Τα τυριά είναι μια ιδιαίτερα αγαπητή ομάδα τροφίμων για τους Έλληνες, που δύσκολα μπορούν να στερηθούν από το καθημερινό τους διαιτολόγιο.
Όσον αφορά στη θρεπτική τους αξία, περιέχουν πολύτιμα θρεπτικά συστατικά, όπως πρωτεΐνη υψηλής βιολογικής αξίας, ασβέστιο, φώσφορο, μαγνήσιο, βιταμίνη Α και βιταμίνες του συμπλέγματος Β. Ταυτόχρονα, τα περισσότερα είδη τυριών έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε λιπαρά και θερμίδες, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζονται συχνά ως «παχυντικά» και «ακατάλληλες» επιλογές για μια δίαιτα απώλειας βάρους.
Στην πραγματικότητα, όπως ισχύει για όλα τα τρόφιμα, το «κλειδί» της επιτυχίας βρίσκεται στη συχνότητα και ποσότητα κατανάλωσης, αφού ο πλήρης αποκλεισμός συγκεκριμένων ομάδων τροφίμων από το διαιτολόγιο, μπορεί να θέσει εμπόδια στη μακροπρόθεσμη υιοθέτησή του και να οδηγήσει σε μονοτονία και ενδεχομένως μειωμένη πρόσληψη ορισμένων θρεπτικών συστατικών.
Επομένως, θα λέγαμε πως τα τυριά δεν αποτελούν «απαγορευμένη» επιλογή για μια δίαιτα, αρκεί να δίνεται η απαραίτητη προσοχή στο είδος των προϊόντων που επιλέγονται, τη συχνότητα κατανάλωσης και το μέγεθος της μερίδας. Ειδικότερα, συστήνεται η προτίμηση σε λευκά τυριά που έχουν χαμηλότερη περιεκτικότητα σε λιπαρά, όπως το τυρί cottage, το κατίκι, το ανθότυρο, η μυζήθρα και η φέτα, με εξαίρεση το μανούρι, που αν και λευκό έχει υψηλότερο ποσοστό λίπους από πολλά κίτρινα τυριά.
Στην περίπτωση των κίτρινων τυριών, είναι προτιμότερη η κατανάλωση προϊόντων με μειωμένα λιπαρά ή ο περιορισμός της ποσότητας, όταν επιλέγονται τα αντίστοιχα «πλήρη». Τέλος, αναφορικά με το προτεινόμενο μέγεθος μερίδας, αυτό μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με το συνολικό διατροφικό πρότυπο και τις ενεργειακές απαιτήσεις κάθε ατόμου. Σε γενικές γραμμές, σε μια δίαιτα απώλειας βάρους, 1-2 μερίδες τυριού ανά ημέρα αποτελούν μια «καλή» ποσότητα, με τη μία μερίδα να αντιστοιχεί σε 1 φέτα τυρί για τοστ ή ένα κομμάτι 30 γραμμαρίων.