Είναι Μάιος του 1920. Ο Δημοσιογράφος Π. Κατηφόρης γράφει στην εφημερίδα «Σφαίρα» για τους θρυλικούς Κουτσαβάκηδες και τη συνοικία του Ψυρρή όπου έδρασαν.
«Αν η Ελλάς του παρελθόντος αιώνος είχε στα βουνά τους ληστοφυγόδικούς της, στην πρωτεύουσά της είχε τους κουτσαβάκηδες.
Έδρα και κρυσφήγετό τους ήταν η συνοικία “Ψυρρή” και πρωτεύουσά τους η “Πλατεία των Ηρώων”. Ιδεολογία τους η ιταλική ρήσις “vivere pericolosamente” [ζειν επικινδύνως] κ’ επειδή τότε πόλεμοι δεν εγίνονταν, είχανε κηρύξη πόλεμο κατά της αστυνομίας, που την εποχή εκείνη δεν είχε και σπουδαία διαφορά ως προς τα κατώτερα στελέχη.
Οι κουτσαβάκηδες ήσαν νέοι που δεν ήξεραν τι θα πη πραγματική δουλειά, θρασείς και προκλητικοί με πολύ ιδιόρρυθμη εμφάνιση. Φορούσαν κατά κανόνα μαύρο σακκάκι, ριγέ χρωματιστό ή με μεγάλα καρέ, χτυπητών χρωμάτων πανταλόνι και αντί για γιλέκο, ένα πελώριο ζωνάρι κόκκινο ή γκρενά, που άρχιζε από τον ομφαλό και έφθανε εις το στήθος. Μέσα στις πολυάριθμες πτυχές του κρύβανε τα κουμπούρια και τις κάμες τους, μαζί με το μαντήλι, τον ταμπάκο, το τσακμάκι και την καπνοσακκούλα. Οι πιο μοντέρνοι βάζανε το μαντήλι στο μανίκι του αριστερού χεριού και άφιναν να κρεμιέται απ’ εκεί το ένα άκρο του.
Τα παπούτσια τους πάλι ήταν περιεργότατα… Το τακούνι ήταν ψηλότατο και μπροστά τα “πουτίνια” ήσαν μυτερά και σουβλερά με τη μύτη προς τα πάνω. Το χρώμα τους ήταν απαραίτητα μαύρο. Έπρεπε ακόμη να είνε πάντα πασαλειμένα με χοιρινό λίπος, για να είνε γυαλιστερά και στο διάβα του “αντάμη” να… τρίζουνε. Δεν ετρίζανε; Η ζωή του τσαγκάρη διέτρεχε κίνδυνο.
Το πρόσωπό τους και προ παντός τα μαλλιά τους εγίνοντο αντικείμενον εξαιρετικών φροντίδων. Τα μαλλιά ήσαν πάντα μακριά και χτενισμένα “χωρίστρα” με “αφέλεια” προς το μέτωπο και τ’ αυτιά, γυαλιστερά δε όσο δεν έπαιρνε άλλο από το χοιρινό λίπος που έπαιζε το ρόλο της μπριγιαντίνης, με το πρόσθετο πλεονέκτημα πως το λίπος βρωμοκοπούσε, όπως άρμοζε σ’ ένα παλληκαρά περιωπής.
Οι αφέλειες έπρεπε να κατεβαίνουνε ως τα μάτια και να μισοσκεπάζουν το ένα από τα μάτια σε τρόπο, που να αναγκάζεται ο ιδιοκτήτης “κούτσαβος”, σαν ήθελε να ιδή, να κάνη μια αργή χαρακτηριστική χειρονομία να ελευθερώση τα βλέφαρα από την κρεμάμενη αφέλεια. Όλη αυτή η διαδικασία γινότανε με παντοκρατορική μεγαλοπρέπεια, για να καταθορυβήση και τρομοκρατήση τον ατυχή που είχε μπλέξη μαζί τους.
