» είναι οικισμός της Πλάκας που βρίσκεται ακριβώς κάτω από τη βόρεια πλευρά της Ακρόπολης. Δημιουργήθηκε από τους ονομαστούς πετράδες χτίστες που ήρθαν από το νησί της Ανάφης για να δουλέψουν στην οικοδόμηση των ανακτόρων και των μεγάλων επιβλητικών κτιρίων της βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Ήταν περιζήτητοι μάστορες και δούλεψαν αργότερα και στην οικοδόμηση των νεοκλασικών. Τους παραχωρήθηκε ο χώρος κάτω από την Ακρόπολη και έχτισαν μόνοι τους τα σπιτικά τους, ακολουθώντας την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική. Πέτυχαν να «δέσουν» τα σπίτια τους αρχιτεκτονικά με τα υπόλοιπα της Πλάκας, χωρίς να αφαιρούν μέρος του μεγαλείου των αρχαίων μνημείων. Ευτυχώς σώζονται μέχρι σήμερα (φωτογραφία του 1903).

Τα ανάκτορα της Αθήνας περιστοιχισμένα από νεοκλασικά κτίρια (1880).

Από τα πρώτα κοσμικά καφεζαχαροπλαστεία του Βάρσου, στη γωνιά Πανεπιστημίου και Σανταρόζα, στις αρχές του 20ου αιώνα.

Φωτογραφία από τον Λυκαβηττό, με την περιοχή του Κολωνακίου. Δέστε τα υπέροχα επιβλητικά νεοκλασικά κτίρια βαυαρικής αρχιτεκτονικής. Σήμερα στην περιοχή δεν σώζεται κανένα.

Η λεωφόρος Κηφισίας στο ύψος της Μεσογείων, «πατημένος» χωματόδρομος, το 1907. Μεταπολεμικά θα διαπλατυνθεί. Βλέπουμε τις ξύλινες κολώνες στήριξης των ηλεκτρικών καλωδίων και τους μεταλλικούς πυλώνες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας είναι γεγονός ότι έχει σχεδόν ολοκληρωθεί.

Ο χωματόδρομος της σημερινής οδού Πλουτάρχου στο Κολωνάκι, στις αρχές του 20ου αιώνα (1908). Στο βάθος διακρίνεται ο Λυκαβηττός.

Φωτογραφία (1908) τραβηγμένη από την περιοχή του Κεραμεικού, τότε που το Θησείο ήταν ακόμα χωριό (φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη).

Φωτογραφία (1910) τραβηγμένη από την Ακρόπολη. Βλέπουμε την πύλη του Αδριανού, το λόφο του Μετς, αριστερά το Παναθηναϊκό στάδιο, πιο πίσω αριστερά τα πρώτα σπίτια του Παγκρατίου. Στο βάθος ο Υμηττός, που τον καιρό εκείνο ήταν «φαλακρός», δασώθηκε αργότερα.

Η βίλα Θων ήταν μια από τις πολλές επαύλεις που υπήρχαν περί τα τέλη του 19ου αιώνα και αργότερα στο καταπράσινο προάστιο των Αμπελοκήπων. Οι Αμπελόκηποι μέχρι τα μέσα του 19ου αιώνα ήταν αμπελώνες. Το όνομά τους, λοιπόν, δεν είναι συμπτωματικό. Οι παλιότεροι γνώριζαν τη βίλα Θων. Τελικά και το κτίριο αυτό δεν είχε καλύτερη τύχη. Το κράτος το άφησε στον βωμό των επιχειρηματικών συμφερόντων να κατεδαφιστεί και να γίνει ο σημερινός ουρανοξύστης. Κάποιος κροίσος Σαουδάραβας αγόρασε τα μπάζα από την κατεδάφιση και με αυτά έφτιαξε στην πατρίδα του ακριβώς τον ίδιο «Πύργο της Σταχτοπούτας», όπως ονόμαζαν τη βίλα. Στη φωτογραφία, μπροστά στο κτίριο, πιθανότατα «ποζάρουν» τα μέλη της οικογένειας.

Η οικία Ράλλη-Σκαραμαγκά (κτίριο αριστερά) ήταν από τα τελευταία μέγαρα που χτίστηκαν στη Β. Σοφίας, γύρω στο 1920 (κατεδαφίστηκε το 1955). Στη θέση του σήμερα υπάρχει το υπουργείο Εσωτερικών. Δεξιά, το σημερινό Μουσείο Μπενάκη.

Αθηναϊκός τυπικός καφενές από πρώην Αιγυπτιώτες. Έτσι αποκαλούνταν οι Έλληνες στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Παρατηρείστε τη νεοεισερχόμενη, μοντέρνα για την εποχή, επιγραφή «ΚΑΦΕ-ΜΠΑΡ» (Φωτογραφία γύρω στο 1920, από άγνωστη φωτογραφική πηγή).

http://history-pages.blogspot.gr/

Recommended For You