Το μουστάκι ήταν τα… Άγια των Αγίων! Πελώριο, θυσσανωτό ή στριμμένο, απειλούσε με τις άκρες του γη και ουρανό. Στο κεφάλι φορούσαν πάντα ρεμπούμπλικα μαύρη ή καφέ, σχήμα “καβουράκι” και η κορδέλλα ήταν πλατύτατη από μαύρη τσόχα, ένδειξις αδιάψευστη πένθους βαρυτάτου. Το πένθος ήταν κύριο χαρακτηριστικό, γιατί εσήμαινε πως κάποιος συγγενής του έπεσε ηρωικά μαχόμενος από κάμα για το φιλότιμο. Ο θάνατος, βέβαια, ήταν φανταστικός, όπως και η γενναία πράξις, στην υπηρεσία της οποίας υπέκυψε ο ανύπαρκτος μακαρίτης, επεκράτησε όμως το πένθος στον κούτσαβο, γιατί ήταν απαραίτητο να είνε… σόι το βασίλειο. Να ανήκη δηλαδή σε μια δυναστεία ηρώων, που μετρούσε θύματα στο βωμό της γενναιότητος!
Ιδιόρρυθμο ήταν ακόμη και το βάδισμα, το βήξιμο, το φτύσιμο και οι αναστεναγμοί πάνω στην κουβέντα τη σύντομη. Βαδίζανε όπως οι κυνηγοί που καραδοκούν το ξαφνικό πέταγμα της μπεκάτσας, κουνάμενοι και σεινάμενοι κατά τρόπο λυγερό και φτύνοντας σφυριχτά, χωρίς να συντρέχη καμμία ανάγκη, στενάζοντας βαθειά και συνοδεύοντας τους στεναγμούς τους με κάποια στροφή νταϊλίδικη, σαν να είχαν μέσα στα στήθη τους κρυμμένα πάντα ντέρτια και μαράζια.
Τα στήθη μου κατάντησαν
βασάνων κατοικία
που κατοικούν οι λέοντες
και τ’ άγρια θηρία, αχ-βαχ!…
Όπου, τέλος, και να κάθονταν, βγάζανε το ένα τους παπούτσι και ετοποθετούσαν ύστερα το ξυπόλυτό τους ποδάρι ορθογώνια πάνω στο άλλο, στο ύψος του γόνατος ή και του μηρού. Αυτό, δε, ήταν εύκολο, γιατί τα παπούτσια τους ήταν με λάστιχα στα πλάγια και έτσι μπορούσαν στο άψε-σβύσε να τα βγάζουν και να τα βάζουν.
Πολλοί απ’ αυτούς είχαν και μίαν άλλη συνήθεια. Φορούσαν δηλαδή το σακκάκι τους μόνο από το ένα μανίκι, το αριστερό, και το υπόλοιπο του σακκακιού το είχανε ριχτό πάνω στον δεξιό ώμο. Κάθονταν στα καφενεία ή τα ταβερνάκια της συνοικίας τους, έβγαζαν την κάμα τους, μία δηλαδή από τις πολλές που είχαν απάνω τους, την κάρφωναν πάνω στο τραπέζι και εκεί κοντά στην αστραφτερή λεπίδα τους έπιναν τον καφέ ή… τα σκονάκια τους. Αυτό αποτελούσε σιωπηρή μα και πολύ εύγλωττη πρόκληση εναντίον κάθε αντιπάλου ή και διαβάτη που θα είχε την αφέλεια να μη χαιρετίση με σεβασμό την κάμα και τον ιδιοκτήτη της…»
Μια που μιλήσαμε για τους Κουτσαβάκηδες, είναι ενδεδειγμένη και μια μικρή ξενάγηση στο χώρο όπου έδρασαν: στη μικρή συνοικία του Ψυρρή. Ξεναγός μας, ένας από τους καλύτερους λόγιους της εποχής, ο Μιχαήλ Μητσάκης. (βλέπε «Φιλολογικά Έργα», Αθήνα, 1921)
«Εκ του στενού δρομίσκου του Ψυρρή, συρφετός διέρχεται ποικίλος, άνθρωποι και κτήνη, παιδιά και γυναίκες, νοικοκυραίοι και εργάται, λαϊκόν πλήθος, πηγαίνον ή ερχόμενον διαφοροτρόπως ενδυμένον, πληρούν βόμβου την μικράν οδόν. Κορασίδες, φέρουσαι τας στάμνας των εις χείρας, διευθύνονται συχνά, προς την πλησίον βρύσιν της πλατείας, διά να τας γεμίσουν, μαθηταί επιστρέφοντες εκ του σχολείου, οψοκομισταί [χαμίνια που κουβαλούν τα ψώνια συνήθως με κοφίνι στην πλάτη], λούστροι, πλύστραι, μοδιστρούλες, εμποροϋπάλληλοι, δικηγόροι ενίοτε με δικογραφίας υπομάλλης, εξερχόμενοι του κοντινού κακουργιοδικείου, ρασοφόροι κάποτε, βρακάδες πού και πού, στρατιωτών πηλίκια και αρβύλαι, κανέν μαύρο τσεμπέρι γραίας…
Άμαξαι ή κάρρα παταγούν περιοδικώς, κυλίονται με προσοχήν, μόλις χωρούντα να περάσουν, καταλαμβάνοντα όλον το πλάτος του σοκακίου με τους τροχούς των συμπιεζόμενους από τα εκατέρωθεν λιθόστρωτα… Εντός των γύρω μαγαζείων, ισογείων ή υπογείων πάντοτε, εργάζονται οι ένοικοι, μικροπαντοπώλαι, μικροψιλικοπώλαι, μικροκαπνοπώλαι, ταβερνιάρηδες ή μανάβηδες.
Από του ενός μέρους εις το άλλο διαμείβονται συνομιλίαι, διάλογοι συνάπτονται, αστεία πολλάκις απευθύνονται, ανταλλάσσονται φωναί και επικλήσεις, θορυβώδεις, εύθυμοι, κραυγαστικαί συνήθως εν οικειότητι ως οικογενειακή. Δυο κουτσαβάκηδες διήλασαν συγχρόνως ως μισομεθυσμένοι, την ρεπούμπλικαν στραβά, τρικλίζοντες προσποιητά και επιδεικτικώς τραγουδούντες διά λάρυγγος βρογχώδους, δημώδες άσμα αρτίτοκον γέννημα των ρυακίων του Ψυρή:
Βάρα με με το στυλέτο
Κι’ όσο αίμα τρέξη, πιέτο!…»
15 χρόνια μετά κάποια πράγματα αρχίζουν ν’ αλλάζουν. Είναι Σεπτέμβριος 1936 και ο Μ. Γιοκαρίνης γράφει στο «Ελεύθερο Βήμα»:
«Οι καλλίτεροι δρόμοι των Αθηνών από απόψεως ονομασίας, ευρίσκονται εις την συνοικίαν του Ψυρρή. Εκεί είνε και η οδός της Παλλάδος, το τιμητικώτερον όνομα που ημπορούσε να δοθή εις ένα δρόμον του άστεως. Εκεί, η οδός Αισχύλου και η οδός Αριστοφάνους, εκεί η πλατεία όλων των ηρώων μικρότερη και από την μικράν πλατείαν του Κολοκοτρώνη.
Οι περίεργοι που θα είχαν τυχόν την όρεξιν να ακολουθήσουν τα βήματα της εξερευνητικής περιοδείας μου, ας προτιμήσουν την οδόν Αριστοφάνους, όπου ο Αη-Φίλιππας εις το σεμνό και απλό εκκλησάκι του ημπορεί να δεχθή τας ευχάς των δια την ευχάριστον διάβασιν αναμέσου των άλλων στενωπών, με τα κάρρα, τα δίτροχα, τα καρροτσάκια, τα ποδήλατα, τα κασόνια με ρόδες και όλα τα άλλα εμπόδια, που αποκλείουν κάθε κυκλοφορίαν.
Ολίγοι οι δρόμοι, μικρά η συνοικία, αλλά εδώ πάλλεται η εργατική καρδιά της πρωτευούσης. Δεν έχω ιδή άλλην γειτονιάν με τόσα μαγαζιά, με τόσες τρύπες όπου μοχθούν σιωπηλοί οι εργαζόμενοι άνθρωποι παντός επαγγέλματος, με ζήλον, με σπουδές και με αγάπην. Εκάθησα πολλήν ώραν να ιδώ καθισμένους τους μαστόρους κατάχαμα που πλέκουν την αλιγαριά και κάμνουν τα κοφίνια, που λυγίζουν με δεξιοτεχνίαν τις καλαμένιες βέργες των καλαθιών, που σκαρώνουν με το τίποτα το καλαθάκι των μαθητών, το πανέρι των ψαράδων…
Έχουν πολλήν μαεστρίαν αυτοί οι καλαθοπλέκται του Ψυρρή και έχουν ποίησιν τα μαγαζιά των, που μοσχοβολούν από τους χυμούς των αρωματικών κλώνων που χρησιμοποιούν για τη δουλειά τους.
Αλλά η γειτονιά ολόκληρη έχει την ποίησιν της εργασίας. Εδώ, το λάδι επιδεικνύεται διάφανο και κεχριμπαρένιο σε μπουκάλια κρεμασμένα στις εξώπορτες των μαγαζιών και οι φαναρτζήδες έχουν στιβάσει στο κατώφλι των κολώνες τα φαράσια. Όλα τα παπούτσια των Αθηνών κατασκευάζονται εις του Ψυρρή, από χιλιάδες εργάτες που είνε αληθινοί καλλιτέχναι εις το είδος των. Τόρνοι, έπιπλα, καραμελάδικα, τυπογραφεία, μπαχάρικα και σαπουνάδικα, αληθινή κυψέλη αυτή η γειτονιά, όπου δεν υπάρχει πλέον μια γωνιά ήρεμου κατοικίας χωρίς κίνησιν και θόρυβον. Τα καφενεδάκια είνε υπόδειγμα επαρχιακών κέντρων και οι ταβέρνες μερακλήδικες.
Κάπου-κάπου έχει διασωθή ένας σιδερένιος εξώστης στολισμένος με γλάστρες και κάποια παληά αυλή με κατακάθαρο το πλακόστρωτό της και πανύψηλο τον πλάτανό της. Όλα όμως γκρεμίζονται, όλα ξανακτίζονται, οι δρόμοι στρώνονται και η πλατεία Ηρώων είνε αποθήκη των ξεκοιλιασμένων τενεκέδων της πίσσας. Σε λίγο θα είνε αγνώριστη και αυτή η συνοικία και θα χάση το χαρακτήρα της… Τα μικρομάγαζα μεγαλώνουν, τα χαμόσπιτα γκρεμίζονται, οι αυλές κτίζονται, οι δρόμοι φαρδαίνουν, το καλντερίμι ασφαλτώνεται, τα λούκια γίνονται υπόνομοι, τα πεζοδρόμια πλακοστρώνονται. Ένας αληθινός πυρετός εξαφανίσεως κάθε παληάς γραφικότητος και οι αστυφύλακες μόλις ανέχονται τον υπαίθριον παστελατζήν -φράγκο το κομμάτι. Συνοικία του Ψυρρή, συνοικία με ιστορική παράδοση».
Αν κάνετε σήμερα μια βόλτα στην Πλατεία Ηρώων του Ψυρρή, δυο βήματα απ’ το Μοναστηράκι, θα συναντήσετε το καφενείο του Τσούτη. Εδώ έπαιρναν τον ερατεινό τους οι κουτσαβάκηδες. Την σκερτσόζα είσοδό τους ακολουθούσε η εξής παραγγελία του σερβιτόρου προς τον ταμπή (=ο ψήστης του καφέ, αποκλειστικής απασχόλησης, μπορούσε με τα 48 είδη ψησίματος που διέθετε στο ρεπερτόριό του να ικανοποιήσει και τον πιο ιδιότροπο πελάτη):
-Ένα καφέ του… (εδώ αναφερόταν το όνομα ή ακόμη καλύτερα το παρατσούκλι του προκλητικού πελάτη, όπως π.χ. «Λαχτάρας», «Ηρακλάκιας», «Αρκούδας», «Καραμπιστόλας», «Τρομάρας»), πολλά βαρύ, μισό φλιτζάνι!
Αυτό το «μισό φλιτζάνι» ήταν και το σήμα κατατεθέν των ιδιόρρυθμων αυτών τύπων, γι’ αυτό ένα από τα πάμπολλα παρατσούκλια που τους είχαν κολλήσει οι νοικοκυραίοι της Αθήνας ήταν και το «μισοφλιτζανάκηδες».
Ο ηρωικός Τσούτης, όχι μόνο δεν τους λογάριαζε, αλλά είχε και το θράσος να τους σερβίρει καφέ αναμεμιγμένο με ρεβίθια, όπως έκανε άλλωστε και με όλους τους «κοινούς» πελάτες του! Ο νοθευμένος αυτός καφές εχρεώνετο μια πεντάρα. Βεβαίως για τους νοικοκυραίους με κρυφή χρέωση μία δεκάρα, είχε πάντα φυλαγμένο αγνό καφέ! Η όλη δοσοληψία γινόταν συνωμοτικά ώστε να μην προκύψει κανένα μπέρδεμα. Το γκαρσόνι ήξερε ποιοι «δικαιούνται» αγνό καφέ και η συνθηματική παραγγελία προς τον ταμπή ήταν:
-Ένα καφέ, γλυκύ βραστό «με λένε»…
Ακούγοντας το περίεργο αυτό σύνθημα ο ταμπής προχωρούσε χωρίς άλλες διατυπώσεις στην ετοιμασία αγνότατου καφέ. Όλα αυτά μαθεύτηκαν βεβαίως χρόνια μετά, αφού έκλεισε το μαγαζί.
Το 1900 η εγκληματικότητα στου Ψυρρή ανθούσε. Οι παράνομοι κουτσαβάκηδες, φόβος και τρόμος κάθε Αθηναίου φιλήσυχου πολίτη, προσπαθούσαν να επιβιώσουν με κλοπές και κατά παραγγελίαν ξυλοδαρμούς. Ο εικονιζόμενος θαρραλέος αστυνόμος Μπαϊρακτάρης μαζί με το συνάδελφό του Βρατσάνο, ήταν οι μόνοι που τόλμησαν να τα βάλουν μαζί τους. Και κατόρθωσαν το μέχρι τότε φαινομενικά ακατόρθωτο: να τους περιορίσουν δραστικά.
Προτού τους κλείσει στον Μεντρεσέ (τη φυλακή της Πλατείας των Αέρηδων), ο Μπαϊρακτάρης φρόντιζε να τους ξεφτιλίζει με τέτοιο τρόπο, ώστε να μην έχουν μούτρα να ξαναεμφανιστούν στην πιάτσα. Η διαπόμπευση των κούτσαβων που περιφέρονταν σιδηροδέσμιοι στα δρομάκια του Ψυρρή με ξυρισμένο το μισό μουστάκι και κομμένο το μισό μανίκι (!), τους αφαιρούσε κάθε τιμή και υπόληψη και κάθε υπόνοια μελλοντικής επανεμφάνισης…
Οι Παλιοί Αθηναίοι είχαν μονομανία με τα όπλα. Οι Αγωνιστές της Επανάστασης ουδέποτε παρέδωσαν τον οπλισμό τους. Με μεγάλη περηφάνια έμπαιναν στα καφενεία ζωσμένοι με ολόκληρο οπλοστάσιο! Η κατάσταση δεν άλλαξε και πολύ μετά την Οθωνική Περίοδο (1834-1862). Μόνο που τις μαυροβουνιώτικες πιστόλες διαδέχτηκαν πιο σύγχρονες κατασκευές από Ευρώπη και Αμερική.
Εδώ έχουμε, για του λόγου το αληθές μια διαφήμιση για τα ρεβόλβερ Σμιθ & Γουέσον, που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Αθηνά”, το 1891.
Επειδή μπορεί να μην είναι εύκολη η ανάγνωση ολόκληρου του κειμένου της ειδοποίησης, σας μεταφέρουμε αυτούσια τα ψιλά του γράμματα:
“Σπεύσατε Έλληνες μικροί τε και μεγάλοι γενναίοι Ρουμελιώτες, Μωραΐτες και Νησιώταις, συμπληρώσατε και τελειοποιήσατε τον οπλισμόν των σελαχίων, των ζωνών και των θυλακίων σας! Τα γνήσια περίστροφα Σμιθ και Ουέσον αν και φαίνονται εκ πρώτης όψεως ακριβά, εν τούτοις είναι τα οικονομικώτερα ρεβόλβερ του κόσμου, ένεκα της απαραμίλλου στερεότητος, ευθυβολίας και διαπερατικότητός των, διότι δεν κινδυνεύεις να «λαθεύσης» τον εχθρόν σου και να φυλακιστής ανωφελώς επί εβδομάδας ίσως επειδή εξέβγαλες αδιάφορον διαβάτην∙ ούτε μία σφαίρα σου δεν πηγαίνει «μαστράφι». Υπό ευνοϊκάς μάλιστα περιστάσεις δύνασαι και τρεις ομού εχθρούς σου να διατρυπήσης κατά σειράν με μία σφαίραν, σπουδαία οικονομία τώρα, ότε, ένεκα της βαρείας φορολογίας τα γνήσια φυσέκια κατήντησαν τόσο ακριβά!
Αποφεύγετε τας Γερμανοεβραϊκάς απομιμήσεις και όλα εν γένει τα ρεβόλβερ της ψευτο-φτηνίας, τα «μπουμ εμείς-κάτω μεις», αγοράζετε ρεβόλβερ Αμερικάνικα Σμιθ και Ουέσον που κάμνουν δουλειά παστρική και οικονομική.”
Προτού φύγουμε από τη γειτονιά των παραδοσιακών επαγγελμάτων, δείτε ένα νοσταλγικό βιντεάκι…